Η ζωγράφος Αγγελική Στρίγκου
Σε κάθε κολόνα της πρωτεύουσας της Τήλου, στο Μεγάλο Χωριό, υπάρχει αφίσα που μιλάει για την TILOS ART GALLERY που βρίσκεται «next to the high church at the top of the village». Αν και ντάλα μεσημέρι, αποφασίζω να χαθώ στα σοκάκια ανάμεσα στα λευκά πετρόχτιστα σπιτάκια. Ανεβαίνω σκαλοπάτια γεμάτα γλάστρες με ανθισμένα λουλούδια, ακολουθώ ασβεστωμένα μονοπάτια και αισθάνομαι ότι είμαι σε ένα από τα πιο όμορφα, άγνωστα χωριά της χώρας. Η GALLERY άφαντη. Ο ιδρώτας της μπλούζας μου, η δίψα και η σκέψη ότι θα είναι ακόμα πιο ψηλά ‒μάλλον κάπου χωμένη στα ριζά του απόκρημνου λόφου του Αγίου Στεφάνου‒ με κάνουν να γυρίσω πίσω. Μια ταμπέλα στα δεξιά, απέναντι από τα ερείπια ενός σπιτιού, δίνει κουράγιο και με οδηγεί στην ξύλινη πόρτα ενός σπιτιού. Χτυπάω το κουδούνι και νιώθω σίγουρος ότι τη βρήκα. Η κ. Αγγελική Στρίγκου ανοίγει την πόρτα, περνάμε από τον μικρό κήπο και με βάζει στην GALLERY της, που παράλληλα είναι και το σπίτι της. Ουσιαστικά, έχει μετατρέψει την κουζίνα του διώροφου σπιτιού σε χώρο όπου εκθέτει τα έργα της. Εκεί που έχει τα κουζινικά της και μαγειρεύει, έχει και τις δημιουργίες. Εμπνέεται από την Τήλο, μια και ένα από τα θέματά της είναι τα σπάνια αποδημητικά πουλιά που κάνουν στάση στο νησί. Της ζητάω ένα ποτήρι νερό για να κερδίσω λίγο περισσότερη κουβέντα μαζί της, ενώ μέσα μου παρακαλάω να με ρωτήσει αν θέλω καφέ, να της πω «ναι, θέλω» και να κάτσουμε στον κήπο της να ξεϊδρώσω και να μιλήσουμε για τον έρωτα, την τέχνη, το νησί της. Δεν μου το πρότεινε.
Έχει μετατρέψει την κουζίνα του διώροφου σπιτιού σε χώρο όπου εκθέτει τα έργα της. Εκεί που έχει τα κουζινικά της και μαγειρεύει, έχει και τις δημιουργίες. Εμπνέεται από την Τήλο, μια και ένα από τα θέματά της είναι τα σπάνια αποδημητικά πουλιά που κάνουν στάση στο νησί.
H κυρία Άννα
Για εβδομάδες οι γυναίκες, οι άνδρες και τα παιδιά της Νισύρου παρατούν κάθε ασχολία τους για να προετοιμάσουν το μεγάλο πανηγύρι του νησιού: μαγειρεύουν στα μεγάλα καζάνια και κερνούν φαγητό όλο τον κόσμο. «Πάνω από 4.000 άτομα έρχονται να φάνε» μου λέει η κυρία Άννα, ενώ σερβίρει στο πιτς φιτίλι. Πέραν του ότι είναι όλα πεντανόστιμα, ο επισκέπτης ξαφνιάζεται με τη δεξιοτεχνική οργάνωσή τους, οι ντόπιοι πασχίζουν για να μη λείψει σε κανέναν τίποτα. Το πανηγύρι είναι διήμερο, στις 14 Αυγούστου ετοιμάζουν ρεβίθια με σαλάτα λόγω της νηστείας, ενώ στις 15 Αυγούστου το μενού έχει μοσχαράκι με πατάτες. «Και τα λεφτά πού τα βρίσκετε, αφού κανείς δεν πληρώνει το φαγητό που τρώει;». «Από τα τάματα» απαντάει και συνεχίζει: «Υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν χρήματα στο μοναστήρι για να γίνει το πανηγύρι… Δεν γεμίζει η καρδιά σου όταν βλέπεις να τρώνε όλοι μαζί και να χορεύουν σ’ έναν κύκλο;». Εδώ το βιολί, η κιθάρα και το λαούτο έχουν τη τιμητική τους. Το πανηγύρι διοργανώνεται από την Ιερά Μονή της Παναγίας της Σπηλιανής, ένα από τα πιο γνωστά μοναστήρια του Αιγαίου, χτισμένο σ’ έναν ψηλό βράχο στην πρωτεύουσα της Νισύρου, το Μανδράκι. Ονομάζεται «Σπηλιανή» γιατί η εκκλησία του μοναστηριού βρίσκεται μέσα στη σπηλιά του λόφου. Εκεί «αναπαύεται» η εικόνα της Παναγίας, όπου χιλιάδες πιστοί εναποθέτουν ελπίδες και προσευχές. Η κυρία Άννα έχει ένα χαμόγελο όμορφο και μια ηρεμία που δεν τη χάνει ακόμα και όταν τρέχει για να σερβίρει τόσους νοματαίους. Μιλάει για την πίστη που δεν τελειώνει ποτέ. Μιλάει για την ευθύνη μας να δημιουργήσουμε μια ζωή, η οποία θα έχει ως κεντρικό μοχλό τη συμπόνια, τη συμμετοχή, την ανθρώπινη σύνδεση και την αγάπη. Την παρατηρώ και ζηλεύω που έχει βρει ένα νόημα στη ζωή της.
Η Διονυσία
Ένας καφές για να μειώσει την αναμονή… Το πλοίο θα έφευγε σε τρεις ώρες. Δίπλα μου παραγγέλνει καφέ η Διονυσία και ο πατέρας της, ο κύριος Δημήτρης. Γρήγορα μαθαίνω ότι κάθε απόγευμα στις 6 η ώρα ο κύριος Δημήτρης συνοδεύει την κόρη του και πίνουν μαζί καφέ. Η εμφάνιση της Διονυσίας προκαλεί το κοίταγμα. Δεν την σκανάρω, σκέφτομαι ότι θα έχει χορτάσει από βλέμματα που την τρώνε.
«Από πού είσαι;» θα ρωτήσει, ενώ το κεφάλι μου ξεκουνάει από το κινητό.
Η Διονύσια έχει ανάγκη να επικοινωνήσει, δεν είναι ενοχλητική, αντίθετα είναι διακριτική, με μια καλή κουβέντα στο στόμα. Λέμε για τα Δωδεκάνησα, τα καλοκαίρια, τον έναν άνδρα που αγάπησε και τον έκανε τατουάζ στο στήθος της. Γελάει, ενώ ψιθυριστά τον λέει «μαλάκα».
Αγαπάει την εμφάνισή της και ας της κοστίζει. Από 13 χρονών ξυρίζει τα μαλλιά της, γεμίζει το κορμί της τατουάζ, αλλά δεν της είναι αρκετά, θέλει όλο και περισσότερα. Όσο μιλάμε, περαστικοί μιλούν σιγανά και γελούν μ’ εκείνη, κάνει ότι δεν τους βλέπει για να μην πικραθεί. Άγριοι είμαστε οι άνθρωποι…
Θα μου πει ότι στο νησί υποφέρει. Περιγράφει σκηνικά κοροϊδίας που έχει τραβήξει…
Η Διονύσια είναι από τα πλάσματα εκείνα που επιθυμούν τη ζωή. «Να έβρισκα κάτι να ασχολιόμουν, να μάθαινα, να πέρναγα την ώρα μου». Είναι θύμα του μικρού τόπου της. Της αποξένωσης και της απόρριψης. Του στίγματος που καταντάει αυτοστίγμα… Του κόσμου που θέλει τους «διαφορετικούς» κλεισμένους στα σπίτια τους, να σκεπάζονται από την απομόνωση.
Μου μιλάει για τραύματα της ψυχής της, ενώ από την τσάντα μου της βγάζω το περιοδικό που δημιουργήσαμε με άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας. Ενθουσιάζεται με το δώρο της, κάνει σαν μικρό παιδί, σαν να παίρνει δώρο για πρώτη φορά, γελάει με την ψυχή της όλη. Ανόθευτη και αυθεντική. Βγάζουμε φωτογραφίες…
Την αποχαιρετώ, λέγοντας ότι θα γράψω για τη συνάντησή μας και όσα είπαμε. Χαμογελάει και η ίδια και ο πατέρας της, χαρίζοντας τη συναίνεση. Μου ζητάει το τηλέφωνό μου για να τα λέμε πού και πού, κόλλησα, με δισταγμό της το έδωσα. Τη νύχτα, ενώ προσπαθούσα να κοιμηθώ στο πλοίο, έρχεται ένα μήνυμα από εκείνην. Μέχρι και σήμερα δεν της έχω απαντήσει.
Άγριοι είμαστε οι άνθρωποι…