Ο Κωνσταντίνος Πίττας το 1985 πήρε ένα PONY και για πέντε χρόνια ταξίδευε στην Ευρώπη, φωτογραφίζοντας τους ανθρώπους της με μια Minox τσέπης, μέχρι την πτώση του Τείχους. Σήμερα, 155 από τις 25.000 φωτογραφίες που τράβηξε παρουσιάζονται στην έκθεση «Εικόνες μια άλλης Ευρώπη», στο Μουσείο Μπενάκη. Ο φωτογράφος μίλησε στο LiFO.gr.
— Αυτό το τεράστιο πρότζεκτ, να ταξιδεύετε πέντε μήνες τον χρόνο στην Ευρώπη επί πέντε χρόνια και να τη φωτογραφίζετε, πώς το ξεκινήσατε, για ποιον λόγο;
Η ιδέα μου μπήκε, επειδή είχα ένα πάθος με την Κεντρική Ευρώπη. Τα διαβάσματά μου συνδέονταν με αυτήν, αγαπούσα πολύ τον Κάφκα, τους Γερμανούς συγγραφείς. Μαζί με τα βιβλία, ήταν και το πάθος που είχα από την εφηβεία για την κλασική μουσική, παρόλο που στο σπίτι μου δεν υπήρχαν σχετικά ερεθίσματα. Εγώ, εξαιτίας αυτής της έλλειψης, είχα μεγάλη δίψα για την κλασική μουσική, που όλη προέρχεται από την Κεντρική Ευρώπη. Στο μυαλό μου, τα βιβλία, μαζί με τη μουσική, είχαν μετατρέψει την Ευρώπη σε έναν τόπο μυθικό, ήθελα να πάω να τη δω. Όταν έφτασα είκοσι τριών ετών έπεσα πάνω στο Τείχος κι αυτό με συγκλόνισε. Ο χωρισμός της Ευρώπης ήταν τόσο έντονος τότε, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Εγώ ήμουν ένα νέο παιδί, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες –παρ' ότι όλοι ήμασταν λίγο αριστεροί, καθώς τελειώσαμε το πανεπιστήμιο μετά τη Μεταπολίτευση− και με συγκλόνιζε ο εγκλεισμός των Ανατολικών, ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το χωνέψω. Τότε μου ήρθε η τρελή νεανική ιδέα να πάω σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, να φωτογραφίσω τους ανθρώπους και να τους δείξω σαν μια μεγάλη οικογένεια, χωρίς χωρισμούς και τείχη. Ήταν μια αφέλεια αυτό, αλλά εγώ έβλεπα κοινά στοιχεία ανάμεσα στους Ευρωπαίους, ακόμα κι αν φαινομενικά δεν τους συνέδεε τίποτα. Υπάρχει μια κοινή ταυτότητα που είναι πέρα από γλώσσες, πέρα από εθνικισμούς – αυτή η ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν μεταφράζεται, δεν είναι τo ευρωπαϊκό κεκτημένο που λένε κάποιοι, είναι κάτι βαθύτερο. Συγκατοικούμε σε μια ήπειρο, μπορεί να μας χωρίζουν θρησκείες, γλώσσες, αντιλήψεις, αλλά είμαστε συγκάτοικοι σε ένα μέρος. Ακόμα και οι Έλληνες, που παραδοσιακά δεν συμπαθούμε την Ευρώπη, ξέρουμε ότι με τον Γερμανό θα συγκατοικήσουμε, ζούμε στον ίδιο τόπο. Πάντα ένιωθα περισσότερο Ευρωπαίος παρά Έλληνας, ένιωθα ότι αυτός ήταν ο ορίζοντας – αισθανόμουν ότι η Ελλάδα ήταν πνιγηρή, με κατέθλιβε. Ήθελα να βγω έξω, γι' αυτό και έφυγα το 1985. Επί πέντε χρόνια έφευγα για πέντε μήνες και γυρνούσα την Ευρώπη. Επέστρεφα τον χειμώνα, γιατί έκανε κρύο και δεν γινόταν να κοιμηθώ στο αυτοκίνητο. Ωστόσο, πήγα δύο φορές στη Ρουμανία τον χειμώνα και ήταν για 'μένα μια αποκάλυψη. Εκείνα τα χρόνια το να βλέπεις στις ανατολικές χώρες αυτά τα πράγματα και να τα λες ήταν παράξενο. Μετά την πρώτη φορά που πήγα στη Ρουμανία, το 1986, επιστρέφοντας, είχα φτιάξει ένα ρεπορτάζ και το περιέφερα στα περιοδικά – δεν ήθελε κανένας ν' ακούσει τίποτα.
— Γιατί επιλέξατε την ασπρόμαυρη φωτογραφία;
Καταρχάς, για λόγους κόστους. Το ασπρόμαυρο μπορούσες να το αγοράσεις χονδρική σε ένα κουτί τριάντα μέτρων, να το κόψεις κομμάτια, να το βάλεις σε καρούλια και να φωτογραφίσεις. Στη συνέχεια, το εμφάνιζες μόνος σου – ήταν κάτι χειροποίητο και φτηνό. Ο σημαντικότερος λόγος, όμως, ήταν ότι δεν μπορούσα να «δω» με το χρώμα. Μου αφαιρούσε πράγματα, δεν μου πρόσφερε. Αποσπούσε την προσοχή από αυτά που έβλεπα εγώ – ήθελα να δω το πρόσωπο της κοπέλας, δεν με ενδιέφερε το χρώμα του φορέματός της. Το χρώμα δημιουργούσε «θόρυβο». Ακόμα και σήμερα προτιμώ να φωτογραφίζω ασπρόμαυρα.
Πάντα απεχθανόμουν το να κάνεις θέμα και να κερδίζεις μέσα από τη μιζέρια του άλλου – είναι ηθικό το ζήτημα. Αυτή η τάση υπήρχε από τότε, τώρα έχει γιγαντωθεί. Εγώ είχα πάντα την αίσθηση ότι δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, να δείξεις τον άνθρωπο στην κατάσταση του ζώου, στην απόλυτη κατάπτωση – είναι ανήθικο.
— Ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος που φωτογραφίζατε − στην ουσία δεν βλέπατε τι φωτογραφίζατε.
Από την πρώτη μέρα που πήρα αυτήν τη μικρή, σαν πιστωτική κάρτα, μηχανή, το 1984, άρχισα να φωτογραφίζω κρατώντας την στο στήθος μου – δεν μου άρεσε να τη σηκώνω και να τη φέρνω στο μάτι, το θεωρούσα αδιακρισία και δεν ήθελα να με βλέπουν. Ξεκίνησα, λοιπόν, να στηρίζω τη μηχανή στο στομάχι μου και, ανάλογα με την κλίση που της έδινα, να υπολογίζω το κάδρο. Τον πρώτο μήνα έκοψα είκοσι φωτογραφίες, τον δεύτερο δέκα, τον τρίτο το είχα βρει. Αυτό με έκανε πάρα πολύ γρήγορο και «αόρατο», δεν με έβλεπε κανείς. Επιπλέον, χωρίς να το ξέρω τότε, ήταν σωτήριο για το Ανατολικό Μπλοκ, όπου, αν πήγαινες με μια μεγάλη φωτογραφική μηχανή, θα περνούσες από ελέγχους και θα αντιμετώπιζες προβλήματα. Ήμουν σαν ένα παιδάκι που έπαιζε.
— Οι φωτογραφίες που τραβήξατε είναι γύρω στις 25.000. Με ποιο κριτήριο επιλέξατε αυτές που παρουσιάζονται στο Μουσείο Μπενάκη, αλλά και στο βιβλίο που έχετε εκδώσει;
Είναι δύσκολο και παίρνει χρόνο. Μου πήρε ενάμιση χρόνο να διαλέξω τις 95 φωτογραφίες που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο και έναν επιπλέον χρόνο για να μεγαλώσει αυτό το σύνολο και να φτάσουμε στις 155 που παρουσιάζονται στην έκθεση. Η έκθεση είναι πολύ μεγάλη, παρ' όλα αυτά το τολμήσαμε. Έχει μέσα και γύρω στα δέκα μικρά βιωματικά κείμενα, τα οποία διαβάζονται χωρίς να κουράζουν και είναι απαραίτητα για να καταλάβει κανείς μερικά πράγματα για το περιβάλλον, την εποχή, τις φωτογραφίες εν τέλει. Ο επιμελητής της έκθεσης Κωστής Αντωνιάδης με βοήθησε πάρα πολύ και μάζεψε τις υπερβολές – έκανε την έκθεση πιο λιτή, γιατί εγώ έχω μια τάση προς την υπερβολή.
— Ο επιμελητής της έκθεσης χαρακτηρίζει τις φωτογραφίες «ανθρωπιστικές» και λέει ότι δεν βγάζουν τη μιζέρια που θα περίμενε κανείς λόγω του θέματος, επειδή φαίνεται πως συμπαθείτε τους ανθρώπους που φωτογραφίζετε.
Πάντα απεχθανόμουν το να κάνεις θέμα και να κερδίζεις μέσα από τη μιζέρια του άλλου – είναι ηθικό το ζήτημα. Αυτή η τάση υπήρχε από τότε, τώρα έχει γιγαντωθεί. Εγώ είχα πάντα την αίσθηση ότι δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, να δείξεις τον άνθρωπο στην κατάσταση του ζώου, στην απόλυτη κατάπτωση – είναι ανήθικο. Έτσι απέφυγα να φωτογραφίζω τη μιζέρια όπου την έβλεπα. Σε όλη την έκθεση υπάρχει μόνο ένας ζητιάνος, κι αυτός στο Παρίσι. Στις ανατολικές χώρες, παρόλο που έβλεπα τη μιζέρια, δεν φωτογράφισα τις ουρές που έκαναν μέσα στο χιόνι για να αγοράσουν ένα κιλό κόκαλα, ούτε τις άδειες αγορές και τα σάπια μήλα. Στη Ρουμανία ήταν εύκολο να φωτογραφίσεις εξαθλιωμένους ανθρώπους, γιατί υπήρχαν πολλοί. Προσπάθησα να το αποφύγω – επιπλέον υπήρχε ο κίνδυνος, αν τα έδειχνες αυτά με τόσο ξεκάθαρο τρόπο, να κατηγορηθείς για προπαγάνδα εναντίον αυτών των καθεστώτων. Εγώ δεν πήγα εκεί για να κάνω αυτό, πήγα για να δείξω όλους τους ανθρώπους μαζί – μια Ευρώπη ενιαία, πέρα από το Τείχος. Φυσικά και έβλεπα την καταπίεση και τη φτώχεια στη Ρουμανία ή τον φόβο των ανθρώπων στην Ανατολική Γερμανία, αλλά δεν πήγα για να κάνω προπαγάνδα. Αυτό είναι δουλειά άλλων. Ο φωτογράφος είναι εκεί για να δει τους ανθρώπους, όχι για να βγάλει, σώνει και καλά, νόημα από τις φωτογραφίες. Αν το κάνει αυτό, είναι κακός φωτογράφος κατά τη γνώμη μου. Αν δει τους ανθρώπους, αυτό από μόνο του είναι σημαντικό. Εμένα με ενδιέφερε πάντα να βλέπω και αυτούς που έμεναν λίγο πίσω. Μόλις τότε είχε αρχίσει να ανεβαίνει πολύ εντυπωσιακά το βιοτικό επίπεδο της Δυτικής Γερμανίας, ωστόσο έβλεπες ότι σε ορισμένες περιοχές υπήρχε κόσμος που δεν ακολουθούσε το τρένο. Ο φωτογράφος είναι εκεί για να δει κι αυτούς, είναι ο μόνος που μπορεί να το κάνει. Έβλεπα αυτούς που έμεναν πίσω, αλλά με ενδιέφεραν όλοι, φωτογράφιζα και τους πολύ πλούσιους και τους ζητιάνους των πόλεων. Με ενδιέφεραν ως άνθρωποι, δεν τους έκρινα.
— Όταν έπεσε το Τείχος, πιστεύετε ότι η Ευρώπη ενώθηκε;
Εάν το δούμε από την πλευρά των λαών της Ανατολικής Ευρώπης, αυτοί απελευθερώθηκαν – δεν ήταν λίγο. Από αυτή την άποψη, η πτώση του Τείχους ήταν μια τεράστια κατάκτηση που εμείς εδώ θέλουμε να την υποβαθμίζουμε. Φυσικά και υπάρχουν τρομακτικά προβλήματα, η ενωμένη Ευρώπη δεν είναι κάτι που θα πατήσεις ένα κουμπί και θα γίνει. Είναι μια επώδυνη διαδικασία με μεγάλα προβλήματα: οικονομική κρίση, τρομοκρατία, μετανάστευση, γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Όμως, αν το δει κανείς σε βάθος χρόνου, είναι η μόνη προοπτική, δεν υπάρχει άλλη. Η Ευρώπη είναι μια επινόηση. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιοι είδαν ότι ή θα προχωρήσει ενωμένη, με μια, έστω προβληματική, ένωση που θα πάρει πολύ χρόνο ή αύριο ίσως έχουμε έναν τρίτο πόλεμο.
— Η Ελλάδα έχει θέση σ' αυτή την Ευρώπη ή η κρίση τελικά την έχει απομονώσει;
Κατά τη γνώμη μου, που είναι δυστυχώς μειοψηφική, η Ελλάδα έχει θέση στην Ευρώπη. Το 70% των Ελλήνων σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση φάνηκε αντιευρωπαϊκό. Το θέμα είναι πού θέλεις να ζήσουν τα παιδιά σου, σε μια ευρωπαϊκή χώρα ή σε μια χώρα ανάδελφη; Είμαστε φανατικά αντιευρωπαίοι, νομίζω ότι θα συμμαχούσαμε και με τον διάβολο για να μην είμαστε με την Ευρώπη. Είναι η εθνική μας τρέλα και παράλληλα μισούμε κάτι για το οποίο έχουμε παντελή άγνοια. Αν βγείτε και ρωτήσετε δέκα παιδιά τι είναι Ευρώπη, θα σου πουν οι δανειστές, ο Σόιμπλε. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει περάσει μια προπαγάνδα από αυτούς που λόγω ιδεολογίας μισούν την Ευρώπη κι έχουν συμφέρον να τη μισούν, γιατί ήταν πάντα αντίθετη στα δικά τους σχέδια. Αυτή η ιδεολογική πάλη έχει περάσει υποσυνείδητα στον κόσμο και τον έχει κάνει αντιευρωπαίο. Επίσης, αν ρωτήσετε ποια είναι η πρωτεύουσα της Σλοβενίας, ελάχιστοι θα ξέρουν να απαντήσουν. Έχουμε πάει ένα τριήμερο στο Παρίσι για ψώνια κι ένα τριήμερο στη Βιέννη για καφέ και νομίζουμε ότι αυτή είναι η Ευρώπη. Δεν είναι αυτό η Ευρώπη! Μισούμε κάτι που δεν γνωρίζουμε. Για μένα η Ευρώπη δεν ήταν οι τράπεζες, ήταν οι άνθρωποι που έβλεπα στον δρόμο.
— Πώς ήταν αυτή η επαφή με τον κόσμο;
Δύσκολη, γιατί στις ανατολικές χώρες ο κόσμος φοβόταν να μιλήσει δημόσια επειδή παρακολουθούνταν. Αν κατάφερνες να μιλήσεις κάπου ιδιωτικά, οι άνθρωποι είχαν τεράστια αγωνία να επικοινωνήσουν με τον ξένο, το επεδίωκαν με δραματικό τρόπο. Ήθελαν να τους δώσεις ένα ξένο έντυπο, κάτι στα αγγλικά να διαβάσουν – ήταν απίστευτο. Στη Δύση, πάλι, δεν μπορούσε να υπάρχει μεγάλη επαφή, γιατί έπρεπε να ταξιδεύω. Από μια άποψη, η μοναξιά που ένιωθα −γιατί όλο αυτό ήταν πολύ μοναχικό− μου ήταν αναγκαία, γιατί όταν νιώθεις μόνος σου, βλέπεις βαθύτερα στη φύση του ανθρώπου, βλέπεις την ανθρώπινη μοίρα. Όταν είχα παρέα, μπορεί να περνούσα καλά, αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Όπου ένιωσα πολύ έντονα μόνος, εκεί έβγαλα τις καλύτερες φωτογραφίες.
— Πού συνέβη αυτό;
Στο Παρίσι, απ' όπου ξεκίνησα, το 1985. Το Παρίσι για μένα ήταν πάρα πολύ μοναχικό μέρος. Όλα αυτά που λέγονται περί Πόλης του Φωτός, κατά τη γνώμη μου, δεν ίσχυαν – ήταν τρομερά σκληρό μέρος. Ο κόσμος ήταν πάρα πολύ μόνος, είχε εσωτερική ερημιά. Ακόμα και οι Γερμανοί ήταν πολύ πιο ανοιχτοί και ζούσαν καλύτερα – ήταν πολύ πιο ισορροπημένοι μέσα τους. Μετά ήταν η Πράγα, που μου άρεσε πάρα πολύ. Η Πράγα είχε την ατμόσφαιρα ενός κλειστού μέρους που κάποτε είχε γνωρίσει δόξες και εκείνη την εποχή περνούσε μια μεγάλη παρακμή εξαιτίας του εγκλεισμού και του συστήματος. Ορισμένες γειτονιές νόμιζες ότι ήταν εκατό χρόνια απείραχτες – καμία σχέση με σήμερα.
— Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιπέτειάς σας, το Τείχος πέφτει κι εσείς μαζεύετε τις φωτογραφίες και τις κρύβετε.
Ναι, ένιωσα ότι δεν είχε νόημα όλο αυτό, η Ευρώπη ξαφνικά ενωνόταν μόνη της, χωρίς να... περιμένει εμένα. Μου φάνηκε υπερφίαλη όλη αυτή η σύλληψη, μια νεανική ανοησία. Αισθάνθηκα άσχημα, πως έχασα τον χρόνο μου. Ήταν μεγάλη η απογοήτευση που ακολούθησε την πτώση του Τείχους. Ένιωσα, επίσης, ότι αυτό που έκανα δεν είχε θέση πουθενά, δεν ήταν ούτε καταγραφή ούτε τέχνη. Αυτό που κάνω δεν είναι φωτορεπορτάζ – ήμουν πάντα ανίκανος να το κάνω, βλέπω τα πράγματα πολύ προσωπικά. Από την άλλη, τέχνη είναι όταν πιστεύεις ότι είσαι σημαντικότερος από το θέμα σου. Εγώ ήμουν ταπεινός, δεν πίστευα ότι κάνω κάτι σημαντικό. Εγώ ήθελα να δω τους ανθρώπους και κρατούσα «οπτικές σημειώσεις». Επιπλέον, είχα ένα φιλμ την ημέρα, δεν μπορούσα να τραβήξω πολλές φωτογραφίες. Περνούσα ολόκληρα απογεύματα που απλώς κοιτούσα κι αυτό με έκανε καλύτερο φωτογράφο. Ήταν μια προπόνηση το να βλέπω χωρίς να τραβάω. Υπάρχει μια ανιδιοτέλεια όταν απλώς βλέπεις χωρίς να φωτογραφίζεις – δεν «φυλακίζεις» την εικόνα. Ασκείσαι στο να βλέπεις, χωρίς να έχεις όφελος από αυτό. Εκτός όμως από την απογοήτευση, δεν άντεχα άλλο να συνεχίσω. Το πρότζεκτ, ενώ ξεκίνησε πολιτικά −το να δείξεις την Ευρώπη ενωμένη είναι πολιτική κίνηση−, μετά τον πρώτο χρόνο άλλαξε. Στόχος μου πια ήταν να δω όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσα και μετά από ένα διάστημα συνειδητοποίησα ότι έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους. Μου λένε ότι οι άνθρωποι είναι όλοι θλιμμένοι, αυτό όμως που έβλεπα δεν ήταν θλίψη ή μοναξιά αλλά μια υπαρξιακή κατάσταση. Σε ορισμένα πρόσωπα έβλεπα τη φύση και τη μοίρα του ανθρώπου – μια μοναξιά ανάμεσα στη γέννηση και τον θάνατο. Αυτό με συνάρπαζε και είχα μεγάλη δίψα να το δω. Ξαφνικά, όμως, όλο αυτό άρχισε να γίνεται πολύ βαρύ, γιατί παίρνεις λίγο από το βάρος του καθενός και οι άνθρωποι που έβλεπα δεν ήταν και οι πιο χαρούμενοι. Επέστρεφα τον χειμώνα, εμφάνιζα τα φιλμ και ήθελα να κλάψω. Κάποια στιγμή δεν άντεχα άλλο. Βέβαια υπάρχει και η χαρά της ζωής στις φωτογραφίες, αν δει κανείς προσεκτικά την έκθεση. Ο άνθρωπος, ωστόσο, προτιμά να βλέπει το δράμα από τη χαρά – είναι στην ανθρώπινη φύση. Εμένα, όμως, μου άρεσε να βλέπω και να φωτογραφίζω τη χαρά και την ομορφιά. Αυτό με βοηθούσε να πάω παραπέρα, η ομορφιά είναι μεγάλο βάλσαμο.
— Ξανατραβήξατε φωτογραφίες από τότε;
Όχι. Ασχολήθηκα με τη διαφημιστική φωτογραφία, αλλά αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό – σαν να κάνω μια άλλη δουλειά. Από το '14, που ανακάλυψα αυτές τις φωτογραφίες, μου ήρθε η επιθυμία να φωτογραφίσω ξανά και ξεκίνησα με μια μικρή, πάλι, ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Κάνω ακριβώς το ίδιο πράγμα, το βλέμμα δεν αλλάζει. Αυτά που φωτογραφίζω μοιάζουν ως αίσθηση, αλλά η Ευρώπη έχει αλλάξει τρομακτικά. Έχουν αλλάξει τα πρόσωπα, οι εκφράσεις, οι ταχύτητες. Έχει αλλάξει και ο φόβος, συνέβαλε και η τρομοκρατία σε αυτό. Παλιά, στη Δυτική Ευρώπη δεν υπήρχε φόβος. Τώρα ο κόσμος κλείνεται ξανά, ενώ είναι δύσκολο να πιάσεις το βλέμμα του, που είναι κολλημένο σε μια οθόνη κινητού. Υπάρχουν καινούργια θέματα που παλιά ήταν ανύπαρκτα. Έχω την εντύπωση ότι η Ευρώπη και όλος ο κόσμος μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων είναι σαν να τρέχει με την ταχύτητα του φωτός. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πού βαδίζουμε. Αντίθετα, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε την αίσθηση του παγιωμένου. Ο Χόνεκερ έλεγε ότι το Τείχος θα κρατήσει χίλια χρόνια. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που συνέβη.
— Ήσαστε στο Βερολίνο όταν έπεσε το Τείχος...
Ήμουν, και ήταν μεγάλες στιγμές, και οι πιο συγκινητικές μέρες στη ζωή μου. Ξαφνικά 200.000 κόσμος μπήκε στο Δυτικό Βερολίνο και κοιτούσε σαν μαγεμένος. Για τους Ανατολικογερμανούς η ενσωμάτωση ήταν πολύ απότομη, με αποτέλεσμα να περάσουν πάρα πολλά χρόνια ως πολίτες β' κατηγορίας. Μέχρι και τώρα μπορεί κανείς να τους ξεχωρίσει από τους Δυτικογερμανούς από τη γλώσσα του σώματος και τη γενικότερη εικόνα τους.
— Σήμερα που τα τείχη ξανασηκώνονται στην Ευρώπη θα μπαίνατε στη διαδικασία ενός καινούργιου ταξιδιού;
Θα ήθελα πολύ να το κάνω και να πάω και σε μέρη που δεν πήγα τότε. Βέβαια, δεν μπορώ πια να κοιμάμαι στο αυτοκίνητο, δεν είναι πλέον και ασφαλές. Εξακολουθώ όμως να πιστεύω ότι η Ευρώπη πρέπει να παραμείνει ενωμένη και ελπίζω οι εθνικισμοί να μην αποδειχθούν ισχυρότεροι από το ευρωπαϊκό όραμα.
— Την Ελλάδα της κρίσης θα σας ενδιέφερε να τη φωτογραφίσετε;
Το είχα κάνει για λίγο, αλλά δεν μπορώ. Με καταθλίβει να βλέπω αυτή την παραίτηση που έχει να κάνει με το πώς ζούσαν οι Έλληνες πριν από πέντε χρόνια. Μπορώ να καταλάβω τους ανέργους που είναι σε απόγνωση ή αυτούς που δουλεύουν και είναι απλήρωτοι για μήνες, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω άλλους που τους μειώθηκε ο μισθός. Γιατί είμαστε τόσο θλιμμένοι; Αυτή την παραίτηση που ακούς από ανθρώπους που έχουν υποστεί μείωση μισθού δεν μπορώ να την καταλάβω. Σε σχέση με άλλους λαούς, κλαίμε λίγο άγαρμπα. Πέρα απ' αυτό, υπάρχει μια εξαθλίωση που με καταθλίβει. Δεν είναι αυτή εικόνα ευρωπαϊκής πόλης. Έχουμε καταστρέψει το αστικό περιβάλλον – σαν να μισούμε την πόλη και να θέλουμε να την αποτελειώσουμε. Είναι τρομακτικό να υπάρχει τόσο μίσος, δεν μπορώ να το καταλάβω.
ΙNFO
Κωνσταντίνος Πίττας: Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης, 1985-1989
Μουσείο Μπενάκη, κτίριο Πειραιώς
Έως 20/11
Εισ.: 7€
Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO