Η καριέρα της ξεκίνησε στην πατρίδα της, το Σιάτλ, στα παράνομα rave parties της δεκαετίας του '90. Λίγο μετά μεταφέρθηκε στο Μπρούκλιν και έγινε ενεργό μέλος της techno σκηνής της Νέας Υόρκης. Το 2007 μετακόμισε στο Βερολίνο και η πορεία της πήρε άλλη τροπή. Μετά από μια αξιοσημείωτη παρουσία στις Clink Recordings και Bpitch Control της Ellen Allien, το 2016 σύστησε στο κοινό τη δική της δισκογραφική, τη Neverwhere. Με πάθος και επιμονή επιλέγει να ασχοληθεί με τον λιγότερο εμπορικό ήχο, αυτόν «που ωθεί τη σκηνή στο μέλλον», και επιμελείται τις κυκλοφορίες από την αρχή μέχρι το τέλος: καθεμία βγαίνει σε βινύλιο, όχι μόνο ψηφιακά, με σουρεαλιστικό artwork αλλά και multi-media στοιχεία που μοναδικό σκοπό έχουν την ποιότητα. Εκείνη επιλέγει να κυκλοφορήσει μουσική μόνο όταν έχει κάτι να πει και βρίσκει στέγη στις Plus 8, M_nus, Watergate, Jeudi, Get Physical κ.ά. «Aβανγκάρντ, σκοτεινά, ιδιαίτερα, μυστικιστικά»: έτσι συνήθως περιγράφουν οι ακροατές τα sets της στα κλαμπ-μεγαθήρια, όπως τα Watergate, Tresor, Panorama Bar, και στα μεγαλύτερα φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Αυτήν τη στιγμή, μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, έχει όλο τον κόσμο στα πόδια της. Κοινώς, αν ψάχνετε το πραγματικά underground κομμάτι αυτής της μουσικής, η Camea είναι ο άνθρωπός σας.
— Πότε και πώς ξεκίνησε η ανάμειξή σου με την ηλεκτρονική μουσική; Ποιες ήταν οι κυριότερες επιρροές σου;
Ξεκίνησα να πηγαίνω στα underground πάρτι που γίνονταν σε αποθήκες στα μέσα των '90s, το 1997 νομίζω. Εκείνη την εποχή επηρεάστηκα από τους DJs του Σιάτλ που έπαιζαν στα rave parties. Οι περισσότεροι θεωρούνται απαρχαιωμένοι πια, όμως τότε εκείνοι ήταν που μας σύστησαν και μας έσπρωξαν στον ήχο της techno. Στην αρχή της καριέρας μου με επηρέασαν επίσης πολύ οι Adam Beyer, Cari Lekebusch, Plastikman, Jeff Mills και ανακάλυψα το minimal techno μέσω του πρώτου δίσκου της Perlon Records που αγόρασα το 2000.
— Από το Σιάτλ στο Μπρούκλιν: μπορείς να εντοπίσεις χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν μουσικά την Ανατολική από τη Δυτική Ακτή; Πιστεύεις πως οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με αυτόν που έπαιξαν στη δημιουργία της συγκεκριμένης μουσικής σκηνής;
Η Δυτική Ακτή είναι πιο πολύ συνδεδεμένη με τους ήχους των house, drum & bass και trance, ενώ η Ανατολική ακούει κατά βάση tech house και techno. Σχετικά με τον ρόλο που παίζουν οι ΗΠΑ στη μουσική σήμερα, το Ιnternet μας έχει δώσει την απίστευτη ευκολία της πρόσβασης σε μουσική που φτιάχνεται σε όλο τον κόσμο, κάτι που πιστεύω πως έχει αλλάξει τα στενά δεδομένα κατηγοριοποίησης μιας περιοχής ή μιας χώρας. Μπορείς να βρεις πολύ δυνατές μουσικές σκηνές σε όλα τα είδη, παντού.
Δεν σκέφτομαι καθόλου το ζήτημα της πειρατείας όταν σχεδιάζω τις κυκλοφορίες, γιατί χάνω την έμπνευσή μου όταν εστιάζω στα αρνητικά. Στόχος μου είναι να διατηρήσω την ακεραιότητα ενός ανθρώπου που κυκλοφορεί μουσική και να κάνω δουλειές που εμπνέουν.
— Γιατί αποφάσισες να μετακομίσεις στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στο Βερολίνο, το 2007;
Πρώτη φορά επισκέφτηκα το Βερολίνο το 2006 για να παίξω στο Watergate και στο Bar 25 και πραγματικά το ερωτεύτηκα! Είναι γεμάτο καλή μουσική, Τέχνη και όμορφα τοπία. Η ατμόσφαιρα είναι πολύ χαλαρή, κάτι που πολύ σπάνια συναντάς στις μεγάλες πόλεις, κι έτσι νιώθω πως εκεί μπορώ πάντα να αποφορτιστώ μετά από μια περιοδεία. Το Βερολίνο είναι γεμάτο μυστήριο, μυστικά και εξομολογήσεις και γι' αυτό το λατρεύω!
— Έχεις υπάρξει πολύ σημαντικό κομμάτι δύο εμβληματικών δισκογραφικών, της Clink και της Bpitch Control. Ποια ήταν η συμβολή σου στην επιτυχία τους και πόσο εξελίχθηκες μέσα από αυτές τις συνεργασίες;
Η Clink ήταν μια έκπληξη. Ήμασταν νέοι και την ξεκινήσαμε γιατί θέλαμε να κυκλοφορήσουμε τη δική μας μουσική, για να περάσουμε καλά. Ποτέ δεν κάναμε πλάνα, αλλά, τελικά, αυτά έφεραν την επιτυχία, κάνοντάς την τόσο μοναδική, που οι άνθρωποι συνδέθηκαν με την απλότητά της, βλέποντας σε αυτήν έναν «αντι-ήρωα». Δεν είχαμε κάποιον διάσημο DJ ή κάποιο δυνατό PR να μας στηρίζει, απλώς γράφαμε μουσική στο σπίτι μας και μετά την τυπώναμε σε βινύλιο. Η Bpitch είναι ένα διαφορετικό label, πιο εμπορικό και με επαγγελματική γνώση του αντικειμένου, που όμως έχει να επιδείξει καλλιτεχνική ακεραιότητα και φοβερή επιμέλεια στις κυκλοφορίες. Έμαθα πάρα πολλά συνυπάρχοντας με την Ellen Allien στην Bpitch, είναι πραγματική οραματίστρια και είμαι ευγνώμων που δούλεψα υπό την προστασία της όλα αυτά τα χρόνια.
— Το 2016 έφτιαξες τη δική σου δισκογραφική, τη Neverwhere, με κεντρική ιδέα τη «διατήρηση της τέχνης τού να κυκλοφορείς μουσική». Είναι εφικτό αυτό την εποχή της πειρατείας; Ποιο είναι το όραμα της εταιρείας; Χρειάστηκε να συμβιβαστείς με κάποια πράγματα;
Μέχρι στιγμής, δεν έχω κάνει κανέναν συμβιβασμό στη Neverwhere. Δεν σκέφτομαι καθόλου το ζήτημα της πειρατείας όταν σχεδιάζω τις κυκλοφορίες, γιατί χάνω την έμπνευσή μου όταν εστιάζω στα αρνητικά. Στόχος μου είναι να διατηρήσω την ακεραιότητα ενός ανθρώπου που κυκλοφορεί μουσική και να κάνω δουλειές που εμπνέουν. Όλοι οι DJs ξέρουν πολύ καλά πως όταν ψάχνεις να αγοράσεις μουσική στο Internet, πέφτεις σε έναν ωκεανό από tech house και techno κομμάτια που έχουν φτιαχτεί αποκλειστικά από έτοιμα sample packs, καταλαμβάνουν τον περισσότερο χώρο και σκοπός τους είναι να υπάρχουν στο playlist κάποιου για μικρό χρονικό διάστημα. Δεν παίζει να ακούσεις κάποιο από αυτά μετά από 10 χρόνια και να πεις «πω πω, αυτός ήταν ένας γαμάτος δίσκος που μπορεί να σταθεί μια χαρά ακόμη και σήμερα». Αυτή είναι, λοιπόν, η μουσική που με εμπνέει και περνάω πολύ χρόνο δημιουργώντας τις κυκλοφορίες μας, από το εξώφυλλο, το mixing και το mastering μέχρι ό,τι άλλο χρειαστεί, ώστε να καταφέρω να «αιχμαλωτίσω», να καταγράψω μια ιστορία που δεν ξεχνιέται εύκολα.
— Είσαι μια κλασική και τζαζ πιανίστρια με σημαντικές σπουδές, αλλά και με ξεχωριστό ταλέντο σε πολλά μουσικά όργανα. Σε βοήθησε αυτή σου η κλίση στην ηλεκτρονική μουσική; Οι «κλασικές», καλές μουσικές γνώσεις είναι προσόν για έναν καλλιτέχνη που ασχολείται με τον συγκεκριμένο χώρο, αν τον συγκρίνεις με κάποιον που έμαθε απλώς να χειρίζεται καλά ένα πρόγραμμα μουσικής παραγωγής;
Πιστεύω πως οι μουσικές γνώσεις και η εκπαίδευση αυτού του επιπέδου είναι τεράστιο προσόν στην παραγωγή αλλά και στο DJing, όμως δεν είναι απαραίτητες. Πιστεύω πως ένα από τα πιο θαυμαστά στοιχεία της ηλεκτρονικής μουσικής είναι το ότι επιτρέπει σε κάποιον να στηριχτεί απόλυτα στη διαίσθησή του. Αυτή η διαδικασία μάς έχει χαρίσει εξαιρετική μουσική και καλλιτέχνες που διαφορετικά δεν θα είχαν καταφέρει να αναδειχτούν, αφού δεν μεγάλωσαν μέσα στις τέχνες. Έχω γνωρίσει αρκετούς καταπληκτικούς παραγωγούς και DJs που δεν μπορούν καν να αναγνωρίσουν μια νότα σε ένα piano keyboard, όμως έχουν τέτοια διαίσθηση και φυσικό ταλέντο, που τους επέτρεψαν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο.
— Σε έναν χώρο που υπάρχουν πια τόσο πολλοί DJs, τι σε διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους; Ποια είναι η πρώτη σκέψη, όταν ανεβαίνεις στα decks και ποια η τελευταία;
Προσπαθώ να μη συγκρίνω τον εαυτό μου με τους άλλους DJs, αφού δεν είμαστε ίδιοι και καθένας προσφέρει διαφορετικά πράγματα. Η δύναμη του DJ είναι η ικανότητά του την εκάστοτε βραδιά να συγχρονίζει τον κόσμο με το όραμά του, όποιο κι αν είναι αυτό, και πιστεύω πως αυτό το κάνω καλά. Πριν ανέβω, συνήθως συγκεντρώνομαι στο τι πρέπει να κάνω τα πρώτα 10 λεπτά του set, παρατηρώ τη διάθεση που κυριαρχεί στον χώρο: ίσως χρειάζεται να ανεβάσω το κοινό, αν ο προηγούμενος DJ δεν είχε πολλή ενέργεια ή, αν το πίεσε πολύ, μπορεί να χρειάζεται ένα reset για να καταφέρει να αντέξουν τις επόμενες ώρες. Η τελευταία μου σκέψη είναι συνήθως: «Τι, τελειώσαμε κιόλας; Θέλω κι άλλο!» (γελάει)
— Τελικά, πιστεύεις πως οι γυναίκες φέρνουμε μια άλλη ενέργεια όταν είμαστε στα decks;
Ο/Η κάθε DJ είναι μοναδική περίπτωση και κουβαλάει τον εαυτό του/της στη σκηνή όταν παίζει. Το να εστιάζουμε στο φύλο περισσότερο απ' ό,τι στο ταλέντο είναι αντιπαραγωγικό για τον χώρο μας, ειδικά εφόσον από τη δημιουργία του βασίστηκε στην κατάλυση των κοινωνικών προτύπων. Δεν πρέπει ή, μάλλον, δεν θα έπρεπε να γενικεύουμε και να κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους ανάλογα με τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη σεξουαλική τους προτίμηση ή οτιδήποτε άλλο!
— Γιατί διάλεξες την πιο αβανγκάρντ, την πιο σκοτεινή πλευρά της χορευτικής μουσικής; Τι βρίσκεις εκεί, που δεν μπορείς να βρεις στη λιγότερο underground πλευρά του ήχου;
Ακούω τα πάντα, ακόμη και πoπ! Η προτίμησή μου, όταν παίζω μουσική, είναι ο πιο αβανγκάρντ ήχος, η πιο σκοτεινή πλευρά της techno και της house, αν και όχι πάντα. Νομίζω πως όλο αυτό προέρχεται από τη μουσική μου εξέλιξη. Μεγάλωσα σπουδάζοντας τη δραματικότητα του Μπετόβεν, του Μότσαρτ, του Σοπέν και του Μπαχ και, ακριβώς μετά, στην εφηβεία μου, χτύπησε το Σιάτλ ο κεραυνός του grunge. Πάντα μου άρεσαν τα πιο ιδιότροπα, τα πιο περίεργα κι έτσι αυτά προσελκύουν το ενδιαφέρον μου, όταν αγοράζω μουσική.
— Ποια είναι τα όνειρά σου για το μέλλον;
Μέσα μου υπάρχει ακόμα πολλή μουσική που θα ήθελα να γράψω, πολλά πρότζεκτ που ονειρεύομαι να κάνω. Πιστεύω πως αυτήν τη στιγμή βρίσκομαι σε μια πολύ καλή στιγμή της καριέρας μου, αφού ξέρω ακριβώς ποια είμαι και δεν συμβιβάζομαι. Απολαμβάνω τη διαδρομή και ανυπομονώ να δω πού θα με οδηγήσει, νιώθω πιο δημιουργική από ποτέ.
— Ποια είναι η Camea, αν αφαιρέσουμε τη μουσική;
Δεν υπάρχει μια ιδιωτική Camea και μια δημόσια, είμαι αυτό που βλέπεις. Απολαμβάνω την προσωπική μου ζωή, αλλά σκέφτομαι μόνιμα τη μουσική, την καριέρα μου και το τι θα κάνω μετά. Δεν υπάρχει το κουμπάκι «off» σ' εμένα! (γελάει)
Το «Vanish» EP της Camea κυκλοφορεί από τη Neverwhere.
σχόλια