Ο «Δράκος» δεν ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που προβλήθηκε σε διεθνές φεστιβάλ. Ούτε η πρώτη που ιχνογραφούσε τη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Αθήνα ως υβρίδιο αναπτυσσόμενης και σπαραγμένης πόλης. Δεν ήταν καν το ντεμπούτο του νεαρού Νίκου Κούνδουρου που μόλις έφυγε από τη ζωή, στα 90 του χρόνια. Υπήρξε όμως μια μοναδική δημιουργία, μακράν η καλύτερη, η πιο πρωτότυπη και ολοκληρωμένη του, για πολλούς λόγους.
Ο Θωμάς, ο αδέκαρος, άκληρος, άφιλος και όχι ιδιαίτερα συμπαθής πρωταγωνιστής, είναι περισσότερο φάντασμα παρά άνθρωπος, η σκιά ενός μισερού, σβησμένου εαυτού, ένας θολός, υπνωτισμένος και απογοητευμένος υπαλληλάκος που ντύνεται προσωρινά γίγαντας λόγω των περιστάσεων, σαν λανθασμένο πρωτοσέλιδο, αλλά πορεύεται τετελεσμένος στη νύχτα που τον γοητεύει, τον γλεντά, τον καταπίνει και τον ξεβράζει, κάνοντας πως δεν τον ήξερε ποτέ. Νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που στο ελληνικό σινεμά είδαμε έναν χαρακτήρα που, αντί να δρα με αφέλεια, καλοσύνη, κουτοπονηριά ή διαβολή, δεχόταν τις αντιδράσεις των άλλων – ένα στοιχειωμένο αντικείμενο που αδιαμαρτύρητα βούλιαζε στη σύγχυση και στην ντροπή πράξεων με τις οποίες δεν είχε καμία σχέση, μόνο και μόνο γιατί έμοιαζε εμφανισιακά με έναν καταζητούμενο. Με όρους εξπρεσιονιστικούς (το «Μ» του Λανγκ έρχεται αμέσως στον νου) αλλά και νεορεαλιστικές επιδράσεις, ο Κούνδουρος έφτιαξε ένα ψευδο-νουάρ (μια και απέφυγε έξυπνα και ηθελημένα το στυλιζάρισμα του αμερικανικού ιδιώματος) μέσα στις σκιές μιας εφιαλτικής Πρωτοχρονιάς, στα καταγώγια και στους χωματόδρομους, στις αυλές που πηδούσε για να σωθεί ο Θωμάς, στα φτωχικά σπιτάκια και στα καμπαρέ, μέχρι το φινάλε της ακροθαλασσιάς, χωρίς φως, στην άκρη μιας περιπέτειας δίχως αύριο. Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί, όταν παίχτηκε η ταινία σε πρώτη προβολή, ελάχιστοι χάρηκαν με αυτό το διόλου κολακευτικό χρονικό μιας εντελώς παρανοϊκής κοινωνίας που βλέπει εχθρούς στο πρόσωπο ενός κακομοίρη και δολοφόνους εκεί που δεν υπάρχουν. Ο αντιήρωας πληρώνει ακριβά την ουδετερότητά του, γίνεται αυτόματα ύποπτος γιατί δεν ανήκει πουθενά και βλέπει τη χρόνια ευγένεια και τους καλούς του τρόπους να μην του χρησιμεύουν καθόλου. Μαυροφορεμένος και σιωπηλός, μοιάζει με εξωγήινο όταν σπρώχνεται και εξευτελίζεται από τον όχλο.
Ο «Δράκος», φυσικά, δεν είναι μια αστική ή καθαρά πολιτική ταινία, αλλά μέσα από την ιστορία της βάζει έναν καθρέφτη στο ανθρώπινο μωσαϊκό ενός κατεστραμμένου, μεγάλου χωριού. Είναι ένα ενοχλητικό φιλμ, καθόλου μελό, σκληρό κι αγέλαστο σαν πέτρα, το αντίθετο της ωραιοποίησης και της εξιδανίκευσης, ένας συνεχής ρόγχος ενός μελλοθάνατου στο σισύφειο ατύχημά του να γευτεί τη ζωή εκεί έξω, το flip side της dolce vita του Δημήτρη Χορν στο «Μια ζωή την έχουμε». Και παρά το κακό του ντουμπλάζ παραμένει εθιστικό, σαν μια κιτρινισμένη οικογενειακή φωτογραφία που δεν μπορούμε να πάρουμε τα μάτια από πάνω της.