Δεν θέλει να μιλήσει άμεσα για την αποχώρηση «βόμβα» από την Εθνική Λυρική Σκηνή, (πριν από μερικούς μήνες έλαβε την απόφαση να αποχωρήσει από τη θέση του Διευθυντή του Μπαλέτου της Ε.Λ.Σ.) και ευγενικά αποφεύγει να απαντήσει σε μία σχετική ερώτηση.
Όμως στην ερώτηση για το ποια είναι σήμερα η σχέση του με την Ελλάδα, ο διεθνούς φήμης χορογράφος και χορευτής εξηγεί: «Η σχέση μου με την Ελλάδα μεταμορφώνεται μέσα στα χρόνια αναλόγως με τις εμπειρίες που έχω κάθε φορά με αυτήν, είτε προσωπικές είτε επαγγελματικές! Είναι μία σχέση στην οποία έχουν υπάρξει και υπάρχουν όμορφες ονειρικές στιγμές, αλλά ταυτόχρονα έχουν υπάρξει και σοκαριστικά άσχημες, σπαρακτικά απογοητευτικές εμπειρίες!» Δηλαδή; «Σήμερα στην Ελλάδα, ειδικά στον δικό μου επαγγελματικό τομέα, υπάρχουν συνθήκες και αντιξοότητες που αντιπαρατίθενται και συγκρούονται με την δυναμική μου, τις αρχές μου και τα πιστεύω μου. Παρόλα αυτά θεωρώ ότι είναι καθήκον μου, ακόμα και έτσι, πέρα από την επιθυμία που έχω, να προσφέρω όπως και όσο μπορώ με τις εμπειρίες και τις γνώσεις μου που με τόσο κόπο μόχθο και πόνο έχω αποκτήσει μακριά από την Ελλάδα, στον εμπλουτισμό της εγχώριας χορευτικής σκηνής. Θεωρώ πως έχουμε νέους ταλαντούχους χορευτές που αξίζει κανείς να παλέψει για αυτούς!»
Ο κ. Φωνιαδάκης μας μιλάει με αφορμή την ομιλία που δίνει στο φετινό TEDxAcademy. Έχει κάνει συνεργασίες διεθνούς εμβέλειας, μερικές από τις οποίες είναι με τους: Maurice Bejart, Royal New Zealand Ballet, Geneva Ballet Switzerland, Lyon Opera Ballet France, Bern Ballet Switzerland. Επιπλέον, έχει ιδρύσει την δική του ομάδα χορού «Apotosoma-Andonis Foniadakis». Συνεργάστηκε μάλιστα με τον Darren Aronofsky για το έργο του NOAH, ως συντονιστής κίνησης. Το 2012 τιμήθηκε με το βραβείο Danza and Danza, στην κατηγορία «Καλύτερος Χορογράφος 2012», για την δημιουργία του Les Noces in Maggio Danza – Florence Ballet. H Ματίνα Καλτάκη, συστήνοντας στους αναγνώστες της LIFO τον διαπρεπή χορογράφο, είχε τονίσει πως η πορεία του στον χορό δεν είναι αυτονόητη:
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ιεράπετρα της Κρήτης, σ' έναν τόπο όπου οι κοινωνικοί ρόλοι είναι αυστηρά καθορισμένοι – ως εκ τούτου θα περίμενε κανείς να μην επέτρεπαν σ' έναν έφηβο να κάνει μαθήματα μπαλέτου. Κι όμως. Οι γονείς του δεν είχαν πρόβλημα και ήρθαν τα πράγματα έτσι, ώστε ο Φωνιαδάκης, από τη σχολή της Νίκης Παπαδάκη, να έρθει στην Αθήνα το 1990 για να σπουδάσει χορό στην Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης. Τότε δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι το μέλλον του, και μια ζωή ανοιχτή σε διαρκώς καινούργιες εμπειρίες σε όλον τον κόσμο, θα ήταν συνδεδεμένα με τον χορό:
«Περνούσα μια μέρα έξω από μια δημοτική σχολή μπαλέτου που είχε ανοίξει, είδα τα παιδιά που περίμεναν για το μάθημα με τα ειδικά ρούχα και ή ζήλεψα ή θαύμασα. Είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να κάνω κι εγώ και μ' έγραψε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δεν είχα αντιρρήσεις και ενδοιασμούς από τους γονείς μου, δεν θεώρησαν ότι έπρεπε να με αποτρέψουν για τα μάτια του κόσμου, παρότι ήταν άνθρωποι που δεν είχαν σχέση με τις τέχνες. Η μόνη καλλιτεχνική αναφορά στο οικογενειακό μου περιβάλλον ήταν ο παππούς μου, που ήταν από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και έπαιζε μαντολίνο. Μόνο στήριξη θυμάμαι απ' αυτούς –η σχέση μας πάντα βασιζόταν στην αγάπη και στην κατανόηση–, κι ας ήμουν το μοναδικό αγόρι στη σχολή. Η επιθυμία μου να κάνω μαθήματα χορού ήταν ενστικτώδης, δεν ήξερα τι ακριβώς σημαίνει μπαλέτο, ούτε ποιες ήταν οι απαιτήσεις. Πιο πριν, όπως τα περισσότερα αγόρια στην Κρήτη, είχα κάνει μαθήματα παραδοσιακών χορών, οπότε έμοιαζε σαν συνέχεια στο πλαίσιο μιας εξωσχολικής δραστηριότητας. Πειράγματα και χλευασμό, αυτό που σήμερα λέμε bullying, αντιμετώπισα εκτός σπιτιού. Δεν ήταν εύκολη η καθημερινότητα για μένα, ντρεπόμουν να αναφέρω ότι πάω στη σχολή χορού, δεν το συζητούσα. Η κοινωνία είναι σκληρή, και ιδίως τα παιδιά. Αντιδρούν αυθόρμητα, δεν επεξεργάζονται sτο μυαλό τους τι σημαίνει το ένα και το άλλο και ποιες είναι οι συνέπειες της συμπεριφοράς τους. Δεν δικαιολογώ, είναι η φύση των πραγμάτων έτσι. Η μόνη στιγμή που αισθανόμουν καλά ήταν όταν κάναμε παραστάσεις και δεχόμουν τον θαυμασμό για τη συμμετοχή και τις επιδόσεις μου».
«Όταν ήμουν μικρός δεν ονειρευόμουν τίποτα συγκεκριμένο», μας λέει σήμερα. «Πάντα μου άρεσε η ζωγραφική και πίστευα πως κάποια στιγμή θα γίνω ζωγράφος. Το να ζωγραφίζω φανταστικά τοπία ήταν ένας τρόπος για μένα να ξεφεύγω από την πραγματικότητα. Πλέον δε ζωγραφίζω σε ένα καμβά αλλά πάνω στην σκηνή, και ομολογώ πως είναι πολύ πιο συναρπαστικό!»
Στον χορό τον πρωτοτράβηξαν κάποιες παλιές εκπομπές που έβλεπε στην ΕΡΤ, με βραδιές μπαλέτου, αλλά και κάθε εορταστικό πρόγραμμα που έβλεπε και είχε χορό. «Θυμάμαι συγκεκριμένα κάποιες Πρωτοχρονιές που παρακολουθούσα τα εορταστικά προγράμματα με τα καμπαρέ από το Παρίσι όπως το Λίντο ή του Μουλέν Ρουζ... Πάντα μου άρεσε να χορεύω από μικρό παιδί. Δεν καταλάβαινα το πώς και το γιατί, αλλά με συνέπαιρνε ο ρυθμός της χορευτικής μουσικής, και το να κινηθώ σ' αυτόν ήταν αναπόφευκτο.
Όταν ήρθε ο καιρός να αποφασίσω τι θα σπουδάσω μετά το λύκειο και κατάλαβα πως τίποτα άλλο δε μου έδινε χαρά η την αίσθηση της ολοκλήρωσης παρά μόνο ο χορός. Πιστεύω ήταν μία πιο βαθιά ανάγκη να μπορέσω να εκφραστώ ψυχικά και συναισθηματικά μέσα από την σωματικότητα μου, παρά να ικανοποιηθώ σε ένα οποιοδήποτε άλλο επαγγελματικό βιοπορισμό.»
Έχει συνεργαστεί με κορυφαίους χορευτές, όμως αν μπορούσε να συνεργαστεί και με κάποιον που δεν είναι εν ζωή, ποιον θα επέλεγε; «Έτσι όπως μπορώ να τον φανταστώ απ' ό,τι έχω διαβάσει γι' αυτόν, θα επέλεγα τον Νιζίνσκι!» λέει. Αναρωτιέμαι τι του έμαθε η ζωή καθώς σπούδαζε στη σχολή που διηύθυνε ο Μωρίς Μπεζάρ. «Μου έμαθε τόσα πολλά που όμως στη διάρκεια του σπουδών μου δεν μπόρεσα να τα αποκωδικοποιήσω αλλά ούτε και να τα εμπεδώσω στο μέγιστο βαθμό» απαντά. «Όλα φανερώθηκαν σταδιακά στην διάρκεια της επαγγελματικής μου καριέρας και μερικά από αυτά αναδύονται ακόμα και σήμερα από το υποσυνείδητο μου. Παρόλα αυτά τη μεγαλύτερη δύναμη που μου έδωσε η σχολή ήταν αυτή της αυτοπειθαρχίας. Επίσης μια αίσθηση ευλάβειας, ευσέβειας και προσήλωσης απέναντι σε αυτή την ιερή για μένα μορφή τέχνης του χορού. Ο χορός απαιτεί ένα τεράστιο καθημερινό κόπο για να μπορέσει κανείς να απελευθερώσει τις πιο τρελές δυνατότητες του, σωματικές και ψυχικές, να υπερβεί τα όρια του, αρχίζοντας ένα ταξίδι αυτογνωσίας όπου ο μεγαλύτερος δάσκαλος και μέντορας καταλήγει τελικά να είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.»
Όταν φτιάχνει μια χορογραφία, είναι πολλά τα πράγματα που μπορεί να τον εμπνεύσουν πέρα από την μουσική. Μία καθημερινή εικόνα στο δρόμο, ένα άλλο έργο τέχνης όπως ένας ζωγραφικός πίνακας, μια φωτογραφία, ένα βιβλίο αλλά και απλές καθημερινές στιγμές μέσα από τις οποίες αναδύεται μία αλλόκοτη ομορφιά στην οποία αξίζει να σταθείς, να την νιώσεις πρώτα και έπειτα να μπορέσεις να την αφομοιώσεις, έτσι ώστε «να αναδυθεί με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μέσα στη δουλειά μου. Μα πάνω απ' όλα με εμπνέουν τα κορμιά και οι δυνατότητές τους να εκφράζουν το πιο βαθύ ψυχικό συναίσθημα που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε με την λογική και το νου μας.»
Για μένα το σώμα δεν έχει γένος, το αρσενικό και το θηλυκό, συμπτύσσονται, και στα έργα μου δεν έχει πια σημασία αν ο άντρας ή γυναίκα έχουν την εικόνα που τους αξίζει με την κοινή λογική.
Ο Φωνιαδάκης είναι ταυτισμένος με τον αισθαντικό, σωματικό χορό. «Αγαπώ τα σώματα, τη δύναμή, την ευαισθησία, την ομορφιά τους, τους περιορισμούς αλλά και τις απέραντες δυνατές πιθανότητες τους» εξηγεί. «Είναι απίστευτο το πώς κάποιος μπορεί να δημιουργήσει ένα ολόκληρο έργο, έναν ολόκληρο κόσμο, να πει μία ολόκληρη ιστορία, να γίνει μάρτυρας γεγονότων, να μπορέσει να ταξιδέψει το νου και την καρδιά σε τοπία πέρα από την πραγματικότητα απλά και μόνο με τη δύναμη της κίνησης του, και μέσα από ένα σώμα πάσχων, καθημερινό, ευάλωτο, σπαρακτικά ανθρώπινο, αλλά ταυτόχρονα φανταστικά θείο.»
«Μου αρέσει να πλάθω σαν τον πηλό τα σώματα» συνεχίζει. «Να τα προκαλώ, να σπάνε και να ξεφεύγουν από τα όρια τους. Να δημιουργούν νέες δυναμικές, να γίνονται ακόμα πιο ερωτικά εξορκίζοντας την ενοχή, την οποιοδήποτε και από οπουδήποτε αυτή μπορεί να προέρχεται.
Για μένα το σώμα δεν έχει γένος, το αρσενικό και το θηλυκό, συμπτύσσονται, και στα έργα μου δεν έχει πια σημασία αν ο άντρας ή γυναίκα έχουν την εικόνα που τους αξίζει με την κοινή λογική. Στο χορό μου τα σώματα σχεδόν γίνονται άυλα, διακτινίζονται μέσα από μία έντονη σωματικότητα, από έναν έντονο ρυθμό, από μία έντονη ταχύτητα σε μία νέα πραγματικότητα όπου δεν υπάρχουν στεγανά συνθήκες και νόμοι. Τα πάντα είναι δυνατά, και μέσα σε αυτόν το χώρο χρόνο επαναπροσδιορίζω και παρουσιάζω το δικό μου κινούμενο σώμα.»
«Τι διδάσκετε πρώτα από όλα στους χορευτές σας;» τον ρωτάω. «Θέλω οι χορευτές μου να είναι αισθαντικοί, να ρέουν σε μια κίνηση οργανική και δυναμική σαν και αυτή που έχει ένα ποτάμι που μπορεί να καταλήξει σε ένα καταρράκτη. Με ενδιαφέρει να έχουν οργανικά όμορφα σχεδόν άυλα χέρια Καθώς πιστεύω ότι τα χέρια είναι μία προέκταση της ψυχής μας. Να είναι γειωμένοι αλλά ταυτόχρονα και αιθέριοι. Να είναι λιοντάρια αλλά και μέδουσες. Να μπορούν να δουν αστέρια στο απόλυτο σκοτάδι και να κόβουν σαν ξυράφι την πιο σκληρή επιφάνεια. Να είναι σιωπηλοί αλλά ταυτόχρονα να προκαλούν σεισμούς. Να είναι γρήγοροι και να αναπνέουν την ευκολία! Όλα αυτά και τόσα αλλά επιθυμώ από αυτούς και προσπαθώ να βρω τρόπο να τους διδάξω...»
Σύμφωνα με τον ίδιο, η μεγαλύτερη -πρακτική- δυσκολία στη ζωή ενός χορογράφου «είναι η συνέχεια, με οτιδήποτε αυτή η λέξη μπορεί να συμπεριλαμβάνει σε καλλιτεχνικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο.» Το μόττο του έχει ενδιαφέρον: «Πειθαρχώντας κατανόησα τα όριά μου» λέει, «όμως τολμώντας τα ξεπέρασα». Και η ομιλία στο TEDxAcademy; «Είναι δύσκολο να μιλάς για τον καλύτερο σου εαυτό όταν η διαδικασία κατανόησης του εαυτού είναι σε συνεχή εξέλιξη. Το κάλεσμα στο TEDxAcademy είναι μια πρόκληση να σταθώ μπροστά σε ένα ακροατήριο γιατί συνήθως οι χορογραφίες μου μιλάνε ως ένα βαθμό για μένα. Παρόλα αυτά νομίζω πως μια συμπερασματική γνώση εμπειριών θα είναι ενσωματωμένη στην ομιλία μου.»
—Κύριε Φωνιαδάκη, ποια πιστεύετε πως, τελικά, είναι η μεγαλύτερη ομορφιά της ζωής;
Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύτιμο, ιερό, αναγκαίο και κατά συνέπεια όμορφο για τον άνθρωπο πέρα από την ελευθερία. Σε οτιδήποτε και οπουδήποτε αυτή εντάσσεται. Είναι η ομορφιά που επιβάλλεται!