Έντεκα χρόνια έχουν συμπληρωθεί από την τελευταία «κανονική» –αφήνουμε απ' έξω τα πολυποίκιλα πάρεργα με τα οποία ασχολείται– ταινία του Ντέιβιντ Λιντς και, όπως δήλωσε και ο ίδιος πολύ πρόσφατα με αφορμή την πρεμιέρα του νέου «Twin Peaks» σε λίγες μέρες, μην περιμένετε αδίκως να γυρίσει άλλη. Αυτό ήταν, τέλος, στα 70 του πια δεν την παλεύει στο ημιτελειωμένο και δυσκίνητο μέχρι αφασίας σύστημα του σύγχρονου «Χόλιγουντ», η ταινία Inland Empire ήταν το κύκνειο άσμα, μπορείτε να τη βλέπετε ξανά και ξανά μέχρι να την αποκρυπτογραφήσετε, καληνύχτα και καλή τύχη (στην αποκρυπτογράφηση). Προσωπικά, την έχω δει ξανά και ξανά από τότε, αλλά δεν ξεχνώ ποτέ την πρώτη φορά, όταν κατέβηκα (για τελευταία φορά; ίσως) τα σκαλιά που οδηγούν στο υπόγειο του Άστυ και χάθηκα για τρεις ώρες σχεδόν στο πιο αδιαπέραστο από τα σύμπαντα που έχει κατασκευάσει κατά καιρούς για τη μεγάλη οθόνη ο σκηνοθέτης που τόσες φορές μας έχει διαβεβαιώσει για την ύπαρξη ενός σαγηνευτικά στοιχειωμένου υπόβαθρου κάτω από «αυτό τον υπέροχο κόσμο».
Γυρισμένη σε ψηφιακό βίντεο (που έκανε το σύμπαν της ταινίας, είτε στο Λος Άντζελες είτε στην Πολωνία, να μοιάζει ακόμα πιο ρεαλιστικά στοιχειωμένο), η ταινία φαινόταν να είναι μια νέα αρχή, μια διαφορετική κατεύθυνση, τελικά όμως απεδείχθη το τελευταίο έργο του Λιντς που θα βλέπαμε στην κινηματογραφική αίθουσα, που κι αυτή ως ψυχαγωγικός θεσμός και ως κοινωνική/αντικοινωνική συνεύρεση στο σκοτάδι μοιάζει να σβήνει βασανιστικά εδώ και χρόνια – έχει κανείς την αίσθηση ότι μέχρι να ξανανοίξουν το Απόλλων και το Αττικόν δεν θα υπάρχει πια νόημα και η Σταδίου θα έχει τραβήξει οριστικά τον δρόμο της βαθιάς παρακμής της Πανεπιστημίου. Περιέργως όμως, και παρ' ότι ο ίδιος θεωρεί ότι το όραμά του δύσκολα βρίσκει θέση πια στο franchise, remake και reboot σύστημα της σύγχρονης mainstream κινηματογραφίας, αποφάσισε να ξαναγυρίσει, μετά από τρεις δεκαετίες, στον «Υπόγειο κόσμο του Twin Peaks», όπως ήταν ο πλήρης ελληνικός τίτλος της τηλεοπτικής σειράς που έμπασε τη γοητεία, το μυστήριο και το χιούμορ του λιντσικού σύμπαντος σε κάθε σπίτι.
Οι παλιές αγάπες ας μείνουν στο χρονοντούλαπο, είχα αποφασίσει, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κ.λπ. Τι πάει και τα σκαλίζει τώρα, δεν το πιάνω! Λιντς όμως είναι αυτός, ενδεχομένως ο νέος κύκλος επεισοδίων με τους αναστημένους ήρωες να εμπεριέχει κάτι που δεν μπορούμε να προβλέψουμε και να μας εκπλήξει ευχάριστα.
Είναι αδύνατον να κατανοήσει κάποιος που δεν ζούσε –ή μπουσούλαγε ακόμα– τότε πόσο αλλού και συντηρητικό ήταν το τηλεοπτικό τοπίο όταν έσκασε το «Twin Peaks» στις τηλεοράσεις του πλανήτη και για μία ολόκληρη σεζόν (η δεύτερη και τελευταία υπήρξε μάλλον ατυχής για διάφορους λόγους) φαινόταν σαν να παραδόθηκε ο υπαρκτός σουρεαλισμός στις μάζες, απευθύνοντάς τους το ερώτημα «ποιος σκότωσε τη Λόρα Πάλμερ;» που για καιρό αντηχούσε σε πηγαδάκια των media ανά τον πλανήτη, σχεδόν με την ίδια ένταση που όλος ο κόσμος καλούνταν να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος πυροβόλησε τον Τζέι Αρ;» (ρωτήστε τους γονείς σας όσοι δεν έχετε ιδέα) μία δεκαετία πριν. «Κερδάμε, ο κόσμος μάς ανήκει» αναφωνήσαμε ματαιόδοξα όλοι όσοι δεν είχαμε ακόμα κλείσει τα είκοσι και δεν είχαμε συνέλθει ακόμα από την πετριά που είχαμε δεχτεί κατακούτελα με το Μπλε Βελούδο μερικά χρόνια πριν.
Μπορώ να ανακαλέσω κατά βούληση τον ενθουσιασμό και την αδημονία πριν από κάθε επεισόδιο, ποτέ όμως δεν επιχείρησα να επιστρέψω στο αφηγηματικό σύμπαν της σειράς, ξαναβλέποντας επεισόδια στα οποία παρέλαυνε ένας κωμικά ιδιοσυγκρασιακός θίασος χαρακτήρων που τους υποδύονταν βήτα, ως επί το πλείστον, ηθοποιοί, που μετά δεν έκαναν καμιά αξιοσημείωτη καριέρα. Οι παλιές αγάπες ας μείνουν στο χρονοντούλαπο, είχα αποφασίσει, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους κ.λπ. Τι πάει και τα σκαλίζει τώρα, δεν το πιάνω! Λιντς όμως είναι αυτός, ενδεχομένως ο νέος κύκλος επεισοδίων με τους αναστημένους ήρωες να εμπεριέχει κάτι που δεν μπορούμε να προβλέψουμε και να μας εκπλήξει ευχάριστα. Άλλωστε, δεν είναι κανένας κυνικός τύπος που αρμέγει νοσταλγικά ένστικτα – αν αποδειχτεί το αντίθετο, θα είναι μεγάλο κρίμα. Δεν μας σώζει ούτε ο υπερβατικός διαλογισμός τον οποίο με τόση θέρμη προπαγανδίζει εδώ και χρόνια ως τον ιδανικό μοχλό ηρεμίας, συγκέντρωσης, ψυχραιμίας και δημιουργικότητας. Με γεια του, με χαρά του, κάτι θα ξέρει. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι τόσο αυτός όσο και ο Μπάουι και ο Λέοναρντ Κοέν (φανατικοί καπνιστές για πάντα και οι τρεις, να τα λέμε κι αυτά) ακολούθησαν τέτοιους πνευματικούς/διανοητικούς δρόμους. Αντίθετα, άλλες σύγχρονες δημιουργικές ιδιοφυΐες, όπως ο Ντύλαν και ο Λαρς φον Τρίερ, έγιναν καθολικοί, επιβεβαιώνοντας κάτι απωθητικό και μεγαλομανές που πρόβαλλαν πάντα με τη συμπεριφορά και το έργο τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια