Η επιτήρηση, η αναμόρφωση και η δικαιοσύνη των ανηλίκων στην μεταπολεμική Ελλάδα είναι το θέμα του βιβλίου της καθηγήτριας της σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Εφης Αβδελά «Νέοι εν κινδύνω», το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις. Από τι κινδύνευαν οι νέοι σε αυτή την εποχή της ιστορίας; Οι κίνδυνοι είναι ακόμα οι ίδιοι; Με ποιο τρόπο η Ελλάδα μέσα στις πληγές του πολέμου αναμόρφωνε τη νεολαία της; Για να λύσουμε τις απορίες μας, κάναμε μια συζήτηση μαζί της. μέσα από τα γλαφυρά χειρόγραφα των επιμελητών της εποχής, περιγράφεται η κοινωνική πραγματικότητα μιας χώρας που επούλωνε τις πληγές της και προσπαθούσε να αναμορφωθεί και η ίδια.Και αν τα όρια του επιτρεπτού έχουν αλλάξει, τα όρια του καθωσπρεπισμού παραμένουν τα ίδια.
Η συζήτηση με την Έφη Αβδελά
Τι ήταν αυτό που σας ενδιέφερε όταν ξεκινήσατε αυτή την έρευνα για τους ανήλικους παραβάτες;
Αυτό που με ενδιαφέρει να δείξω είναι ότι δεν υπάρχει μια αντικειμενική φυσική κατηγορία «ανήλικοι παραβάτες», αλλά αυτή συγκροτείται, ιστορικά, το περιεχόμενό της αλλάζει μέσα στο χρόνο, οι ίδιες πράξεις κάποια στιγμή δε θεωρούνται παραβάσεις, ενώ κάποια άλλη στιγμή θεωρούνται. Η ιδέα του ανήλικου παραβάτη είναι μια ιστορικά συγκροτημένη ιδέα, που αρχίζει να εμφανίζεται από τον 19ο αιώνα στην Αγγλία πρώτα και στη συνέχεια στην Ευρώπη. Δηλαδή η ιδέα ότι χρειάζεται ένα ειδικό νομικό καθεστώς για τους ανήλικους που παραβαίνυν το νόμο και δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται όπως οι μεγάλοι, είτε να τους βάζουν στα ίδια κελιά, όπως έκαναν παλιότερα, είτε να τους κρίνουν με τα ίδια κριτήρια. Αυτό προϋποθέτει επίσης άλλου είδους παραδοχές. Προϋποθέτει την παραδοχή ότι οι ανήλικοι, ειδικά μεταξύ δώδεκα με δεκαοκτώ, βρίσκονται σε μια ειδική κατάσταση. Άρα προϋποτίθεται η ανακάλυψη της εφηβείας, η παραδοχή δηλαδή ότι υπάρχει μια ειδική ηλικιακή περίοδος που έχει ειδικά χαρακτηριστικά, ένα από τα οποία είναι ο παρορμητισμός, η ήβη, η ορμή, η οποία μπορεί να οδηγήσει και σε υπερβολές και ότι αυτό χρειάζεται μια τιθάσευση.
Στο βιβλίο σας ασχολείσθε με μια εποχή συγκεκριμένη;
Είναι η εποχή μετά τον πόλεμο, αλλά με ενδιαφέρει να δούμε το πώς φθάσαμε μέχρι εκεί. Άρα πιάνω από τον δέκατο ένατο αιώνα δυο θεματικές τις οποίες συνδυάζω με αυτά που κάνω μετά τον πόλεμο. Η μια θεματική είναι η ειδική νομική μεταχείριση των νέων, το πώς αυτή εμφανίζεται στο ευρωπαϊκό δίκαιο και στην Ελλάδα, και το δεύτερο είναι η αντιμετώπιση της νεότητας ως κοινωνικού κινδύνου. Και πώς εμφανίζονται νέοι επιστήμονες και νέες γνωστικές πειθαρχίες, οι οποίες αποκτούν ειδίκευση και αυθεντία γι’ αυτά τα θέματα. Αυτά τα δυο συνδυάζονται στα δικαστήρια ανηλίκων και στους ειδικούς για την πειθάρχηση των ανηλίκων (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί κ.ά.) στις αρχές του εικοστού αιώνα. Στην Ελλάδα οι συζητήσεις αυτές αρχίζουν από τον μεσοπόλεμο με τα παιδικά δικαστήρια, δεν έχουμε εδώ την ανάπτυξη ειδικών, όπως σε άλλες χώρες, οι νομικοί διατηρούν λόγο πάνω στα πράγματα που αφορούν τους ανήλικους. Τα δικαστήρια ανηλίκων εμφανίζονται την παραμονή του πολέμου, το 1940. Και παρακολουθούμε το τι γίνεται στη δεκαετία του 40, αλλά κυρίως μεταπολεμικά, όταν ιδρύεται η Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων που αναλαμβάνει να συνδράμει τα δικαστήρια ανηλίκων και να παρακολουθήσει την επιμέλεια των παιδιών, δηλαδή την επιτήρηση, τη συμμόρφωση και την αναμόρφωσή τους.
Πώς ξεκινήσατε αυτή την έρευνα; Πού βρήκατε αυτούς τους φακέλους;
Αυτούς που αφορούν τη Θεσσαλονίκη τους βρήκα εντελώς τυχαία στην αγορά αρχειακού υλικού και παλαιών βιβλίων. Αυτοί οι φάκελοι σώθηκαν από τα σκουπίδια. Έτσι πρωταγόρασα πριν από μερικά χρόνια μερικούς φακέλους και με εντυπωσίασαν πολύ. Στη συνέχεια το πανεπιστήμιο διέθεσε ένα ποσό και αποκτήσαμε ένα μεγάλο αρχείο. Έτσι διασώθηκε και φυλάσσεται στις κλειστές συλλογές του πανεπιστημίου, επειδή περιέχει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Αργότερα βρήκα ότι τα Γενικά Αρχαία του Κράτους έχουν το υλικό από την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων της Αθήνας και εκεί πήρα την άδεια για μια δειγματοληπτική έρευνα.
Μπορείτε να μου πείτε το πιο εντυπωσιακό πράγμα που πρωτοδιαβάσατε; Αυτό που σας έκανε κλικ;
Ήταν οι αφηγήσεις, οι εκθέσεις των επιμελητών. Οι επιμελητές ανηλίκων, όταν αναλάμβαναν την επιμέλεια ενός ανήλικου παιδιού που ό,τι και αν είχε κάνει δεν ήταν τόσο βαρύ ώστε να το στείλουν στο σωφρονιστήριο, αναλάμβαναν να το παρακολουθούν κάθε μήνα, να έχουν συζητήσεις μαζί του και να στέλνουν μία έκθεση στον δικαστή ανηλίκων προτείνοντας τι να γίνει στη συνέχεια: να συνεχιστεί η επιμέλεια, αν έχει πάει καλά, ή ότι ο ανήλικος είναι ανεπίδεκτος και πρέπει να πάει στο αναμορφωτήριο. Αυτέςοι μηνιαίες εκθέσεις, πολλές από τις οποίες είναι χειρόγραφες, είναι συνηθως τυπικές, αλλά πολλές δεν είναι και έχουν αναλυτικές περιγραφές: της κατοικίας, της οικογένειας και των σχέσεων μεταξύ τους, είτε από κουβέντες που κάνουν με τα ανήλικα παιδιά είτε ιστορίες που έχουν γίνει μέσα ή έξω από το σπίτι. Είναι γλαφυρά κείμενα, παρόλο που είναι γραμμένα σε ένα γραφειοκρατικό γλωσσάρι, σε καθαρεύουσα. Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούν ότι προσφέρουν και προσπαθούν να πείσουν το δικαστή. Αυτό που με κέντρισε αρχικά ήταν οι συντάκτες αυτών των κειμένων.
Ήταν κοινωνικοί λειτουργοί;
Όχι όλοι. Ήταν και κοινωνικοί λειτουργοί, αλλά κυρίως ήταν νομικοί, ορισμένοι εθελοντές και κάποιοι που προέρχονταν από τις παλαιότερες Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων. Ήταν λοιπόν από εκείνα τα μορφωμένα μικροαστικά στρώματα που μεταπολεμικά προσέβλεπαν σε μια κοινωνική άνοδο μέσω του δημοσίου και σε μια σταθερή δουλειά. Επίσης είχαν ένα όραμα –συχνά χριστιανικό- να συμβάλλουν, να βοηθήσουν στην ανασυγκρότηση της χώρας και στην αναμόρφωση της νεολαίας.
Ποιοι είναι οι λόγοι που φτάνουν οι ανήλικοι στα δικαστήρια;
Εκείνη την εποχή ένα παιδί φτάνει μπροστά στο δικαστήριο από δύο δρόμους. Ο ένας, ο συνηθέστερος είναι γιατί έκανε κάποια παράβαση, ποινική ή άλλη, υγειονομική για παράδειγμα. Είναι παιδιά που δουλεύουν από πολύ μικρά και βρίσκονται σε χώρους υγειονομικού ενδιαφέροντος και λ.χ., δεν φορούν ποδιές, ή πουλάνε κουλούρια στο δρόμο και δεν έχουν άδεια. Το πιο συχνό αδίκημα είναι οι διαφόρων ειδών κλοπές, μικροκλοπές ή μεγαλύτερες ή κατ’ εξακολούθηση κλοπές, μετά μικροτραυματισμοί, κλοπές χρήσης, δηλαδή το να κλέψουν ένα πατίνι ή ένα ποδήλατο ή ένα αυτοκίνητο για να κάνουν μια βόλτα, διατάραξη κοινής ησυχίας, αλητεία και φυγή από το σπίτι, το ίδιο και για τα κορίτσια. Αυτού του τύπου συνήθως είναι οι λόγοι. Έχουμε πολύ λιγότερες βαριές περιπτώσεις. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούν αγόρια, αλλά υπάρχουν και αρκετά κορίτσια.
Πιστεύετε ότι η αναμόρφωση ήταν χρήσιμη γι’αυτά τα παιδιά;
Είναι πολύ δύσκολο να το πει κανείς αυτό. Καταρχάς γιατί υπάρχει και η κατηγορία των παιδιών που μπαίνουν σε επιμέλεια για προληπτικούς λόγους – και αυτός είναι ο δεύτερος δρόμος από τον οποίο έφταναν μπροστά στο δικαστή ανηλίκων. Εκεί δεν έχουν παραβεί κάποιο νόμο αλλά θεωρείται ότι βρίσκονται σε «ηθικό κίνδυνο». Κι εκεί έπρεπε να υπάρχει ένα αίτημα του γονιού που έλεγε «πάρτε το παιδί μου, κλείστε το μέσα γιατί εγώ δεν μπορώ να το κάνω ζάφτι». Σε αυτές τις περιπτώσεις ανήκουν τα πολύ ζωηρά παιδιά που έφευγαν από το σπίτι, που σήκωναν χέρι στους γονείς, στα αδέρφια – αλλά και ανεπιθύμητα παιδιά, που δεν τα ήθελαν οι γονείς τους. Είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να κρίνει κανείς εάν πράγματι ήταν αυτό εντέλει για το καλό των παιδιών. Πάρα πολλές περιπτώσεις έχουν θετική έκβαση. Και τα παιδιά «εντάσσονται ομαλά» στην κοινωνία. Όμως για να το κρίνει κανείς αυτό πρέπει να μπει στο πνεύμα της κοινωνίας της εποχής. Γιατί οι κατηγορίες που απηύθυναν όλοι στα παιδιά αντανακλούσαν την ιδεολογία της εποχής για το τι σημαίνει «καλό παιδί», τι σημαίνει κοινωνική ευταξία, τι σημαίνει κοινωνικά επιθυμητές σχέσεις ή οικογένεια. Πράγματα τα οποία είναι αρκετά διαφορετικά με αυτά που είναι σήμερα κοινοί τόποι για μας. Τα όρια του μη επιτρεπτού έχουν αλλάξει. Τα όρια του καθωσπρέπει είναι περίπου τα ίδια.
Τα παιδιά αυτά έφευγαν από το σπίτι όταν έμπαιναν σε επιμέλεια;
Όχι. Ήταν συνήθως σε κατ’ οίκον παρακολούθηση. Για να φύγουν τα παιδιά από το σπίτι έπρεπε η οικογένεια να θεωρείται επικίνδυνη για το παιδί -εννοώ ενδοοικογενειακή βία, αιμομιξία, πλήρη ανέχεια- ή να θεωρείται ότι η απομάκρυνση από το σπίτι και ο κάποιου τύπου εγκλεισμός, το αναμορφωτήριο εν προκειμένω, θα το βάλει σε μια σειρά, θα το πειθαρχήσει, θα το κάνει να παρακολουθήσει το σχολείο, να μάθει μια τέχνη. Ή πάλι το παράπτωμα να είναι τόσο βαρύ και να οδηγεί σε εγκλεισμό στο σωφρονιστήριο ανηλίκων.
Υπήρξε διαφορετική αντιμετώπιση των αγοριών και των κοριτσιών;
Υπάρχει ακραία έμφυλη αντιμετώπιση. Τα κορίτσια ταυτίζονται με τη σεξουαλική τους διάσταση. Ό,τι και αν έχουν κάνει είναι πρώτα από όλα πόρνες ή υποψήφιες να διακορευτούν. Είναι κατ’ αρχάς υπόπτου ηθικής. Γι’αυτό και η πρώτη δουλειά, ακόμα και αν έχουν πιαστεί για άλλους λόγους, είναι να εξεταστούν γυναικολογικά. Εξέταση παρθενίας. Είναι κάτι που το ζητούν πρώτοι οι γονείς. Υπάρχει επίσης σημαντική διαφορά στο ζητούμενο της αναμόρφωσης: θεωρούσαν ότι ενώ στα κορίτσια πρέπει να επιβληθεί η πειθαρχία, στα αγόρια πρέπει να καλλιεργηθεί η αυτοπειθαρχία.
Είναι ένα ανάγλυφο του κοινωνικού τοπίου της Ελλάδας αυτό το βιβλίο;
Των λαϊκών στρωμάτων, θα έλεγα. Συνήθως οι πλούσιες οικογένειες ήξεραν να προφυλάσσουν τα παιδιά τους από το μηχανισμό δικαιοσύνης ανηλίκων και επομένως από την εμπλοκή του στη ζωή όλης της οικογένειας.
Τι συμπέρασμα βγάζουμε για αυτή την κοινωνία;
Είναι η κοινωνία στην οποία έζησα, μέσα στην οποία μεγάλωσα, από την άλλη πλευρά του φράχτη και με πολύ καλές συνθήκες και αναμνήσεις. Παρ’όλα αυτά θα έλεγα ότι είναι μια κοινωνία πολύ μεγάλης ηθικολογίας, πολύ μεγάλης αυστηρότητας ως προς την ανοχή του διαφορετικού, του λεγόμενου μη κανονικού, το οποίο όπως σήμερα το παθολογικοποιεί, τότε το ποινικοποιούσε. Ήταν η φάση της ποινικοποίησης του διαφορετικού. Και εκεί οι νέοι άνθρωποι που για τον έναν ή τον άλλο λόγο βρέθηκαν ή επιδίωξαν να διαφέρουν, έπρεπε να βρούνε λύσεις. Σε αυτό το βιβλίο, προς το τέλος, προσπαθώ να δω τα πράγματα από την μεριά των ίδιων παιδιών. Επειδή το υλικό ήταν τέτοιο και όλο το βιβλίο είναι γραμμένο από τη μεριά αυτών που τα επιτηρούν και προσπαθούν να τα αναμορφώσουν, επειδή δεν έχουμε στοιχεία με τη δική τους φωνή, γι’αυτό προσπαθώ να συνθέσω τα διαφορετικά ψήγματα που διαθέτουμε για να δω τη δική τους σκοπιά, όσο είναι δυνατόν. Οι περισσότεροι προσαρμόζονταν στο κανονιστικό καλούπι για να γλυτώσουν. Κάποιοι αντιστέκονταν σθεναρά και αυτό τους έβαζε μέσα ακόμη πιο βαθιά και κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν με πονηράδες, με τεχνάσματα, να βρουν λύσεις ενδιάμεσες. Δε διαφέρει πολύ από αυτό που κάναμε όλοι σε αυτές τις ηλικίες. Όπως μπορούσε να ελιχθεί ο καθένας και η καθεμιά.
Ως ιστορικός θέλετε να μου πείτε τα χαρακτηριστικά της σημερινής κοινωνίας σε σχέση με αυτήν που περιγράφετε μέσα στο βιβλίο;
Ένα πράγμα που για μένα είναι σημαντικό και δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει κατανοητό είναι ότι σε αυτό το βιβλίο βλέπει κανείς περισσότερο πώς τα έβλεπαν τα «παραστρατημένα» παιδιά, παρά πώς πράγματι ήταν. Δεν ήταν ένα πράγμα τα παιδιά, όπως δεν είναι και σήμερα. Πώς είναι σήμερα τα παιδιά; Ποιος μπορεί να πει; Είναι όλα ίδια; Όχι βέβαια! Αλλά και σήμερα διακινούνται έντονες εικόνες για τους ανήλικους, που δείχνουν πώς τους βλέπουν, ο τύπος, η κοινή γνώμη. Θεωρώ ότι κάθε κοινωνία εναποθέτει στους νέους και τους φόβους και τις ελπίδες της, που είναι διαφορετικοί σε κάθε ιστορική περίοδο. Και άρα προσβλέπει στους νέους να λύσουν τα προβλήματα που οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να λύσουν, αλλά ταυτόχρονα βλέπει στους νέους τα πράγματα που δεν μπορεί να ελέγξει. Και αυτό φοβίζει. Από αυτή την άποψη, η γενική αντιμετώπιση δε διαφέρει. Ωστόσο θεσμικά υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Σήμερα ένας γονιός δεν μπορεί να πει «χώστε το παιδί μου στο αναμορφωτήριο». Έχει καταργηθεί η προληπτική διάσταση του μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων και η κατηγορία του «ηθικού κινδύνου». Σήμερα μιλάμε για τα δικαιώματα των παιδιών. Έχει αλλάξει ο νόμος, έχει αλλάξει η αντιμετώπιση, έχει αλλάξει και το περιεχόμενο των παραβάσεων που κάνουν οι ανήλικοι σήμερα. Είναι τελείως άλλου τύπου παραβάσεις. Έχει αλλάξει και το προφίλ τους. Οι προκαταλήψεις έχουν μετατεθεί. Αν εκείνη την εποχή υπήρχε ένας φόβος για τους «δικούς μας» νέους, σήμερα υπάρχει ο φόβος για τους «ξένους».
σχόλια