Δεν ξέρω αν πρέπει να πω το «εις πείσμα όλων», όμως η δισκογραφία –αυτή που ενδιαφέρει εμάς τέλος πάντων, γιατί υπάρχει και η αδιάφορη– είναι ακόμη «εδώ». Ηχογραφήσεις από το παρόν και το παρελθόν της δικιάς μας σκηνής κυκλοφορούν σε όλα τα χειροπιαστά μέσα (LP, CD, MC) στέλνοντας το μήνυμα πως η υλική αποτύπωση μιας εγγραφής είναι κάτι, που δεν πρόκειται ποτέ να το στερηθούμε.
Να πέντε πρόσφατες δικές μας κυκλοφορίες με σοβαρό λόγο ύπαρξης.
ΟΠΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ: Τα Πρώτα Λόγια / Ηχογραφήσεις 1984-1987
[Hxoi Kato Apo To Spiti/ More Mars/ Noise-below]
Να πούμε, κατ' αρχάς, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετική έκδοση. «Τα Πρώτα Λόγια» είναι βασικά ένα βιβλίο κάπως τετράγωνου σχήματος και εξήντα τεσσάρων άψογα τυπωμένων σελίδων, στα εξώφυλλα του οποίου (μπρος-πίσω) είναι τοποθετημένα τα δύο CD της Οπτικής Μουσικής (που είχε για έδρα της τον Βόλο). Το περιεχόμενό τους; Εντυπωσιακό. Ο Κωστής Δρυγιανάκης (που βρίσκεται πίσω από κάθε τι, που αφορά την Οπτική Μουσική) καταγράφει με πάθος τις ιστορικές μέρες της μπάντας (1984-1987), δίνοντας συνεχείς λεπτομέρειες για κάθε στιγμή εκείνης της διαδρομής, σκύβοντας με σεβασμό σε πρόσωπα (συνεργάτες του) και καταστάσεις. Αυτό το κείμενο, που διαβάζεται, εννοείται και σαν ημερολόγιο, είναι εξ ίσου σημαντικό με τις εγγραφές του σχήματος – με το «νέο», εννοώ, που κόμιζαν εκείνη την περίοδο οι συγκεκριμένες δραστηριότητες στο δικό μας χώρο.
Σε τι συνίστατο το «νέο»; Στον εκδημοκρατισμό της μουσικής πράξης. Στο γεγονός πως μουσικοί, μη μουσικοί ή λιγότερο μουσικοί (με την ακαδημαϊκή έννοια) θα μπορούσε να συμμετάσχουν επί ίσοις όροις στην ηχητική διαδικασία, παράγοντας μετρήσιμα αποτελέσματα.
Το ζήτημα το είχε περιγράψει σαφώς, ανάμεσα σε άλλους, και ο Γιάννης Χρήστου. Από το βιβλίο της Anna-Martine Lucciano «Γιάννης Χρήστου» [Βιβλιοσυνεργατική, Αθήνα 1987]:
«Μουσικοί και μη μουσικοί, ηθοποιοί και μη ηθοποιοί, χορευτές και άνθρωποι απλοί. Ένας οποιοσδήποτε απ' αυτούς ή και όλοι τους μπορούν να εκτελέσουν κάποια χειρονομία, να περάσουν σε κάποια δράση, να κινηθούν είτε σχηματίζοντας μια μορφή, όπως σε κάποιο χορό, είτε έξω από τη μορφή, όπως σε μια κατάσταση της καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι τους μπορούν να παίξουν όργανα μουσικά και μη – απλά αντικείμενα που τα χτυπούν μ' ένα είδος μπαγκέτας ή το ένα με το άλλο ή και τα χρησιμοποιούν διαφορετικά για να βγάλουν τον ήχο τους, ή ακόμη περίπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές που επεξεργάζονται ήχους ζωντανούς ή play-back, παράγοντας εφέ υπολογισμένα από πριν ή τυχαία: ήχους που είναι μουσικοί ή concrete ή αναπαράγουν τους συνηθισμένους ήχους της καθημερινής ζωής. Ένας οποιοσδήποτε ή και όλοι τους μπορούν να παίζουν μέσα στα πλαίσια της κατηγορίας όπου ανήκουν (πράξη) λ.χ. ένας βιολιστής που παίζει βιολί ή έξω από τα πλαίσια της κατηγορίας αυτής (μετάπραξη) λ.χ. ένας βιολιστής που ουρλιάζει».
Πάνω σ' αυτές τις βάσεις στηρίζονται ο Κωστής Δρυγιανάκης και οι φίλοι του (Γιάννης Αργυρόπουλος, Τάκης Αγριγιάννης, Αλέξης Καραβέργος, Κώστας Παντόπουλος, Κώστας Κωστόπουλος, Νίκος Ξηράκης, Κώστας Ανέστης, Ελένη Βαρουξή, Χρήστος Καλτής, Θανάσης Χονδρός), προκειμένου να δημιουργήσουν το ρεπερτόριο της Οπτικής Μουσικής, χρησιμοποιώντας ιδιότροπα όργανα ή μη όργανα (ελεφαντάκια, γραφείο, κρεβάτι, γείωση, παιδικά πνευστά, συρτάρι, μπουκάλια, σπίρτα, μπαλόνι, σταχτοδοχείο...), μαζί με συμβατικά βεβαίως (πιάνο, κιθάρα, συνθεσάιζερ, μπάσο, φλογέρα...). Το αποτέλεσμα, έτσι όπως καταγράφεται στα δύο CD, είναι εκείνο που αναμένει ο καθείς.
Μια μουσική ρέουσα, απρογραμμάτιστη στις λεπτομέρειές της, πολλές φορές και στην ουσία της, ζωντανή, πάλλουσα, γεμάτη με απροσδόκητα και εκπλήξεις και, συγκριτικά, πολύ καλά ηχογραφημένη – αν αναλογιστούμε τις συνθήκες και τις προδιαγραφές των χώρων της εποχής.
Μουσική, που δεν θα την χαρακτήριζα δύσκολη για το μέσο και κάπως υποψιασμένο αυτί, που γειτνιάζει άλλοτε με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, άλλοτε με τον πιο οργανωμένο, άλλοτε με τη σύνθεση και άλλοτε μ' έναν συνδυασμό όλων αυτών στα μάλλον μακριά στο χρόνο tracks (στο πρώτο CD κυμαίνονται χοντρικά από τα πέντε έως τα δέκα λεπτά). Όποιος έχει υπόψη του τον «Τόμο 1» της Οπτικής Μουσικής (LP του 1987) είναι σίγουρο πως θα ενθουσιαστεί με την ποιότητα και την προσφορά των κομματιών, ενώ θα εκπλαγεί και από την αισθητική αρτιότητα συνθέσεων όπως η «Πόνος μνησιπήμων» (από το πρώτο CD), με το σύνθι του Κωστή Δρυγιανάκη και το μπάσο του Κώστα Παντόπουλου να αναπλάθουν γενναία cosmic περιβάλλοντα.
Και καθώς προχωράμε στο χρόνο, μπαίνοντας στο δεύτερο CD, που περιλαμβάνει εγγραφές τής διετίας 1986-87, της τελευταίας eighties-εποχής της Οπτικής Μουσικής, αλλάζει προς το πιο χειροπιαστό και ολοκληρωμένο και η λειτουργία-παραγωγή του γκρουπ – με τα ακόμη πιο απαιτητικά tracks να διαδέχονται το ένα το άλλο («Καταμετρήσεις χάους», «Ένα γράμμα που δεν έφυγε ποτέ», «Ο άγνωστος πεδιομάχης», «Ο κόκκινος κύκλος» κ.λπ.).
Αυτή η φάση, που είναι διαφορετική από εκείνη της πρώτης εποχής, έρχεται να καταγραφεί με τον πιο απαιτητικό και ουσιωδώς διεισδυτικό τρόπο, παρά τις όποιες μικρές τεχνικές ατέλειες, δείχνοντας πως η Οπτική Μουσική ήταν ένα δημιουργικό σχήμα εν εξελίξει (πάντα με κινητήριο μοχλό τον Κωστή Δρυγιανάκη), που διέκοψε τη δραστηριότητά του την πιο κρίσιμη, για 'κείνο, στιγμή.
Επαφή: [email protected], [email protected], [email protected]
LOST BODIES: On Vinyl at Last
[B-otherSide Records / dark liquid]
Έριξα μια ματιά στο discogs και διαπίστωσα πως οι Lost Bodies, που υφίστανται εδώ και 30+ χρόνια, και που έχουν μια κάποια (εκτεταμένη) δισκογραφία (και φυσικά ιστορία), δεν διέθεταν, έως πριν λίγο καιρό, ούτε ένα LP! Ας ρίξω λοιπόν το θαυμαστικό, καθότι με τα flac και με τα cd-r δεν γίνεται να προχωρήσει όπως πρέπει η ιστορία... (Και τα live είναι άλλη δουλειά).
Τι είναι το "On Vinyl at Last"; Δεν είναι καινούριο άλμπουμ (με καινούρια κομμάτια εννοώ), αλλά μια πολύ καλή, δηλαδή πάρα πολύ καλή συλλογή-οδηγός γύρω από το τι είναι, τέλος πάντων, αυτοί οι Lost Bodies. Όσοι γνωρίζουν... γνωρίζουν. Οι υπόλοιποι θα έχουν την καλύτερη ηχογραφική ευκαιρία, ώστε να αντιληφθούν από ποια ακριβώς στοιχεία συνίσταται ο «κόσμος» τους, και πώς, με ποιον τρόπο, έτσι όπως αναβλύζει και απλώνεται, μπορεί και γεμίζει το χώρο.
Κομμάτια, λοιπόν, που έχουν τη δική τους ιστορία, πίσω τους και... μπροστά τους, και που επιλέγονται μέσα από τη «Ζωή», από το «Γενετικά Καθαροί», την «Υποτροπή», το "Brutal", την «Όσμωση», το «Φιγουρίνι», συν ένα ανέκδοτο track (για να κάνει τη διαφορά και προς αυτούς που τα 'χουν όλα), τo «Παρίσι-Ντακάρ».
Τι να πεις τώρα για τους Lost Bodies, ένα σχήμα που έχει φανατικούς φίλους – πιστούς να πούμε, που το ακολουθούν παντού; Ένα σχήμα που συνδυάζει μουσικές από πολλά και διαφορετικά στυλ (rock, punk, pop, blues, μπαλάντα, easy κ.λπ.), ανακατεύοντάς τα με προκλητικά λόγια (πολιτικο/ κοινωνικο/ αναρχοαυτόνομης υφής), που έχουν τον τρόπο και να λένε τα πράγματα όπως είναι, και να σε... διασκεδάζουν ταυτοχρόνως. Καθότι η χοντρή ειρωνεία, το χιούμορ και η καλώς εννοούμενη πλάκα δεν έλειψαν ποτέ από τους Lost Bodies.
Στο "On Vinyl at Last" υπάρχουν, φυσικά, τέτοια κομμάτια με πρώτο και καλύτερο ανάμεσά τους το «Lost Bodies live στο Μέγαρο Μουσικής», ένα πολύ δυνατό track που ρίχνει στ' αυτιά στο «Μωρό μου» (Πουλικάκος/ Σπανουδάκης) από το «Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μήτσος» (η αρχική ιδέα μπορεί να είναι από 'κει δηλαδή –μπορεί και όχι όμως– αν και, σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι το πάνε παραπέρα).
Επίσης, βρίσκω, πάντα εύρισκα, πολύ μπάνικο τον τρόπο που απαγγέλει ο Θάνος Κόης (είτε Άρη Αλεξάνδρου, είτε Μίλτο Σαχτούρη, είτε Κωνσταντίνο Καβάφη), καθώς με τη σχετική μουσική συνοδεία το όλον πράγμα ξεφεύγει (προς τα πολύ επάνω). Να μη μιλήσω, δε, για κομμάτια όπως τα «Καυγαδάκι», «Αρκετά», «Παγκοσμιοποίηση» κ.λπ., που φανερώνουν το πραγματικά ισχυρό δυναμικό των Lost Bodies – το «γιατί», εν ολίγοις, κάποιοι (λίγοι, πολλοί, περισσότεροι) τους θεωρούν αναντικατάστατους.
Επαφή: www.b-otherside.gr
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ / ΙΧΩΡ: S/T
[ΕΜΣΕ]
Να πω από την αρχή πως εδώ έχουμε να κάνουμε με το καλύτερο, ωραιότερο, ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το, άλμπουμ με σιτάρ (με το σιτάρ πρωταγωνιστή εννοώ), που ηχογραφήθηκε ποτέ στον τόπο μας. Κι αυτό από μόνο του, για μένα (υποθέτω και για άλλους), έχει τη σημασία που έχει.
Άκουσα για πρώτη φορά τον Δημήτρη Ρουμελιώτη και τους Ιχώρ, live, πριν καμμιά δεκαπενταριά χρόνια. Ακόμη περισσότερο είχα «φύγει» από ένα demo, που είχε φτάσει εκείνη την εποχή στα χέρια μου (από τον ίδιο τον Ρουμελιώτη προφανώς) και το οποίο, δυστυχώς, δεν κατόρθωσε να βρει, μέσα στα χρόνια, μια διέξοδο προς τη δισκογραφία. Πάντως, τώρα, χαίρομαι διπλά... και γιατί βλέπω, επιτέλους, ένα άλμπουμ των Ιχώρ σε κύκλο, και γιατί σ' αυτό το CD αναγνωρίζω tracks από 'κείνο το παλαιό demo (όπως τη «Χαρμολύπη» φερ' ειπείν).
Το συγκεκριμένο άλμπουμ των Ιχώρ ηχογραφήθηκε το περασμένο καλοκαίρι-φθινόπωρο από τους Δημήτρη Ρουμελιώτη σιτάρ, φωνή, Satnam Ghai τάμπλας, Λυδία Ρουμελιώτη κανόνας, Δανάη Ρουμελιώτη βιολί, Γιάννη Ευσταθόπουλο κρουστά, Ορέστη Ζαφειρόπουλο τσέλο και αποτελείται από έξι μεγάλης διάρκειας, γενικώς, συνθέσεις (του Ρουμελιώτη), με τη μικρότερη ν' αγγίζει τα έξι λεπτά και με τη μεγαλύτερη να ξεπερνάει τα δέκα οκτώ. Τονίζω τις διάρκειες, καθότι στην περίπτωσή μας έχουμε να κάνουμε με ινδοπρεπείς συνθέσεις, που θέλουν το χρόνο τους (και στη δισκογραφία), για να αναπτυχθούν και να δείξουν.
Έτσι λοιπόν, και στηριζόμενος σε ινδικές παραδοσιακές ragas, που αφορούν συγκεκριμένες ώρες της ημέρας, ψυχολογικές διαθέσεις κ.λπ. (Simhendra Madhyamam, Asawari, Piloo, Khamaj, Bhairav, Kirwani, Bhairavi) ο Ρουμελιώτης απλώνει-αναπτύσσει μια σειρά συνθέσεων, που έχουν τη μαγεία και τη δύναμη να σε «ταξιδεύουν». Κάτι που οφείλεται, βεβαίως, στα παιξίματα του σιτάρ, που διατηρούν δια παντός και αιωνίως αυτή την ανείπωτη ψυχεδελική αύρα, αλλά και στις συνθέσεις αυτές καθ' αυτές και στον τρόπο που εκείνες ενοργανώνονται. Εννοώ πως η παρουσία-συμμετοχή των υπολοίπων μουσικών είναι εξ ίσου σημαντική, μεταφέροντας, όλοι τους, στις συνθέσεις τού Ρουμελιώτη έναν εντυπωσιακό groovy αέρα.
Εξ ίσου επιτυχές (και κάτι παραπάνω!) είναι περαιτέρω και το μπόλιασμα των συνθέσεων στο «Ιχώρ» με το ελληνικό στοιχείο, που δεν είναι άλλο από τον λόγο. Τον υπερβατικό ποιητικό λόγο του Νικηφόρου Βρεττάκου στο «Τον κόσμο που ονειρεύτηκα...» [«Ακούω βροντές μες στη σιωπή, σάμπως να περπατούν λουλούδια! Όπως (καθώς απαρχής της ζωής μου), εβάδιζα πάνω σε χαλίκια κι αγκάθια, πότε μ' έναν ιβίσκο στ' αυτί μου και πότε μ' έναν κρίνο στο χέρι μου, είχα την αίσθηση πως με φωτογράφιζαν άγγελοι»], αλλά και του ίδιου του Ρουμελιώτη στο φοβερό έσχατο track «Μετάγγιση» («Διόνυσος και Χριστός, εσάστησαν παρέα/ Και σαν εστάθη κι ο ουρανός και πάγωσε κι η μέρα/ Διόνυσος και Χριστός επάγωσαν παρέα/ κι έσβησε κι ο ουρανός κι έκλαψε κι η μέρα»), που είναι από μόνο του ικανό να σε «στείλει».
Δεν έχω άλλα λόγια να πω γι' αυτό το εκπληκτικό άλμπουμ!
Επαφή: Facebook
ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ: Με μια βαλίτσα όνειρα
[Kyklos Records]
Ψάχνοντας κάπως το θέμα διαπίστωσα πως ο ακορντεονίστας Θάνος Σταυρίδης, που εμφανίζεται τώρα με τον πρώτο προσωπικό δίσκο του, έχει μιαν ιστορία στο χώρο, καθώς έχει συμμετάσχει σε άλμπουμ των Παντελή Στόικου, Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, Film Noir (Θανάσης Σοφράς κ.ά.), ενώ, φαντάζομαι πως δεν θα είναι λίγες και οι παρουσίες του στις μουσικές σκηνές. Εν πάση περιπτώσει τώρα έχουμε το πρώτο προσωπικό CD του μπροστά μας, που έχει τίτλο «Με μια βαλίτσα όνειρα», ένα ορχηστρικό άλμπουμ δώδεκα θεμάτων, που κατακρατούν στοιχεία από πολλές και διαφορετικές παραδόσεις. Τον ήχο των Βαλκανίων, το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι, το rock, το funk, την jazz-fusion ή την world jazz αν θέλετε και επίσης, αν θέλετε, κάθε άλλη μουσική ή τραγούδι που θα μπορούσε να στηρίζεται στο ακορντεόν (τα γαλλικά musette, τα τάνγκο κ.λπ.).
Όλα αυτά, και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη, ανακατεύονται με γνώση εν προκειμένω δημιουργώντας μιαν απολαυστική ηχητική ταπετσαρία – απ' αυτές που σπανίως, πλέον, απολαμβάνεις. Το λέω, γιατί τέτοιου τύπου άλμπουμ που τα ζούσαμε στα nineties, την εποχή τής ethnic παραζάλης, τώρα πια δύσκολα τα συναντάς. Πέρασε κι η μόδα εν τω μεταξύ και μέχρι να έρθει η ανάλογη επόμενη ο χώρος θα καλύπτεται μόνον από 'κείνους που πραγματικά ξέρουν και γουστάρουν. Ο Θάνος Σταυρίδης είναι, σίγουρα, απ' αυτούς.
Αν και ο Σταυρίδης, που χειρίζεται ακορντεόν (το ξαναλέω) και ακόμη fender rhodes, ενώ κάνει και προγραμματισμό, είναι υπεύθυνος για το σύνολο, σχεδόν, των μουσικών τού CD του εντούτοις, στην πράξη, δεν είναι μόνος του σ' αυτή την περιπέτεια, καθώς έχει δίπλα του άσσους οργανοπαίκτες για συμπαραστάτες όπως τον μπασίστα Γιώτη Κιουρτσόγλου, τον τρομπετίστα Παντελή Στόικο, τον πιανίστα Γιώργο Τζούκα, τον κιθαρίστα Γρηγόρη Ντάνη, τον βούλγαρο master του καβάλ Theodosii Spassov, τον περκασιονίστα Βαγγέλη Καρίπη, τον λαουτιέρη Δημήτρη Μυστακίδη και άλλους πολλούς. Όλοι αυτοί δεν μπορεί παρά να είναι υπεύθυνοι για τον ηχητικό πλούτο τού άλμπουμ, δουλεύοντας με όρεξη και πάθος (ακούγεται αυτό!) και δίνοντας πνοή στο όραμα τού συνθέτη Σταυρίδη, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι –έτσι όπως τον απολαμβάνω στο «Με μια βαλίτσα όνειρα»– ένα ταλέντο εν εξελίξει.
Βρείτε τον τρόπο ν' ακούσετε τα "Memory lane", "Blue 9", "Inema" και "Tango per me" (ανάμεσα στα υπόλοιπα και εξ ίσου σπουδαία), για να αντιληφθείτε με τι ακριβώς έχουμε, εδώ, να κάνουμε...
Επαφή: Facebook
VARIOUS: Mediterrana 2 / Exotic Sounds from Athens
[Labros Tsamis Archives / Kworks]
Κασέτα αντιγραμμένη σε λιγοστά αντίτυπα είναι η "Mediterrana 2", που αποτελεί, φυσικά, συνέχεια της πρώτης "Mediterrana", που είχε κυκλοφορήσει πέρυσι. Όλο το υλικό, να το πούμε, προέρχεται από το αρχείο του Λάμπρου Τσάμη (αλλιώς R.R. Hearse, DJ LoFi κ.λπ.), μιας σημαίνουσας φιγούρας των ελληνικών eighties και πέραν αυτών, και περιλαμβάνει εγγραφές από το 1986 έως το 2001.
Η κασέτα ανοίγει με το 11λεπτο σχεδόν "Radio station Cologne" των Electroware vs Digitalism από το 1993. Μονότονο ηλεκτρονικό υπόστρωμα και πάνω διάφορα electro breaks, σ' ένα track, με ασήμαντες αλλαγές (στο μεγαλύτερο μέρος του), που έχει όμως «κάτι», για να σε παρασύρει. Το "Angry woman" του Νίκου Βελιώτη, που ακολουθεί, από το 2000, συνδυάζει ήχους τσέλου (μάλλον ή προφανώς) με υπόκωφα ηλεκτρονικά, που ανακατεύονται με κάτι «σαν φωνές» και κινείται στο γνωστό θα έλεγα πειραματικό ύφος των πιο γνωστών εγγραφών του. Τρίτο κομμάτι στη σειρά το "Ecstasy" (2000) από τον The Narrator Mr Cricket. Εδώ επιχειρείται να αρθρωθεί ένας περισσότερο αφηγηματικός λόγος, με βάση πάντα τα ηλεκτρονικά και μάλλον... κατορθώνεται, έστω και σ' ένα στοιχειώδες επίπεδο.
Το "Radio II" των This Fluid (Μάκης Φάρος και Σπύρος Φάρος) από το 1999 διαρκεί περί τα τρία λεπτά και ηχεί κάπως ηλεκτροστατικά (στην αρχή). Στην πορεία μπαίνουν φωνές, κιθάρες(;), κάποιοι θόρυβοι ή παράσιτα – πείτε το όπως θέλετε. Η πλευρά θα κλείσει με το "Keep on dancing" (1988) του L (Λάμπρος Ρίκος). Πειραματική, εικονοκλαστική διάθεση που εξαπολύεται πάνω σε κάποιο φωνητικό hit, υποτίθεται, που παίζει «πίσω» και σε λούπες, καθώς παρεμβάλλονται και θόρυβοι. Side B...
Ο Junglet είναι ο Andreas "Junglet" Vais και το "Junglet's stomp" είναι το πιο παλαιό κομμάτι της κασέτας, αφού είναι γραμμένο το 1986. Σαξοφωνίστας είναι ο Βάης, κι είχε συνεργαστεί εκείνη την εποχή με τον R.R. Hearse, τους Yell-O-Yell, τους Rehearsed Dreams κ.ά. Το συγκεκριμένο track αποτελείται από λίγες επαναλαμβανόμενες νότες στο σαξόφωνο «πεταμένες» πάνω σ' ένα πρωτόλειο drumming. Στο "Striptease" των Vais/ Hotos/ Tsonoglou, επίσης από το '86 κι αυτό, ακούμε δύο σαξόφωνα και την κιθάρα του Βασίλη Τσόνογλου. Ρυθμικοί και lead ρόλοι εναλλάσσονται σ' ένα κομμάτι, που έχει ενδιαφέρον (όσον αφορά στο τι θα μπορούσε να «χτιστεί» επάνω του). Ο "Hypersyntelicos" του No J Forkys από το 1999 είναι ένα «έτοιμο» ethno-beat trance κομμάτι, που ξεκινάει με γκάιντα (α λα «Μπάλλος»). Dissidenten φάση και τα τοιαύτα.
Πάμε και στο "Screen Frames (Original Mix)" των Paramount (ντούο των Γιώργου "Blend" Μαντά και Λάμπρου Τσάμη), ένα κάπως «σκοτεινό» track – που θα το χαρακτήριζα και electro-punk, αν δεν προδιδόταν από την ηλικία του (2001). Το "Steel Drum (Live at Z-00 Bar)" των Coti και DJ LoFi προέρχεται από το 1997 και συνδυάζει την κρουστή μονοτονία (εδώ) σ' ένα πρωτόλειο calypso style σε συνδυασμό με «απ' έξω» παρεμβολές (φωνές, ηλεκτρονικά, δεν μπορείς πάντα να καταλάβεις...). Προτελευταίο κομμάτι της συλλογής το "East" των Parasagas από το 1999. Με μέλη των South of No North (Fivos, George) συν τον Κωνσταντίνο Κούζα (αργότερα στους Dreamline) οι Parasagas δίνουν ένα «υποχθόνιο» electro κομμάτι, που δεν κρύβει, εντελώς, την ανατολίτικη χροιά του. Η κασέτα θα κλείσει με την πιο φωτεινή σύνθεση της συλλογής, και πιθανώς την ωραιότερη, την "Nostalgia (edit)" (2001) του DJ LoFi.
Ο Λάμπρος Τσάμης καταγράφει με μεράκι την avant/ noise/ industrial/ new-wave/ dark/ electro αθηναϊκή σκηνή από τα eighties και πέρα και κάθε κυκλοφορία του έχει το χαρακτήρα του ντοκουμέντου.
σχόλια