Τα αρνάκια στο πράσινο γρασίδι. Τι ανιαρή εικόνα.
Πόσο πιο δραματική ήταν η μορφή του μεταμφιεσμένου λύκου
με τα τέσσερα τριχωτά πόδια να ξεχωρίζουν κάτω από τη λευκή προβιά,
τη μακριά ουρά που σερνόταν στο χώμα
κι αυτή τη μουσούδα του που τον πρόδιδε με την αχόρταγη έκφραση.
Η μουσούδα ενός άπληστου γέρου.
Σε αντιπαράθεση με τη βλακώδη καλοσύνη των αμνών. (...)
Έρση Σωτηροπούλου, Τι μένει από τη νύχτα
Δεν ήθελα ποτέ να την ρωτήσω κάτι, δεν είχα ποτέ ερωτήσεις να της απευθύνω. Ούτε βρήκα ποτέ τις λέξεις να της πω σοβαρά και σταράτα ότι είναι η Σταρ Ελλάς μου και κάθε της πρόταση είναι κροσέ στο νεφρό. Όταν την πρωτοείδα (κατεβαίνοντας σχεδόν με τις πιζάμες μέσα στη νύχτα για να την προλάβω πριν την προλάβει καμία άλλη γκρούπι) έβγαλα πάλι άπειρα ουγκ. Γιατί αυτό κάνει η Έρση Σωτηροπούλου: μας φουλάρει με τον προσωπικό της χρόνο, μας τιγκάρει επιθυμίες, μας ταΐζει τη γλώσσα της και μετά εμείς γινόμαστε ουγκ και γκρρρρ, γινόμαστε κραυγές και σάλια που προσπαθούν να σηκώσουν ψηλά το πανό που γράφει «Έρση ζούμε για να σ'αγαπούμε».
— Ό,τι και να γράφεις, απ'τον λατρεμένο Πιερίδη στη «Φάρσα» μέχρι τον Καβάφη στο «Τι μένει από τη νύχτα», εγώ διαβάζω τις δικές σου ψυχικές προσδοκίες. Είναι έτσι; Είσαι εσύ παντού και οι πολύ συγκεκριμένες (κάθε φορά) επιθυμίες σου;
Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ, έλεγε ο Φλωμπέρ. Είναι τόσο γνωστό και δεδομένο που καταντάει κλισέ. Γράφεις μόνος σου, εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχουν αναγνώστες. Αλλά χρειάζεται να γίνει μια διεργασία, αυτό που λένε οι Γάλλοι sublimation, κάπως σαν εξύψωση, ένα ξεψάχνισμα, η διάλυση και τελικά η ανασύνθεση των δικών σου επιθυμιών. Πρέπει να σκοτώσεις αυτό που σε καίει περισσότερο για να μπορέσεις να γράψεις γι' αυτό.
Καμιά φορά γράφεις επειδή είσαι ερωτευμένος. Είναι ένα είδος έμμεσου φλερτ. Περιμένεις τα γνωστά, αγάπη, τρυφερότητα, θαυμασμό. Φυσικά δεν τα λαμβάνεις. Πανάρχαιη τακτική. Το παιχνίδι είναι χαμένο πριν αρχίσει.
— Έχεις νιώσει ποτέ την ανάγκη να εξαφανιστείς τελειώνοντας ένα βιβλίο; Nα μην πεις τίποτα γι'αυτό, να είσαι απούσα στην παρουσίαση;
Ένα βιβλίο τελειώνει κι αρχίζει το πένθος. Είμαι πάλι ορφανή. Χωρίς την προστατευτική του φτερούγα, συνεχίζω να ξυπνάω τις ίδιες άγριες ώρες, όμως πια δεν υπάρχει αντικείμενο. Συνήθως γράφω πολύ νωρίς, τα πρωινά μου κολλάνε στη νύχτα.Σε κάθε παρουσίαση θα ήθελα να είμαι απούσα. Δεν αισθάνομαι ποτέ στο ύψος των περιστάσεων. Υπάρχουν συγγραφείς που έχουν ταλέντο να μιλάνε για το έργο τους. Εγώ ζω με τον τρόμο της μουγκαμάρας. Σαν να περνάω από εξέταση. Νιώθω ότι θα απογοητεύσω αυτούς που θα έρθουν. Παραμονεύει πάντα ο εφιάλτης του σχολείου. Πήγα πρακτικό λύκειο γιατί ακολούθησα την καλύτερη φίλη μου, αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος, και διέσχισα εκείνα τα μελαγχολικά χρόνια στις σχολικές αίθουσες με το κεφάλι άδειο και βηματισμό ζόμπι.
— Είσαι οι ήρωές σου πριν ή μετά το βιβλίο;
Πριν το βιβλίο ποτέ. Ό,τι και να' χω στο μυαλό μου πρέπει να δραπετεύσει από μένα, να πάρει μια ανεξαρτησία. Ο ήρωας θα βρει τη δική του φωνή κι αυτή η φωνή πρέπει να είναι μοναδική, ανεπανάληπτη. Ένας τύπος που έχω στο μυαλό μου αρχίζοντας να γράφω μπορεί να ξεφύγει αρκετά από τις δικές μου προθέσεις και ευτυχώς ξεφεύγει. Τότε μόνο είμαι σίγουρη ότι το βιβλίο πάει καλά. Καθένας μας έχει το στίγμα του, οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες δεν διαφέρουν σ' αυτό. Άσχετα αν είναι χρονοβόρα, η διαδικασία κρύβει πολλές εκπλήξεις. Ωραίες εκπλήξεις. Γιατί ακόμα κι ο πιο επίπεδος,ο πιο βαρετός,αφόρητος ήρωας ποτέ δεν είναι μονοδιάστατος. Πώς μπορώ εγώ να τον αδικήσω;
— Tι περιμένεις απ' τους ανθρώπους που σε διαβάζουν;
Να μου αγοράσουν μια τυρόπιτα (δεν αστειεύομαι). Ή μπορεί να γίνουμε φίλοι. Θυμάμαι πάντα εκείνη τη μεγαλειώδη στιγμή που σε γνώρισα, μια νύχτα στο POP. Μετά φύγαμε τρέχοντας κι οι δυο προς διαφορετικές κατευθύνσεις αλλά σε είχα μέσα μου.
— Tι περιμένεις απ' τους ανθρώπους για τους οποίους γράφεις κάθε φορά το βιβλίο σου;
Καμιά φορά γράφεις επειδή είσαι ερωτευμένος. Είναι ένα είδος έμμεσου φλερτ. Περιμένεις τα γνωστά, αγάπη, τρυφερότητα, θαυμασμό. Φυσικά δεν τα λαμβάνεις. Πανάρχαιη τακτική. Το παιχνίδι είναι χαμένο πριν αρχίσει.
— Tι περιμένεις από σένα κάθε φορά που τελειώνεις ένα βιβλίο;
Τίποτα. Είμαι ένας Βούδας στον σαθρό θρόνο του. Όπως όλοι ελπίζω ότι το βιβλίο θα βρει ανταπόκριση, θα έχει επιτυχία, θα πουληθεί κλπ. Γιατί να το κρύβουμε; Υπάρχει ένα τραύμα πίσω από κάθε καλλιτεχνικό έργο. Μια έλλειψη.Το λέω σχηματικά αλλά το πιστεύω. Πέρα από τη χαρά ότι δημιουργείς έναν νέο κόσμο όταν γράφεις, είναι η έλλειψη, μια βουλιμία για ζωή πραγματική και φανταστική που δεν χορταίνει, το δυνατό έναυσμα.
— Tι παρατηρείς σ' έναν άνθρωπο όταν τον πρωτοσυναντάς;
Το βλέμμα, τη χροιά της φωνής. Καμιά φορά όπως σ' έναν πίνακα του Μπέικον τα χαρακτηριστικά ενός προσώπου βρίσκονται σε σύγκρουση, άλλα σου λένε τα μάτια, άλλα οι τσακίσεις του στόματος, υπάρχει μια βαθιά δυσαρμονία που όσο κι αν είναι γοητευτική σε αναστατώνει. Άλλοτε παίρνεις μηνύματα αντιφατικά κι ανακαλύπτεις τη σύσπαση μιας εσωτερικής βίας σ' ένα ευγενικό πρόσωπο ή μπορεί να διακρίνεις, κι αυτό για μια στιγμή μονάχα,τη σπίθα του φθόνου που τρεμοσβήνει πίσω από ένα καθαρό ήρεμο βλέμμα.
— Τι μπορεί να σε κάνει να ερωτευτείς έναν άνθρωπο;
Μπορεί και κάποιο κουσούρι. Ένα σπασμένο δόντι. Ένα λίγο στραβό χαμόγελο. Τα χείλη, πάντα τα χείλη.
— Ποιό ήταν το πιο γοητευτικό στοιχείο πάνω στον Καβάφη;
Αυτή η λυσσαλέα επιμονή του. Πώς ένας ποιητής σχετικά μέτριος στα πρώτα του ποιήματα, χωρίς ένα εκρηκτικό πηγαίο ταλέντο όπως για παράδειγμα ο Ρεμπώ, κατάφερε να γίνει ο Καβάφης που ξέρουμε. Ο Καβάφης πέρασε μπροστά από την εποχή του, διασχίζοντας τον χρόνο. Στα ποιήματά του αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά μας μιλάει για το σήμερα. Κι έπειτα γράφοντας, οι μικρές ανθρώπινες αδυναμίες του –γιατί ήταν λίγο λουφαδόρος, κάπως έως πολύ τσιγκουνάκος, άνθρωπος δειλός στην προσωπική του ζωή, καμιά φορά μικρόψυχος και υπολογιστής– μου έγιναν ιδιαίτερα προσφιλείς. Δεν αναιρούν το ανάστημα του καλλιτέχνη, αντίθετα το πλουτίζουν.
— Θα ερωτευόσουνα έναν άνθρωπο με την εμφάνιση του Καβάφη ;
Ίσως. Πολύ μικρή είχα ερωτευτεί κάποιον που του έμοιαζε. Με πήγαινε βόλτα με το αυτοκίνητο κι ακούγαμε παλιά ιταλικά τραγούδια. A casa d'Irene si canta si ride...Μετά τη δεύτερη ή τρίτη συνάντησή μας, κάθε ομοιότητα με τον Καβάφη είχε εξαφανιστεί. Ήταν φαρμακοποιός και πλασιέ καλλυντικών.
— Ποιό είναι το δικό σου πιο γοητευτικό στοιχείο; Tι ερωτεύονται σε σένα οι ερωτευμένοι με σένα;
Μήπως τα πράσινα μάτια μου; Δεν το λέω για πλάκα. Οι άνθρωποι σ' ερωτεύονται γι' αυτό που δεν είσαι.
— Tι δεν παρατηρούν πάνω στο σώμα σου τα μάτια των άλλων που θα ήθελες να παρατηρήσουν;
Το τρίτο πόδι μου αν και είναι λίγο παρακινδυνευμένο να μιλήσω γι' αυτό. Όλοι έχουμε ένα κρυφό μέλος. Αόρατο αλλά παντοδύναμο. Μόνο που μερικοί δεν το ξέρουν.
— Πώς σε περιγράφουν αυτοί που σε ξέρουν καλά;
Δεν με ξέρουν.
— Πώς σε περιγράφουν αυτοί που σε ξέρουν ελάχιστα;
Ίσως αυτοί να με γνωρίζουν καλύτερα. Είναι όπως όταν παρατηρείς ένα αντικείμενο. Όσο το πλησιάζεις θολώνει. Κι όταν έχεις κολλήσει πάνω του δεν βλέπεις τίποτα.
— Τι θέλεις να αποκτήσεις που δεν απόκτησες;
Δεν μ' ενδιαφέρουν τα αντικείμενα. Θα ήθελα να έχω τη δυνατότητα να μένω σε ξενοδοχεία. Νιώθω πολύ καλά εκεί. Αντίθετα από πολλούς συγγραφείς που χρειάζονται έναν χώρο οικείο, το γραφείο τους, φωτογραφίες, το δικό τους φλιτζάνι ή τη γάτα τους, μ' αρέσει ένας χώρος ανώνυμος. Κάθε φορά που μπαίνω σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, τακτοποιημένο και άδειο, μου φαίνεται ότι η ζωή μου μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή, ότι όλη η θλίψη κι ο φόβος βρίσκονται πίσω μου. Υπάρχει μια αντίφαση που με ελκύει: ένα δωμάτιο ξενοδοχείου είναι απρόσωπο και ταυτόχρονα κατάφορτο, μολυσμένο από προσωπικές ιστορίες. Τόσοι έχουν περάσει από εκεί μέσα, έχουν ερωτευθεί, έχουν μεθύσει, έχουν μείνει ξάγρυπνοι στο σκοτάδι, έχουν ουρλιάξει χωρίς να βγει κανένας ήχος, μερικοί πέθαναν σε κάποιο κρεβάτι. Αλλά το εκπληκτικό είναι ότι κάθε πρωί το ξενοδοχείο ξαναγεννιέται. Τα σεντόνια αλλάζουν, το πάτωμα σφουγγαρίζεται, οι ανθρώπινοι λεκέδες εξαφανίζονται κι η ζωή ξαναρχίζει.
— Tι θέλεις να πεις που δεν είπες ;
Τσιρι τρι τσιρι τρο. Μόνο σ' αυτούς που έχουν φύγει υπάρχουν πράγματα που δεν πρόλαβα ή δεν τόλμησα να τους πω και λυπάμαι.
— Αν σταματούσες να γράφεις θα ήσουν η Έρση;
Με ορίζει το γράψιμο δυστυχώς. Γράφω από πολύ μικρή, δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο, εκτός ίσως από μακαρονάδες.
Ιnfo
Το « Ce qui reste de la nuit», η γαλλική μετάφραση (από τον Gilles Decorvet και τις εκδ. Stock )του «Τι μένει από τη νύχτα»(εκδ. Πατάκη, 2016), της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Καβάφη από την Έρση Σωτηροπούλου, είναι υποψήφιο (ανάμεσα σε γαλλικά και μεταφρασμένα μυθιστορήματα) για το λογοτεχνικό βραβείο Femina, ένα από τα τρία σημαντικότερα στη Γαλλία.