«Η λευκή φυλή πλέον δεν δύναται να παρακολουθήσει την ποσοτικήν αύξησιν των εγχρώμων και το πρόβλημα κατά συνέπειαν γενικεύεται, πέραν των εθνικών ή τυχόν σωβινιστικών βλέψεων εις θέμα ποιότητος του ανθρωπίνου γένους»... «Χρειάζεται η πολιτική του Καιάδα και σπαρτιατικός επιστημονισμός και της καλοθανατιάς αξιοπρέπεια για να ξαγνίσουμε τη φυλή μας»... «Είναι δυστύχημα που φύγαν οι Φράγκοι από την Ελλάδα... αφομοιωνόντουσαν εύκολα και ύστερ' από μια δυο γενιές θα είντουσαν όλοι Ρωμιοί κ' έτσι θα μπαίνανε στη ράτσα μας καινούρια, γερά στοιχεία».... «Τι ειν' αυτό που γυρεύω; Μια μεγάλη, μια πανελλήνια οργάνωση της Μακρονήσου γυρεύω, για τα δηλητηριασμένα νειάτα, σαν αυτή που αυτοσχεδίασε και τόσο άξια έφερε εις τέλος ο Στρατός μας»... «Είναι από τη θεία ράτσα με το Δώρειο αίμα και τους Δώρειους τρόπους», ένα αίμα ωστόσο «μολυσμένο από την κατάχρηση της ηδονής, πικρό αίμα»...
Δηλώσεις και διαπιστώσεις σαν τις παραπάνω σήμερα θα θεωρούνταν απαράδεκτες, θα προκαλούσαν έντονες αντιδράσεις, ενδεχομένως και ποινικές διώξεις με βάση τον αντιρατσιστικό. Υπήρξαν όμως εποχές που οι θεωρίες περί καθαρού αίματος, φυλετικής ανωτερότητας και οι ευγονικές αντιλήψεις ήταν όχι απλώς δημοφιλείς (και σήμερα άλλωστε ξαναβρίσκουν απήχηση διεθνώς όχι μόνο σε ακροδεξιά ΜΜΕ, αλλά επίσης σε «μέινστριμ» λαϊκά ΜΜΕ και ιστοσελίδες), αλλά θεωρούνταν γενικώς ειπείν προοδευτικές, μοντέρνες κι επιστημονικά επικυρωμένες! Έτσι «δικαιωνόταν» ηθικά η αποικιοκρατία, έτσι γιγαντώθηκαν μεσοπολεμικά ο φασισμός, ο ναζισμός και οι παραφυάδες τους. Ανεπηρέαστη δεν έμεινε ούτε η Αριστερά, παρότι στάθηκε ταυτόχρονα ισχυρό ανάχωμα στην επικράτησή τους. Στην Ελλάδα, οι ιδέες αυτές δεν θεσμοποιήθηκαν και δεν οδήγησαν σε γενικευμένες ακρότητες (τουλάχιστον ως την εμφάνιση της ΧΑ), τέθηκαν όμως στην υπηρεσία «εθνικών» σκοπών και υιοθετήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τόσο από πολιτικούς και θρησκευτικούς «ταγούς» όσο κι από καταξιωμένους σήμερα λογοτέχνες, κριτικούς τέχνης, ακόμα και Πανεπιστημιακούς – απόηχός τους είναι ο σύγχρονος επιστημονικοφανής λόγος περί «ελληνικού DNA».
Η πιο επικίνδυνη διάσταση των φυλετικών θεωριών σήμερα αναφέρεται κυρίως σε εκείνες που εμφανίζονται ως αυτονόητες, που ταυτίζοντας τη διαφορετικότητα κάθε είδους με τη φύση και τη βιολογία νομιμοποιούν τη διάκριση, την ιεραρχία και την εξουσία.
Σε μια ιστορική φάση στην οποία ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, η φυσικοποίηση της διαφοράς και τα παρελκόμενά τους – ξενοφοβία, ισλαμοφοβία, αντισημιτισμός, σεξισμός, ομοφοβία κ.λπ. – επανέρχονται στο προσκήνιο ξυπνώντας εφιάλτες αλλοτινών καιρών, ο συλλογικός τόμος Φυλετικές Θεωρίες στην Ελλάδα φωτίζει πολλές σχετικά άγνωστες στην εγχώρια βιβλιογραφία πηγές πάνω στις προσλήψεις και τις χρήσεις τους στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα. Εκεί εστίασε και η συζήτηση που κάναμε με την καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Έφη Αβδελά, εκ των επιστημονικών επιμελητών και ταυτόχρονα συγγραφέων του εν λόγω πονήματος. Είμαι σίγουρος ότι σε πολλά σημεία της κουβέντας αυτής θα σταθεί ο αναγνώστης με ενδιαφέρον, ωστόσο για εκείνη, όπως νομίζω και για μένα, το σημαντικότερο βρίσκεται στην «κατακλείδα» της: «Η πιο επικίνδυνη διάσταση των φυλετικών θεωριών σήμερα δεν αφορά μόνο –ούτε καν τόσο– τις εκδοχές τους που καταδικάστηκαν μετά τα εγκλήματα του ναζισμού και συνεχίζουμε να τις αποκηρύσσουμε σήμερα, εκείνες που μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε», σημειώνει. «Κυρίως αναφέρεται σε εκείνες που εμφανίζονται ως αυτονόητες, που ταυτίζοντας τη διαφορετικότητα κάθε είδους με τη φύση και τη βιολογία νομιμοποιούν τη διάκριση, την ιεραρχία και την εξουσία».
— Πείτε μας καταρχάς πώς προέκυψε αυτή η έκδοση.
Αφορμή αποτέλεσε το συνέδριο που έγινε το Δεκέμβριο του 2014 στην Αθήνα για τα τριαντάχρονα του περιοδικού Τα Ιστορικά με τη συνεργασία των εκδόσεων Μέλισσα, του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Μουσείου Μπενάκη. Δεν πρόκειται όμως για συνεδριακά πρακτικά, αλλά για επιλεγμένες ανακοινώσεις που πήραν τον δρόμο της έκδοσης μετά από επεξεργασία. Μας παρακίνησε το μεγάλο ενδιαφέρον που παρατηρείται τελευταία για τα θέματα που θίγει, αλλά και τα κενά που παρουσιάζει η σχετική έρευνα στη χώρα μας.
— Πότε ανιχνεύονται στη Δύση οι ρίζες των φυλετικών θεωριών;
Αφετηρία είναι η αποικιοκρατία, αλλά η συστηματική επεξεργασία άρχισε από τα χρόνια του Διαφωτισμού και ιδίως το 19ο αιώνα, οπότε οι αντιλήψεις για την ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού και την ιεραρχική ταξινόμηση των ανθρώπινων ομάδων άρχισαν να συγκροτούνται σε επιστήμη.
— Δεν υπήρχαν άραγε στην αρχαιότητα τέτοια φαινόμενα, σε φράσεις ας πούμε όπως το γνωστό «πας μη Έλλην, βάρβαρος»;
Όχι, οι φυλετικές θεωρίες με τις οποίες ασχολείται ο τόμος είναι ξεκάθαρα αντιλήψεις νεωτερικές – το ρητό που παραθέτετε έχει τελείως διαφορετική έννοια. Εδώ αναφερόμαστε σε θεωρήσεις που κατατάσσουν τους ανθρώπους με βάση βιολογικά χαρακτηριστικά – το σχήμα του κρανίου, τον σωματότυπο, το χρώμα του δέρματος κ.λπ.– αναγορεύοντάς τα σε ουσία, σε ιδιότητες που προσδιορίζουν τον πολιτισμό, τις νοητικές ικανότητες και τον ψυχισμό τους. Οι θεωρήσεις αυτές αποκτούν πλέον κατά τον 19ο αιώνα την ισχύ επιστημονικής αλήθειας. Στις επιστημονικές εταιρείες συζητούν την ταξινόμηση και ιεράρχηση των ανθρώπινων τύπων σε φυλές, όπως κάνουν με τα φυτά και τα ζώα, και συνδέουν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά με διακριτές κοινωνικές, πολιτισμικές και ηθικές ιδιότητες. Η έμφαση στη φυλή συνδέεται επίσης με την πρόσληψη του έθνους με όρους καταγωγής και κληρονομικότητας. Οι επιμιξίες θεωρούνται απειλή για τον εκφυλισμό της ανώτερης λευκής φυλής. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι φυλετικές θεωρίες θα εμπλουτιστούν με θέσεις που προβάλλουν τη θεωρία της εξέλιξης στις ανθρώπινες κοινωνίες (κοινωνικός δαρβινισμός) και άλλες που υποστηρίζουν κεντρικές παρεμβάσεις για να βελτιωθεί η ποιότητα της φυλής (ευγονική).
— Και μιλάμε, όπως άλλωστε αναφέρετε και στο βιβλίο, για πεποιθήσεις πολύ διαδεδομένες στην εποχή τους.
Ακριβώς – έχει μεγάλη σημασία να τονίσουμε τη διάδοση και την αποδοχή που γνώρισαν μέχρι το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου οι φυλετικές θεωρίες. Όχι μόνο δεν ήταν περιθωριακές και καταδικαστέες, αλλά αντίθετα ήταν κοινός τόπος, που μάλιστα διέσχιζε όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα. Μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα ορισμένοι επιστήμονες αρχίζουν να αμφισβητούν τη συσχέτιση της φυλετικής ταξινόμησης με κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά που κληρονομούνται. Τότε καθιερώνεται και ο όρος «ρατσιστής» με αρνητικό περιεχόμενο. Όμως την ίδια εποχή οι φυλετικές ιδέες γνωρίζουν μεγάλη λαϊκή απήχηση στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Μόνο τα ναζιστικά εγκλήματα θα οδηγήσουν μεταπολεμικά στη δημόσια καταδίκη των φυλετικών θεωριών, όπως έγινε με την επίσημη αποκήρυξη του ρατσισμού από την Unesco το 1949-1951.
Δεν υπάρχει κανένα συλλογικό «εθνικό» DNA. Το γεγονός ότι ακούμε συχνά αυτή τη διατύπωση δείχνει πόσο χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι μαρτυρά κοινότοπες αντιλήψεις που φυσικοποιούν τη διαφορά. Συνιστά δηλαδή τον προθάλαμο για ρατσιστικές ιδέες που ταυτίζουν τη διαφορετικότητα με τη βιολογία – ξενοφοβικές, αντισημιτικές, ισλαμοφοβικές, σεξιστικές, ομοφοβικές.
— Τι υποδοχή συνάντησαν οι θεωρίες αυτές στην Ελλάδα;
Οι Έλληνες επιστήμονες και διανοούμενοι προσέγγισαν τις φυλετικές θεωρίες μέσα από την αγωνία τους να επιβεβαιώνουν διαρκώς τη μοναδικότητα, την ιδιαιτερότητα και την ιστορική συνέχεια του έθνους διαψεύδοντας τον Φαλμεράγιερ, και συγχρόνως να παραμένουν σε διάλογο με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Πάντως η φυλή τέθηκε στην υπηρεσία του έθνους προωθώντας θεωρήσεις που απέδιδαν την ανωτερότητα των Ελλήνων περισσότερο στο χώρο και το κλίμα παρά στο αίμα και τη βιολογία – όπως υποστηρίζει και ο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης στον τόμο. Βέβαια, ο Τάσος Κωστόπουλος μας εξηγεί πώς στις αρχές του αιώνα, την εποχή της διεκδίκησης της οθωμανικής ακόμα Μακεδονίας, Έλληνες επιστήμονες επιχειρούσαν μετρώντας κρανία γηγενών να καταδείξουν την αδήριτη «συνέχεια» της ελληνικής φυλής. Επρόκειτο εξάλλου για μεθόδους που θεωρούνταν έγκυρες ήδη από τον 19ο αιώνα και στις εφάρμοζαν αρκετοί επιστήμονες του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως προκύπτει για παράδειγμα από το άρθρο των Καραμανωλάκη και Κουρτέση-Φιλιππάκη για την ίδρυση του Ανθρωπολογικού Μουσείου. Αλλά και μεταπολεμικά, όπως δείχνουν οι Κόκκινος και Καρασαρίνης ανιχνεύει κανείς υπολείμματα φυλετικών θεωριών σε ορισμένα εγχειρήματα γενετιστών. Και βέβαια πρόσφατα μάθαμε για την ομάδα Ελλήνων, κυρίως, ερευνητών που επιδιώκει να τεκμηριώσει το «ελληνικό DNA»...
— Αλλά σοβαρά τώρα, υπάρχει αλήθεια κάτι σαν «καθαρό», «εθνικό» DNA;
Φυσικά όχι, κανένα απολύτως, είτε ελληνικό είτε γαλλικό, αγγλικό ή γερμανικό! Δεν υπάρχει κανένα συλλογικό «εθνικό» DNA. Το γεγονός ότι ακούμε συχνά αυτή τη διατύπωση δείχνει πόσο χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι μαρτυρά κοινότοπες αντιλήψεις που φυσικοποιούν τη διαφορά. Συνιστά δηλαδή τον προθάλαμο για ρατσιστικές ιδέες που ταυτίζουν τη διαφορετικότητα με τη βιολογία – ξενοφοβικές, αντισημιτικές, ισλαμοφοβικές, σεξιστικές, ομοφοβικές. Το ανησυχητικό είναι ότι η μεταφορά του συλλογικού DNΑ χρησιμοποιείται ευρύτατα από πολιτικούς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, χωρίς να φαίνεται ότι έχουν επίγνωση του τι λένε. Ελπίζουμε ότι τόμος θα συμβάλει σε μεγαλύτερη εγρήγορση ως προς αυτό.
— Πόσο δίκιο μπορεί να είχε ο Φαλμεράγιερ;
Με βάση τα παραπάνω, το ερώτημα είναι άνευ αντικειμένου. Απορρέει από τις επιστημονικές παραδοχές της εποχής του και όχι της δικιάς μας.
— Η σχέση του εγχώριου εθνικισμού με τον επιστημονικό ρατσισμό;
Είναι γεγονός ότι οι απαιτήσεις και οι εσωτερικές αντιφάσεις του ελληνικού εθνικισμού τον ανάγκασαν να αναζητήσει τη φυλετική συνέχεια όχι στο αίμα αλλά στη γλώσσα, τον πολιτισμό και τον γεωγραφικό τόπο. Αφενός λοιπόν προσπαθούσε να παρακολουθήσει τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις περί φυσικοποίησης της διαφοράς, αφετέρου δίσταζε να τις εναγκαλιστεί μπροστά στις κατηγορίες του φαλμεραγιερισμού. Από τον τόμο προκύπτει ότι οι φυλετικές διαστάσεις του ελληνικού εθνικισμού, όπως και αν τις προσέλαβαν οι διανοούμενοι και οι επιστήμονες, δεν ενθαρρύνθηκαν θεσμικά, όπως συνέβη σε άλλες χώρες, ούτε μεταφράστηκαν σε σοβαρές προτάσεις για τη λήψη ευγονικών μέτρων που να προκαλούν ευρεία συζήτηση. Ωστόσο ο τόμος μας θυμίζει ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για σχετικές ιδέες, οι οποίες συνέβαλαν στη συγκρότηση νέων επιστημονικών εξειδικεύσεων, λ.χ. στην Ιατρική Σχολή που μελετά η Σεβαστή Τρουμπέτα. Όπως όμως είπαμε, αυτές δεν μεταφράστηκαν σε ευγονικές πολιτικές. Ρόλο έπαιξε και το ότι στην Ελλάδα την ακαδημαϊκή και πολιτική ισχύ είχαν οι νομικοί και όχι οι γιατροί, που πρωτοστάτησαν αλλού στην υιοθέτηση τέτοιων ιδεών. Παρατηρούμε, εντούτοις, να αποκτούν οι φυλετικές ιδέες μεγάλη απήχηση στις εκλαϊκευμένες τους έντυπες εκδοχές.
— Ο Μεταξάς καυχιόταν για τον «Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό», το σλόγκαν της απριλιανής χούντας ήταν το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών»... ισχύει ότι από την ίδια «μήτρα» προέκυψε η ΧΑ;
Υπάρχουν διαφορές. Η ΧΑ είναι ένα πολιτικό κόμμα και ταυτόχρονα δικάζεται ως εγκληματική οργάνωση. Οι άλλες ήταν δικτατορίες που επιβλήθηκαν με πραξικοπήματα. Πάντως τόσο στη μεταξική όσο και στην απριλιανή δικτατορία τα ιδεολογήματα που αναφέρετε παρέμεναν στα πλαίσια της καθεστωτικής προπαγάνδας χωρίς να συνοδεύονται από κατά σύστημα πολιτικές διακρίσεων, αν εξαιρέσουμε βέβαια τις προσπάθειες να ταυτιστεί ο κομμουνισμός με «χαμηλού φυλετικού τύπου» λαούς – ο Δημήτρης Κουσουρής αναλύει πώς ο αντισημιτισμός και ο αντισλαβισμός «μπόλιασαν» την εγχώρια αντικομμουνιστική ρητορική τη δεκαετία του '40. Από κει και πέρα, ο ελληνικός εθνικισμός, όπως και κάθε εθνικισμός, εμπεριέχει εξ ορισμού την ιδέα της υπεροχής που εύκολα αποκτά φυσικοποιημένη διάσταση. Εξ ου και τα «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» ή η ιδέα του μικρού ανάδελφου έθνους με το λαμπρό παρελθόν και την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια, που μόνιμα απειλείται, διαρκώς αμύνεται και παρά ταύτα επιβιώνει και μεγαλουργεί, και την οποία διακινεί η σχολική ιστορία μέχρι σήμερα. Φορέας φυσικοποιημένων ιδεών για τη διαφορά φαίνεται ότι είναι και η Εκκλησία – για παράδειγμα, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης εστιάζει στον χριστιανικό αντισημιτισμό τού 20ού αιώνα συγκρίνοντας την Καθολική με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης πώς οι φυλετικές ιδέες διαφαίνονται ενίοτε στη νομοθεσία για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, όπου συναντάμε τον αμφίσημο όρο «γένος» (γράφουν σχετικά οι Λ. Μπαλτσιώτης και Δ. Χριστόπουλος). Όλα αυτά τα παραδείγματα, και άλλα που περιλαμβάνονται στον τόμο –δυστυχώς δεν μπορούμε εδώ να αναφέρουμε όλα τα ονόματα–, δείχνουν ότι οι φυλετικές θεωρίες απέκτησαν στο παρελθόν ποικίλες και κάποτε αναπάντεχες πολιτικές διαστάσεις και ότι διαπερνούν και σήμερα πολλές όψεις του κυρίαρχου εθνικισμού.
— Εκτός όμως από την πολιτική, οι φυλετικές θεωρίες άφησαν ίχνη και στη λογοτεχνία, της γενιάς του '30 ειδικά, κάτι που δεν είχε επαρκώς φωτιστεί ως τώρα.
Πράγματι, όπως δείχνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, οι φυλετικές θεωρίες, στις εκλαϊκευτικές τους κυρίως εκδοχές, επηρέασαν γνωστούς και καταξιωμένους σήμερα συγγραφείς της γενιάς του '30 – Μυριβήλης, Καραγάτσης (που εξετάζει ο Μίλτος Πεχλιβάνος), Τερζάκης, Πικρός, ο Παρορίτης που μιλά για «σάπιο αίμα» παρότι αριστερός, ο βαθιά επηρεασμένος από τον Νίτσε Καζαντζάκης κ.ά. Στην πλειονότητά τους, τις συνέδεσαν με ιατρικές μεταφορές κοινωνικής παθολογίας και εκφυλισμού. Λίγοι ασπάστηκαν ακραιφνείς ρατσιστικές απόψεις, όπως ο ταυτόχρονα μαχητικός δημοτικιστής Πέτρος Βλαστός –που μελετά ο Παρασκευάς Ματάλας–, με τον οποίο μάλιστα διαφωνούσε σχετικά ο φίλος του Ίων Δραγούμης – τις δικές του απόψεις αναλύει η Έφη Γαζή. Αλλά και γνωστοί ιστορικοί τέχνης όπως ο Παντελής Πρεβελάκης υποστήριζαν την «υπεροχή» της λευκής φυλής και του πολιτισμού της – δέστε την εργασία του Ευγένιου Ματθιόπουλου. Είπαμε, την εποχή εκείνη οι ιδέες αυτές δεν θεωρούνταν σκοταδιστικές ούτε κατακριτέες, απεναντίας φάνταζαν ορθολογικές, προοδευτικές και μοντέρνες! Μέχρι και η Αριστερά γοητεύτηκε από ορισμένες διαστάσεις των φυλετικών θεωριών, όπως φαίνεται στο άρθρο του Κωστή Καρπόζηλου, ενώ ο Δημήτρης Ψαρράς μας θυμίζει ότι δεν υπήρξε –μήτε και είναι– «αδιάβροχη» στην εβραιοφοβία.
— Η δική σας προσωπική συμβολή στον τόμο;
Εκτός από τη συγγραφή της εισαγωγής ασχολήθηκα επίσης με την περίπτωση του Κωνσταντίνου Γαρδίκα, ο οποίος υπήρξε για δεκαετίες ο μόνος εγκληματολόγος στην Ελλάδα, με μακρόχρονη θητεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θεμελιωτής των κυριότερων εγκληματολογικών υπηρεσιών της χώρας. Κριτικός σε ορισμένες απόψεις του Λομπρόζο, αναγνώριζε τη συμβολή του. Θεωρούσε το έγκλημα «βιοκοινωνικό φαινόμενο» και παρουσίαζε τους εγκληματίες ως «στοιχεία θνησιγενή της φυλής των» και «κατωτέρας ποιότητος άτομα». Υπήρξε θιασώτης των φυλετικών αντιλήψεων που κυριαρχούσαν στο αντικείμενό του κατά το Μεσοπόλεμο, οι οποίες συσχέτιζαν τη ροπή στην εγκληματικότητα με συγκεκριμένα φυσικά ή φυλετικά χαρακτηριστικά, απέρριπτε εντούτοις τη λήψη ευγονικών μέτρων. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι οι φυλετικές θεωρίες διδάσκονταν μέσα από τα βιβλία του μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '70!
— Πώς θα μπορούσαμε, πιστεύετε, να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα «μικρόβια» του εθνικισμού, του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων;
Καταρχάς θα διαφωνήσω με τη χρήση της παθολογικής μεταφοράς ακριβώς επειδή χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο φυλετικό λόγο, όπως προαναφέραμε. Σε κάθε περίπτωση, ο τόμος επιχειρεί να καταγράψει ορισμένες από τις εκδοχές του φυλετικού λόγου στην Ελλάδα από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα και να τις εντάξει σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αν έχει ένα πολιτικό περιεχόμενο, είναι η έμμεση αλλά σαφής πρόθεση να συμβάλει στην αναγκαία παραγωγή γνώσης γύρω από τα θέματα αυτά. Διότι είναι, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι η πιο επικίνδυνη διάσταση των φυλετικών θεωριών σήμερα δεν αφορά μόνο –ούτε καν τόσο– τις εκδοχές τους που καταδικάστηκαν μετά τα εγκλήματα του ναζισμού και συνεχίζουμε να τις αποκηρύσσουμε σήμερα, εκείνες που μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε∙ κυρίως αναφέρεται σε εκείνες που εμφανίζονται ως αυτονόητες, που ταυτίζοντας τη διαφορετικότητα κάθε είδους με τη φύση και τη βιολογία νομιμοποιούν τη διάκριση, την ιεραρχία και την εξουσία.