Χειμωνιάτικο απόγευμα και φτάνω στην πολυκατοικία όπου ο μεγάλος συγγραφέας, Ηλίας Βενέζης πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στην οδό Ηροδότου. Με υποδέχεται η κόρη του Άννα Βενέζη-Κοσμετάτου.
Στο διαμέρισμα κυριαρχεί η εμβληματική φυσιογνωμία του μεγάλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού. Φωτογραφίες τοποθετημένες παντού στον χώρο, βιβλιοθήκες σε κάθε σημείο, τα προσωπικά του αντικείμενα, αφίσες από παραστάσεις και φυσικά τα βιβλία του. Σε όλη την διάρκεια της συζήτησης, με την κυρία Άννα Βενέζη, το ραδιόφωνο είναι ανοικτό στο Τρίτο Πρόγραμμα. Απέναντι μου έχω μια ευχάριστη προσωπικότητα και ευγενική φυσιογνωμία. Ανοιχτόκαρδος χαρακτήρας, με ζεστό χαμόγελο και φιλική διάθεση, στοιχεία που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα της, όπως θα καταλάβω μετά το τέλος της συνέντευξης.
Το «Νούμερο 31328», η «Γαλήνη», η «Αιολική γη», τα ταξιδιωτικά «Αμερικάνικη Γη» και το «Φθινόπωρο στην Ιταλία», η «Έξοδος», το «Ωκεανός», το θεατρικό «Μπλοκ C» είναι μερικά από τα πολυδιαβασμένα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα της γενιάς του '30. Ο Ηλίας Μέλλος, που έγινε γνωστός ως Ηλίας Βενέζης, ήταν μια μεγάλη μορφή των γραμμάτων και κατάφερε να βρεθεί σε σημαντικές θέσεις.
Στα βιβλία του περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τον ξεριζωμό των Ελλήνων από την Μικρά Ασία το 1922, έζησε την γερμανική Κατοχή, φυλακίστηκε, βρέθηκε πολύ κοντά στην εκτέλεση, αλλά το βασικό του χαρακτηριστικό ήταν ότι δεν περιέγραψε ποτέ εκδικητικά τα γεγονότα που έζησε. Πίστευε στη συγχώρεση, στην καλοσύνη, την ταπεινότητα και την αγάπη.
Ο πατέρας μου ήταν μια λαμπερή προσωπικότητα και όποιος είχε την τύχη να τον γνωρίσει, σίγουρα δεν το ξέχασε ποτέ. Ήταν ένας άνθρωπος τρυφερός, εγκάρδιος, αισιόδοξος, γλυκός και με θετική σκέψη. Ας μην ξεχνάμε, για να μην αναφέρω ονόματα, ότι οι υπόλοιποι μεγάλοι συγγραφείς της γενιάς του '30 ήταν κλειστοί άνθρωποι και κατηφείς.
«Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, στις 4 Μαρτίου του 1904. Το 1922, η οικογένειά του εγκατέλειψε τη Μικρά Ασία, όμως εκείνος δεν πρόλαβε να μπει στο πλοίο και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους. Στην συνέχεια πέρασε 14 μήνες στα Τάγματα Εργασίας. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε ζήσει τον διωγμό από το σπίτι και την πατρίδα σε πολύ μικρή ηλικία. Την εμπειρία του από την προσφυγιά, την αιχμαλωσία και τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης την κατέγραψε στο πρώτο του μυθιστόρημα, το «Νούμερο 31328», αφηγείται η κυρία Βενέζη.
«Ήρθε στην Αθήνα το 1932 όπου ξεκίνησε να εργάζεται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αργότερα κατέφθασε στην Αθήνα και η μητέρα μου και την Άνοιξη του 1938 παντρεύτηκαν. Ένα χρόνο μετά γεννήθηκα εγώ. Μεγάλωσα σε μια πολυκατοικία του '30 στην οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη στον αριθμό 4. Στο τρίτο όροφο ενός μικρού διαμερίσματος. Θυμάμαι τον πατέρα μου να γράφει το πρωί πριν πάει για δουλειά σε ένα μικρό τραπέζι από αυτά που κλείνουν. Δεν είχε καν γραφείο στο σπίτι και αυτό το τραπέζι το έχουμε ακόμη φυλαγμένο στην Κεφαλονιά. Επειδή ήμουν μοναχοπαίδι οι γονείς μου με έπαιρναν παντού μαζί τους. Ως παιδί καθόμουν συνέχεια με τους μεγάλους και δεν έπαιζα, όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Ήταν δύσκολες εποχές.
»Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο πατέρας μου αισθανόταν βαθιά υποχρεωμένος στην Τράπεζα της Ελλάδος διότι παρείχε συσσίτιο και έτσι αποφύγαμε την λιμοκτονία. Η δουλειά του πατέρα μου στην Τράπεζα της Ελλάδος ήταν καθοριστική. Μικρασιάτης πρόσφυγας χωρίς κανέναν άλλο πόρο πρόσφερε σε αυτόν μια ψυχική, αλλά και υλική ισορροπία. Χάριν σε αυτήν ήρθε στην Αθήνα από την Μυτιλήνη, έκανε οικογένεια και πρωταγωνίστησε στην πνευματική ζωή του τόπου», λέει.
Ποιο είναι εκείνο το χαρακτηριστικό που θυμάται πιο έντονα από την προσωπικότητα του πατέρα της; «Ο πατέρας μου ήταν μια λαμπερή προσωπικότητα και όποιος είχε την τύχη να τον γνωρίσει, σίγουρα δεν το ξέχασε ποτέ. Ήταν ένας άνθρωπος τρυφερός, εγκάρδιος, αισιόδοξος, γλυκός και με θετική σκέψη. Απέπνεε μια ζωντάνια και αυτή του η ζωντάνια ήταν εντελώς αυθεντική. Ας μην ξεχνάμε, για να μην αναφέρω ονόματα, ότι οι υπόλοιποι μεγάλοι συγγραφείς της γενιάς του '30 ήταν κλειστοί άνθρωποι και κατηφείς.
»Ξέρετε, πάντα του άρεσε σε όλους τους ανθρώπους που συναντούσε να τονίζει τα θετικά τους χαρακτηριστικά και να βγάζει τον καλύτερο εαυτό τους. Πάντα ανοιχτόκαρδος και με τον καλό λόγο. Μπορεί να είχες στραβή μύτη, τότε θα σου έλεγε 'μα τι ωραία μάτια έχεις'. Επίσης, λάτρευε πολύ τους νέους και τους ενθάρρυνε σε όλα τους τα βήματα. Τέλος, θυμάμαι πολύ έντονα ότι τα επώδυνα και τα τραυματικά δεν τα μετέφερε ποτέ στο σπίτι παρά μόνο στα βιβλία του.
»Η προσφυγιά για το πατέρα μου ήταν κάτι πολύ σκληρό για αυτό και δεν επέστρεψε ποτέ στο Αϊβαλί. Και είναι το μέρος που δεν έχει περιγράψει ποτέ σε κανένα κείμενο του. Πολλές φορές καθόταν στο σπίτι μας στην Εφταλού της Λέσβου και αγνάντευε απέναντι τα βουνά της χαμένης πατρίδας του και δάκρυζε. Δεν ξεχνώ ότι στα Τάγματα Εργασίας, το νούμερο 31328 που ήταν γραμμένο πάνω στη σιδερένια πλάκα που φορούσε στο χέρι του, και που του έσωσε τη ζωή, γιατί δήλωνε ότι ήταν κάποιος, ο πατέρας μου δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Το 'χε πάνω στο γραφείο του και το έπαιρνε μαζί του σε κάθε ταξίδι», απαντά.
Στην καθημερινότητα του πως ήταν; «Τρομερά κοινωνικός. Σπάνια θυμάμαι να τρώμε γύρω από το τραπέζι του σπιτιού μας. Συνεχώς βρισκόμασταν σε κοινωνικές εκδηλώσεις. 'Ήταν αρκετές φορές που λόγω σχολείου δεν μπορούσα να ακολουθήσω και τους έβλεπα μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ο πατέρας μου γοητευόταν από τις κοινωνικές συναναστροφές, του άρεσε να συζητά, αλλά και να ακούει. Αν έβλεπε τη σημερινή εικόνα των νέων που κοιτούν συνεχώς το κινητό τους και μιλούν γραπτώς μέσα από αυτό θα πληγωνόταν.
»Ήταν πολύ δραστήριος, συνεχώς ήθελε κάτι να κάνει. Αναλογιστείτε ότι ήταν δύο φορές διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και της Λυρικής Σκηνής, πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, Ακαδημαϊκός, συγγραφέας, υπάλληλος της Τράπεζας, έκανε εκπομπές στο Ραδιόφωνο και έγραφε επιφυλλίδες στις εφημερίδες. Επίσης, μπορεί να τον καλούσαν από ένα σχολείο στην Δράμα για να μιλήσει στα παιδιά. Έφευγε την επόμενη μέρα. Ήταν άνθρωπος της συνεχούς ανανέωσης. Δεν θυμάμαι καθόλου πότε κατάφερνε να γράφει. Υποθέτω ότι το έκανε πολύ νωρίς το πρωί πριν φύγει για την δουλειά και ξεκινήσει η ζωή του σπιτιού. Επιπλέον, ήταν πολύ οργανωτικός», θα μου πει.
Την ρωτώ ποια ανάμνηση θέλει να ξεχάσει; «Η πιο οδυνηρή και τραυματική ανάμνηση που έχω από τον πατέρα μου ήταν η περίοδος της ασθένειας του. Βρισκόταν στο Λονδίνο για αρκετό καιρό και παρόλο που είχα τότε μικρά παιδιά, πήγα μαζί του. Αντιμετώπιζε τον καρκίνο με αξιοπρέπεια και δεν ήθελε για κανένα λόγο να επιβαρύνει κανέναν, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά. Σταμάτησε να έχει επαφή με τους γνωστούς του. Οι εγχειρήσεις τον είχαν καταβάλει και παραμορφώσει. Δεν ήθελε να τον βλέπουν έτσι όπως είχε γίνει λόγω της αρρώστιας. Αυτή η καθημερινότητα του νοσοκομείου ήταν μια ζόρικη και δύσκολη ανάμνηση. Ο πατέρας μου δεν θυμάμαι ποτέ να με μάλωσε. Αλλά ούτε μου συμπεριφερόταν και ως φίλος. Είχαμε μια εσωτερική σχέση που στηριζόταν στο σεβασμό. Πολλές φορές σκεφτόμουν τι μπορούσε να τον στενοχωρούσε και προτιμούσα να μην το κάνω», θα πει ανάβοντας ένα τσιγάρο.
Της θυμίζω ότι ο Ηλίας Βενέζης το 1943 είχε κατηγορηθεί από την αριστερή κριτική για την έκδοση της «Αιολικής Γης». Άκουσε ποτέ τον πατέρα της να σχολιάζει εκείνη την περίοδο; «Πράγματι, έγραφαν πως είναι δυνατόν ενώ έχουμε πόλεμο να γράφει ο Βενέζης για ειδυλλιακές καταστάσεις και παιδικές αναμνήσεις. Τον πατέρα μου δεν τον απασχόλησε ποτέ αυτή η κριτική. Θα σας διηγηθώ ένα γεγονός.
Την 28η Οκτωβρίου του 1943, είκοσι χρόνια αφού είχε επιστρέψει από τα Τάγματα Εργασίας της Μικράς Ασίας, του είχε ανατεθεί να συμμετάσχει και να εκφωνήσει τον λόγο στην Τράπεζα της Ελλάδος, τιμώντας την μνήμη των συναδέλφων τους που χάθηκαν στα βουνά της Αλβανίας. Η Τράπεζα ήταν κλειστή και η εκδήλωση πραγματοποιούνταν κεκλεισμένων των θυρών. Κάποιος όμως φρόντισε να ενημερώσει τα SS και ήρθαν οι γερμανικές δυνάμεις να τον συλλάβουν. Σκεφθείτε, πωςήταν δυνατόν να μιλάς για ελευθερία μέσα στο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος και να μην σε καταδώσει κάποιος; Συνελήφθη και κρατήθηκε όμηρος για να εκτελεστεί. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας μου μέσα στην φυλακή, μαζί με άλλα σημειώματα για τα είδη πρώτης ανάγκης, έκανε τις διορθώσεις για την "Αιολική γη". Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1943 και ο πατέρας μου ήταν σχεδόν σίγουρος ότι δεν πρόκειται να κυκλοφορήσει ποτέ.
Κάθε μέρα πίστευε ότι θα ήταν ο επόμενος για εκτέλεση. Έγραφε στην μητέρα μου σε ένα γράμμα του: "Να φανείς, αγάπη μου, και στην περίπτωση αυτή γενναία. Το νου σου στο παιδάκι μας. Ελπίζω πως δεν θα με αφήσει ο Θεός. Ο Γιάννης {Σκαζίκης} να σου παραστέκεται. Τον παρακαλώ. Οι λίγοι φίλοι του σπιτιού μας σε παραστέκουν άραγε; Η Ιουλία και ο Αντρέας; Η «Αιολική γη» να τυπωθεί με φροντίδα μόνο του Γιάννη χωρίς αφιέρωση και η τρίτη έκδοση της «Γαλήνης». Φρόντισε να δω δύο λόγια σου με την Χρυσούλα. Ποτέ δεν ήξερα πόσο πολύ σ' αγαπώ όσο τώρα. Να πάρετε το ποδηλατάκι της Αννούλας και να της το δώσετε από μέρους μου που λείπω σε ταξίδι. Δεν μπορώ να το σκέφτομαι γιατί θα χάσω το θάρρος μου. Σας φιλώ. Ο Θεός μαζί μας".
Όμως το βιβλίο εκδόθηκε κανονικά. Εν τω μεταξύ, η ποιήτρια Λιλή Ιακωβίδου που ήταν νονά μου είχε μια φίλη, την Μίνα. Αυτή ως φοιτήτρια γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον γλύπτη του Χίτλερ. Η νονά μου έστειλε γράμμα στην φίλη της Μίνα ώστε να βοηθήσει ο σύζυγος της που θεωρούνταν άνθρωπος της αυλής του Χίτλερ. Της εξηγούσε ότι ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, της τέχνης και πως δεν ήταν αντάρτης. Κάπως έτσι ο πατέρας μου βρέθηκε στον διευθυντή των Φυλακών, αλλά το επίθετο του έγραφε Μέλλος και όχι Βενέζης, όπου εκεί είχαμε άλλες παρεξηγήσεις και μπερδέματα. Τελικά, βγήκε δύο εβδομάδες πριν κυκλοφορήσει η "Αιολική γη", βιβλίο το οποίο ήταν το πιο ευπώλητο της εποχής. Αναλογιστείτε ότι κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του '43 και τον Μάρτιο χρειάστηκε δεύτερη έκδοση. Ειπώθηκαν πολλά, άλλοι είπαν καλώς κυκλοφόρησε, άλλοι αντέδρασαν χαρακτηρίζοντας το απαράδεκτο. Ένα ευχάριστο γεγονός είναι ότι αυτές τις ημέρες μεταφράζεται εκ νέου η "Αιολική γη" στην Αμερική», υποστηρίζει.
Ο λόγος του Ηλία Βενέζη, αλλά και ο τρόπος σκέψης του παραμένει εξαιρετικά επίκαιρος ακόμη και σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι ζητούνται συνεχώς νέες μεταφράσεις των έργων του. Σε ένα κείμενο του το 1963 στο περιοδικό των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, "Κύκλος", είχε γράψει: "Ας αρχίσουμε αυτή την πρώτη σελίδα του νέου χρόνου μ' ένα αίσθημα ελπίδας και πίστης. Για την Ελλάδα, για τον κόσμο, για τον άνθρωπο. Γεμάτος από ταραχή, από αγωνία και από τρόμο, εδώ και εκεί, ήταν ο χρόνος που πέρασε. Οι πιο πολλοί, βλέποντας τα γινόμενα, την απειλή του πολέμου, είχαν σκύψει συντετριμμένοι το κεφάλι. Λέγαν: "Όχι, τίποτα πια δεν γίνεται. Ο πολιτισμός είναι χαμένες λέξεις. Αυτή εδώ η σημερινή γενιά του κόσμου είναι η επικατάρατη, στα χέρια της θα καταστραφεί ο κόσμος". Την θεωρούν υπεύθυνη γιατί ξέπεσε, την θεωρούν χειρότερη από κάθε άλλη που προηγήθηκε, την βγάζουν ανάξια και θλιβερή. Οι νέοι ακούνε αυτό το δριμύ κατηγορητήριο, αισθάνονται να πέφτει απάνω τους η σκιά της οργής, και στα μάτια τους περνά η λάμψη που αποφασίζει. Οι νέοι θέλουν να πουν πως, αντίθετα από ό,τι τους καταμαρτυρούν, αυτοί είναι η ελπίδα του κόσμου".
Σπεύδω να τη ρωτήσω, πως της φαίνεται που κείμενα του πατέρα της διδάσκονται εδώ και πολλά χρόνια στα σχολεία; «Επιβάλλεται να διδάσκεται ο Βενέζης στα σχολεία και είναι κρίμα που δίνονται μόνο αποσπάσματα και όχι ολόκληρα τα βιβλία. Είναι ένα από τα μειονεκτήματα της ελληνικής εκπαίδευσης που δεν μοιράζει λογοτεχνικά βιβλία στα παιδιά. Το απόσπασμα δίνει μόνο μια σκέψη από τον συγγραφέα, ούτε το στυλ μπορείς να αντιληφθείς, ούτε πλήρως να τον κατανοήσεις», και προσθέτει «ο λόγος και η σκέψη του πατέρα μου είναι εξαιρετικά επίκαιρος και δεν έχει παλιώσει καθόλου. Διαβάζοντας πάλι το "Νούμερο 31328", εξαιτίας της μετάφρασης που χρειάστηκε να κάνω στα Αγγλικά, την "Γαλήνη" και το "Μπλοκ C"συνειδητοποίησα πόσο πολυεπίπεδος παραμένει ο τρόπος σκέψης του».
Η συζήτηση συνεχίζεται μιλώντας για την διαφορά μεταξύ διακοπών και παραθερισμού. «Ως οικογένεια δεν κάναμε διακοπές, κάναμε παραθερισμό. Δεν διακόπταμε την ζωή μας, απλώς την συνεχίζαμε σε ένα άλλο μέρος. Τα πρώτα μας οικογενειακά καλοκαίρια τα περάσαμε στην Ανάβυσσο για αυτό και στα βιβλία του φαίνεται να την γνωρίζει τόσο καλά. Σε ένα καλύβι μέναμε από το 1945 έως το 1950 όπου αναγκαστήκαμε να πάμε προς τα βόρεια λόγω μιας αδενοπάθειας που είχα. Και έτσι πηγαίναμε στην Κηφισιά και αργότερα στο Μόλυβο της Λέσβου».
Υπήρχε κάποιος που να θυμάται τον πατέρα της να λέει ότι είχε παράπονο ή δεν του είχε φερθεί καλά; «Πολλοί. Ο πατέρας μου ήταν πολύ ευαίσθητος. Οι Έλληνες, ξέρετε, είναι ολίγον φθονεροί και όταν εκείνη την εποχή ξεκινούσες, θεωρούμενος ως πρόσφυγας, υπήρχαν αρκετά εμπόδια. Το 1939, Μυριβήλης και Βενέζης μοιράζονται το πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το «Γαλάζιο βιβλίο» και τη «Γαλήνη» αντίστοιχα.
Το «Νούμερο 31328» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα «Καμπάνα» της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε βοηθήσει πολύ τον πατέρα μου αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να δεχθεί ότι μοιράστηκαν το κρατικό βραβείο με αποτέλεσμα να σταματήσει να μιλά στον πατέρα μου. Δεν ήθελε να τον δει ούτε ζωγραφιστό», αναφέρει.
Ολοκληρώνοντας την συζήτηση μας, αναπολεί: «μας αγαπούσε πολύ και ήταν αφοσιωμένος στην οικογένεια του. Ήμουν πολύ τυχερή που είχα πατέρα έναν άνθρωπο με μια πληθωρική προσωπικότητα. Ποτέ δεν έμπλεκε την οικογενειακή ζωή με τις επαγγελματικές του σχέσεις. Θυμάμαι πολλές στιγμές ευτυχίας, άλλες μεγάλες άλλες μικρές. Την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου βρισκόμουν στην Κεφαλονιά. Χτύπησε το τηλέφωνο και μου ανακοίνωσαν ότι ο πατέρας μου έφυγε. Εδώ σε αυτό το διαμέρισμα. Ήταν μόνος με την μητέρα μου. Το πρωί πήγε η μητέρα μου να του φέρει κάτι να πιει και μόλις επέστρεψε ο πατέρας μου είχε πεθάνει.
Ξέρετε, συμβαίνει συχνά με τους ανθρώπους που είναι σε άσχημη κατάσταση, όσο μένει δίπλα του κάποιος, παραμένουν στην ζωή, με το που τους αφήσεις για λίγο, φεύγουν. Έτσι στις 3 Αυγούστου πεθαίνει από καρκίνο του λάρυγγα. Τον μεταφέραμε στην Μυτιλήνη και ο τάφος του βρίσκεται στο Μόλυβο. Δέκα χρονιά αργότερα πέθανε και η μητέρα μου. Αν γύριζα τον χρόνο πίσω, θα ήθελα να τον είχα προλάβει πριν πεθάνει και να τον αποχαιρετίσω. Στο τάφο του η μόνη λέξη που υπάρχει είναι η "Γαλήνη". Είναι ότι επιζητούσε περισσότερο από μια πλούσια και γεμάτη εμπειρίες ζωή».
Η κυρία Άννα Βενέζη μας διηγείται ιστορίες από φωτογραφίες που υπάρχουν στα οικογενειακά άλμπουμ. Το βλέμμα μου στέκεται στο εξώφυλλο της "Γαλήνης" και θυμάμαι πολύ έντονα ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Γι' αυτό και οι πικραμένοι άνθρωποι είναι στο βάθος οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σ' αυτούς έμεινε ακόμα το προνόμιο ν' αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στην ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε χίμαιρες».
Έχει ήδη νυχτώσει για τα καλά και όπως θα πει ο Πάρις μετά το τέλος της φωτογράφησης, «εδώ ξεχνάς τι γίνεται έξω. Χάνεσαι στο χρόνο».
σχόλια