Η ποίηση έχει πιο πολλή λογική από τη ζωή και ξέρει να ψάλλει το μεγαλείο του πόνου. Ξέρει όμως, σε αντίθεση με ό,τι νομίζεται, και τι θα πει χαρά, ποτίζει κάθε απρόσκλητη ενέργεια που μας κάνει να καταλαβαίνουμε ότι εν τέλει είμαστε ζωντανοί. Μοιάζει δηλαδή, τουλάχιστον στην περίπτωση του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, να είναι απολύτως ενσαρκωμένη – απόδειξη πως κάθε εξωφρενική λεπτομέρεια ουσιαστικά επιβεβαιώνει ποιητικά το πραγματικό. Το είχε πει και ο ίδιος στον λόγο του στη σουηδική Ακαδημία όταν παρέλαβε το Νόμπελ: «Η μόνη απτή απόδειξη για την ύπαρξη του ανθρώπου είναι η ποίηση».
Ακόμα περισσότερο εμφανής η εκτόξευση της ποίησης σε καθημερινή έκφραση είναι στα διηγήματά του, στα διάσπαρτα αυτά διαμάντια γεμάτα με ποιητικά περιστατικά που ξεφεύγουν από τον χωρόχρονο, τινάζουν στον αέρα τη λογική και κάνουν τον αναγνώστη, ακολουθώντας τον παράφορο συγγραφέα, να θέλει να χορέψει ντίσκο με τις λέξεις – έναν ξέφρενο, φωτισμένο με χιλιάδες ασημένιες μπάλες ρυθμό πάνω από τη γη σαν να ίπταται, όπως οι ήρωές του, μέσα στα μπαρ, στην καρδιά των μπουρδέλων, στην άκρη της μεσαυλής, στις υγρές παρυφές της πόλης. Δεν είναι θέμα ανάλυσης αλλά ενός πάρτι που μόνο η λογοτεχνία ξέρει να στήνει με αυτό τον τρόπο – και ο Γκάμπο φαίνεται πως το διασκέδαζε πραγματικά.
Στον πολιτικο-ερωτικό κόσμο του Γκαρσία Μάρκες η διακήρυξη των δικαιωμάτων κάθε τάξης, κάθε φτωχού και ταπεινού ηχεί σαν ένδοξη έναρξη μιας ατελείωτης γιορτής, ανθρώπινα ταιριασμένης με την άβυσσο της ύπαρξης, πολύ μακριά όμως από οποιαδήποτε μιζέρια (ο μοναδικός συγγραφέας που δεν αφήνει κανένα περιθώριο στη δυστυχία).
Αυτό σίγουρα συνέβαινε όταν τολμούσε να βάζει στη θέση ενός σκληροτράχηλου φονιά (;) μια πόρνη, που μοναδικό τεκμήριο της ενοχής της μπορούσε να είναι το ότι δεν έφτασε στην ώρα της στο μπαρ, και τον υποψήφιο εραστή της, που η ενδεχόμενη συνενοχή του προκύπτει από την μπριζόλα που την ταΐζει με περισσή τρυφερότητα (Η γυναίκα που έφτανε στις έξι). Όχι τυχαία, το μόνο που γνωρίζει από την ιστορία ο αναγνώστης είναι πως το όνομα του ζηλιάρη μπάρμαν είναι Χοσέ (άραγε, μήπως η ίδια η πόρνη δεν θα μπορούσε να είναι μια νέα Κάρμεν;). Οι ήρωες, που είναι πάντα μοιραίοι με έναν γήινο και ταυτόχρονα ονειρικό τρόπο αλλά και πάντα ηρωικοί, μπορούν να ξεφεύγουν από τη δυνατότητα της τάξης τους.
Στον πολιτικο-ερωτικό κόσμο του Γκαρσία Μάρκες η διακήρυξη των δικαιωμάτων κάθε τάξης, κάθε φτωχού και ταπεινού ηχεί σαν ένδοξη έναρξη μιας ατελείωτης γιορτής, ανθρώπινα ταιριασμένης με την άβυσσο της ύπαρξης, πολύ μακριά όμως από οποιαδήποτε μιζέρια (ο μοναδικός συγγραφέας που δεν αφήνει κανένα περιθώριο στη δυστυχία). Αντίστοιχα, πάλι, και ο θάνατος που είναι παντού κραταιός δεν οδηγεί στη θλίψη αλλά στην ανάγκη για όλο και περισσότερη ζωή, αφού κανείς δεν ξέρει πού καταλήγει η ψυχή, πού κατοικούν τα φαντάσματα και πού αρχίζει ο καθημερινός βίος.
Εκπληκτικά είναι, εν προκειμένω, τα διηγήματα που αφορούν αυτό το μεταίχμιο ζωής και θανάτου για το οποίο έγραφε ο Γκαρσία Μάρκες την πρώτη συγγραφική του περίοδο (όπως η Τρίτη Παραίτηση, το εντελώς καφκικό Η Εύα βρίσκεται μέσα στον γάτο της αλλά και το Άλλο πλευρό του θανάτου). Τα πιο αλλόκοτα και λαϊκότροπα στοιχεία στον Γκαρσία Μάρκες αποκτούν άλλωστε τα χαρακτηριστικά μιας εμβληματικής αλληγορίας, όπως επί παραδείγματι συμβαίνει με την Κηδεία της Μεγάλης Μάμα, ένα παράδοξο αφήγημα για τον ολοκληρωτισμό, αφιερωμένο σε όλους τους υπέροχους «άπιστους» του κόσμου, γραμμένο σε μια στιγμή που το «έθνος ταρακουνήθηκε πέρα ως πέρα» αλλά και «ξαναβρήκε την ισορροπία του» ακριβώς τη στιγμή που ακόμα και ο Πάπας φάνηκε να ίπταται στους ουρανούς – εκείνη την αλλόκοτη στιγμή ο νομπελίστας συγγραφέας επέλεξε να αφηγηθεί την ιστορία της Μεγάλης Μάμα, της πιο πλούσιας και διάσημης ματρόνας του κόσμου.
Πρόκειται για ένα συγκλονιστικής κοπής διήγημα που προαλείφει για την άφιξη των επόμενων μυθιστορημάτων: κραταιά είναι εδώ και η παρουσία του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, παρούσα η πόλη του Μακόντο, η ατμόσφαιρα της πολιτικής έντασης («ο θάνατος είχε αγγίξει τη δημόσια τάξη»), η έκρηξη των αισθημάτων που καταργεί τον χωρόχρονο. Γενικά μιλώντας, σε καθένα από τα αριστουργηματικά διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Άπαντα Διηγήματα, που έχει αποδώσει η πιστή του μεταφράστρια, ο άνθρωπος που μοιάζει να κατοικεί μέσα στο σύμπαν του Μάρκες, η Κλαίτη Σωτηριάδου, και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, μπορεί να ανακαλύψει κανείς το πάντα γνώριμο σπίτι με τους αλλόκοτους επισκέπτες και ερωτευμένους που περιμένουν ο ένας τον άλλο στην αιωνιότητα, τους ζωντανούς-νεκρούς που κινούνται ανάμεσα σε πεταλούδες, τζιτζίκια και τριαντάφυλλα, τις ατελείωτες πολιτικές συγκρούσεις.
Η αλληγορία παραμένει το βασικό ποιητικό όπλο του σπουδαίου λογοτέχνη και αφηγητή Γκαρσία Μάρκες αλλά και η απάντησή του στην ανάλγητη απροσδιοριστία της ζωής. Όπως ο αγαπημένος του, ο Κάφκα, ο οποίος επίσης αποθέωσε τη μικρή φόρμα, ο ίδιος δείχνει να υποτάσσεται με τον πιο ποιητικό τρόπο στο εσωτερικό παραλήρημα της φαντασίας που μπορεί να κρύβεται ή να επιβάλλεται στον κόσμο. Σχεδόν πραγματικά σε πείθει ότι τα καβούρια μπορούν να ανεβαίνουν στο κρεβάτι ή ότι ένας γέρος με τεράστια φτερά από «διαστημική νυχτερίδα» μπορεί και προσγειώνεται σε ένα κοτέτσι «ανάμεσα σε φλούδια από φρούτα και αποφάγια». Αλλά σίγουρα δεν χρειάζεται να πείσει, παρά μόνο να αποπλανήσει, όταν μιλάει για τη δύναμη του έρωτα. Ποιος ερωτευμένος δεν ξέρει παρά μόνο ένα σύνθημα, έναν κώδικα και μία γλώσσα που μόνο ο άλλος αναγνωρίζει, ποιος δεν αντικρίζει τον άλλον με ένα συγκεκριμένο βλέμμα και με μάτια μοναδικά, με αυτά τα «μάτια γαλάζιου σκύλου» από το ομώνυμο διήγημα, που είναι πέρα από τα όνειρα, από την πραγματικότητα και από τη λειτουργία της ίδιας της μνήμης και που, εν τέλει, μόνο οι δυο ερωτευμένοι αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλο;
Υπέροχη και η νουβέλα Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της που τόσο αγαπήθηκε στη χώρα μας, όπως και όλες οι μικρές ιστορίες που ενέχουν διάσπαρτα τα αυτοβιογραφικά στοιχεία μιας επίσης συγκλονιστικής ζωής. Άλλωστε, και ο γεννημένος το 1927 στην Αρακατάκα, μια μικρή πόλη της Κολομβίας προς τις ακτές της Καραϊβικής, Γκαρσία Μάρκες το είχε δηλώσει, πως η εμπειρία του στον τόπο καταγωγής του επιβεβαίωνε με πολλαπλούς τρόπους την αχαλίνωτη φαντασία του. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν εδώ και οι ιστορίες που αφηγούνταν ο παππούς του από τον εμφύλιο πόλεμο που μάστιζε τη χώρα τον 19ο αιώνα αλλά και η εμβληματική παρουσία της γιαγιάς του, η οποία αντικατέστησε τη μονίμως απούσα μητέρα του.
Πανταχού παρούσα και η πιστή έως το τέλος σύντροφός του Μερσέδες, που περίμενε κι εκείνη στωικά τον δημοσιογράφο και συγγραφέα αρραβωνιαστικό της να επιστρέψει από τα ταξίδια στην Ευρώπη και του στάθηκε στις οικονομικές του περιπέτειες. Όλα αυτά δίνονται με ανάγλυφες εικόνες που ενσωματώνουν σε μια σπειροειδή αφήγηση το φανταστικό με το πραγματικό στο συναρπαστικό graphic novel Γκάμπο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος, και πάλι σε απόδοση Κλαίτης Σωτηριάδου, με ανάγλυφη την παρουσία των πεταλούδων στο εξώφυλλο και με μια αισθητική που παραπέμπει στα κόμικς μιας άλλης εποχής. Γραμμένο από τον Όσκαρ Παχόντα, σε σχέδιο των Μιγκέλ Μπούστος, Φελίπε Καμάργο Ρόχας και Τατιάνα Κόρδομπα, το βιογραφικό αυτό κόμικ ξαναζωντανεύει τα πολιτικά γεγονότα που συγκλόνισαν την εποχή του Κολομβιανού συγγραφέα, την απεργία των μπαμπακεργατών και τη βίαιη και αιματηρή πάταξή της από τους εργοστασιάρχες στη χώρα του – αλλά κυρίως αναδεικνύει όλες τις λεπτομέρειες της συγγραφής του εμβληματικού του βιβλίου Εκατό χρόνια μοναξιά. Βλέποντας ο αναγνώστης πώς εμπνεύστηκε ο Γκαρσία Μάρκες αυτό το «θεολογικό έπος μεταποιημένο σε ανθρώπινη τραγωδία», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Θανάσης Τριαρίδης για τα Εκατό χρόνια μοναξιά, αντιλαμβάνεται την άμεση σύνδεση του συγγραφέα με τα γεγονότα της ζωής του. Το κόμικ κλείνει με την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 1982 και ένα παράρτημα για τις βιογραφίες του Γκάμπο.
σχόλια