ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ. Ας μου συγχωρεθεί ο κάπως προσωπικός τόνος και αυτή η μακρά εισαγωγή για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή υποστηρίζω (όπως κι ένα σωρό άλλοι άνθρωποι, αναγνώστες, συγγραφείς, κριτικοί, ερευνητές βιβλιογραφιών, επισκέπτες βιβλιοθηκών και λοιποί και λοιποί) ότι διατηρώ από μακρού χρόνου μια στενή σχέση με τον Πόε, πράγμα που θέλω εδώ αρχικά να τεκμηριώσω κάπως. (Το παρόν σημείωμα ενδείκνυται, καθώς είναι και το πρώτο μου σε αυτήν τη στήλη, οπότε, τρόπον τινά, εξαιρείται από τον κανόνα που θα θεσπίσουν, ελπίζω, τα επόμενα.) Για παράδειγμα, δανειζόμενος τον τίτλο της πρώτης συλλογής του (Tales of the grotesque and arabesque, 1840, μια συλλογή που ο δύσμοιρος πίστευε ότι θα του απέφερε μεγάλα κέρδη, μα που στην πραγματικότητα αμείφθηκε από αυτήν με 20 αντίτυπα honoris causa όλο κι όλο) και κόβοντάς τον στη μέση, απαλείφοντας το «arabesque», τιτλοφόρησα τη δική μου πρώτη συλλογή, χωρίς καμία ντροπή, το έτος 1987: Ιστορίες Υπερβολής. Μάλιστα, στα διηγήματά μου εκείνα είχα βάλει δίκην μότο την ημερομηνία του θανάτου του. (Για την ιστορία, αμείφθηκα κι εγώ όπως κι εκείνος, πράγμα που με χαροποίησε ιδιαιτέρως, ως μεγάλος θαυμαστής του που ήμουν.)
Επίσης, έτυχε να συμμετάσχω στην έκδοση του Εύρηκα (μτφρ. Σπύρος Ηλιόπουλος, Gutenberg, 1992), του πρώτου τόμου της σειράς Μικρή Παγκόσμια Βιβλιοθήκη που ετοίμαζε εκείνη την εποχή ο Δημήτρης Αρμάος − δουλεύαμε μαζί τότε στον Gutenberg. Η σειρά δεν έβγαλε άλλο βιβλίο για μια σειρά από λόγους. Αλλά το Εύρηκα του Πόε έμεινε. Μια έκδοση σημαντική όσο ελάχιστες, που μάλλον δεν τη γνωρίζουν πολλοί, ίσως πλέον και κανένας. Αλλά έτσι συμβαίνει συνήθως.
Απλώνεται μπροστά μας μια αφηγηματική φούγκα: ένα πεζό τραγούδι που τη μια απαγγέλλεται κάπως και την άλλη αλλιώς, πιο ψηλά − και πιο βαθιά στην άβυσσο.
Ο δεύτερος λόγος είναι βέβαια η σχέση μου με τον ίδιο τον Αρμάο. Έχω μιλήσει πολλές φορές γι' αυτόν, κι εδώ μόνο δυο κουβέντες θα γράψω ακόμη, μολονότι του οφείλονται πολλές και πολλά, πάρα πολλά. Ο Δημήτρης Αρμάος υπήρξε ένας άνθρωπος των βιβλίων με τρόπο συναρπαστικό. Έπεφτε πάνω στα βιβλία έξαλλα, βιολογικά, χυμώντας καταπάνω τους και επελαύνοντας με μια ζέση που δεν γινόταν να συναντήσεις σε κανέναν άλλο «βιβλιόφιλο». Δεν ήταν μόνο η αδιανόητη ευρυμάθειά του, το σπάνιο ταλέντο του, η μνημειώδης επάρκειά του, η ζηλευτή μνήμη του, το λοξό γούστο του, ο ερευνητικός του εαυτός που μοχθούσε νυχθημερόν, η μέχρι παρεξηγήσεως αγάπη του για την παραμικρή λεπτομέρεια. Ήταν που, όταν ξεκινούσε να σκέφτεται ένα βιβλίο, έβλεπες πως είχε ενδυθεί μια ολόσωμη πολεμική-τυπογραφική εξάρτυση. Και ένα κράνος. Δεν υπήρχε κάτι άλλο πέραν τούτου. Μόνο το βιβλίο. Ή όλα τα βιβλία που είχε κατά νου, όποτε και αν έβγαιναν, όσο και αν στοίχιζαν. Γιατί, κατά τον Αρμάο, μια σωστή, πλήρης, άρτια έκδοση δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να κοστολογηθεί εκ των προτέρων, ήταν άδικο για τον πολιτισμό εν συνόλω κάτι τέτοιο.
(Όλα όσα έμαθα για την τυπογραφία, δουλεύοντας πάνω από τριάντα χρόνια στα βιβλία, δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα μου επιδαψίλευσε ο Δημήτρης τα χρόνια που μαθήτευα δίπλα του.)
Τα απαραίτητα δύο πέμπτα. Κάπως έτσι, εν πάση περιπτώσει, στήθηκε και η Aldina. Διαβάζουμε στην ταυτότητά της πως την εμπνεύστηκε και την οργάνωσε ο ίδιος, το 2014. Ουσιαστικά, είναι η εκσυγχρονισμένη εκδοχή της Μικρής Παγκόσμιας Βιβλιοθήκης, άλλως της Βιβλιοθήκης της Άμμου. Τη διευθύνει η σύζυγός του, Ζωή Μπέλλα, μία από τις πιο επαρκείς φιλολόγους που έχουμε και σύντροφός του ήδη από τα φοιτητικά τους χρόνια. Από πάντα. Η Aldina λοιπόν, που κυκλοφόρησε μαζεμένους τέσσερις τίτλους, φέρει τις απαιτήσεις από μια έκδοση του ίδιου του Αρμάου: καλαισθησία, πληρότητα, πιστότητα, σπουδαία ελληνικά, και όλα αυτά στον υπέρτατο βαθμό − χωρίς εκπτώσεις.
Στον Άρθουρ Γκόρντον Πιμ, τον πρώτο τίτλο της σειράς −πάλι Πόε!− που πρωτοδιαβάσαμε το 1979 (και όσοι το κάναμε τότε βουλιάξαμε για πάντα στη δίνη του), στην ίδια μετάφραση, που εδώ έχει αναθεωρηθεί ουσιαστικά, πέραν του καθαυτό κειμένου, ο αναγνώστης θα έχει την πολύ-πολύ σπάνια χαρά να διαβάσει οτιδήποτε πρέπει ή έστω θα έπρεπε να διαβαστεί παράλληλα με το μυθιστόρημα: ο πρόλογος, η εισαγωγή, τα δοκίμια, οι σημειώσεις, το επίμετρο, η βιβλιογραφία, το λεξικό ναυτικών όρων (συνοδευόμενο από τα κατάλληλα σχήματα) κ.λπ. καλύπτουν τις 200 από τις συνολικά 500 τυποτεχνικά άρτιες σελίδες του βιβλίου. Και αυτό και μόνο είναι ένας υπεραρκετός λόγος για να προμηθευτεί κανείς τον τόμο, για να τον ανοίξει στο σαλόνι του ή στο γραφείο του −σε ώρες, ανυπερθέτως, ησυχίας− και για να μείνει εκεί, προσηλωμένος, έστω και χωρίς να διαβάζει. Δεν είναι απαραίτητο να προχωρήσει στην κυρίως πράξη την πρώτη φορά.
Το ψαροκόκαλο και το sequel. Για την Αφήγηση έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχουν ανοίξει πολλές φιλολογικές βεντέτες. (Ο αναγνώστης θα μάθει τα πάντα στα συνοδευτικά κείμενα.) Κυρίως, πολλά έχουν ειπωθεί γι' αυτό που θεωρείται κατά πολλούς κεντρικό στοιχείο του μυθιστορήματος: ήταν τελικώς ο Πόε ρατσιστής; Οι απαντήσεις ποικίλλουν, και εδώ δεν θα πάρουμε θέση, μολονότι θα ήταν εύκολο να ξεμπερδεύουμε με ένα ξεκάθαρο «όχι βέβαια». Γιατί αυτό που έχουμε στο μοναδικό μυθιστόρημά του −κατά δυστυχία μας, ποτέ δεν τελείωσε το Ημερολόγιο του Ιουλίου Ρόντμαν (ελληνική έκδοση: μτφρ. Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Περισπωμένη 2015) επειδή έκλεισε το περιοδικό που το δημοσίευε σε συνέχειες...− είναι ένα περίπλοκο, ευφυές και μοναδικό στα χρονικά παιχνίδι, ένας κατοπτρικός γρίφος, που απολαμβάνουμε να νομίζουμε ότι λύνουμε ξανά και ξανά. Δομημένη με τη λογική του ψαροκόκαλου, όπου στη θέση της σπονδυλικής στήλης έχουμε το μεσαίο κεφάλαιο (το 13ο), ενώ τα πρώτα 12 προβάλλονται και αναπτύσσονται στα αντίστοιχά τους του δεύτερου μισού του βιβλίου, απλώνεται μπροστά μας μια αφηγηματική φούγκα: ένα πεζό τραγούδι που τη μια απαγγέλλεται κάπως και την άλλη αλλιώς, πιο ψηλά − και πιο βαθιά στην άβυσσο.
Όμως κι αυτό είναι λίγο, και άστοχο. Γιατί κυρίως, κι αυτό οπωσδήποτε δεν πρέπει να μας διαφεύγει, έχουμε να κάνουμε με μια καθαρόαιμη ναυτική περιπέτεια, ένα θρίλερ, ένα μυθιστόρημα γεμάτο σασπένς, που ξεκινά από τον πιο σκληρό ρεαλισμό −οι περιγραφές της τρικυμίας, των δεινών του πρωταγωνιστή, των φόνων, των αδιανόητων στερήσεων πάνω στο πλοίο ή στο νησί της Ανταρκτικής, της πείνας που κατατρώει τους άμοιρους ήρωες του βιβλίου, δεν θα σας αφήσουν να κλείσετε μάτι− για να αναπτυχθεί στην πιο χαυνωτική και θεσπέσια επιστημονική φαντασία ή σε ένα όχι καλά εξερευνημένο παρακλάδι της fantasy. Και λέμε όχι καλά εξερευνημένο γιατί η συνέχεια του βιβλίου που μας χάρισε ο Ιούλιος Βερν (με τη συναρπαστική Σφίγγα των πάγων, ένα λογοτεχνικό sequel, κάτι μοναδικό στα χρονικά για τόσο υψηλό επίπεδο λογοτεχνών), μολονότι σπουδαίο μυθιστόρημα κι αυτό, και από έναν αδιαμφισβήτητα πελώριο συγγραφέα, και βέβαια νούμερο 1 θαυμαστή του Πόε, πάει τα πράγματα, ίσως, αλλού... Φυσικά, προτείνουμε να διαβάσετε και τη Σφίγγα (ελληνική έκδοση: μτφρ. Χάρης Μίκογλου, Ζαχαρόπουλος 1997), αλλά, αν δεν το κάνετε, στο επίμετρο της Αφήγησης θα μάθετε τα πάντα γι' αυτήν, και θα βρείτε εκτενή αποσπάσματα.
Πάνω απ' όλα, όμως, ανακαλύψτε την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ, ένα αγέραστο page turner σε μια υποδειγματική, εμβληματική έκδοση − το βιβλίο που μαζί με άλλα δύο ή τρία το πολύ (βλέπε κυρίως εδώ Ναθάνιελ Φίλμπρικ, Στην καρδιά της θάλασσας, μτφρ. Κέλλυ Χονδροδήμα, Ωκεανίδα, 2002) γέννησαν τον μεγαλειώδη Μόμπι-Ντικ του Μέλβιλ, ένα ακόμη μυθιστόρημα που μιλά για το κυνήγι, ή τη μοίρα, της λευκότητας, μιας άπιαστης έννοιας.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO