Αμετανόητος ροκάς, άρχοντας πάνω στη σκηνή ακόμα και σήμερα, δεν την είδε ποτέ «σκληρό αγόρι», σπουδαίος ή καμπόσος, κι ας μην έλειψαν οι αφορμές. Αντίθετα, υπήρξε πάντοτε άνθρωπος ευπροσήγορος, σεμνός και διακριτικός, ενώ η στήριξη της μπάντας του σε μια σειρά από κινηματικές πρωτοβουλίες υπήρξε αιτία να γνωρίσει τη δολοφονική φασιστική βία στο πετσί του σε εποχές που η Χ.Α. ήταν ακόμα αμελητέα ποσότητα – επεισόδιο στο οποίο προτιμά να μην αναφέρεται, μολονότι παραλίγο να του στοιχίσει ένα μάτι. Με αφορμή το νέο άλμπουμ των Last Drive αλλά και την κυκλοφορία φέτος τεσσάρων βιβλίων των οποίων η μετάφραση φέρει την υπογραφή του –ανάμεσά τους μια καινούργια κυκλοφορία του Fight Club– μιλήσαμε για μουσικές, εκδόσεις, μεταφράσεις, «τρέλες» ζωτικές, για τα Εξάρχεια και τα '80s ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα και, βέβαια, για το σήμερα, που τον βρίσκει ώριμο επαγγελματία, σύζυγο και πατέρα, ο ίδιος όμως δεν παύει να γοητεύεται από τη μυθοπλασία και τις εμπνεόμενες από εκείνη μικρές ή μεγαλύτερες «συνωμοσίες» ενάντια σε μια αδυσώπητη πραγματικότητα.
— Οι Last Drive, μπάντα-ορόσημο της δεκαετίας του '80, πρόσφατα επανασυνδέθηκαν – ετοιμάζετε και καινούργιο άλμπουμ. Πώς βλέπεις όλη αυτή την τάση «νοσταλγίας των '80s» στη μουσική και όχι μόνο;
Πράγματι, αυτό τον καιρό ετοιμάζουμε τον νέο μας δίσκο, αφού πρώτα κλείσαμε μια περιοδεία που κάναμε με ακουστικό υλικό. Δίνουμε και συναυλίες με τους Thee Holy Strangers, στους οποίους επίσης συμμετέχω. Τα '80s, τώρα, ήταν μια ενδιαφέρουσα όσο και αντιφατική δεκαετία. Εμφανίστηκαν μαζικά όλα εκείνα που είχαν αποκλειστεί από την Ελλάδα εξαιτίας της χούντας, η επίδραση της αντικουλτούρας και των κινημάτων αμφισβήτησης εισέβαλε ετεροχρονισμένα, αλλά ορμητικά, σε ένα συντηρητικό περιβάλλον, όπου η μεταπολιτευτική συναίνεση λάβαινε διαστάσεις υπέρτατης κοινωνικής επιταγής, παρά τις κοκορομαχίες των πολιτικών. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι άστοχος ο παραλληλισμός με τη δεκαετία του '60 στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης. Σε αυτή την έκρηξη θυμάμαι κι εμάς μέσα στη μέση χωρίς πυξίδα, να προσπαθούμε στα τυφλά να βρούμε τον δρόμο μας, αντλώντας σκόρπια ερεθίσματα από δω κι από κει, που όμως αποδείχθηκαν εξαιρετικά γόνιμα και ανθεκτικά. Όμως όχι, δεν υπήρχε κάτι το «ηρωικό» – πιστεύω πως η νοσταλγία στην οποία αναφέρεσαι σχετίζεται με την αίσθηση ότι τα '80s ήταν μια εποχή κατά την οποία έβλεπες μια γραμμική εξέλιξη –στο ροκ, στην τέχνη, στην κοινωνία–, την οποία πίστευες ότι μπορούσες με κάποιον τρόπο να επηρεάσεις με την παρουσία σου, ενώ σήμερα αυτό έχει χαθεί. Τα πάντα μοιάζουν ξεκομμένα, ασύνδετα, κι εσύ νιώθεις ανίσχυρος μπροστά στον κατακερματισμό, αυτή είναι τώρα η διάχυτη αίσθηση. Εν κατακλείδι, από την εποχή εκείνη θα κρατούσα την αίσθηση του ανοιχτού πεδίου δυνατοτήτων που έδινε και θα άφηνα πίσω τον καταναγκασμό και τον ψευτοκαθωσπρεπισμό που έπνιγε την κοινωνία, καθώς και τη στρεβλή αντίδραση σε όλο αυτό, τα πρώτα βήματα της ψευτιάς και της πλεονεξίας που τις επόμενες δεκαετίες γιγαντώθηκαν, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το ροκ εν ρολ υπήρξε ευλογία για μας, για τις ευκαιρίες που μας άνοιξε και για το ότι μας έμαθε να δουλεύουμε με εργαλείο το πάθος μας μέσα σε μια δημιουργική δομή χωρίς ιεραρχία – αυτό είναι το ροκ εν ρολ γκρουπ, ένα εύπλαστο και πανίσχυρο εργαλείο έκφρασης.
— Τι ήταν, κατά τη γνώμη σου, εκείνο που έκανε τους Last Drive να ξεχωρίσουν, φτάνοντας να κάνουν διεθνή καριέρα;
Υπήρχαν κι άλλα μουσικά συγκροτήματα της ίδιας περιόδου που θα μπορούσαν να κάνουν ανάλογη επιτυχία και αν ναι, γιατί δεν τα κατάφεραν; Πιστεύω ότι όλοι όσοι πιάσαμε κιθάρες στα χέρια μας εκείνη την εποχή τα καταφέραμε, γιατί όταν είσαι πιτσιρικάς και παίζεις σε μια μπάντα είσαι πάντα κερδισμένος, καθώς έχεις ανακαλύψει μια γλώσσα και μια κοινότητα και μέσα σου δεν σταματάς να το νιώθεις ποτέ αυτό. Εκείνη την εποχή υπήρχε στην Ευρώπη μια δυνατή σκηνή που οι αναφορές της ήταν κοντά σε αυτό που παίζαμε, το underground rock των '80s συνδύαζε τα καλύτερα στοιχεία των '60s με αυτά του πανκ: φαντασία και αμεσότητα. Έτσι μου φαινόταν τότε, έτσι μου φαίνεται και τώρα. Ήταν έντονος ο απόηχος του πανκ ροκ με τις ανεξάρτητες εταιρείες και ένα εκτεταμένο «υπόγειο» κύκλωμα με μικρούς χώρους όπου μπορούσες να παίξεις, κι αυτά ήταν ικανά να συντηρήσουν μια διαφορετική οπτική από αυτήν του mainstream rock. Υπήρχε, δηλαδή, ένας μεγάλος κύκλος ανθρώπων που βρίσκονταν σε αλληλεπίδραση, με μέσα πρωτόγονα με τα σημερινά δεδομένα – αλληλογραφία, τηλέφωνα, φανζίν. Παράλληλα, υπήρχε κι εδώ ένας μικρός, αλλά δραστήριος πυρήνας από φίλους που μας στήριζαν, συμμετείχαν και συνέβαλλαν, έρχονταν στις συναυλίες, αράζαμε παρέα και έδιναν έναν ευρύτερο, συλλογικό χαρακτήρα στην υπόθεση των Last Drive.
— Η καλύτερη στιγμή που θυμάσαι με αυτό το συγκρότημα;
Νομίζω ότι ήταν αυτή της επανασύνδεσής μας, τουλάχιστον όσον αφορά την τελευταία περίοδο, όταν δηλαδή ξαναβρεθήκαμε στη σκηνή μετά από 12 χρόνια. Ήταν η επικύρωση της αγάπης μας με τον κόσμο, της αξίας των κοινών μας εμπειριών, και κινητοποίησε ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν θα μπορούσε να είχε έρθει αλλιώς στην επιφάνεια. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι τους οποίους γνωρίσαμε μέσα και έξω από την Ελλάδα την εποχή που άφηναν το αποτύπωμά τους στη σκηνή ήταν πολύτιμες εμπειρίες για μας, δεν θα ξεχώριζα καμία.
— Από τους σημερινούς καλλιτέχνες και σχήματα, ποιους θα ξεχώριζες;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια κοσμογονία στον χώρο της μουσικής στην Ελλάδα: τόσο πολλές μπάντες όσο ποτέ και συγχρόνως δυνατότητες αυτοδιαχείρισης πρωτόγνωρες σε σχέση με αυτές που ξέραμε εμείς. Συγκροτήματα απ' όλη την Ελλάδα ακούγονται και παίζουν παντού και το πιο ωραίο είναι ότι τα περισσότερα το κάνουν χωρίς «ταρατατζούμ», απλώς επειδή το περιβάλλον στο οποίο απευθύνονται έχει διευρυνθεί χάρη στο Διαδίκτυο, κι αυτό είναι κάτι πολύ φυσικό. Από την άλλη, είναι πιο δύσκολο να αφήσεις το στίγμα σου μέσα σε αυτή την πλημμύρα της νέας μουσικής, οπότε δύο φορές μπράβο.
— Οι περισσότεροι της γενιάς μας σε ξέραμε ως μουσικό, είσαι όμως και γνωστός μεταφραστής. Ξεκίνησες, μάλιστα, να μεταφράζεις σχετικά νωρίς...
Το πρώτο βιβλίο στου οποίου τη μετάφραση συμμετείχα και εκδόθηκε ήταν η Πολιτική της Έκστασης του Timothy Leary, που μου το εμπιστεύτηκε η Διεθνής Βιβλιοθήκη. Ήταν αρχές της δεκαετίας του '90. Ευτύχησα, βλέπεις, να βρεθώ κοντά σε ανθρώπους που με βοήθησαν τότε και η μετάφραση έδωσε μια κατεύθυνση σε μια δύσκολη εποχή για μένα. Η μυθοπλασία παραμένει το αγαπημένο μου είδος, από την εποχή που διάβαζα Ιούλιο Βερν. Είναι αυτή η δύναμη που έχει ο συγγραφέας να δημιουργεί κόσμους, να βρίσκεται στη σκέψη των ηρώων του και να προχωράει σε ένα σωρό αυθαίρετες διευθετήσεις, τις οποίες εκείνος και ο αναγνώστης αντιμετωπίζουν ως αληθινές. Με γοητεύει αυτή η μικρή συνωμοσία κατά της πραγματικότητας.
— Γράφεις κι ο ίδιος;
Ναι, πάντα έγραφα, από πολύ νωρίς, αλλά δεν φιλοδοξώ να γίνω συγγραφέας. Η μετάφραση και η μουσική είναι έτσι κι αλλιώς αχανή πεδία προς εξερεύνηση.
— Είδα τη χρονιά αυτή το όνομά σου σε δύο μεταφράσεις, ενώ αναμένονται άλλες τρεις.
Φέτος ολοκλήρωσα το One Chord Wonders, μια σημειολογική μελέτη για το πανκ του συγγραφέα Dave Laing που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πόρτες καθώς και το M-Train της Patti Smith για τον Κέδρο. Επίσης, αυτές τις ημέρες ολοκληρώνω τη νέα μετάφραση του Fight Club του Τσακ Πόλανικ για τις εκδόσεις Αίολος, που το θεωρώ σημαντικό λογοτεχνικό έργο πέρα από τα κινηματογραφικά του συμφραζόμενα. Μετέφρασα ακόμη τον Πρόμαχο της Λου Μαρί και την Απέραντη Θάλασσα του Ρικ Γιάνσεϋ, έργα «εφηβικής» λογοτεχνίας του φανταστικού – μου αρέσει η επιστημονική φαντασία γιατί ήταν πάντα με κάποιον τρόπο ένας δείκτης των συλλογικών ελπίδων ή των φόβων μας. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα βιβλία του είδους που γράφονται αυτή την εποχή πραγματεύονται ένα δυστοπικό μέλλον.
— Κάποιο βιβλίο απ' όσα μετέφρασες ως τώρα που να σε άγγιξε ιδιαίτερα;
Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο. Νομίζω ότι η Κεντρική Ευρώπη ήταν ένα από τα βιβλία που χάρηκα περισσότερο, όπως και τα βιβλία του Χάντερ Τόμσον. Ήδη, όμως, νιώθω ότι έχω αδικήσει ένα σωρό άλλα. Δεν γίνεται να μην αγαπήσεις τους χαρακτήρες από κάθε μυθιστόρημα που αναλαμβάνεις να μεταφράσεις – με κάποιον «μικρό» τρόπο τούς δίνεις πνοή. Χωρίς να το θέλεις, έχεις αφήσει σε κάθε βιβλίο ένα κομμάτι από τη ζωή σου, υπάρχουν εκεί μέσα λόγια που έχεις ακούσει ή έχεις πει, κινήσεις που έχεις δει ή έχεις κάνει ο ίδιος, καταστάσεις που έχεις βιώσει ή έχεις δει άλλους να ζουν. Νιώθεις ότι συμβάλλεις στη γέννηση ενός νέου πεδίου δυνατοτήτων για το βιβλίο, καθώς μεταφρασμένο μπορεί να γίνει ένα κομμάτι από την προσωπική ιστορία τόσων ανθρώπων, στους οποίους δεν θα έφτανες ποτέ με άλλον τρόπο. Υπάρχει μια ωραία αίσθηση στη σκέψη ότι συμβάλλεις με τον μικρό, δικό σου κόσμο στη μείωση της ακατανοησίας που υπάρχει σε αυτό τον πλανήτη. Και έτσι λειτουργεί κάθε μεταφρασμένο κείμενο, όχι μόνο αυτά που εντυπωσιάζουν αλλά και η πιο ταπεινή φράση. Το βιβλίο είναι μια παράξενη αγάπη που συνήθως έρχεται από την παιδική ηλικία. Αυτό που παρακίνησε εμένα ήταν η πατρική βιβλιοθήκη, που περιλάμβανε πολλά έργα παγκόσμιας λογοτεχνίας και ανάμεσά τους υπήρχαν αριστουργηματικές μεταφράσεις. Τότε έμαθα για τον κόσμο περισσότερα απ' όσα σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου.
— Το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης αγγλόφωνης λογοτεχνίας που σου απονεμήθηκε το '12 σε βοήθησε επαγγελματικά; Ένας μεταφραστής βιβλίων σήμερα μπορεί, άραγε, να βιοποριστεί αξιοπρεπώς;
Χάρηκα για εκείνο το βραβείο και περισσότερο για όλη τη διαδρομή της μεταφοράς του Europe Central του Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν στα ελληνικά, από τον Παναγιώτη Βλάχο που το οραματίστηκε και μου το ανέθεσε μέχρι το γόνιμο πάθος με το οποίο το αντιμετώπισε η επιμελήτριά του Αναστασία Παπασταθοπούλου και την τελική βράβευσή του. Μπροστά σε ένα κείμενο όπως η Κεντρική Ευρώπη νιώθεις απλώς ευγνωμοσύνη προς τον συγγραφέα. Όπως εύστοχα γράφτηκε, είναι ένα έργο αφύπνισης, ένα εκτεταμένο σχόλιο πάνω στη συντριπτική δύναμη της Ιστορίας, και το μετέφρασα μια εποχή που, όπως όλοι μας, ένιωθα ότι αυτοί οι τροχοί της Ιστορίας συνέθλιβαν και τη δική μας ύπαρξη. Δεν είμαι σίγουρος αν η βράβευση με βοήθησε, γιατί ήρθε σε μια εποχή που η κρίση είχε αρχίσει να πλήττει άσχημα τον κλάδο, οπότε είχαν ήδη έρθει τα πάνω κάτω. Είναι γνωστό ότι η μετάφραση ήταν ανέκαθεν μια χαμηλά αμειβόμενη εργασία και τώρα, με την κρίση, τα πράγματα χειροτέρεψαν κι άλλο. Υπάρχουν πολλοί καλοί συνάδελφοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, που αναγκάστηκαν να κλείσουν τα βιβλία τους. Είναι δύσκολο να κρατήσεις ζωντανό τον ενθουσιασμό που χρειάζεσαι για να μεταφράσεις ένα βιβλίο κάτω από πιεστικές οικονομικές συνθήκες, να διατηρήσεις αυτόν το χαρακτήρα του παιχνιδιού που είναι απαραίτητος για να περάσεις τόσες ώρες με ένα κείμενο.
— Οπότε, χρειάζεται να έχεις ένα είδος «τρέλας»...
Ναι, είναι σίγουρο αυτό! Και αυτή την τρέλα πρέπει να την τροφοδοτείς συνεχώς, να αναιρείς τον εαυτό σου, να μην παύεις ποτέ να αναζητάς τη σωστή διατύπωση και συγχρόνως να παλεύεις με τον χρόνο, καθώς είναι απαραίτητο ένα διάστημα –διαφορετικό για κάθε βιβλίο– ώστε να εμφανιστούν όλα τα επίπεδα του κειμένου και να αποκτήσεις αυτήν τη σχεδόν διαισθητική σχέση μαζί του. Όμως δεν το μετανιώνω που έγινα μεταφραστής, γιατί βλέπω τη μετάφραση ως μια διαρκή διαδικασία εσωτερικής εξέλιξης και αυτοβελτίωσης, όπως και τη μουσική.
— Ο χώρος του βιβλίου στην Ελλάδα σήμερα σε τι φάση βρίσκεται;
Είναι γνωστό ότι η σχέση της χώρας μας με το βιβλίο είναι προβληματική: έλλειψη βιβλιοθηκών και αναγνωστικής παιδείας, αλλοπρόσαλλη πολιτική τιμών, κατάρρευση δικτύων διανομής και δύσκολες εργασιακές συνθήκες – για όσους ακόμα εργάζονται, όπως συμβαίνει σε όλους τους κλάδους. Για να φτάσει ένα βιβλίο στις προθήκες των καταστημάτων υπάρχει μια αλυσίδα από ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά και σήμερα πλήττονται όλοι. Τις περασμένες δεκαετίες υπήρχε μια παράλογη έκρηξη με χιλιάδες τίτλους που κατέληγαν στα αζήτητα και τώρα μια γενικευμένη αμηχανία. Γιγάντιες αλυσίδες λιανικής πώλησης που στηρίχτηκαν στο πουθενά έκλεισαν μέσα σε μια νύχτα, αφήνοντας στο χάος εκδότες, διανομείς και, βέβαια, εργαζόμενους. Να πούμε όμως ότι, ως μια αχτίδα αισιοδοξίας σε ένα μάλλον σκοτεινό τοπίο, δεν σταματούν να ξεπηδάνε νέοι μικροί εκδοτικοί, ακόμα και DIY απόπειρες, με έξοχα αποτελέσματα.
— Υπήρξες θύμα επίθεσης χρυσαυγιτών τον Ιανουάριο του '98, εποχή που η Χ.Α. θεωρούνταν ακόμα περιθωριακό φαινόμενο... Περίμενες ποτέ ότι θα γινόταν τρίτη πολιτική δύναμη;
Όχι, και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι αυτοί που τους ψήφισαν δεν ήξεραν για τι είδος ανθρώπων επρόκειτο. Και αυτή ήταν η πρώτη κρίσιμη μάχη που χάθηκε, το πώς ο θυμός έγινε μίσος για τον αδύναμο. Αν παρακολουθείς τα δελτία των καναλιών και την «υπόγεια» ρητορική τους, αντιλαμβάνεσαι ότι ακόμα το σύστημα δεν είναι έτοιμο να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τους φασίστες –κάτι που δεν συνέβη ούτε καν στη Γερμανία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο–, αλλά σε κάθε περίπτωση η δίκη είναι ένα κρίσιμο πεδίο, όπως και το προσφυγικό. Και παρά την απογοήτευση που συντρίβει την κοινωνία, παρά τις κραυγές ξενοφοβίας και μίσους, σιγά-σιγά κερδίζονται μάχες. Το αυθόρμητο κύμα αλληλεγγύης ήταν μια νίκη και τώρα τα προσφυγόπουλα πήγαν σχολείο παρά τις αντιδράσεις κάποιων, που κι αυτό είναι άλλη μια νίκη. Αν μπορούσε να προκύψει κάτι καλό μέσα από όλο αυτό τον ανθρώπινο πόνο που συσσώρευσε και συσσωρεύει η καταστροφή των τελευταίων χρόνων, θα ήταν να δεχτούμε τον εκτοπισμένο σαν αδελφό μας, όπως αρμόζει σε ανθρώπινα πλάσματα.
— Είσαι κάτοικος Αμπελοκήπων, αλλά «θήτευσες» τρόπον τινά και ως Εξαρχειώτης.
Ναι, είμαι Αμπελοκηπιώτης και ήταν όμορφα εδώ, αλλά, δυστυχώς, κάποια στιγμή οι Αμπελόκηποι βρέθηκαν σε μια δίνη οδικής ανάπλασης και κόπηκαν από ασφάλτινα ποτάμια∙ έπαψαν να είναι γειτονιά. Τα Εξάρχεια, τώρα, υπήρξαν μια δεξαμενή ιδεών και ένας χώρος όπου μπορούσαμε άνετα να παίξουμε τη μουσική μας. Αμφισβήτησαν τη μεταπολιτευτική συναίνεση, γι' αυτό ήταν και παραμένουν αγαπημένος στόχος του αυταρχικού λόγου, σε όλες του τις μορφές. Όλα αυτά δίχως να τα εξιδανικεύω – είναι κι αυτή μια γειτονιά με τα καλά και τα κακά της, το δε βαρύτερο φορτίο για τα Εξάρχεια είναι ακριβώς η αναπαραγωγή της θεαματικής εικόνας τους.
— Η δική σου προσωπική σχέση με το ροκ εν ρολ; Πόσο «ευλογία» ή «κατάρα» υπήρξε τελικά για σένα;
Κοίτα, τo ροκ εν ρολ είναι γεμάτο αντιφάσεις – ένας από τους λόγους που έγινε τόσο δημοφιλές ήταν πως αποτελούσε έναν ιδανικό καμβά για να προβάλλεις την ιδέα σου για τον κόσμο, να συνταιριάζεις τα στοιχεία που το έκαναν προσωπική υπόθεση και συγχρόνως μια εμπειρία της κοινότητας. Δεν θα μπορούσε να είναι κατάρα, ήταν ένας τρόπος να συγκροτήσουμε τις προσωπικότητές μας, να κατανοήσουμε από τη δική μας πλευρά τον κόσμο και να κάνουμε τη δήλωσή μας μέσα σε αυτόν. Το ροκ εν ρολ υπήρξε ευλογία για μας, για τις ευκαιρίες που μας άνοιξε και για το ότι μας έμαθε να δουλεύουμε με εργαλείο το πάθος μας μέσα σε μια δημιουργική δομή χωρίς ιεραρχία – αυτό είναι το ροκ εν ρολ γκρουπ, ένα εύπλαστο και πανίσχυρο εργαλείο έκφρασης.
— «Ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος» είναι ένα κλασικό σλόγκαν που συνδέθηκε με το ροκ εν ρολ. Σε συγκίνησε ποτέ;
Όχι, δεν μου λέει τίποτε αυτή η φράση, πώς θα μπορούσε άλλωστε; Οι ρίζες του ροκ εν ρολ είναι η δίψα για ζωή, όπως εκφράστηκε μέσα από τα μπλουζ και τις γιορτές των λευκών μεροκαματιάρηδων – πώς μπορεί να συνδυαστεί τόσο επιπόλαια με τον θάνατο; Σε μια εποχή που κάθε μέρα μάς θυμίζει πόσο φτηνή είναι η ανθρώπινη ζωή, πόσοι άνθρωποι νιώθουν την ύπαρξή τους να διαλύεται μέσα στην κρίση και τον πόλεμο, αυτός ο «σκοτεινός» ρομαντισμός ακούγεται σαν μια λεκτική άσκηση χωρίς περιεχόμενο. Ίσως, αν θυμηθούμε αυτό που συμπληρώνει την πρόταση –leave a beautiful corpse–, οι πιθανές επιπτώσεις της γίνονται πιο διαφανείς: Άφησε πίσω σου ένα όμορφο πτώμα, ώστε να μπορεί η βιομηχανία να πουλάει την εικόνα σου στον αιώνα τον άπαντα. Μια δημοσιογραφική και αργότερα κινηματογραφική ατάκα που κατέληξε πικρό αστείο∙ μακάρι όλοι αυτοί που έφυγαν νέοι να ήταν εδώ, θα είχαμε πολύ καλύτερη μουσική.
— Ένας μικρός «απολογισμός έργου»;
Νιώθω όμορφα για τους ανθρώπους που γνώρισα στην πορεία και για όλο αυτό το πάρε-δώσε που έζησα μέσα από τη μουσική και τις λέξεις. Δεν υπάρχει κάτι για το οποίο θα μετάνιωνα, όχι γιατί είμαι αλάνθαστος αλλά επειδή πιστεύω πως όλα τα γεγονότα της ζωής, και ιδίως τα λάθη, έχουν να σου πουν κάτι που αργά ή γρήγορα θα το καταλάβεις. Δική σου δουλειά είναι να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς και να προχωράς.
— Σε ανησυχεί το αύριο;
Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για τον δρόμο που έχει πάρει το πράγμα – αυτό το σύστημα, η μανιακή εκδοχή του καπιταλισμού, είναι φτιαγμένο ώστε να ολοκληρώνεται μέσα από την καταστροφή και τον πόλεμο. Όμως νιώθω αισιόδοξος με έναν σχεδόν ενστικτώδη τρόπο επειδή υπάρχω και δρω έχοντας συνείδηση της τάξης μου και των ιστορικών δυνατοτήτων της και σε συνεργασία με καλλιτεχνικές και άλλες συλλογικότητες που συζητούν και το παλεύουν. Κανείς δεν πρέπει να είναι μόνος τέτοιες εποχές. Αυτά μου δίνουν ερεθίσματα και δύναμη.
ΙNFO
Στις 21/10 οι Thee Holy Strangers εμφανίζονται μαζί με τους Callas στο Ροκ Φορ στην Πάτρα στο πλαίσιο του West Side Festival Vol. 2. Επίσης, την Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου θα εμφανιστούν στο AΝ Club, στην Αθήνα.
Οι Last Drive τον καιρό αυτό ετοιμάζουν υλικό για το νέο τους άλμπουμ.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO