Παρότι η εμβέλειά του στην αχανή και σε μεγάλο βαθμό αχαρτογράφητη –χωροταξικά και πολιτισμικά– στους νέους καιρούς πρωτεύουσα είναι περιορισμένη, το μετρό αποτελεί επί της ουσίας το μόνο μεγάλο σύγχρονο έργο (και μέσο) που πραγματικά φαίνεται να σέβονται οι πολίτες αυτής της πόλης. Και όχι μόνο επειδή «αποκτήσαμε κι εμείς επιτέλους μετρό», αυτό το υπερήφανο δέος έχει ξεθωριάσει προ πολλού, μαζί με τους εθνικούς θριάμβους του 2004. Ούτε «σοβαρό» αεροδρόμιο είχαμε μέχρι πρόσφατα, το «Ελευθέριος Βενιζέλος» (από την επιλογή του πασπαρτού ονόματος είχε διαφανεί η έλλειψη γνήσιου ενθουσιασμού) όμως είναι σαν ένα αναγκαίο κακό μεγάλης κλίμακας, λειτουργώντας εντελώς εκτός αστικού ιστού και χωρίς τίποτα από την ευκολία και τη vintage χάρη του παλιού Ελληνικού, ειδικά τις ωραίες εποχές των χαλαρών ελέγχων (μπορούσες άνετα να φτάσεις και μέχρι τον αεροδιάδρομο με την τσιγαρούκλα στο χέρι, ακόμα κι αν ήσουν περαστικός), όταν υπήρχε ακόμα μια κοσμοπολίτικη αύρα στο όλο σύστημα και οι αεροπορικές δεν μεταχειρίζονταν τους επιβάτες της οικονομικής σαν αγέλη ενοχλητικών πληβείων.
Το μετρό, αργά επεκτεινόμενο, καθαρό (κλινικό σχεδόν) και με τις εκάστοτε «ποιοτικές» μουσικούλες του (τις έχουν κόψει; Δεν έχω προσέξει τελευταία) να ακούγονται από τα μεγάφωνα (όταν δεν ακούγονται ανακοινώσεις για επικείμενες στάσεις εργασίας και για ανελκυστήρες εκτός λειτουργίας), είναι σαν να περιμένει υπομονετικά, μαζί με όσους το χρησιμοποιούν τακτικά, να εξομαλυνθούν οι συνθήκες που ισχύουν πάνω από το έδαφος, σαν γκρίζα ζώνη στην οποία δοκιμάζονται, μεταξύ άλλων, και νέου τύπου κοινωνικές συμπεριφορές. Κάθε είδους, ειδικά όμως σε σχέση με τον άλλον, αλλά και με το «Άλλο». Θα πρέπει να έχουν επαναληφθεί παρόμοιες σκηνές πολιτισμικού χάσματος άπειρες φορές από τότε, ειδικά τον πρώτο καιρό που λειτούργησε το μετρό της Αθήνας είχαν μια ιδιαίτερη ίσως σημειολογική βαρύτητα.
Αυτή η νέα φουρνιά έχει έτοιμο και το χαρτί της άμεσης θυματοποίησης για κάθε περίσταση, σου μιλάει με «παρακαλώ, κύριε» και πληθυντικό ευγενείας (όπως οι μπάτσοι στην Αμερική την ώρα που σε κολλάνε στον τοίχο για εξακρίβωση) και άμα τους κάνεις παρατήρηση, δεν θα σε πουν κωλόγερο, αλλά φασίστα.
Ήταν και η περίοδος τέτοια –άνεση, πίστωση, ευδαιμονία, μακαριότης– που έβγαζε τα πιο κακομαθημένα ένστικτα στους ανθρώπους. Ειδικά στους νέους, ειδικότερα στους πιο προνομιούχους συνήθως εξ αυτών, που δεν θέλουν και πολύ για να επιδείξουν την έντονη δυσανεξία τους προς τα οπισθοδρομικά ήθη της πατρίδας, ενώ ουσιαστικά προδίδουν τη φούρια του ξενολιγούρη και την έπαρση του κατά φαντασίαν κοσμοπολίτη. Θυμάμαι –πολύ έντονα για κάποιον λόγο– διάφορες περιπτώσεις κατά τις οποίες πιτσιρικάδες (ενήλικοι πάντως) ανέβαιναν τρέχοντας τις κυλιόμενες σκάλες με το backpack στους ώμους σπρώχνοντας όσους δεν ήταν εντελώς κολλημένοι στα δεξιά, ενώ μια φορά, πρόσφατα σχετικά, είδα ακριβώς μπροστά μου υποδειγματικό φρικοχίπστερ να χώνει αγκωνιά για κόκκινη κάρτα σε ηλικιωμένη γυναίκα που του έφραζε τον δρόμο προς κάποιο «επείγον περιστατικό». «Δεν ξέρετε ότι μόνο δεξιά επιτρέπεται να στέκεστε;», φώναξε στη σοκαρισμένη γυναίκα, συνεχίζοντας την επιθετική πορεία του, ενώ αυτό που εννοούσε ήταν: «Δεν έχεις πάει ποτέ στο Λονδίνο, βλάχα κωλόγρια;».
Χρησιμοποίησε, πάντως, αυστηρά «πολιτισμένο» λόγο (κλασικό δείγμα «ευγένειας» ως αντεστραμμένης αλαζονικότητας) αντί για ασεβές μπινελίκι που θυμάμαι εγώ αντίστοιχα στην εποχή μου. Εντάξει, όλοι γνωρίζουμε «prototypes» αυτού του τελευταίου μοντέλου κακομαθημένου νεανία και πολλοί υπήρξαμε λίγο-πολύ τέτοιοι, αλλά υπάρχουν διαφορετικές ποικιλίες και στις διαβαθμίσεις του κωλοπαιδισμού. Αυτή η νέα φουρνιά έχει έτοιμο και το χαρτί της άμεσης θυματοποίησης για κάθε περίσταση, σου μιλάει με «παρακαλώ, κύριε» και πληθυντικό ευγενείας (όπως οι μπάτσοι στην Αμερική την ώρα που σε κολλάνε στον τοίχο για εξακρίβωση) και άμα τους κάνεις παρατήρηση, δεν θα σε πουν κωλόγερο, αλλά φασίστα. Πρόκειται συνήθως για το είδος που σέβεται μόνο τον εξωτισμό και διακατέχεται από μια στρεβλή αντίληψη περί αυθεντικότητας, αναζητώντας ασφαλείς «αυθεντικές» εμπειρίες («παραδοσιακόν κουρείον, έτος ιδρύσεως 1821»), χωρίς τους κινδύνους αληθινού συγχρωτισμού και πραγματικής επικοινωνίας με το Άλλο. Αυτή είναι όμως μόνο μία από τις υπο-κατηγορίες φυλών και συμπεριφορών που συναντάς στο μετρό, όπου σπανίως, πάντως, παρουσιάζονται εντάσεις και όλα μοιάζουν να κυλάνε σε έναν ρυθμό πολιτισμένης καταστολής. Θα έχει ενδιαφέρον τι θα γίνει, ειδικά τον πρώτο καιρό λειτουργίας των νέων ακυρωτικών μηχανημάτων, και το αν θα δούμε κι εδώ περίτεχνα άλματα, κυνηγητά και συμπλοκές, όπως έχουμε δει (και έχουμε συμμετάσχει κάποτε) σε υπόγειους σταθμούς ξακουστών δυτικών μητροπόλεων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO