Μια ανάσα δρόμος από την Αθήνα, η Χαλκίδα και τα πέριξ είναι η συντομότερη διαδρομή για ένα ζωντανό όστρακο, ένα κυριακάτικο τσίπουρο με σαγανάκι πετροσωλήνες.
Πρώτη φαν, έχω μετρήσει χιλιάδες χιλιόμετρα σε σούρτα-φέρτα για μια θαλασσινή πανδαισία όπως μόνον οι Χαλκιδαίοι, οι Βολιώτες και οι Καλύμνιοι την αντιλαμβάνονται. Τα τελευταία χρόνια της κρίσης, όμως, τα περιθώρια έχουν στενέψει, πολλά καλά στέκια έκλεισαν, πολλοί αλλαξοδρόμησαν, αντικαθιστώντας το κατεψυγμένο με το φρέσκο-λαχταριστό, άλλοι ακρίβυναν, ελάχιστα απέμειναν τα καλά.
Ταυτόχρονα, η πόλη πήρε μια καταχνιά και μια γκριζάδα, ένα πένθος που δεν ταιριάζει στα γαλάζια νερά και στην παιχνιδιάρικη, δαντελωτή ακτογραμμή της. Στην τελευταία βόλτα τη βρήκα κάπως να συνέρχεται, να ξεζαλίζεται, να ξαναβρίσκει τη χαρά των παλαβών νερών της. Και επιτέλους ξανασυνάντησα την κοσμικότητά της, αυτό το χαρούμενο μαζικό, όταν συναντούσες μια ολόκληρη πόλη να γλεντά στα-τέως-μοδάτα μαγαζιά της.
Το Πικάντικο είναι το βασίλειο του πρόσχαρου Πάρι Σαλεμή που είχε ένα διαφορετικό, σύγχρονο όραμα και αφού σπούδασε Θεολογία και ολίγη μαγειρική, αποφάσισε να μετακομίσει απέναντι, μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά, το οικογενειακό, παραδοσιακό σουβλατζίδικο.
Αυτήν τη φορά η έκπληξη προέκυψε από τη στεριά και όχι από τη θάλασσα. Από μια βουνίσια γειτονιά, στα ίχνη της αρχαίας Κανήθου και όχι πλάι στο κύμα. Καθημερινή βράδυ, όλος ο καλός κόσμος σε λαϊκό προσκύνημα για ένα «πικάντικο» τραπεζάκι.
Επειδή στη συνέχεια θα σε κατακυριεύσουν οι ενοχές μιας λουκούλλειας κρεοφαγίας και δεν πρόκειται να σε γλιτώσει ούτε ένα καφάσι σόδες, έχω το αντίδοτο μιας μαγικής ανάβασης στο παραδίπλα εντελώς φρούριο του Καράμπαμπα. Aυτό το μαγικό, ενετοτουρκικό φρούριο με το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και την απέραντη γαλανή θέα, περίπατος της σιωπής μακριά από τον κόσμο, ο Καρυωτάκης και ο Καβάφης μαζί στον άχρονο χρόνο όπου μπερδεύονται όλες μαζί οι Ιστορίες.
Πίσω στο Πικάντικο, που είναι σουβλατζίδικο, ψησταριά αλλά και τίποτε από αυτά τα δύο. Κυρίως είναι το βασίλειο του πρόσχαρου Πάρι Σαλεμή που είχε ένα διαφορετικό, σύγχρονο όραμα και αφού σπούδασε Θεολογία και ολίγη μαγειρική, αποφάσισε να μετακομίσει απέναντι, μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά, το οικογενειακό, παραδοσιακό σουβλατζίδικο.
Ευρύχωρο, πρόσχαρο, με ωραία ξύλινα τραπέζια, χωράει όλους τους οπαδούς του Πάρι που φαίνεται να τον αγαπούν και να τον γνωρίζουν όλοι στην πόλη. Απλή αισθητική, που όμως κάνει «έξοδο» και όχι μια πρόχειρη στάση για ένα σουβλάκι «στα γρήγορα».
Όλες οι κομψές Χαλκιδαίες παραγγέλνουν από δω το μεσημεριανό τους, μια πεντανόστιμη, σούπερ τεράστια σαλάτα με ρόκα, κινόα και ντομάτα με ένα τρυφερό, ζουμερό, άπαχο σουβλάκι κοτόπουλο. Υπέροχη και η, εξίσου για γίγαντες, σαλάτα με ντοματίνια όλων των λογιών, πιπεριές, ελιές, κρεμμυδάκι, κάππαρη και μους φέτας με μπουκίτσες φρυγανισμένης πίτας. Και οι δυο σαλάτες απόλυτα ισορροπημένες στις σος, που δεν γλυκίζουν ούτε ξινίζουν, απλώς φτιάχνουν το τέλειο ενιαίο σύνολο.
Το τυροπιτάρι, σπιτική ζύμη γεμιστή με φέτα και τριμμένο κεφαλοτύρι στην κορυφή, το πιάτο που δεν λείπει από κανένα τραπέζι. Το σουβλάκι από μοσχαρίσιο φιλέτο κάτι σαν αφρός, μετάξι, μία μόνο και απλώς κρεατένια νοστιμιά, ζουμερά ψημένη. Αν θες, τη συνδυάζεις με πίτα ολικής.
Αυτό που έκανε, όμως, το σουξέ του Πικάντικου είναι τα ιδιαίτερα κοντοσούβλια. Το κοτοπουλίσιο μην το προσπεράσετε. Γεμάτο χυμούς, βελούδινο, νόστιμο κοτόπουλο, με νοστιμότατη πετσούλα − δεν έχω ξαναφάει τέτοιο. Κυκλοφορεί και σε χοιρινό.
Άλλη επιτυχία, το μπιφτέκι, σκέτο ή γεμιστό με τυρί. Και το κεμπάπ. Ανάλαφρα, χωρίς βαριά μπαχαρικά, νοστιμιά φινετσάτη, όσο χρειάζεται ψημένη. Μοσχαρίσια ή χοιρινή μπριζόλα, club με χοιρινό και κοτόπουλο, όλα σερβίρονται σε πίτα με ντομάτα και πατάτες. Αυτό που κυρίως νιώθεις είναι το χειροποίητο, την καλή ποιότητα.
Αξίζει, ωστόσο, να έρθεις μεσημέρι. Τότε που στη σούβλα γυρίζουν γουρουνάκια, σπληνάντερο, αρνίσια κεφαλάκια, κοτόπουλο και κοκορέτσι, τα οποία δεν προλαβαίνουν να βραδιάσουν, ανάρπαστα πριν καν κατέβουν από τη σούβλα.
Μια νέα άποψη για μια σουβλακερί, με όλη τη νοστιμιά της παράδοσης και μια φινέτσα που θυμίζει «καλό» εστιατόριο.
Για το τέλος ο Πάρις είχε φτιάξει μια ονειρεμένη πορτοκαλόπιτα −και το λέω εγώ που δεν είμαι φαν του γλυκού αυτού− σαν να έσκαγε στο στόμα σου μια ολόκληρη, δροσερή, χειμωνιάτικη πορτοκαλιά.
Το Πικάντικο, Αριστοτέλους 52, πλ. Κανήθου, 22210 76990, whatsup 6970388326
σχόλια