Ήξερε ότι θα ερχόταν η στιγμή που τα πράγματα θα άλλαζαν. Μία αφίσα που είχε δει σε ένα αεροδρόμιο της Αραβίας, του είχε σημάνει το καμπανάκι του κινδύνου. Μια εξωτικής καταγωγής αεροσυνοδός σέρβιρε έναν καλοντυμένο άντρα κι από κάτω υπήρχε το σλόγκαν: «Δείτε τον κόσμο από μια πολυθρόνα». Τότε συνειδητοποίησε ότι αργά η γρήγορα ο αρχαίος κόσμος θα πέθαινε και βιάστηκε να ζήσει και να καταγράψει όσα περισσότερα μπορούσε από αυτόν.
Γνώρισε την Αιθιοπία, το Σουδάν, το Τιμπεστί, το Ιράκ, το Ιράν και το Αφγανιστάν, πριν γίνουν συντρίμμια από τις επαναστάσεις και τους εμφυλίους, την Αραβία πριν αρχίσει η εκμετάλλευση του πετρελαίου που κατέστρεψε την παραδοσιακή ζωή των κατοίκων της. Βρήκε συντρόφους ανάμεσα στους Βεδουίνους, έζησε εννιά χρόνια με τους ανθρώπους των ελών του Ιράκ, συνόδεψε τους Μπακτιάρι στη φθινοπωρινή μετανάστευσή τους από τα βουνά του Ζάργκοζ προς τις ακτές, κυνήγησε βούβαλους με τους Σαμπούρου και τους Τουρκάνα στην Κένυα, με τους Μασάι στην Τανγκανίκα. Κι όταν τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια για μεγάλες διαδρομές, εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μαραλάλ, σε μια σκηνή χωρίς τρεχούμενο νερό, φως ή τηλέφωνο.
Ζωή περίεργη για το γιο ενός Βρετανού υπουργού που θα μπορούσε μόνο με ένα νεύμα να είχε γίνει καθηγητής στην Οξφόρδη.
Ένας αριστοκράτης που μεγάλωσε με ασημένια μαχαιροπήρουνα προτίμησε να ταξιδεύει σε απάτητες περιοχές με μουλάρια και καμήλες, παρέα με ανθρώπους που, όταν αρρώσταιναν, κρέμαγαν κρεμμύδια στη μύτη τους για να γίνουν καλά. Πριν χαθεί στον κόσμο των νομάδων της Ασίας και της Αφρικής, είχε προλάβει να γυρίσει ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά δεν τον συγκίνησε τίποτα εδώ. Το μόνο που του έχει μείνει από τότε είναι μερικές φωτογραφίες που τράβηξε πάνω στο βράχο της Ακρόπολης και ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο που φρόντιζε η μητέρα του για την απίθανη περίπτωση που η κρυφή της επιθυμία θα γινόταν πραγματικότητα και ο επαναστατημένος γιός της θα άλλαζε μυαλά.
Γνώρισε την Αιθιοπία, το Σουδάν, το Τιμπεστί, το Ιράκ, το Ιράν και το Αφγανιστάν, πριν γίνουν συντρίμμια από τις επαναστάσεις και τους εμφυλίους, την Αραβία πριν αρχίσει η εκμετάλλευση του πετρελαίου που κατέστρεψε την παραδοσιακή ζωή των κατοίκων της.
Γεννήθηκε στην Αιθιοπία το 1910, όταν ακόμα η χώρα λεγόταν Αβησσυνία. Ο πατέρας του ήταν επίτροπος της βρετανικής κοινότητας της Αντίς Αμπέμπα. Για να φτάσουν εκεί οι γονείς του, είχαν ταξιδέψει με πλοίο μέχρι το Τζιμπουτί και μετά με μουλάρια για πάνω από ένα μήνα. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από την άγρια πολυχρωμία των φυλών της αρχαίας αφρικανικής αυτοκρατορίας, οι μονάρχες των οποίων διατείνοταν ότι ήταν γνήσιοι απόγονοι του Σολομώντα και της Σίβα. Άκουγε τις κραυγές της ύαινας γύρω από τη φωτιά που άναβαν τη νύχτα στις κατασκηνώσεις, έβλεπε στις πηγές και τους νερόλακκους, καμήλες και μελαχρινούς ψηλούς άντρες με δόρατα στα χέρια. Μια σκηνή καρφώθηκε στη μνήμη του και ήταν αυτή που τον έκανε να μισήσει την ομοιομορφία του υλιστικού δυτικού πολιτισμού: ο γύρος του θριάμβου του στρατού των Σοάν μετά τη μάχη της Σαγκάλης. Είχαν μαζευτεί χιλιάδες από διαφορετικές φυλές και παρελαύνανε κάτω από τους ήχους των πολεμικών ταμ-ταμ και των κεράτων. Οι αρχηγοί φορούσαν βελούδινες κάπες κι είχαν φτερωτά στολίδια στο κεφάλι που τους έκαναν να μοιάζουν με λιοντάρια. Όλοι κρατούσαν περίτεχνες ασπίδες και δόρατα με κόγχες από ασήμι και χρυσάφι που λαμπύριζαν στο φως του ήλιου.
Όταν ο εννιάχρονος Βίλφρεντ προσπάθησε να διηγηθεί τη σκηνή στους συμμαθητές του στην Αγγλία, κανείς δεν τον πίστεψε. Τον κράτησαν σε απομόνωση και για έναν επιπλέον λόγο: δεν ήξερε ούτε από κρίκετ, ούτε από ποδόσφαιρο. Έτσι βρέθηκε μόνος να χτίζει έναν κόσμο στο μυαλό του που είχε το άρωμα της περιπέτειας. Όταν τον ρώταγαν τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, απαντούσε, φύλαρχος.
Από τα εννιά του χρόνια μέχρι τα είκοσι έζησε με όλους τους τύπους ανάμεσα στην αριστοκρατία της Αγγλίας. Ήταν φοιτητής στην Οξφόρδη, όταν του δόθηκε η πρώτη ευκαιρία να επιστρέψει στην παραμυθένια χώρα των παιδικών του χρόνων. Το 1930 τον κάλεσε ο παλιός φίλος του πατέρα του Χαϊλέ Σελασιέ να παρακολουθήσει τη στέψη του ως αυτοκράτορας της Αιθιοπίας. Μετά τις τελετές, ο Θέσιγκερ εξαφανίστηκε για ένα μήνα στη γειτονική περιοχή όπου ζούσαν οι άγριες φυλές του Ντανακίλ. Ήταν ένα τεστ των δυνάμεων του, δεν έφτασε μακριά. Τρία χρόνια αργότερα, όταν είχε πάρει πια το πτυχίο του, ξαναγύρισε. Αυτή τη φορά αποφασισμένος.
Όλες οι προηγούμενες αποστολές που είχαν επισκεφτεί την περιοχή, δεν είχαν επιστρέψει. Είχαν εξολοθρευθεί από τους αυτόχθονες που έπαιρναν πόντους στις ενδοφυλετικές τους διαμάχες από τον αριθμός των αντρών που σκότωναν ή ευνούχιζαν. Ο Θέσιγκερ λάτρευε από τα έξι του χρόνια το κυνήγι κι είχε γίνει φοβερά επιδέξιος στο χειρισμό των όπλων. Πήρε μαζί του μια καραμπίνα, τα κυάλια του, τη φωτογραφική μηχανή του πατέρα του, λίγα βιβλία και φάρμακα. Όλοι τον προέτρεπαν να πάρει μαζί του ένα ραδιόφωνο ή έναν ασύρματο, αλλά αυτός δεν ήθελε να κουβαλάει μαζί του κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί από τους ιθαγενείς ως εισβολή από τον έξω κόσμο. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο τους, δεν ήθελε να γνωρίσουν αυτοί τον δικό του.
Μετά από εννέα μήνες περιπλάνησης, έφτασαν αυτός και τα σαράντα μέλη της συνοδείας του σώοι και πανευτυχείς στο μαγευτικό σουλτανάτο της Ώσσης. Είχαν γυρίσει νικητές, γιατί δεν πήγαν ως κατακτητές. Σεβάστηκαν τα ήθη των φυλών και προσπάθησαν η παρουσία τους εκεί να περάσει απαρατήρητη σαν το πρωινό αεράκι.
Σε όλες τις εξερευνήσεις ο Θέσιγκερ προσπαθούσε να ντύνεται και να ζει σαν αυτούς που επισκεπτόταν. Ήξερε ότι ήταν απλά ένας φιλοξενούμενος και θεωρούσε μεγάλη απόλαυση το να βρίσκεται μεταξύ ανθρώπων που δεν είχαν γνωρίσει άλλον κόσμο από τον δικό τους. Αυτό που αναζητούσε ήταν η γαλήνη της φύσης και οι αμόλυντες από το δυτικό πολιτισμό ανθρώπινες σχέσεις.
Όταν, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, επισκέφτηκε τους Βεδουίνους της νοτίου Αραβίας, έζησε μαζί τους σαν γνήσιος Ρασίντ. Πείνασε, δίψασε, κοιμήθηκε στην παγωμένη άμμο το χειμώνα, έζησε την κάψα του καλοκαιριού. Με την καραμπίνα στα χέρια έμαθε να περπατάει με τα αυτιά τεντωμένα για να ακούει από μακριά τα βήματα των καβαλάρηδων εχθρών. Τον πρώτο χρόνο, του έτυχαν πραγματικά πολλά. Ήταν βδομάδες που ξέμεναν από φαγητό για τέσσερις μέρες, που έκαναν δεκατέσσερις μέρες να βρουν πηγάδι, που έπιναν μια κούπα πικρό νερό κάθε 24 ώρες. Λέει ότι ήταν η ωραιότερη χρονιά της ζωής του. Και θα πρέπει να ήταν, αφού έμεινε εκεί άλλα τέσσερα χρόνια.
Γοητεύτηκε από τη σιωπή της ερήμου, από την ομορφιά των αμμόλοφων, από αυτή την αίσθηση της απεραντοσύνης. Αλλά κυρίως γοητεύτηκε από τους ανθρώπους. Τίμιοι, φιλόξενοι, θαρραλέοι, καρτερικοί, βρήκε σ' αυτούς τους τέλειους συντρόφους. Εντυπωσιάστηκε από το πόσο πιστοί ήταν ο ένας στον άλλο, σαγηνεύτηκε από το ότι δεν είχαν μεταξύ τους μυστικά.
Τον επόμενο χρόνο ξαναγύρισε, δήθεν για κυνήγι πάπιας στα έλη του Ιράκ. Έμεινε εννιά χρόνια με τους Άραβες των Ελών, σε πλωτά σπίτια γεμάτα μύγες και κουνούπια. Τρεφόταν μόνο με ψάρια, πάπιες που σκότωνε ο ίδιος, ρύζι και βάλα βούβαλου. Όταν πρωτοείχε πάει, ένας σείχης του είχε προτείνει να μείνει στο πλούσιο παλάτι του που γειτνίαζε με τους βάλτους. Ο Θέσιγκερ είχε αρνηθεί, ευγενικά. «Έχω ζήσει πέντε χρόνια με τους Βεδουίνους», του είχε πει, «τουλάχιστον εδώ θα έχω άφθονο νερό να πίνω».
Στην αρχή οι Μαντάν, οι άνθρωποι των ελών, τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Δεν είχαν δει ποτέ ξένο στα μέρη τους. Άρχισαν να τον συμπαθούν, όταν συνειδητοποίησαν τις σκοπευτικές τους ιδιότητες –σκότωσε πολλά άγρια θηρία που κατέστρεφαν τις φυτείες του ρυζιού ή επιτίθονταν στα σπίτια. Και τον αγάπησαν, όταν άρχισε να χρησιμοποιεί το μικρό του φαρμακείο.
Σ' αυτά τα έξι χιλιάδες τετραγωνικά μίλια της βαλτώδους περιοχής, όπου συναντιέται ο Τίγρης με τον Ευφράτη, δεν είχε πατήσει ποτέ γιατρός. Οι άνθρωποι των ελών πίστευαν ότι ο μόνος τρόπος για να γιατρευτείς ήταν να χώσεις ή να κρεμάσεις κάτι με βαριά μυρωδιά από τη μύτη σου. Ο Θέσιγκερ τους γνώρισε τα αντιβιοτικά, με αποτέλεσμα να βλέπει τουλάχιστον 70 ασθενείς την ημέρα.
Όταν γύρισε στο Λονδίνο, είχε σκοπό να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στα έλη του Ιράκ. Παρόλο το κυνηγητό που του είχαν κάνει οι Σουλτάνοι κι ο ίδιος ο Ιμπ Σαούντ, ένιωθε πλέον Άραβας. Όμως το 1950, όταν έγινε η επανάσταση στη Βαγδάτη όπου δολοφονήθηκαν οι βασιλείς και κάηκε η βρετανική πρεσβεία, ο Θέσιγκερ συνειδητοποίησε ότι δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πίσω. Σήμερα οι άνθρωποι των Ελών δεν υπάρχουν πια. Είναι μια ακόμα από αυτές τις γενοκτονίες που πέρασαν απαρατήρητες.
Ο Θέσιγκερ ταξίδευε και φωτογράφιζε. Με μια Leica που φύλαγε πάντα μέσα σε μια αυτοσχέδια θήκη από δέρμα κατσίκας, φωτογράφιζε τα βουνά, τους αμμόλοφους και τα δάση, τα άγρια ζώα, την τοπική αρχιτεκτονική, αλλά κυρίως τους ανθρώπους –αυτούς που τον συντρόφεψαν για χρόνια ή άλλους που συναντούσε τυχαία σε κάποιο πηγάδι. Χρησιμοποιούσε πάντα ασπρόμαυρο φιλμ, γιατί προτιμούσε τα σκίτσα από τους πίνακες, τις γραμμές από τα χρώματα. Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα λευκώματα με τις φωτογραφίες του τα media μίλησαν για ένα πολύ μεγάλο ταλέντο, παρόλο που ο ίδιος δήλωνε: «Δεν είμαι συγγραφέας, ούτε φωτογράφος, είμαι ένας απλός ταξιώτης».
Οι φωτογραφίες του είνα ίσως το μόνο αποδεικτικό στοιχείο της ύπαρξης ενός κόσμου που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Μέσα σε πενήντα μόνο χρόνια άλλαξαν όλα. Οι για αιώνες γυμνοί Μασάι φόρεσαν μπλουτζίν και οι 20.000 ρινόκεροι που ζούσαν στην Κένυα τώρα δεν είναι περισσότεροι από λίγες εκατοντάδες. Τα αεροπλάνα έφεραν τους τουρίστες στις κάποτε μυθικές περιοχές και τώρα οι λίγοι εναπομείναντες ιθαγενείς ζητάνε λεφτά για να τους βγάλεις φωτογραφία. Ο Θέσιγκερ ήξερε τι σημαίνει το αεροπλάνο και γι αυτό προτιμούσε να ταξιδεύει με καμήλες ή μουλάρια.
Μετά την επιστροφή του από την Αραβία, κι αφού γύρισε το Μαρόκο, την Υεμένη, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, αποφάσισε να εξερευνήσει τη χώρα των παιδικών του χρόνων,τις άγριες φυλές της Αφρικής. Ταξίδεψε για έξι μήνες με γαϊδούρια με τους Μασάι στην Τανγκανίκα. Περιπλανήθηκε για δύο χρόνια με καμήλες με τους Σαμπούρου, τους Τουρκάνα, τους Ρεντίλε και τους Μποράν στα βάθη της Αιθιοπίας και της Κένυας. Και κάπου σ' αυτή την τελευταία διαδρομή συνάντησε και τη γη της προσωπικής του επαγγελίας, το μικρό χωριό Μαραλάλ της Κένυας. Από το 1968 έζησε εκεί μέχρι το θάνατό του.
Στη δεκαετία του 60 το Μαραλάλ ήταν ένα μικρό πολύγωνο χωριό με φαρδιούς δρόμους, κατά μήκος των οποίων υπήρχαν πλούσια δέντρα και μερικά ξύλινα μαγαζάκια βαμμένα με πολύ έντονα χρώματα. Ο πληθυσμός αποτελούνταν από Σαμπούρου, ένα παρακλάδι της φυλής των Μασάι και Τουρκάνα που τότε άρχιζαν να συνηθίζουν στην ιδέα ότι θα έπρεπε να φοράνε ρούχα. Η τοπική κοινωνία ήταν οργανωμένη με βάση τις ηλικίες.
Περίπου κάθε δεκατέσσερα χρόνια γίνονταν τελετές μύησης που άλλαζαν το ρυθμό της ζωής. Οι έφηβοι γίνονταν πλέον επίσημα άντρες και αναλάμβαναν το καθήκον να φροντίζουν τη φυλή, από το να βρίσκουν πηγές νερού μέχρι να διώχνουν τους εχθρούς. Οι πρώην άντρες αποσύρονταν από την ενεργό δράση και μπορούσαν πλέον να παντρευτούν. Οι νέοι άντρες, οι μοράν, φορούσαν ένα κόκκινο πανί που κρεμόταν στον ένα ώμο και έβαφαν το στήθος και το πρόσωπο τους με κόκκινη ώχρα. Οι γέροι φορούσαν κόκκινες κουβέρτες και οι γυναίκες μπλε πανιά. Όταν κάποιος πέθαινε, τον έβαζαν κάτω από ένα δέντρο, τον σκέπαζαν με φύλλα και τον άφηναν να τον φάνε οι ύαινες.
Ανάμεσα σ' αυτούς τους ανθρώπους διάλεξε ο Θέσιγκερ να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Πιστός στις αρχές του, δεν έφερε τίποτα από τον δυτικό πολιτισμό μαζί του και δεν έχτισε σπίτι. «Ό,τι κατέχεις», έλεγε, «κλέβει κομμάτι της ελευθερίας σου». Έζησε για πολλά χρόνια σε μια σκηνή, παρέα με μια οικογένεια Σαμπούρου και τη φωτογραφική του μηχανή. Εκεί έγραψε, κάτω από το φως της λάμπας πετρελαίου τα τρία αυτοβιογραφικά βιβλία που τον έκαναν διάσημο και του χάρισαν πολλές τιμητικές διακρίσεις στην πατρίδα του, την Αγγλία.
Χρησιμοποίησε το Μαραλάλ σαν έδρα για τις μικρούς βεληνεκούς πια, λόγω ηλικίας, εξερευνήσεις του. Για να μην εξαρτάται από τους άλλους, αγόρασε κι ένα τζιπ, που ήταν το μόνο πράγμα που ξένισε τους συντρόφους του. Όταν μια μέρα χάλασε, ο φίλος του Έροπ με έκδηλη χαρά, του έδωσε μια κλοτσιά και είπε: «Τώρα δεν μπορείς ούτε να το φας».
'Εζησε σε μια καλύβα μαζί με εννέα άτομα και μια μαύρη γάτα που την ονόμασε Μπακήρα προς τιμήν του Κίπλινγκ. Το 1993, για λογαριασμό του περιοδικού 01, προσπαθήσαμε μέσω του εκδοτικού του οίκου να κλείσουμε μια τηλεφωνική συνέντυξη μαζί του, πράγμα που στάθηκε αδύνατο, γιατί απλά δεν έχει τηλέφωνο. Η υπεύθυνη των βιβλίων του ήταν σαφής: «Αν πάτε να τον βρείτε εκεί, με χαρά θα σας φιλοξενήσει. Πάντα υπάρχει χώρος για ένα παραπάνω πιάτο στο τραπέζι. Αλλά μην περιμένετε πολλά, η ζωή είναι δύσκολη εκεί και περιορίζεται στα βασικά».
Τα τελευταία χρόνια ο Θέσιγκερ προτιμούσε να κάθεται στη βεράντα και να αναζητά στον ουρανό τα πιθανά ίχνη της βροχής. Μπροστά του γεννιόταν και μεγάλωνε μια καινούρια γενιά Σαμπούρου. Τα Plastic Boys, περιφέρονταν άσκοπα στους δρόμους και τ΄όνειρό τους ήταν να πάνε στο Ναϊρόμπι να βρούνε μια δουλειά, για να μπορέσουν αργότερα να φύγουν προς τη Δύση.
Ο Θέσιγκερ έσβηνε σιγά-σιγά, μαζί με όλα αυτά που αγάπησε. Όμως το έργο του επρόκειτο να μη σβήσει ποτέ.