Τον πρωτογνώρισα στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης, στο περσινό Food Festival. Ο ήλιος να θαμπώνει τα μάτια, μπροστά η παραλία και το σουρεαλιστικό τουριστικό καράβι-ατραξιόν, μια μικρή φουφού, τσίκνα από σουβλάκι-λουκούμι, ενορχηστρωτής ο Δημήτρης Εικοσιδυός. Να αναδύεται μέσα από τον καπνό με κυανόλευκο ριγέ κολαριστό πουκάμισο, πουά παπιγιόν, ύφος κομπέρ, κονφερασιέ, σαλτιμπάγκου, μάγου, τζαζίστα, stand-up comedian, ο Εικοσιδυός είναι ο θρύλος του συμπρωτευουσιάνικου σουβλακίου. Του απόλυτου! Ιδρυτικό μέλος του ιστορικού Ντερλικατέσεν, αυτός ο κύριος πήρε από το χέρι το σουβλάκι της παράδοσης για να το ξαναδημιουργήσει new, καινούργιο, μεταμοντέρνο, όπως θες πες το.
Την επόμενη μέρα ήμουν εκεί, στα χαμηλά της πλατείας Αριστοτέλους, να δω από κοντά να ανάβουν οι ψησταριές του 22. Το πρώτο καταδικό του παιδί. Απ' έξω περιμένουν όλοι οι οπαδοί και θαμώνες του, εκκεντρικοί και σουλατσαδόροι, κλασικοί και «χαλαροί», όλο αυτό το μαγικό κοινό που αποτελεί «το κέντρο» της πόλης. Όλοι τον λατρεύουν σαν Θεό – και όχι μόνο της ψησταριάς. Το Ντερλικατέσεν ταυτίστηκε με τη διφορούμενη, αυτοσαρκαστική περσόνα του, αλλά και με το χούι που έχει να κερνάει –ένα παραγγέλνεις, δυο «θα σε δώσει», που λένε κι εδώ–, αδιάψευστο μάρκετινγκ και εξυπνότατη διαφήμιση. Έρχεται φουριόζος με μια σακούλα σοκολάτες. Μια κοριτσοπαρέα από τα ξένα κάνει σεφτέ στα τραπεζάκια έξω, κάτι να την κεράσει!
Μίνι, μονοκάβαλο, κροκόδειλος και τρικάβαλο, σουτζουκάκι, λουκανικάκι. Ό,τι κι αν ορεχτείς, μην προσπεράσεις το μαγικό, αφράτο μπιφτεκάκι, όλη η μαγεία τού απλώς μοσχαρίσιου κιμά!
Μαγαζάκι μια σταλιά ή μάλλον μια ψησταριά, πάνω της το θρυλικό σουβλάκι και το μυστικό του: ούτε φτιασίδια, ούτε μαρινάρισμα. Μόνο καλό κρέας κι ένα δικό του ψήσιμο: γρήγορο, πάνω σε λεπτή σχάρα, λεμόνι και ρίγανη να τσιτσιρίζει μόλις κατέβει από τη φωτιά.
Στον 22ό έρχεσαι για καλαμάκι νέτο-σκέτο. Σ' το κάνει και τυλιχτό, με κείνη την αλάδωτη αφράτη πίτα που πρώτος κυκλοφόρησε στην αγορά, μέσα τα «αξεσουάρ αυτοκινήτου» που λέει κι αυτός, πολίτικη, κεφαλοτύρι, πάπρικα, τζατζίκι. Αλλά άμα είναι να κάνεις την αμαρτία, να την κάνεις θεσσαλονικιώτικη: με μαλακό ψωμάκι, πλάι τρελές, τραγανές, αληθινές πατάτες με ρώσικη και μουσταρδομαγιονέζα για τις βούτες.
Μια βέσπα του '50 αναβοσβήνει όλα τα φώτα της, εκτελώντας χρέη πόρτας στην τουαλέτα, κάτι που προδίδει το ροκαμπίλι παρελθόν και τις συλλεκτικές τάσεις του Εικοσιδυού, που τον υποψιάζεσαι δεινό ροκενρολίστα χορευτή. Ανάμεσα σε δύο καλαμάκια με ανεβάζει στον πρώτο όροφο, για να ανακαλύψω μια μοναδική μονάδα που θυμίζει τις πιο αποστειρωμένες στιγμές του «Star Trek»: σπίτι της Μπάρμπι το κατάστημα, γήπεδο τα μετόπισθεν. Πόρτες ασφαλείας, δωμάτια και δωματιάκια που διαχωρίζουν ερμητικά κάθε υλικό, διάθεση χειρουργείου, αυτόματοι διακόπτες και «μάτια» που ελέγχουν όλα όσα αφορούν την υγεία του καταναλωτή και την ποιότητα των υλικών. Σκεφτόμουν πως άμα έγινε η αρχή, το μέλλον του σουβλατζή διαγράφεται σκούρο. Η επένδυση ξεπερνά μια κουζίνα πεντάστερου εστιατορίου, αλλά μήπως έτσι τελικά κάποτε να αξιωθούμε ένα καλύτερο πιτόγυρο από τα προκάτ των ημερών;
Πίσω στην πλατεία, ένας γερμανικός μαντεμένιος φούρνος, ειδικός για την πατάτα, ξεφουρνίζει λαχταριστή τη φουρνιά που συνδυάζεται άψογα με μανιταρομπιφτέκι, σουβλάκι χαλούμι στη σχάρα ή σουβλάκι λαχανικών, αυτά που έχεις δοκιμάσει από την Τσακάλωφ μέχρι όλες τις νέες σουβλακερί της πρωτεύουσας, αλλά εδώ θα βρεις το real thing, το πρωτότυπο, ψημένο από το χέρι του εμπνευστή του.
Τώρα, αν είσαι περαστικός άπαξ και τουρίστας και θέλεις να κλείσεις σε μια επίσκεψη όλη την 22νοστιμιά, υπάρχουν και οι διαβαθμίσεις στα sizes των μοντέλων, ώστε να τα χωρέσεις όλα σε ένα δισκάκι: μίνι, μονοκάβαλο, κροκόδειλος και τρικάβαλο, σουτζουκάκι, λουκανικάκι. Ό,τι κι αν ορεχτείς, μην προσπεράσεις το μαγικό, αφράτο μπιφτεκάκι, όλη η μαγεία τού απλώς μοσχαρίσιου κιμά!
22, πλ. Αριστοτέλους 8, 2310 224422
σχόλια