Δεν ζω από το θέατρο. Ζω και από την πρωινή μου δουλειά: δούλευα και δουλεύω ως κούριερ, επειδή διαφορετικά δεν βγαίνει το μεροκάματο. Δεν πήραν ποτέ τα μυαλά μου αέρα. Ένας ηθοποιός σήμερα, με μια δουλειά που είναι εποχική, δεν μπορεί να ζήσει μόνο από το θέατρο. Μόνο καμιά εικοσαριά ονόματα στον χώρο μπορούν να ζουν από την τέχνη και δεν κάνουν τίποτε άλλο, οι υπόλοιποι έχουν κι άλλους πόρους, έχουν πατεράδες και μανάδες από πίσω που τους δίνουν λεφτά ή ζουν σαν τους Ινδούς, κάθονται όλη την ημέρα και προσεύχονται. Οι Έλληνες ηθοποιοί είμαστε ημιεπαγγελματίες. Ούτε η τηλεόραση έχει πλέον λεφτά. Έπαιξα σε ένα επεισόδιο στην τηλεόραση και πήρα 430 ευρώ καθαρά. Δεν παραπονιέμαι, όμως, κάνω αυτό που θέλω.
- Στη δραματική σχολή μπήκα στα 25 μου. Μέχρι τότε δεν ένιωθα έτοιμος, παρόλο που μου άρεσε η ιδέα να γίνω ηθοποιός. Την ημέρα που τελείωσα τη δραματική και αναρωτιόμουν τι θα κάνω –δεν ήξερα κανέναν στον χώρο– μου είπε μια φίλη για μια οντισιόν που γινόταν στο Επί Κολωνώ, για έναν μικρό ρόλο. Πήγα κι έμεινα εκεί για σχεδόν 11 χρόνια. Ο πρώτος μου ρόλος ήταν σε ένα θεατρικό του Σαμ Σέπαρντ, την Κατάρα των Πεινασμένων. Έπαιζα έναν μπάρμαν, τον Έλις, έναν αστείο ρόλο.
- Το θέατρο έδιωξε τις πέτρες από πάνω μου. Ήμουν ένα λαϊκό παιδί και μέχρι τα 25 μου είχα διάφορες απόψεις για τη ζωή – έτσι μεγάλωσα, δεν είχα ασχοληθεί με κάτι καλλιτεχνικό. Οι άνθρωποι που γνώρισα μέσω του θεάτρου, όμως, μου έπαιρναν ένας-ένας από μία πέτρα κι έφυγε από πάνω μου το βάρος που κουβαλούσα από μικρό παιδί, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Το μότο μου είναι «όπως κι αν έρθει η ζωή, πρέπει να την ακολουθήσω», όσα χαστούκια κι αν φάω. Η ζωή με έμαθε να μην εγκαταλείπω ποτέ.
- Τον Γιάννη Οικονομίδη τον γνώρισα το 2005, όταν έπαιζα στο Penalty του Γιώργου Παλούμπη. Τον έφερε τυχαία μια κοπέλα, του άρεσε πολύ το έργο και αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια φιλία αρκετό καιρό πριν φτάσουμε στον Μαχαιροβγάλτη. Μπήκα στον κύκλο του. Κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις και έναν χρόνο πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα μου είπε ότι γράφει μια ταινία πάνω μου και ότι θα ήθελε πολύ να παίξω. Έπαιξα κι έναν μικρό ρόλο στο Μικρό Ψάρι. Η ενασχόλησή μου με το θέατρο μου άλλαξε τη ζωή. Ο Γιάννης όμως με διαμόρφωσε, με άλλαξε πολύ. Έχει αλλάξει σε πολύ κόσμο τη ζωή. Δεν σε επηρεάζει μόνο ως ηθοποιό αλλά και ως άνθρωπο, γιατί μοιραία έχεις μαζί του μια άλλη τριβή. Κάθε Σάββατο πάμε σε μια καφετέρια όλη η παρέα και ακούγοντάς τον να μιλάει παίρνουμε πράγματα – έχει μια πολύ ιδιαίτερη σκέψη ο Οικονομίδης.
- Ακόμα και αν σε κάποιον δεν αρέσει η Στέλλα, σίγουρα θα τον επηρεάσει, επειδή δεν το έχεις ξαναδεί στο θέατρο αυτό το πράγμα. Συνήθως βλέπεις ηθοποιούς που έχουν αποστηθίσει ένα κείμενο και το λένε ωραία, αλλά σε αυτό το έργο δεν υπάρχει κείμενο. Βγαίνουν τα λόγια σαν «εμετός» και είναι τόσο σοκαριστικά αυτά που ακούς, που νομίζεις ότι είναι η ίδια η ζωή, ότι έχεις μπει μέσα σε ένα σπίτι κι έχεις δει τους ανθρώπους του να τσακώνονται σε πραγματικό χρόνο. Αυτό επηρεάζει όλους τους θεατές. Θετικά, αρνητικά, δεν ξέρω, αλλά τους επηρεάζει. Βλέπεις μια οικογένεια που το μόνο πρόβλημα που δεν έχει είναι το οικονομικό. Τα έχουν όλα, σε σχέση με άλλους που ζουν μέσα στη χαβούζα αυτοί είναι αυτοκράτορες. Από τον Γερακάρη το μόνο που λείπει είναι να καταφέρει να μπει στην πολιτική με κάποιον τρόπο για να μπορέσει να ξεπλύνει το όνομά του, τις επιχειρήσεις του, και την κόρη του τη χρησιμοποιεί ως πλυντήριο.
- Ο Γιάννης θέλει να εμπλακείς με τον ρόλο σου συναισθηματικά. Να ταραχτείς. Σου έχει τύχει ποτέ να γίνει μια φασαρία με κάποιον στον δρόμο, για λίγο να πάθεις ταχυκαρδία και να πεις «δεν με αναγνωρίζω;». Ε, λοιπόν, αυτό το πράγμα πρέπει να το μεταφέρεις από τη ζωή σου στην παράσταση. Δεν ξέρω πώς, αλλά μπορώ να το μεταφέρω. Βέβαια, υπάρχει μια προεργασία. Όταν κάθομαι έξω, ανακαλώ στη μνήμη μου περιστατικά από τη ζωή μου και περιστατικά του έργου που θα μπορέσουν να με ταράξουν. Νευριάζω πάρα πολύ κι όσο περνάει η ώρα αυτό δυναμώνει. Όταν χτυπάω την «κόρη» μου, αισθάνομαι ότι το κάνω πραγματικά, όταν μπλέκομαι συναισθηματικά με ένα πράγμα, αυτό το πράγμα πλέον είναι αλήθεια. Αυτή την αλήθεια μετά δεν μπορείς να τη σταματήσεις, παρόλο που έχει ένα τίμημα. Μετά την παράσταση δεν μπορώ να μιλάω πολλές ώρες. Δεν έχω όρεξη να μιλήσω σε κανέναν. Το μόνιμο παράπονο της γυναίκας μου είναι ότι όταν πάω σπίτι απομονώνομαι και βλέπω τηλεόραση.
- Έχω μια γκάμα από ρόλους κακών, αλλά δεν με φοβίζουν αυτοί οι ρόλοι. Κανένας ρόλος δεν με φοβίζει, θα μπορούσα να παίξω οποιονδήποτε. Είχα πει στον Γιάννη ότι θέλω να παίξω έναν ρομαντικό άνθρωπο, γιατί κατά βάθος είμαι ρομαντικός κι ευαίσθητος, κι ας μην μπορεί να το πιστέψει κανένας. Την επόμενη φορά θα ήθελα να παίξω έναν φλώρο. Στο Κίεβο, στο Επί Κολωνώ, είχα παίξει έναν μπον-βιβέρ κακό, έναν άνθρωπο της υψηλής κοινωνίας στην Αργεντινή, ο οποίος είχε ένα πολύ μεγάλο κτήμα όπου βασάνιζαν ανθρώπους το '70. Πάλι ήμουν ένα τομάρι. Και στον Μαχαιροβγάλτη τα ίδια.
- Επειδή τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα πάνω σε ένα μηχανάκι γυρίζοντας σχεδόν όλη την Αθήνα, από τα αχαρτογράφητα της Μαγούλας μέχρι τη Μάντρα, την Ελευσίνα και την περιβόητη λεωφόρο ΝΑΤΟ, η μεγαλύτερη χαρά μου είναι να τριγυρίζω με τη μηχανή και να βλέπω, να παρατηρώ. Βρίσκεις γωνιές μέσα στην Αθήνα απίστευτες. Η Χαβούζα στου Ρέντη, εκεί όπου θα χτιζόταν το γήπεδο του Παναθηναϊκού, έχει από εργοστάσια μέχρι σπίτια που θυμίζουν χωριό, με οδούς που λέγονται Φιλίας, Συμφιλίωσης, Αγάπης. Θα μπορούσε να γίνει ένα τρομερό μητροπολιτικό πάρκο.
- Νομίζω ότι έχει φτιαχτεί έτσι η κατάσταση που ζούμε για να μην μπορείς να αντιδράσεις κι αυτή είναι η πολιτική τους. Αν είχε κάνει η Δεξιά αυτά που έχει κάνει ο Τσίπρας, αυτήν τη στιγμή θα είχαμε τριγύρω μας φωτιές. Με πειράζει πολύ αυτό το πράγμα μέσα μου, γιατί δεν περίμενα ποτέ να συμπεριφερθεί έτσι αυτός με τον οποίο υποτίθεται ότι ιδεολογικά είμαστε κοντά. Και δεν αντιδράει κανείς γιατί έχει περάσει υπόγεια ένας φόβος που λέει «μείνε απαθής, υπάρχει περίπτωση να τη γλιτώσεις. Μείνε απαθής και μπορεί να περάσει ξυστά από δίπλα σου και να μην πάθεις εσύ τίποτα». Όσα έχουν κατακτηθεί είναι από ανθρώπους που έχουν δώσει το αίμα τους και τώρα δεν θέλει να δώσει κανείς το αίμα του. Είναι πολύ απλό το πράγμα. Ποιος θα βγει μπροστά; Καθόμαστε όλοι πίσω.
- Όταν πέθανε η μάνα μου, πήγαμε στο σπίτι όλοι οι συγγενείς και στεκόμασταν βουβοί, και όταν έφυγαν το βράδυ, ξέχασα να κλείσω την πόρτα. Έμεινε ορθάνοιχτη. Αυτό γινόταν και τις άλλες μέρες. Την άφηνα ανοιχτή, δεν την κλείδωνα, νόμιζα ότι δεν θα συνέλθω ποτέ. Υπάρχει, όμως, μέσα σου ένας μηχανισμός που σε κάνει να αντέχεις, να αναπτύσσεις αντισώματα και να πηγαίνεις παρακάτω. Δεν την ξέρει κανείς τη συνταγή, έρχεται ξαφνικά με έναν περίεργο τρόπο και σε κάνει να βρίσκεις τις δυνάμεις σου. Το μότο μου είναι «όπως κι αν έρθει η ζωή, πρέπει να την ακολουθήσω», όσα χαστούκια κι αν φάω. Η ζωή με έμαθε να μην εγκαταλείπω ποτέ.
ΙNFO
«Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη
Εθνικό Θέατρο - Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»,
Αγίου Κωνσταντίνου 22-24
Τετ.-Σάβ. 21:00, Κυρ. 19:30
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO