• Μεγάλωσα στην Αθήνα, αλλά θεωρώ το μισό εαυτό μου Ιταλό. Αισθάνομαι ότι τα χρόνια που έφυγα για σπουδές στην Ιταλία –σπούδασα Αρχιτεκτονική– πήρα ανάσα και βρέθηκα σε ένα περιβάλλον άκρως δημιουργικό. Είδα και έμαθα πράγματα που δεν γνώριζα εδώ πέρα ως παιδί. Εκεί κόλλησα και τη μανία με τα κόμικς.
• Αυτή η μανία μεταφράστηκε στην ανάγκη δημιουργίας ενός περιοδικού εικόνας, όχι τόσο κόμικς. Και η Βαβέλ δεν είναι καθαρά ένα περιοδικό κόμικς, δεν μας ενδιέφερε μια ανθολογία, γι' αυτό υπήρξε «και όχι μόνο» από την πρώτη στιγμή. Τη φτιάξαμε το 1981 με τον Γιώργο τον Σιούνα, και το ύφος της οφείλεται περισσότερο σε αυτόν, παρά σε μένα. Τον περασμένο Φεβρουάριο έγινε 25 χρονών. Ξεκίνησε σαν μια τρέλα και εξακολουθεί να είναι μια τρέλα, απ' την οποία δεν μπορούμε εύκολα να ξεκολλήσουμε.
• Νομίζω πως η Βαβέλ επηρέασε πάρα πολύ σημαντικά τα περιοδικά στη συνέχεια, κάνοντας κατ' αρχήν μια τομή. Όταν βγήκαμε εμείς, ήταν ελάχιστα τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν. Το πιο σημαντικό που έφερε στον τομέα της μορφής είναι τα γραφιστικά, με την είσοδο του Σταύρου Κούλα στο περιοδικό, το 1985. Ακόμα δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στον γραφιστικό τομέα. Με λύπη μου βλέπω ότι είναι ελάχιστοι αυτοί που επιμελούνται γραφιστικά το περιοδικό τους – βλέπεις μια πληθώρα περιοδικών, και είναι όλα ίδια. Αντί να δώσουν χώρο σε δημιουργικούς ανθρώπους, θεωρούν το computer την εύκολη λύση, ξεχνώντας ότι είναι απλά ένα μέσο, ένα συμπυκνωμένο ατελιέ. Νομίζουν ότι ο καθένας μπορεί να στήσει ένα περιοδικό, κάτι που δεν είναι αλήθεια, γι' αυτό δεν υπάρχουν περιοδικά με προσωπικότητα στην Ελλάδα. Όποιο έντυπο κι αν ξεφυλλίσεις είναι το ίδιο και το αυτό, μόνο απ' τον τίτλο αναγνωρίζονται. Και είναι κρίμα, γιατί υπάρχουν πολλοί άξιοι άνθρωποι στο χώρο.
Κάποιοι, ξέρεις, σχεδόν επιδιώκουν να στραγγαλίσουν ό,τι δημιουργικό υπάρχει απ' την πλευρά των νέων, δεν είναι ότι απλά αδιαφορούν.
• Η Βαβέλ υπήρξε –και είναι ακόμα– φυτώριο απ' όπου βγήκαν δημοσιογράφοι, εικαστικοί, εικονογράφοι, άνθρωποι της διαφήμισης. Το φεστιβάλ μας ξεκίνησε με την ίδια συνταγή που έγινε και το περιοδικό, απλώς εκεί έγινε πιο έντονα αυτό που θέλαμε εμείς –πρώτο πληθυντικό, επειδή είναι μια συλλογική δουλειά. Ξεκίνησε απ' την ανάγκη να παρουσιάσουμε κάθε πεδίο νεανικής δημιουργικότητας. Ο στόχος ήταν αυτός – με αφορμή τα κόμικς, που είναι ένα πολύ δυνατό επικοινωνιακό μέσο. Και είχε και έχει τεράστια επιτυχία. Είναι πάντα πίσω η Ελλάδα. Σε όλα. Είναι μια άκρως συντηρητική χώρα, όσο κι αν δίνει την εικόνα της «προχωρημένης». Δεν υπάρχει δημόσιος χώρος. Το φεστιβάλ (το οποίο ξεκίνησε ως 7ήμερο, αλλά τώρα πια διαρκεί 4 ημέρες) είναι μια μεγάλη δημιουργική γιορτή, κάτι που έλειπε απ' την Αθήνα. Δεν υπάρχουν χώροι όπου οι νέοι μπορούν να εκφραστούν. Το φεστιβάλ δίνει αυτή την ευκαιρία, να έρθουν με τις παρέες τους και να πάρουν παράλληλα και «τροφή», ουσιαστική ψυχαγωγία.
• Κάποιοι, ξέρεις, σχεδόν επιδιώκουν να στραγγαλίσουν ό,τι δημιουργικό υπάρχει απ' την πλευρά των νέων, δεν είναι ότι απλά αδιαφορούν. Ξέρεις σε πόσα φεστιβάλ έχουν περάσει οι υπεύθυνοι της διοργάνωσης τη νύχτα τους στο αυτόφωρο; Κι αυτό, σε μια περιοχή που είναι τριγύρω γεμάτη μπαρ και εστιατόρια.
• Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται ο Δήμος –με τον οποίο συνεργαζόμαστε– για το φεστιβάλ. Ενδιαφέρονται περισσότερο για τα στημένα πράγματα, αυτά που θεωρούν mainstream. Έχω την εντύπωση πως, ό,τι έχει πάει μπροστά σε αυτή τη χώρα, έχει πάει μόνο από την τρέλα (μόνο ως τρέλα μπορώ να το χαρακτηρίσω) κάποιων ανθρώπων. Δεν παύουμε να ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες, αλλά με στενοχωρεί που έχουν αρχίσει να λείπουν πολλά πράγματα από το φεστιβάλ, για οικονομικούς λόγους. Πριν από λίγο ακύρωσα μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις που είχαμε ανακοινώσει –του Φρανσουά Σουίτεν–, γιατί δεν μας φτάνουν τα λεφτά. Περιοριστήκαμε στις 4 μέρες, δεν υπάρχουν πια τα παιδικά κι εφηβικά εργαστήρια, οι ημερίδες κι οι διαλέξεις, ο χορός, ο κινηματογράφος, ο τομέας των γραφιστικών. Μερικές φορές αισθάνομαι απόγνωση, γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν ότι είναι από τα ελάχιστα πράγματα που έχει η πόλη για τους νέους. Το μόνο ίσως. Δεν αναφέρομαι μόνο στο Δήμο Αθηναίων, αλλά γενικότερα στους κρατούντες.
• Απ' την άλλη, το φεστιβάλ μάς έχει κάνει ψυχικά πλούσιους. Όχι μόνο από την επαφή μας με έναν απίστευτο αριθμό ανθρώπων ανά τον κόσμο –κάποιοι εκ των οποίων έχουν γίνει στενοί μας φίλοι–, αλλά περισσότερο από την επαφή μας με αυτό που έχει πολύ παλμό: από τους νέους. Είναι και το μόνο που μας κρατάει μέσα στις διάφορες –και, σε διαβεβαιώ, είναι πολλές– αντιξοότητες που αντιμετωπίζουμε.
• Το φετινό φεστιβάλ περιέχει πολύ σημαντικά πράγματα. Κατ' αρχάς, μια έκθεση Τσέχων σουρεαλιστών. Είναι μια ομάδα που υπάρχει απ' το 1934 και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Θα εκτεθούν γύρω στα 130 έργα τους, και θα είναι μαζί μας και 3 από αυτούς, που θα κάνουν διάφορα «σουρεαλιστικά» happening στο χώρο του φεστιβάλ. Θα υπάρχει μια μεγάλη έκθεση του Όσκαρ Τσικού, ενός εκπληκτικού εικονογράφου που έχει βραβευτεί με Όσκαρ, έργα του Τζεφ Σμιθ κι αρκετών άλλων, ξένων κι Ελλήνων. Οι Έλληνες δουλεύουν πάνω στο θέμα του φεστιβάλ, που φέτος έχει τον ειρωνικό (λόγω εκλογών) τίτλο «Όνειρο Ίσως». Θα υπάρχει και μια μεγάλη έκθεση με τράπουλες ταρό εικονογραφημένες με μοντέρνο τρόπο, απ' τον χώρο των κόμικς. Επίσης, κάθε βράδυ συναυλίες και θέατρο δρόμου.
• Τον Λούκο τον ήξερα και τον εκτιμούσα απ' τη δουλειά του. Μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω όταν ήρθε στο φεστιβάλ. Τον ενδιέφερε ο κόσμος και η οπτική που είχε το φεστιβάλ μας, και μου ζήτησε να συμμετάσχω στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ομολογώ ότι ήμουν λίγο δύσπιστη για τον θεσμικό ρόλο που ήθελε να μου δώσει, αλλά είναι ένας δημιουργικός άνθρωπος και με συμπαρέσυρε. Και δεν μετανιώνω γι' αυτό. Είχε επιτυχία το Φεστιβάλ Αθηνών, γιατί ανοίχτηκε και σε ένα άλλο κοινό. Ήταν σημαντικό το άνοιγμα που έγινε σε άλλους χώρους εκτός του Ηρώδειου, και η ανταπόκριση ήταν φοβερή. Τουλάχιστον, στο κτήριο της Πειραιώς 260 και στο Σχολείο, ας ήταν μεγαλύτεροι οι χώροι. Και, φαντάσου, όλο αυτό άρχισε να στήνεται από τον περασμένο Φεβρουάριο, είχαμε ελάχιστο χρόνο.
Με το Φεστιβάλ Αθηνών αποδείχτηκε ότι υπάρχει κοινό που διψάει για διαφορετικά πράγματα. Αυτό δεν φαίνεται μόνο από το sold out των παραστάσεων, ήταν η πρώτη φορά που συζητούσε ο κόσμος για το Φεστιβάλ Αθηνών τόσο πλατιά.
• Μου αρέσουν οι μικρές οάσεις στην Αθήνα. Δεν παύει όμως να είναι μια άγρια μητρόπολη. Με τα κακά της μόνο. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι η Ελλάδα υπήρξε ένας ευλογημένος τόπος, κυριολεκτικά, και έχει καταλήξει σε αυτό το πράγμα που είναι σήμερα. Και φταίμε όλοι γι' αυτό που είναι. Η έλλειψη καλλιέργειας και η διάθεσή μας φαίνεται στην πλατεία Ομονοίας, δες πώς την έκαναν. Γενικότερα, οι άνθρωποι αυτής της πόλης αγαπάνε εξαιρετικά το τσιμέντο. Και οι μικρές πόλεις είναι επίσης αντίγραφα της Αθήνας. Τα πάντα είναι δήθεν. Ακόμα και οι άνθρωποι είναι δήθεν.
• Υπάρχει μια δημιουργική σκηνή στην Αθήνα που φτιάχνει καινούργια πράγματα, που φτιάχνει μουσική, αλλά δεν την αφήνουν να φανεί. Την πνίγουν τη δημιουργικότητα, οι νέοι είναι υπό διωγμόν. Και όχι μόνο οι νέοι. Αν είσαι ηλικιωμένος ή ανήμπορος, δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις στην πόλη. Δεν υπάρχουν ούτε γούρνες να πιουν τα ζώα νερό. Υπήρχαν στο Πεδίο του Άρεως βρυσούλες που έσταζαν σε γούρνες και μπορούσαν να πιουν νερό τα πουλιά και τα σκυλιά. Προχθές που πήγα το σκύλο μου βόλτα είδα ότι τις έκλεισαν κι αυτές...
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO το 2006