Είναι απ' τα βιβλία που έμειναν μέσα μου για πολύ καιρό αφότου τα τελείωσα. Το Στομαστομαστο είναι μια εξαιρετική συλλογή απρόσμενων διηγημάτων, γεμάτων κυνισμό αλλά και τρυφερότητα. Κυκλοφόρησαν απ' τις εκδόσεις Κέδρος και είναι το πρώτο βιβλίο της Σπινάσα.
Η κύρια δουλειά της είναι η δικηγορία. Αναρωτήθηκα αν ήταν το flipside της η συγγραφή. «Βασική δουλειά του δικηγόρου είναι να γράφει δικόγραφα κι έτσι αφιερώνει πολλές ώρες της ζωής του στο γράψιμο» απαντά η Σπινάσα. «Όμως κάπου εκεί σταματούν οι ομοιότητες με τη συγγραφή. Στη δική μου δε περίπτωση λειτούργησε αντιθετικά. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, κάτι που με επηρέασε καθοριστικά στην επιλογή σπουδών κι επαγγέλματος. Έτσι είχα μέσα μου ένα βάρος, ότι έχασα την ευκαιρία να ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο. Τώρα με την έκδοση του βιβλίου νοιώθω ότι κατάφερα να κάνω για πρώτη φορά κάτι δικό μου, κι αυτό με απελευθέρωσε από μια χρόνια δυσαρμονία, κατά κάποιον τρόπο με λύτρωσε.»
Όταν έγινε η μεγάλη αποχή των δικηγόρων, η Σπινάσα δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια - αντιθέτως, έγραψε πολύ. «Ήταν το προσωπικό μου σημείο τήξης» εξηγεί. «Είχα για χρόνια την επιθυμία να γράψω, είχαν προηγηθεί σεμινάρια γραφής και οι αντίστοιχες απόπειρες, χωρίς όμως να βρω το δρόμο μου. Το φθινόπωρο του 2015 ξεκίνησα το σεμινάριο με τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη κι εκεί άρχισα να γράφω τα διηγήματα, το ένα μετά το άλλο χωρίς σταματημό. Μέσα σε πέντε μήνες είχα ολοκληρώσει την πρώτη τους γραφή. Σε αυτό λοιπόν με βοήθησε πολύ η ταυτόχρονη αποχή των δικηγόρων που κράτησε για μήνες.
Όμως το καθοριστικό στοιχείο ήταν η έντονη ανάγκη να βγάλω τα συναισθήματά μου προς τα έξω. Έχοντας συμπληρώσει το καθιερωμένο τρίπτυχο επιτυχίας καριέρα-γάμος-παιδί και βλέποντας ότι η σκοτεινή πλευρά, που θυμάμαι να έχω από μικρό παιδί, επιμένει, τροφοδοτούμενη από νέες δυσκολίες και ματαιώσεις, κατάλαβα ότι αυτή δεν θα σταματήσει ποτέ να υπάρχει, ότι δεν είναι θέμα αποτυχίας και κακών συγκυριών, αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ζωής. Έτσι την άφησα να βγει στην επιφάνεια.
— Τα συνειδητοποιούσες αυτά καθώς έγραφες;
Όχι, αυτά τα λέω σήμερα εκ των υστέρων, όταν έγραφα τα διηγήματα δεν είχα ιδέα. Η άγνοια ήταν κι αυτή μέρος της διαδικασίας, αν είχα επίγνωση ότι με τις ιστορίες μου μιλούσα κατά βάση για τον εαυτό μου, θα πατούσα φρένο. Με είχε συνεπάρει το στήσιμο της πλοκής κι έτσι δεν έβλεπα το προφανές, ότι στις ιστορίες δίνει πνοή ο δικός μου εσωτερικός κόσμος.
— Πώς ένιωθες όταν τελείωνες μια ιστορία;
Είναι το πιο ωραίο συναίσθημα. Αυτή η διανοητική λειτουργία, ο δημιουργικός οργασμός, η αίσθηση της ολοκλήρωσης όταν τα κομμάτια ενωθούν μεταξύ τους και καταλάβω ότι έχω κάτι που αξίζει να γραφτεί. Το καλύτερη στιγμή όλης της διαδικασίας.
Στο εργαστήρι του μυαλού μου μπλέκονται όσα διαβάζω, η μουσική που ακούω, η συνομιλία που θα πιάσει το αυτί μου στην ουρά του ταμείου, το έντονο συναίσθημα που προκαλεί μια ξαφνική συνάντηση, μια απρόσμενη, ξεχωριστή κουβέντα.
— Τι σε εμπνέει στο γράψιμο;
Το κύριο ζητούμενο για μένα είναι η ανατροπή. Και πρόδρομος της ανατροπής είναι το δίλημμα, το κρίσιμο ερώτημα. Γι' αυτό ως πρωτογενές υλικό κρατώ αξιοπερίεργα περιστατικά, που είτε διαβάζω στις ειδήσεις είτε ανακαλώ από τα κιτάπια της μνήμης μου. Γεγονότα που εμπεριέχουν ένα παράδοξο, μια αντίφαση. Τα παιδεύω στο μυαλό μου, παντρεύοντάς τα με στοιχεία της φαντασίας, θέτοντας κι απαντώντας σε ερωτήματα ως προς τις κρίσιμες επιλογές των ηρώων μου. Όταν νοιώθω αυτό το γαργάλημα ευφορίας στο μυαλό μου, ξέρω ότι έχω στα χέρια μου μια καινούργια ιστορία.
— Ποιες θα έλεγες ότι είναι οι επιρροές σου;
Στο εργαστήρι του μυαλού μου μπλέκονται τα βιβλία που διαβάζω (και πλέον ξεχνώ σαν χρυσόψαρο), η μουσική που ακούω στο ραδιόφωνο, η συνομιλία που θα πιάσει το αυτί μου στην ουρά του ταμείου, το έντονο συναίσθημα που προκαλεί μια ξαφνική συνάντηση, μια απρόσμενη, ξεχωριστή κουβέντα. Αυτό που λέμε επιρροές είναι κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω, όλα αυτά που εσωτερικεύουν οι αισθήσεις μου σιγοβράζουν μέσα μου και δημιουργούν το αποτέλεσμα. Υπάρχουν συγγραφείς που αγαπώ πολύ –η Γιόκο Ογκάουα, ο Χαρούκι Μουρακάμι, ο Γιάννης Ξανθούλης, ο Ρέιμοντ Κάρβερ-, όμως δεν τους βρίσκω στα δικά μου γραπτά. Αν θα μπορούσα να μιλήσω για κάτι, αυτό είναι το μινόρε. Οτιδήποτε κινείται σε αυτή την κλίμακα τροφοδοτεί τις ανησυχίες και τις συγκινήσεις μου. Απολαμβάνω το ματζόρε στη ζωή, όμως τις δημιουργίες μου τις χρωματίζει μια θλίψη.
Ενώ πρόκειται για σύγχρονες ιστορίες, τα διηγήματα του Στομασομαστο είναι γραμμένα σε γλώσσα ρετρό. Κι η ίδια λέει πως πράγματι παρατήρησε κι εκείνη στοιχεία της σε κείμενα Ελλήνων συγγραφέων των δεκαετιών '60 κι '70. «Νομίζω, όσο μπορώ να κρίνω τα δικά μου γραπτά, ότι το στυλ μου χαρακτηρίζει μια γλώσσα που συνδυάζει εκφράσεις λόγιες με εκφράσεις της καθομιλουμένης, πιο σλανγκ, κάτι που δίνει ζωντάνια κι αμεσότητα, τα λέει 'έξω από τα δόντια'.»
— Πιστεύεις πως επηρέασε το γράψιμό σου η μητρότητα;
Ωραία ερώτηση, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό. Ενώ στην αρχή πήγα να απαντήσω αρνητικά, μετά σκέφτηκα ότι η μητρότητα δημιουργεί την πιο στενή ανθρώπινη σύνδεση. Μια μητέρα προσπαθεί διαρκώς να νοιώσει το παιδί της, να το καταλάβει, να το φροντίσει, να το συγχωρέσει. Το σημαντικότερο, να συγχωρέσει τον ίδιο της τον εαυτό για τα συνεχόμενα, αδιάκοπα λάθη της. Ο ερχομός του γιου μου άνοιξε το μυαλό και την καρδιά μου, κι αυτό σίγουρα με έκανε πιο ικανή ως προς την ανάπτυξη και την κατανόηση των ηρώων μου.
Η ευτυχία; Μια παρέα που τραντάζεται από τα γέλια, μια βουτιά σε καταγάλανα δροσερά νερά, ο συντονισμός της χαράς του μωρού με αυτή των γονιών του. Στιγμές που δεν κρατούν πολύ, μα και που δεν σταματούν να έρχονται.
Όταν ήταν μικρή, η Ροζίτα ήθελε να γίνει γιατρός. Τη μάγευε η λειτουργία του ανθρώπινου σώματος και παράλληλα τη συγκινούσε η βοήθεια του γιατρού στον ασθενή. «Ευτυχώς, κατάλαβα γρήγορα ότι φοβάμαι το αίμα κι έτσι μου έφυγε η επιθυμία αυτή. Λέω ευτυχώς, γιατί η δουλειά του γιατρού είναι από τις πιο δύσκολες κι αμφιβάλλω αν θα είχα τα κότσια: Επείγοντα περιστατικά ζωής και θανάτου που απαιτούν ακαριαίες σωστές αποφάσεις, εξαντλητικά ωράρια μέσα στις αρρώστιες και τον ανθρώπινο πόνο...» Πάλι ως παιδί, διάβαζε πολύ: «Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν η Οδύσσεια, η Ιλιάδα ακολούθησε ετεροχρονισμένα. Θυμάμαι που έκλαιγα όταν το τελείωσα, η αίσθηση ότι δεν έχει άλλο με είχε συγκλονίσει. Λάτρευα τα βιβλία και διάβαζα ασταμάτητα».
— Σαν τι;
Τους Μυστικούς Επτά, τη σειρά της Πολυάννας, Μικρές Κυρίες, τα ταξίδια του Ιούλιου Βέρν, τον Θησαυρό της Βαγίας, αλλά και Έλλη Αλεξίου, Ηλία Βενέζη, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Γεώργιο Βιζυηνό, Πηνελόπη Δέλτα, Μαξίμ Γκόρκι, Μπέττυ Σμιθ.
Στη εφηβεία πέρασα στον Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, τον Μίλαν Κούντερα, τη Λιλή Ζωγράφου, ενώ βιβλίο - σταθμός ήταν το «Όσα παίρνει ο άνεμος» της Μάργκαρετ Μίτσελ στην πλήρη έκδοση των επτακοσίων σελίδων, το οποίο και είχα διαβάσει πάνω από επτά φορές με την ίδια αγωνία και ένταση.
Η ενηλικίωση με βρήκε με τα βιβλία των Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Τσαρλς Μπουκόφσκι, Τομ Ρόμπινς, Ντάγκλας Κόπλαντ. Πολλά από αυτά με κράτησαν ξύπνια μέχρι το ξημέρωμα (τότε ειδικά που το πρωινό ξύπνημα ήταν μια εντελώς προαιρετική υπόθεση), κάτι που θεωρώ από τις ύψιστες απολαύσεις.
— Τώρα που ενδεχομένως κρατάς εσύ ξύπνιους κάποιους αναγνώστες, με ποιον/α απ' τους δικούς σου ήρωες ταυτίζεσαι πιο πολύ;
Όταν έγραφα τις ιστορίες πίστευα ότι δεν ταυτίζομαι με κανέναν από αυτούς. Αντιθέτως, η (ψευδ)αίσθηση ότι οι ιστορίες δεν με αφορούν στο ελάχιστο με βοήθησε να τις γράψω απερίσπαστη και χωρίς εσωτερικούς φραγμούς. Σήμερα που με ρωτάς, νομίζω ότι πιο κοντά μου βρίσκεται η Θοδώρα του ομώνυμου διηγήματος 'στόμαστομαστό', γιατί στη ζωή μου βιώνω έντονα την οδύνη της ματαίωσης.
— Ποια είναι η απόλυτη ευτυχία για σένα;
Απόλυτη ευτυχία ευτυχώς δεν υπάρχει - αν υπήρχε θα ήταν σαν την αντανάκλαση του Νάρκισσου, η ζωή μετά από αυτήν θα έχανε το νόημά της. Υπάρχει όμως μεγάλη ευτυχία, τόσο στις σημαντικές επιτυχίες της ζωής, όσο και στην πολύτιμη καθημερινότητα: Μια παρέα που τραντάζεται από τα γέλια, μια βουτιά σε καταγάλανα δροσερά νερά, ο συντονισμός της χαράς του μωρού με αυτή των γονιών του. Στιγμές που δεν κρατούν πολύ, μα και που δεν σταματούν να έρχονται.
σχόλια