Λέω πως δεν είμαι ούτε κοιλιόδουλος ούτε μοναχοφαγάς.
Στην ταβέρνα μας στη Μηχανιώνα όπου μεγάλωσα, διάλεγα κι έτρωγα. Ο, τι βάζει ο νους σου! Η ψυχή μου όμως, στ' ακρογιάλι, εκεί έφερνε το κύμα τη βαλούτα, τη σαβούρα δηλαδή απ' τις καλάδες των ψαράδων. Οι περιφρονημένες σαρδέλες με ταξίδευαν σ' όλους τους ωκεανούς. Αυτά τα πεντανόστιμα αφρόψαρα, όπως και τα πετρομπάρμπουνα, σε κάθε τύπο μαγειρέματος- δένουν με την εποχή της άσπιλης παιδικότητας.
Η γαστριμαργική πανδαισία που απολάμβανα όταν ζούσα στην Πόλη με ξεστράτισε απ' τα θαλασσινά μου γούστα. Με είχε καταστήσει θύμα του το ανυπέρβλητο χιουνκιάρ μπεγεντί του θεσπέσιου Τουρκαρμένιου φίλου μου Βολκάν, με παραμύθιαζε η γεύση του, σα να δειπνούσα σε οθωμανικό σαράι. Βολκάν και χιουνκιάρ ήταν και τα δυο παραδείσια. Αυτό το κορυφαίο ανατολίτικο πιάτο αντιστοιχεί στον καιρό της ερωτικής ωριμότητας.
Ώσπου, ένα καλοκαίρι, είπα να ψωνίσω έναν βαρβάτο αστακό στο Πόρτο Κουφό. Αποφάσισα να τον τσακίσω μόνος μου με λαδολέμονο, χωρίς ψωμί, σαλάτα, μαγιονέζα. Το γεύμα κράτησε δύο ώρες. Μία ώρα μόνο μου πήρε το τραγάνισμα γύρω απ' τις δαγκάνες του. Μεγαλεία! Αμ τι; Καλύτεροι είναι οι εφοπλιστάδες που τον χλαπακιάζουν όποτε γουστάρουν;
Το βράδυ θα έβγαινα με φίλους. Μου ήταν αδύνατο. Και τι θα 'τρωγα; Με είχε κατακυριεύει η απόλυτη γευστική ομορφιά του αστακού μου. Σα να είχε περάσει σ' όλο μου το κορμί η δύναμη της και να είχα παραλύσει. Η μοναχική απόλαυση του αξεπέραστου οστρακόδερμου αναλογεί στην εποχή του ερμητισμού, της πνευματικής ωρίμανσης και της συνείδησης του αποχαιρετισμού.
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι συγγραφέας.
σχόλια