Στην πορεία σου ευτύχησες να μοιραστείς ένα ντουέτο με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Πώς έγινε;
Ο Τσιτσάνης με βρήκε. Του είχα μεγάλο θαυμασμό, παρ’ ότι δεν είχα μεγαλώσει με λαϊκά ακούσματα. Στο σπίτι μας, όμως –μέσα στην όπερα που άκουγε ο πατέρας μου–, αυτά τα πράγματα ήταν λίγο ζαλιστικά για ένα παιδί τότε...
— Ζαλιστικά;
Εντάξει, βρε παιδί μου, ο πατέρας μου είχε κόλλημα. Ήταν εξαίρετος τενόρος, με πολύ σοβαρές σπουδές στο είδος, και απλά ακούγαμε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε (γέλια). Από ελληνική μουσική, λοιπόν, ακούγαμε Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο και Τσιτσάνη. Δεν νομίζω να ήταν μόνο δικό μας προνόμιο αυτό. Ο Τσιτσάνης αποτελεί κορυφαία προσωπικότητα του ελληνικού τραγουδιού, η στιγμή που ενώθηκε η πηγαία λαϊκή δημιουργία με τη σκέψη.
— Θα ήσουν κοριτσάκι όταν σε γνώρισε.
Είμαι γεννημένη το 1952, άρα ναι, μιλάμε για το 1973-74. Ήμουν εικοσιενός ετών. Ήθελε να συναντηθούμε για να πω ένα τραγούδι του, το «Ακρογιαλιές δειλινά» – κοίτα να δεις που το συζητούσα αυτό προχθές κι έλεγα ότι ξεκίνησα τότε που γραφόταν η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού! Παίζω εκεί μέσα με διάφορους τρόπους, συμβαίνουν πολύ οριακά πράγματα. Μου τηλεφώνησε, λοιπόν, ο Τσιτσάνης, μου ζήτησε να τραγουδήσω κι εγώ απάντησα με ένα σύμπλεγμα κάπως ότι δεν είμαι λαϊκή τραγουδίστρια. «Είσαι και δεν το ξέρεις, άσ’ τα αυτά» μου είπε και το συνειδητοποίησα μόλις μπήκαμε στο στούντιο. Στην προσπάθειά μου να τον ικανοποιήσω, έφερα τη φωνή μου εκεί που την ήθελε. Τον είδα να ευχαριστιέται και από τότε κρατήσαμε άριστη σχέση. Μ’ αγαπούσε και τον αγαπούσα, κι αυτόν και την οικογένειά του.
Αν δεν αισθανόμουν ότι συνεχιζόταν ένας διάλογος με τις νεότερες γενιές, θα είχα σταματήσει προ πολλού. Είναι πολλά τα χρόνια που τραγουδάω, 43 συνολικά! Εφόσον μπορώ να μιλάω στους νέους ακόμα, δεν έχω λόγο να μην απασχολώ τη μουσική.
— Πάμε λίγο στους γονείς, που όλοι τους κουβαλάμε. Τενόρος, είπες, ο πατέρας σου;
Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος, στη ΔΕΗ δούλευε, αλλά είχε φωνάρα. Πολύ φτωχό παιδί από την Πρέβεζα, κατάφερε να πάρει υποτροφία και να έρθει για μουσικές σπουδές στην Αθήνα. Νομίζω πως υπήρξαν και συμμαθητές με τον Μίκη Θεοδωράκη στα θεωρητικά. Μιχάλης Γαλάνης ήταν το όνομά του.
— Άφησε κάποιο έργο πίσω του;
Όχι, δυστυχώς. Θα το ήθελε, αλλά εγώ πιστεύω πως αυτό ήταν και το μεγάλο μαράζι της ζωής του, γι’ αυτό και «φόρτωσε» τόσο πολύ σ’ εμένα, βλέποντάς το τώρα από απόσταση. Με το που γεννήθηκα, αμέσως κατάλαβε την κλίση μου στη μουσική.
— Μοναχοκόρη ήσουν;
Όχι, έχω και μια αδερφή μεγαλύτερη. Ήμουν όμως το «μικρό» και ξέρεις τώρα (γέλια).
— Η μητέρα σου είχε κάποια σχέση με τη μουσική;
Η μητέρα μου, η Παντελία-Λία, είχε ερωτευτεί, καταρχάς, πολύ τον πατέρα μου, είχαν βαθιά αγάπη μεταξύ τους. Είχε κάνει λίγο θέατρο, αλλά εκείνη την εποχή, μέσα στον πόλεμο και μετά, οι άνθρωποι συναντιόνταν δια της τέχνης. Αδερφικός φίλος του πατέρα μου και μετέπειτα νονός μου ήταν ο Φίλιππος ο Νάκας – μιλάμε για ένα περιβάλλον μουσικών ή ποιητών, χωρίς αυτό ν’ αποτελεί τον κανόνα. Η μητέρα μου ήταν αισθητικός και αργότερα επιχειρηματίας αισθητικός.
Δ. Γαλάνη - Β. Τσιτσάνης: Ακρογιαλιές Δειλινά
— Θα ήταν από τις πρώτες αισθητικούς στην Αθήνα εκείνα τα χρόνια.
Ήταν από τις πρώτες, ναι. Δυο-τρεις γυναίκες αισθητικοί υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα. Έφυγε τελευταία, την έχασα πριν από μερικά χρόνια. Και τους δύο τους περιέχω πολύ όμως. Ήμουν τυχερή, είχα γονείς που μας καλλιεργούσαν ό,τι αγαπούσαμε. Δεν μεγαλώσαμε με «μη» εμείς, είχαμε παρότρυνση κι επιβεβαίωση αυτών που θέλαμε. Ωραιότερο πράγμα δεν υπάρχει για ένα παιδί.
— Έτσι διαμορφώνεται υγιής ψυχισμός.
Από παιδιά μάς έτρεχαν στο θέατρο, σε συναυλίες. Ψωμί-τυρί, που λένε, μπορεί να μην είχαμε, αλλά η επαφή με την τέχνη ήταν η προτεραιότητά τους. Αρχικά, μου πήραν μια κιθάρα, αν και ο πατέρας μου δεν είχε καμία σχέση με το όργανο, αφού στα θεωρητικά του μαθήματα ασχολιόταν με το πιάνο. Ενώ, δηλαδή, είχαμε πιάνο στο σπίτι, στα 6-7 μου μού έφεραν ένα κιθαρόνι, όπου εγώ έμαθα αμέσως μόνη μου να παίζω. Εκεί ήταν που είπαν «κάτι συμβαίνει εδώ».
— Και το χάρισμα της φωνής πότε το ανακαλύψατε, κι εσύ κι εκείνοι;
Δεν ήταν αυτό το ζητούμενό μου. Ούτε και των γονιών μου. Τραγουδούσα βέβαια πάντα στις παρέες και άρεσε και σ’ εμένα και στους άλλους, αλλά δεν είχα αυτό στο μυαλό μου. Όταν τότε φανταζόμουν τον εαυτό μου μες στη μουσική –γιατί ως παιδάκι είχα αλλάξει διάφορα επαγγέλματα στο μυαλό μου–, τον φανταζόμουν να γράφει συμφωνική μουσική, τραγούδια, να διευθύνει, τέτοια πράγματα. Δεν ακκιζόμουν ποτέ με το να είμαι μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο.
— Φαντάζομαι πόσο θα σε είχε συνεπάρει ως έφηβη όλη αυτή η έκρηξη του ευρωπαϊκού τραγουδιού των ’60s.
Βέβαια, όλο αυτό το πράγμα. Η Τζόαν Μπαέζ, η Ζιλιέτ Γκρεκό, η Μπαρμπαρά, ο Μπρασένς. Όπως βέβαια και το ροκ εντ ρολ μέσα από τα 45άρια δισκάκια της αδερφής μου... Σου λέω, έπαιζαν αυτά στο σπίτι μας.
— Μέχρι που ο Δήμος Μούτσης σε ανακαλύπτει στα 16 σου.
Έχω πάει στο σπίτι μιας φίλης μου, στην οποία αρέσει να παίρνω την κιθάρα μου και να της τραγουδάω, και καλεσμένος των γονιών της είναι ο Δήμος Μούτσης. Έρχεται μέσα να δει τη φίλη μου, «Άκου, βρε Δήμο, τη φίλη μου πώς τραγουδάει» του λέει. Εγώ δεν είχα καταλάβει ακριβώς ποιος ήταν, αν και ήξερα τα τραγούδια του.
— Μα, κι αυτός τότε θα ξεκινούσε.
Ναι, αλλά είχε κάνει ήδη επιτυχία, αφού εγώ του τραγούδησα «Στου Προφήτη Ηλία τα σοκάκια», επηρεασμένη από το ύφος της Αρλέτας. Ήταν πολύ εσωτερική η φωνή μου και ο Δήμος μου είπε «Εσύ έχεις φωνάρα, γιατί δεν τη βγάζεις; Να, ξέρεις το τραγούδι αυτό;» και μου προτείνει το δικό του. «Βεβαίως το ξέρω» του λέω κι αρχίζω με την κιθάρα. Τον είδα ν’ ανοίγουν τα μάτια του! «Έλα δω, παιδί μου», είπε, «εσύ είσαι μεγάλη φωνή». Πήγα σπίτι του, δουλέψαμε, κάναμε το ντέμο κι έγινε συνακρόαση με τον Λαμπρόπουλο στην Columbia. Τότε ο Λαμπρόπουλος άκουγε τα νέα τραγούδια μαζί με τους δημιουργούς ανά ομάδες ή κατά μόνας. Τους έβαζε ν’ ακούσουν και ρώταγε «Άκου αυτήν τη φωνή, πες μου τη γνώμη σου» κ.λπ. Έχτιζε παραγωγές βάσει της άποψης των δημιουργών, γι’ αυτό και βγήκε τόσο σημαντικό υλικό, από τον Τσιτσάνη μέχρι τον Χατζιδάκι. Ήταν και μια εταιρεία που είχε ήδη έναν τεράστιο κατάλογο. Η γνώμη, δηλαδή, των έντεχνων –πώς το λένε αυτό (γέλια)– μέχρι τους λαϊκούς συνθέτες ήταν πολύτιμη για τον Λαμπρόπουλο.
— Πόσο λείπουν άνθρωποι σαν τον Λαμπρόπουλο για σένα που έχεις φάει τη δισκογραφία με το κουτάλι;
Γενικά, λείπει από τον τόπο αυτό η πνευματικότητα, όχι μόνο στη δισκογραφία. Η μεγάλη μας απώλεια! Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική σήμερα δεν έχει καμία πνευματικότητα. Παγκόσμια είναι η κρίση, αλλά επειδή στην Ελλάδα η κατάσταση είναι χαοτική, είναι και τα πράγματα χειρότερα. Είναι απολύτως απαραίτητη η πνευματικότητα στον ηγέτη μιας χώρας. Πώς θα δώσει όραμα σε έναν λαό; Τεχνοκράτης, ναι, με χίλια, αλλά να έχει κι ένα όραμα. Εδώ βλέπουμε να προσπαθούν να εισβάλουν στη μνήμη και στον πολιτισμό μιας ολόκληρης χώρας διαλύοντάς τα! Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε «Κάθε εποχή έχει και τους πολιτικούς που της αξίζουν». Συμφωνώ σε έναν μεγάλο βαθμό, αλλά έχω και μια διαφωνία: Όταν δεν σου έχει έρθει, δηλαδή, τίποτε άλλο, τι να κάνεις; Εσύ βλέπεις ιστορικά να έχουμε καλές περιπτώσεις; Απ’ την άλλη, βέβαια, δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο να ηγείσαι μιας τόσο εξαρτώμενης χώρας όπως η Ελλάδα. Σαν να παίζεις σκάκι με τον Διάολο μοιάζει, αλλά λίγος πόνος, ρε παιδάκι μου, λίγη αγάπη γι’ αυτόν το λαό! Έλεος! Χρησιμοποιούν αυτόν το λαό, τον κακομαθαίνουν, τον κάνουν σαν τα μούτρα τους και μετά τον πετάνε στον κάλαθο. Αυτός ο λαϊκισμός οδηγεί σε ένα στύψιμο του λαού. Πόσο άπονοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, από ποια μάνα γεννήθηκαν; Προσπαθώ να καταλάβω. Άρα, λοιπόν, για να μην κολλήσουμε και θυμώσουμε, λέω πως η πνευματικότητα αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’60, ακόμη και του ’70, έστω μεσούσης μιας χούντας. Αισθανόταν ο κόσμος το χνότο του τέρατος στην πλάτη του, αλλά ήξερε πως κάποια στιγμή θα το διώξει. Σήμερα ξέρει; Δεν ξέρει ποιο είναι το τέρας...
Δήμητρα Γαλάνη - Κάποιο τρένο
— Επιστρέφουμε στα μουσικά. Ξεκίνησες «Μ’ ένα χαμόγελο», συμβολικός τίτλος για πρώτο δίσκο, και σχεδόν αμέσως μετά ηχογράφησες σε πρώτη εκτέλεση Χατζιδάκι.
Ο Χατζιδάκις βρισκόταν στην Αμερική, είχε επικοινωνία με τον Λαμπρόπουλο και ήθελε να εκδώσει κάποια τραγούδια του. Είχε ακούσει τη φωνή μου –του ’χε στείλει ο Νίκος Γκάτσος τον δίσκο του Δήμου– και του άρεσα. Ήθελε, λοιπόν, να κάνει δίσκο με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και να πω κι εγώ κάποια κομμάτια. Έτσι έγινε η «Επιστροφή» το 1970, όπου τραγούδησα το «Η πίκρα σήμερα», τους «Κολασμένους», «Σε πελαγίσιο μνήμα».
— Επικοινωνείς τότε με τον Χατζιδάκι;
Πλέον ναι, παίρνω μια επιστολή του. Την έχω ακόμη και τη φυλάω σαν τα μάτια μου. Την έχω ακόμα και τρέμω ολόκληρη, γιατί για μένα ο Χατζιδάκις ήταν ένα ιερό πρόσωπο. Μάλιστα, θυμάμαι, όταν γράφαμε, με τον Μούτση σε ρόλο ενορχηστρωτή, ακούγαμε από μπομπινόφωνο τη φωνή του να δίνει οδηγίες: «Θέλω εδώ η εισαγωγή να μοιάζει σαν πγοσευχή μικγού παιδιού που πγοσεύχεται στην κάμαρή του».
Κοίτα με στα μάτια
— Και την «Επιστροφή» του ’70 ακολούθησε το «Της γης το χρυσάφι» το ’72, με ενορχηστρωτή αυτήν τη φορά τον Γιάννη Σπανό.
Ακριβώς, και με παρτενέρ τον Μανώλη Μητσιά. Για τον Μητσιά έγινε και η «Αθανασία» το 1975, στην οποία ο Μάνος με κάλεσε να πω κι εγώ μερικά τραγούδια. Μεταξύ αυτών, και το ομότιτλο του δίσκου.
— Έτσι, λοιπόν, ξεκινάει μια τεράστια καριέρα.
Αρχικά, δουλεύω πάρα πολύ με τον Ξαρχάκο σε συναυλίες, όχι στη δισκογραφία. Αμέσως μετά τον Δήμο, δούλεψα με τον Σταύρο. Θυμάμαι ότι ο Μούτσης τότε –πήγαινα στο σπίτι του στον Πειραιά όπου ζούσε και η μάνα του– μελοποιούσε το «Άσμα Ασμάτων» στη μετάφραση του Σεφέρη και το δοκίμαζε με τη φωνή μου. Δεν εκδόθηκε ποτέ το έργο αυτό. Πάρα πολύ μεγάλη ιστορία ο συνθέτης Δήμος Μούτσης! Τόσο σημαντικός!
— Αν πιάσουμε έναν-έναν τους δίσκους σου, θα ξημερώσουμε. Από τους «Δροσουλίτες» με τον Χριστόδουλο Χάλαρη... (γέλια)
Ο Γκάτσος, ξέρεις, είχε ακούσει τη μουσική του Χάλαρη, είχε εντυπωσιαστεί πολύ από τον ήχο του και έγραψε αυτούς τους συγκλονιστικούς στίχους.
— Άλλη περίπτωση ο Χάλαρης! Σπουδαίος!
Όμως η περίπτωση των περιπτώσεων ήταν ο Γκάτσος. Παράλληλα ήταν και ο άξονας που με έναν συγκλονιστικό τρόπο και με μια γενναιοδωρία του μεγαλείου του συνέδεε τα πάντα. Πω, πω, τι άνθρωπος ήτανε! Ο πιο σημαντικός άνθρωπος που συνάντησα στη ζωή μου!
Βροχή και σήμερα
— Πόσο φάνηκε να διευκολύνεται η ζωή σου με ένα τόσο γερό χτίσιμο καριέρας;
Κοίτα, μου τη διευκόλυνε αλλά και μου τη δυσκόλεψε πολύ τη ζωή μου όλο αυτό. Μπορεί να μην ταλαιπωρήθηκα σαν άλλους συναδέλφους και να μπήκα στα πούπουλα, που λένε, στον κόσμο του τραγουδιού, αλλά, ούσα παιδούλα, ανακόπηκε η φυσιολογική πορεία μου μες στην κοινωνία, αν θέλεις. Παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας, φοίτησα σ’ ένα εξαιρετικό σχολείο, στου Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, και υποτίθεται ότι θα συνέχιζα κάποιες σπουδές. Τα πράγματα όμως ήρθαν έτσι κι έφτασα να υπογράφει ο πατέρας μου στα 16 μου το πρώτο μου δισκογραφικό συμβόλαιο. Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, βρέθηκα επαγγελματίας τραγουδίστρια. Από την άλλη, το ξεκίνημα ήταν τόσο ιδανικό, που μετά συνεχώς αναζητούσα την ίδια ποιότητα στα πράγματα. Καθόλου εύκολο κι αυτό, όπως και η αναγνωρισιμότητα, που είναι κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο!
— Το βίωσες από νωρίς αυτό που λες;
Βέβαια! Είσαι καλά; Την ψώνισα κι εγώ κατά κάποιον τρόπο! Είναι δυνατόν να μην τσιμπήσεις; Πηγαίναμε με τον Μητσιά να τραγουδήσουμε σε μια συναυλία κι έτρεχαν από πίσω, μας έσκιζαν τα ρούχα σαν να ήμασταν κάνα γκρουπ, ξέρω γω... (γέλια). Βιβλικές καταστάσεις! Φυσικά, είχα μιαν άλλη αγωγή και δεν ξιπάστηκα, αλλά, όσο να ’ναι, τσίμπησα! Ρόλο έπαιξαν οι φίλοι, το περιβάλλον μου, που εγώ πάντα το διάλεγα. Μόλις έβλεπα κόλακες έφευγα και, πίστεψέ με, ήταν πολύ εύκολο να έχουμε συνέχεια κόλακες δίπλα μας.
— Υπήρξαν άνθρωποι κοντά σου που σε στρίμωξαν για το καλό σου;
Θυμάμαι μια παρέμβαση του Τάσου Φαληρέα – ο Θεός ν’ αγιάσει την ψυχή του. Μόλις έχω κάνει μια τεράστια επιτυχία, τη «Μαρία με τα κίτρινα» του Δημητρίου, όπου έχω τσιμπήσει άγρια. Βρίσκομαι στην πλατεία του Κολωνακίου και λιάζομαι με τους φίλους μου και νιώθω κάπως, ξέρεις... (γέλια). Γυρίζει ο Φαληρέας και μου λέει με χοντρό τρόπο «Καλά ξεκίνησες, μη συνηθίσεις και κάνεις το ίδιο συνέχεια». Δεν ήταν που δεν του άρεσε το τραγούδι, αλλά είχε γίνει τόσο smash hit, που διέβλεπε ότι οι δισκογραφικές θα με παρότρυναν να τραγουδάω τη «Μαρία με τα ροζ», μετά τη «Μαρία με τα πράσινα», ώστε να εμπεδώσω κι εγώ αλλά και το κοινό πόσες «Μαρίες» μπορώ να τραγουδήσω.
Μαρία με τα κίτρινα
— Σε πείραξε αυτό το σχόλιο του Φαληρέα;
Ρόμπα με έκανε, τι με πείραξε; (γέλια) Πάντα φίλος μου και σύμβουλος υπήρξε, και από τον Τάσο και το «Pop Eleven» ανακάλυψα την τζαζ. Εντάξει, ήταν γκουρού ο Φαληρέας, τι να λέμε τώρα...
— Όταν είπες τα ερωτικά τραγούδια του Σπανού, σκέφτηκες ότι θα κατηγοριοποιηθείς ως ερωτική τραγουδίστρια;
Ο Σπανός πάντα έγραφε υπέροχα τραγούδια. Είχε προηγηθεί το «Μη μου μιλάς γι’ αγάπη» από μια κινηματογραφική ταινία και ακολούθησε το «Βροχή και σήμερα» με την ίδια μελωδία. Μετά ήρθε ο Χατζηνάσιος, νέος συνθέτης τότε. Τεράστιες επιτυχίες κάναμε, που έμειναν στον χρόνο και δεν με αφήνουν να σκεφτώ αυτό που ρώτησες: «Τα γαλάζια σου γράμματα», «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό», «Αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό», «Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ» και αργότερα «Ζω», «Θα σ’ αγαπώ» κ.ά. Τι λες τώρα... Ακόμα τραγουδάω αυτά τα τραγούδια και είναι πάντα φρέσκα, γιατί είναι γερές μελωδίες σε πολύ καλούς στίχους...
— Αρχές του ’80, όμως, κατακτάς και τον Μίκη Θεοδωράκη, που πολύ θα ήθελες, φαντάζομαι, να τον τραγουδήσεις.
Ο Μίκης ήταν για όλους τους τραγουδιστές πάντα ένα ζητούμενο. Όμως εγώ προσωπικά ποτέ δεν βγήκα να κυνηγήσω κάτι τέτοιο. Ήμουν και είμαι συνεσταλμένη σ’ αυτό τον τομέα. Ντρέπομαι σχεδόν. Και τότε ο Μίκης βρισκόταν μετά τη Μεταπολίτευση, ξέρεις τι γινόταν... Συνωστισμός (γέλια)!
— Μου άρεσαν όμως οι «Χαιρετισμοί», γιατί φάνηκε σαν να προσαρμόστηκε συνθετικά στη φωνή σου.
Δεν νομίζω, γιατί το έργο είχε ήδη γραφτεί. Μεγάλο μέρος του ήταν ήδη έτοιμο, γιατί με φώναξε και μου ’πε «Θέλω να σου παίξω κάποια τραγούδια». Απλά πιστεύω ότι «άκουσε» τη φωνή μου σ’ αυτό το υλικό. Πήγα τότε στο σπίτι του στο Παρίσι, μια και ήταν η εποχή που έμενα στο Παρίσι, κι έχω ακόμη την κασετούλα όπου τραγουδάει ο ίδιος και με καθοδηγεί. Μέσα στους «Χαιρετισμούς» υπήρξε και το «Μη με προδώσεις», που πρωτοτραγούδησε ο Παύλος Σιδηρόπουλος με άλλους στίχους – και όχι μόνο. Και τη «Νύχτα μαγικιά» με τίτλο «Ποτέ ποτέ μαζί» είχε ηχογραφήσει σε πρώτη εκτέλεση η Μαρία Δημητριάδη.
— Μιλώντας για τον Σιδηρόπουλο, τι έφταιξε και μάθαμε μετά από 25 χρόνια ότι εσύ τραγούδησες μαζί του την «Ώρα του stuff»; Στην έκδοση του «Φλου» αναγραφόταν απλώς στα credits «μια γυναικεία φωνή». Φοβερό δεν είναι;
Υπήρχαν στεγανά τότε στις εταιρείες και στο τι τραγουδούσαμε. Τους το ’χαμε ζητήσει και δεν έδωσαν την άδεια – ο Παύλος μου το ’λεγε αυτό και γελάγαμε. Έγραφε σε απέναντι στούντιο της Columbia, εγώ έγραφα Χατζηνάσιο και μου λέει «Έρχεσαι να τραγουδήσεις;». Μπήκα μέσα και το τραγούδι βγήκε επιτόπου.
Η ώρα του stuff
— Μωρέ, εγώ θα σ’ το πω και πάρ’ το όπως θες. Είναι φοβερό, μέσα σε έναν πακτωλό έντεχνων-λαϊκών τραγουδιών, να έχεις τραγουδήσει και το απόλυτο ελληνικό «πρεζάκικο» κομμάτι. (γέλια)
Είχα μεγάλη σχέση με τη ρoκ σκηνή και δεν ήμουν και το καλό κοριτσάκι. Έκανα κι εγώ τις αλητείες μου...
— Θα σε ρωτήσω κάτι προσωπικό τώρα. Είχα διαβάσει τη γνώμη σου για τα ναρκωτικά κάποτε, όπου έλεγες ότι μιλάς έχοντας εμπειρία ως «μη ξενέρωτη». Άρα, πέρασες κι εσύ μια τέτοια φάση;
Συνήθως αυτά τα πράγματα δεν θες να τα θυμάσαι. Όλοι μας αυτής της γενιάς, όντας πιτσιρικάδες και κάπως «αγριεμένοι», λίγο-πολύ το ακουμπήσαμε αυτό και κάποιοι καταφέραμε και φύγαμε – εγώ, ευτυχώς, πολύ γρήγορα. Μέχρι σήμερα έχω μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στα θέματα του ΚΕΘΕΑ. Ξέρω τι θα πει να μπορέσεις να βγεις απ’ αυτές τις συμπληγάδες ανανεωμένος και ζωντανός. Είναι μεγάλη ιστορία. Είναι μεγάλη νίκη. Είδα πάρα πολλούς φίλους να χάνονται απ’ αυτό. Είναι τραγικό το ότι η κόλαση συνεχίζεται κι έχει φτάσει στη χειρότερη μορφή της. Τον παλιό, καλό καιρό ο Κώστας Αρβανίτης στην ΕΡΤ είχε κάνει μια μεγάλη εκπομπή-αφιέρωμα σε αυτό το θέμα, στην οποία ήταν και παιδιά του ΚΕΘΕΑ. Τους είπα πως αν η Ελλάδα μπορούσε η ίδια, ολόκληρη, να ’χει περάσει απ’ τη θεραπευτική αυτή κοινότητα, θα γινόμασταν καλά! Θα αποτοξινωνόταν από τον κακό της εαυτό. Διότι αυτοί οι άνθρωποι που ξαναβγαίνουν στην κοινωνία έχουν καταφέρει να νικήσουν τον θάνατο, ενώ πήγαιναν αλά μπρατσέτα μαζί του. Νίκησαν τον φόβο. Πρέπει ν’ ακούσουμε αυτούς τους νικητές της ζωής και όχι να τους βάλουμε στο περιθώριο.
— Ζεις σε μια γειτονιά μεταναστών κυρίως, στο Γκάζι. Υπέπεσαν στην αντίληψή σου ρατσιστικές συμπεριφορές;
Πάντα ήμουν παιδί του κέντρου. Όταν έγινε εμπορικό, έφυγα, πήγα στο Χαλάνδρι. Ε, μετά ήθελα να ξαναγυρίσω κι ήρθα εδώ, στα λημέρια του πατρικού του πατέρα μου, αφού οι παππούδες μου, ερχόμενοι από Πρέβεζα, έζησαν στην Κουμουνδούρου. Ρατσιστικά φαινόμενα εδώ δεν έχει τύχει να δω, παρ’ ότι το πρόβλημα είναι διάχυτο στην Αθήνα. Μιλάω γι’ αυτές τις ψυχές που τις πακετάρουν και τις πηγαίνουν από δω κι από κει, και που η παγκόσμια υποκρισία τούς κατατάσσει στους απόβλητους... Ντροπή μας!
— Μαζί με την άνοδο της ακροδεξιάς, αν και στη χώρα μας δεν χωνεύεται με τίποτα.
Συγνώμη δηλαδή, αλλά τώρα εκπλαγήκαμε; Δηλαδή η περίοδος της «Αυριανής» και οι αυριανιστές τι ήταν; Πάντα ήταν σε καναλάκια ο κρυπτοφασισμός στην Ελλάδα. Γι’ αυτό, ας έχουμε τον νου μας, γιατί ο φασισμός έχει, δυστυχώς, πολλά πρόσωπα…
— Δεν μπορώ εδώ να μη σου αναγνωρίσω ότι ποτέ δεν προσκολλήθηκες σε κανένα κόμμα.
Δεν προσκολλήθηκα ποτέ και πουθενά. Κεντροαριστερή θα έλεγα ότι είμαι, υπέρ δηλαδή μιας ελεύθερης αγοράς και ενός υγιούς καπιταλισμού, αλλά με κοινωνικές παροχές τέτοιες ώστε να περνάει καλά και με αξιοπρέπεια ο κόσμος. Με ένα σωστό σύστημα υγείας και παιδείας. Το δικαίωμα, δηλαδή, στη ζωή και στη μόρφωση. Το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και στο όνειρο. Αυτό είμαι. Όπως φαντάζομαι πως είναι το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού λαού. Το γεγονός ότι αυτό το μοντέλο, που δοκιμάστηκε μέσα από τα «σοσιαλιστικά» κόμματα στην Ευρώπη, αποδείχθηκε μούφα δεν μπορεί εμένα να με μετακινήσει απ’ τις σκέψεις μου και τις ιδέες μου. Αυτή η αρρωστημένη, άπληστη μορφή της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς μάς έχει διαλύσει παγκόσμια. Φασισμός δεν είναι τα λούμπεν στοιχεία, η πλέμπα του φασισμού, αλλά αυτό που συμβαίνει σήμερα παγκοσμίως. Μην τρελαθούμε! Βλέπουμε το δέντρο και αφήνουμε το δάσος.
— Θα σου θυμίσω μια ιστορία: Πριν από αρκετά χρόνια ένας φίλος τραγουδοποιός άφησε στο γραμματοκιβώτιό σου ένα CD με τα τραγούδια του. Το ίδιο έκανε και με άλλους συναδέλφους σου. Ήσουν η μόνη που μετά από δύο μέρες του τηλεφώνησες και, αφού τον ευχαρίστησες ευγενέστατα, του είπες πως έκανες κάτι άλλο εκείνο τον καιρό και του ζήτησες διεύθυνση για να του στείλεις πίσω τη δουλειά του. Τρελάθηκε ο φίλος εκείνος τότε. Στη συνέχεια, παρακολουθούσα πόσο στήριζες νέους μουσικούς.
Κοίτα, ο άλλος σού εμπιστεύεται την ψυχή του. Σου λέει «Σε παρακαλώ, δες τη δουλειά μου». Πώς γίνεται να τον παρακάμψεις; Δεν είναι μόνο θέμα πολιτισμού μου, αλλά, πίστεψέ με, ποτέ δεν ξέρεις και τι θα σου συμβεί, γιατί μπορεί να βρεθείς μπροστά σε κάτι πολύ καλό. Όταν κάποτε με κάλεσαν στο Soundwave Coca-Cola, ανακάλυψα έναν καινούργιο κόσμο, την αγγλόφωνη ηλεκτρονική και ποπ-ροκ σκηνή. Έτσι προέκυψε κι ένας ολόκληρος δίσκος, το «Πίξελ». Αφού το είδα και το ’ζησα, πώς να μην εκφραζόμουν μέσα από αυτό; Θέλω να πω ότι δεν τίθεται μόνο θέμα γενναιοδωρίας εκ μέρους μου, αλλά εκεί βρίσκεται η πεμπτουσία της ενασχόλησης με τη μουσική. Να παίρνεις πληροφορίες, να ανακαλύπτεις, να τολμάς. Δηλαδή, κάναμε τις μεγάλες επιτυχίες, και δόξα τω Θεώ που τις κάναμε, αλλά εκεί τελειώσαμε; Όχι, δεν τελειώνει ποτέ αυτό το ταξίδι της αναζήτησης.
— Που σε οδήγησε στη Μικρή Άρκτο και στον Παρασκευά Καρασούλο, παρ’ ότι έχετε ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν.
Ο Παρασκευάς είναι καλλιτέχνης, δημιουργός, δικός μας άνθρωπος. Θεωρώ ότι αυτός και η ομάδα του λειτουργούν κάπως σαν ακτιβιστές και ανοίγουν δρόμους ταυτόχρονα. Θυμήσου τις «Ακροάσεις» απ’ όπου βγήκαν η Μποφίλιου, ο Καραμουρατίδης, ο Ευαγγελάτος και άλλα εξαιρετικά παιδιά. Κάτι συμβαίνει, τέλος πάντων, πολύ καλό εκεί και ξέρω ότι το έργο που παράγουν στη Μικρή Άρκτο περνάει απ’ τα χέρια λίγων αλλά εξαιρετικά αφοσιωμένων ανθρώπων.
— Σε αντιδιαστολή με τα της γενναιοδωρίας που λέγαμε πριν, έχει ακουστεί κατά κόρον, γράφτηκε νομίζω κιόλας, ότι εσύ είπες πως η Μonika είναι ο νέος Χατζιδάκις. Ακρότητα, θα μου επιτρέψεις.
Ποτέ δεν το ’πα αυτό. Είπα ότι υπάρχει μια νέα γενιά τραγουδοποιών που έχει επιρροές και από τον Χατζιδάκι. Η Monika είναι ένα πάρα πολύ ταλαντούχο κορίτσι. Θυμάμαι όταν άκουσα το πρώτο CD της και πήγα αμέσως να την ακούσω και ζωντανά. Τώρα, ο καθένας γράφει ό,τι θέλει.
— Πιστεύεις ότι τα παιδιά αυτά έχουν μεγαλύτερες ευκαιρίες για καριέρα στο εξωτερικό συγκριτικά με τη δική σου γενιά;
Μπορεί να κάνω λάθος, δεν ξέρω, αλλά έχω την εντύπωση πως τα παιδιά αυτά δεν γράφουν για καριέρα στο εξωτερικό. Χρησιμοποιούν ως ήχο την αγγλική γλώσσα και σαφώς αυτά είναι τα μουσικά τους ακούσματα. Καριέρα εκτός Ελλάδας είναι πολύ δύσκολο να κάνουν, γιατί, κακά τα ψέματα, το μουσικό κύκλωμα του εξωτερικού είναι εξαιρετικά κλειδωμένο.
— Εσύ προσπάθησες για μια διεθνή καριέρα;
Είχα προτάσεις πολλές τη δεκαετία του ’80 στο Παρίσι, όπου και έζησα για δύο χρόνια. Κάτι δεν μου πήγαινε καλα. Μετά έφυγα. Δεν θέλησα να συνεχίσω. Πρώτον, είπα ότι πρέπει να τραγουδάω στη γλώσσα μου, ερχόμενη απ’ τα χέρια του Γκάτσου και των μεγάλων ποιητών. Δεύτερον, αυτό που γινόταν στη Γαλλία των ’80s δεν με ενδιέφερε καθόλου. Είχε καταρρεύσει η μεγάλη σκηνή του υπαρξισμού, του γαλλικού chanson, και η βιομηχανία είχε στραφεί σ’ ένα είδος κάκιστης ποπ. Απ’ την άλλη, έλεγα «Κάτσε, ρε παιδί μου, γιατί λάτρεψα τη Μερσέντες Σόσα; Γιατί αγάπησα τη Μίνα;». Μπορεί να μην καταλάβαινα τη γλώσσα, αλλά έπαιρνα όλο το αίσθημα από τη φωνή και τη θεϊκή ερμηνεία τους. Σκεφτόμουν, λοιπόν, πως αν ποτέ φτάσω το μικρό δαχτυλάκι τους, ας με ανακαλύψουν, ας με μάθουν γι’ αυτό που κάνω στη δική μου, μοναδική γλώσσα.
— Με ποιο κίνητρο βρέθηκες στο Παρίσι;
Στο Παρίσι βρέθηκα γιατί εδώ είχα κουραστεί πολύ. Η Ελλάδα τη δεκαετία του ’80, μετά το ’81, παραδόθηκε στον νεοπλουτισμό και στην ευτέλεια. Βλέπεις, πατήσανε εκεί που όλοι θέλαμε μια αλλαγή. Αισθητικά και πολιτιστικά καταρρακώθηκα και άρχισα να χαλάω πολύ. Δηλαδή, δεν αυτοεξορίστηκα στη χούντα, που θα μπορούσα, γιατί κάπου όλοι πιστεύαμε ότι αυτό το δράμα που ζούσαμε κάποτε θα τελείωνε πολεμώντας το, αλλά μία δεκαετία μετά, όταν κατάλαβα ότι μου λένε ψέματα, κι αυτό δεν μου άρεσε. Παράλληλα, είχα πάρει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ του Ροζ ντ’ Ορ με τον Ρικάρντο Κοτζιάντε και οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Γύρισα όμως. Αγαπώ πάρα πολύ τη Γαλλία, μιλάω γαλλικά και μπορώ να πω ότι την αισθάνομαι δεύτερο σπίτι μου.
— Αγάπη εισέπραξες στη ζωή σου;
Πάρα πολλή! Λάθη έχω κάνει –ποιος δεν έχει κάνει άλλωστε–, αλλά ο κόσμος ξέρει πως δεν του έχω πει ψέματα. Δεν τον έχω προδώσει, όπως έκαναν πολλοί άλλοι. Όποτε έβλεπα συστηματάκια και παρεούλες, την έκανα. Υπάρχουν άνθρωποι που με μισούν γι’ αυτό.
— Με την τεχνολογία έχεις άριστη σχέση.
Με τη δωρεάν διάθεση της μουσικής μέσω Διαδικτύου; Ασχολούμαι με το Ίντερνετ από το ’90. Διαφωνώ όχι με το downloading αλλά με αυτή την έλλειψη αλληλεγγύης. Δηλαδή, ακούς ένα τραγούδι και σου αρέσει, γιατί πας και το κατεβάζεις τζάμπα και δεν σαπορτάρεις τον καλλιτέχνη σου; Όσο είμαι άνθρωπος του Διαδικτύου, άλλο τόσο δεν μου αρέσει η ασυδοσία του. Αν δεις στη Γερμανία και στη Γαλλία, έχουν πέσει οι τιμές στην ψηφιακή αγορά και κανείς δεν ασχολείται με το παράνομο downloading. Τελικά, εμένα μ’ αρέσει αυτή η εποχή που η ανακύκλωση του υλικού σου έχει απίστευτη γοητεία: Βγάζεις, λ.χ., τρία κομμάτια σε single, μετά άλμπουμ, μετά άλλα τέσσερα κομμάτια, ύστερα κάνεις τα ρεμίξ τους! Άλλαξε η αγορά κι εύχομαι η μεγάλη δισκογραφία να ξαναβρεί τον βηματισμό της, γιατί έχουμε πολλά ικανά στελέχη, σκορπισμένα σήμερα εδώ κι εκεί. Πιθανώς συνεργαζόμενη με τους ανεξάρτητους εταιρειάρχες.
— Στα 10 μου ακουγόταν η Γαλάνη, ακουγόταν και στα 20 μου, το ίδιο και στα 30 μου, αλλά και σήμερα στα 40. Τι ήταν αυτό που σε κράτησε απ’ το να μη θεωρηθείς μέρος μιας καθεστηκυίας τάξης στο τραγούδι;
Αν δεν αισθανόμουν ότι συνεχιζόταν ένας διάλογος με τις νεότερες γενιές, θα είχα σταματήσει προ πολλού. Είναι πολλά τα χρόνια που τραγουδάω, 46 συνολικά! Εφόσον μπορώ να μιλάω στους νέους ακόμα, δεν έχω λόγο να μην απασχολώ τη μουσική. Εσύ μπορεί να είσαι στα 40 σου, αλλά με «συναντάνε» 20άρηδες.
— Εύχομαι, λοιπόν, να απασχολείς τη μουσική για πολλά χρόνια ακόμα.
Σ' ευχαριστώ πολύ.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 2014
σχόλια