Με τη στοχαστική ματιά του αρχειοδίφη και τη ζωντανή γλώσσα του παραμυθά ο δημοφιλής ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ αποφασίζει να αφηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία της οικογένειάς του ψάχνοντας σε αρχεία, σε επιστολές και ημερολογιακές καταχωρήσεις: αυτό που εξιστορεί είναι η ιστορία των προγόνων του, δηλαδή του παππού του Μαξ Μαζάουερ (αλλά και της γυναίκας του Φούμα Τουμάρκιν) ο οποίος βρέθηκε να μεταβαίνει από τη μακρινή Ρωσία στο άγνωστο, για την εποχή εκείνη Λονδίνο.
Με τρόπο τρυφερό και στοχαστικό ο Μαζάουερ ακολουθεί την οικογένεια από την εποχή του τσάρου, τη Ρωσική Επανάσταση και τη γερμανική κατοχή στις περιπλανήσεις της σε Αμερική, Ευρώπη και Αγγλία φτάνοντας έως τα σύγχρονα χρόνια. Και σίγουρα ο αναγνώστης μαζί με λεπτομέρειες για το τι σήμαινε να είσαι εκείνα τα χρόνια συνάμα Εβραίος και επαναστάτης-για την ακρίβεια Μπουντιστής όπως μας εξηγεί-παρακολουθεί το πλήρες προφίλ μιας οικογένειας που βιώνει όλες τις μεγάλες αλλαγές από απόσταση αναπνοής.
Το συναρπαστικό στην αφήγησή του βιβλίο κυκλοφόρησε στην Αμερική τον Σεπτέμβριο του 2017, έχει ήδη λάβει διθυραμβικές κριτικές και θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα τα Χριστούγεννα σε μετάφραση Παλμύρας Ισμυρίδου και με τον τίτλο Mark Mazower, «Όσα δεν είπες - Ένα Ρωσικό Παρελθόν και Το Ταξίδι προς τη Ρωσία». Η LiFO εξασφάλισε σε αποκλειστικότητα χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Επιμέλεια-επιλογή αποσπασμάτων: Τίνα Μανδηλαρά
Πέμπτο Κεφάλαιο-Βρετανοί και Μπολσεβίκοι
"Παρ'όλο ο Μαξ και η Φούμα ήταν δεμένο ανδρόγυνο κατά τα φαινόμενα, εκείνος δεν της ανέφερε ποτέ το όνομα της μητέρας του: Αντίθετα από τη σιωπή του Μπαμπά, η σιωπή του Μαξ έκρυβε αληθινά μυστικά. Προτού γνωρίσει τη Φρούμα, υπήρξε επαναστάτης σοσιαλιστής στην τσαρική Ρωσία, κάτι για το οποίο δεν μίλησε ποτέ στα κατοπινά χρόνια, αφ'ής στιγμής εγκατέλειψε τη δράση του στην παρανομία. Πολλοί από τους πιο στενούς συντρόφους του βρήκαν βίαιο θάνατο, πέφτοντας θύματα είτε των μπολσεβίκων είτε των ναζιστών. Η απόφασή του να έρθει στην Αγγλία, να παντρευτεί και να αποκτήσει οικογένεια με τη Φρούμα στάθηκε η προυπόθεση της δικής μας ύπαρξης.
Οι πρόσφυγες σπάνια είναι σε θέση να επιλέξουν τους συνταξιδιώτες τους και όταν ο Μαξ δραπέτευσε από το Πέτρογκραντ, βρέθηκε ανάμεσα σε λαθρέμπορους και μαυραγορίτες. Στην ίδια ομάδα ήταν επίσης ένας πλούσιος τραπεζίτης με τη σύζυγο του και μια γυναίκα, ηγετικό στέλεχος των μενσεβίκων αντιπάλων του καθεστώτος: ονομαζόταν Εύα Μπρόιντο και ήταν το μόνο πρόσωπο το οποίο ο Μαξ γνώριζε. Η Μπρόιντο υπέφερε από άσχημο βήμα-κληρονομιά της θητείας της στη Σιβηρία-και ταξίδευε με τη δωδεκάχρονη κόρη της για να περάσουν τα σύνορα.
Σκληρές μάχες μαίνονταν επί μήνες μεταξύ των μπολσεβίκων και του πολωνικού στρατού, συνεπώς η ομάδα κατευθυνόταν προς μια εμπόλεμη ζώνη: Ο Μαξ και οι συνταξιδιώτες του ήλπιζαν να περάσουν το μέτωπο κατά τη διάρκεια της χειμερινής ανάπαυλας. Το τρένο από το Πέτρογκραντ, ταξιδεύοντας μέσα από τα δάση, τους μετέφερε νοτιότερα μέχρι τον σιδηροδρομικό κόμβο της μικρής κωμόπολης του Νέβελ. Εκεί μετεπιβιβάστηκαν σε βαγόνι μεταφοράς ζώων: το έσερνε μια μικρότερη ατμομηχανή που κάθε τόσο έκοβε ταχύτητα για να σκαρφαλώσουν στρατιώτες, άντρες που συγκεντρώνονταν για την επικείμενη επίθεση την άνοιξη. Όταν το τρένο σταμάτησε, οι μαυραγορίτες και οι στρατιώτες αποβιβάστηκαν και απομακρύνθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι έλαβαν εντολή να περιμένουν. Στο βάθος ακούγονταν πυροβολισμοί, αλλά ούτε μια αγροικία δεν φαινόταν στα χιονισμένα χωράφια ως πέρα τον ορίζοντα. Αναρωτιέμαι ποιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό τους, όταν το τρένο πήρε το δρόμο της επιστροφής κι απέμειναν στο σκοτάδι. Κάποια στιγμή, παρουσιάστηκε ένας οδηγός μ'ένα ιππήλατο έλκηθρο για να φορτώσουν τα μπαγκάζια τους, και βαδίζοντας με δυσκολία στο στοιβαγμένο χιόνι, έφτασαν στο προορισμό τους, στην παλιά κωμόπολη του Πολότσκ.
Το μέτωπο βρισκόταν τώρα κατά μήκος του Ντβίνα, του παγωμένου ποταμού που χώριζε στα δύο την πόλη, και οι περισσότεροι κάτοικοι της ρωσικής πλευράς είχαν φύγει. Ο Μαξ και η υπόλοιπη μικρή ομήγυρη έμειναν εκεί αρκετές εβδομάδες, προσπαθώντας να βολευτούν, το κατά δύναμιν, στο κελάρι ενός καμένου σπιτιού. Άναψαν φωτιές κι ένας ντόπιος τους έφερνε φαγητό, ενόσω περίμεναν την εντολή για να περάσουν απέναντι. Η κόρη της Μπρόιντο περνούσε τις μέρες διαβάζοντας τα δημοφιλή γαλλικά μυθιστορήματα που ξετρύπωσε στο σπίτι. Χρόνια αργότερα, θυμόταν ακόμα την παράξενη αντίθεση ανάμεσα στους εγκαταλελειμμένους δρόμους και τις κατάφορτες από βιβλία κάμαρες του έρημου σπιτιού όπου είχαν καταφύγει. Καταβρόχθιζε τις περιπέτειες του Ροκαμβόλ, ενός ατρόμητου ήρωα που διαρκώς έμπλεκε τον τρόπο να γλιτώσει και να ριχτεί στην επόμενη παράτολμη περιπέτειά του. Η μητέρα της της μίλησε για τις δικές της αναγνώσεις στη φυλακή: ήταν τόσο απορροφημένη από ένα μυθιστόρημα του Δουμά, όπως της διηγήθηκε, ώστε δεν της έκανε καρδιά να το αποχωριστεί, όταν έφτασε η μέρα της αποφυλάκισής της. Έτσι ακριβώς αισθάνθηκε η κόρη της, όταν τα όπλα σίγησαν στην απέναντι όχθη και βρέθηκε αναγκασμένη να αφήσει πίσω της, αδιάβαστες, κάποιες από τις περιπέτειες του Ροκαμβόλ.
Μόλις κανονίστηκε η διέλευση, έλαβαν την εντολή να αφήσουν πίσω τα γράμματα, έντυπα και φωτογραφίες, και να πάρουν μαζί τους μόνο μικροποσά. Γνωρίζουμε ότι ο Μαξ ταξίδευε με ελάχιστες αποσκευές: τα περισσότερα υπάρχοντά του τα είχε αφήσει στο Πέτρογκραντ. Το χαράματα, πήραν τα μπογκαλάκια τους και προχώρησαν μες στο χιόνι μέχρι το πρώτο σημείο ελέγχου δίπλα στο ποτάμι. Ο Μαξ περίμενε στην ουρά, κι όταν ήρθε η σειρά του, οι βαριεστημένοι φρουροί του Κόκκινου Στρατού ελάχιστη σημασία έδωσαν στα χαρτιά του. Διασχίζοντας το παγωμένο ποτάμι, ο Μαξ και οι υπόλοιποι πέρασαν στην πολωνική πλευρά όπου θα διανυκτέρευαν στο σπίτι του ηλικιωμένου Εβραίου ο οποίος τους παρέλαβε στην απέναντι όχθη.
Δεν γνωρίζουμε τι κινδύνους διέτρεξαν. Το βέβαιο είναι ότι μεγάλα χρηματικά ποσά άλλαξαν χέρια, προκειμένου να διευκολυνθεί η διέλευσή τους, και φαίνεται ότι στην πορεία ο Μαξ συνελήφθη για λίγο και ότι πλήρωσε άλλες δεκαπέντε χιλιάδες ρούβλια για να ελευθερωθεί-ποσό υπέρογκο σε σχέση με τα τριακόσια ρούβλια που κόστισε το εισιτήριο του τρένου από το Πέτρογκραντ. Στο Πολότσκ εντάχθηκε στην ομάδα τους μια όμορφη Λιθουανή νοσοκόμα που πέρασε μαζί τους τα σύνορα, με την ελπίδα να συναντήσει τη μητέρα της στην άλλη πλευρά. Όλοι συγκλονίστηκαν όταν ο Πολωνός αξιωματικός που ρύθμιζε τα της αναχώρησής τους από την πόλη αρνήθηκε να την αφήσει να φύγει μαζί τους. Οι συνταξιδιώτες της διαμαρτυρήθηκαν-ήταν φανερό τι είχε στο νου του ο Πολωνός-, αλλά την επομένη, όταν ξεκίνησαν η νοσοκόμα ήταν άφαντη. Η διάβαση των συνόρων εγκυμονούσε κινδύνους για τον καθένα, αλλά οι ασυνόδευτες γυναίκες ήταν πάντοτε οι πλέον ευάλωτες. Η παρουσία του Μαξ πιθανώς προσέφερε κάποια προστασία στην Εύα Μπρόιντο και στην κόρη της. Όμως κανένας δεν μπόρεσε να βοηθήσει την νοσοκόμα. Η θυγατέρα της Εύας Μπρόιντο, που ήταν ελάχιστα πιο μικρή από τη νοσοκόμα, δεν ξέχασε το περιστατικό.
Στη Βίλνα, ο Μαξ αποχαιρέτησε τις Μπρόιντο και κίνησε για το διαμέρισμα του Ζαχάρ, του αδελφού του. Πολωνοί στρατιώτες και παραστρατιωτικοί περιπολούσαν τους δρόμους. Η πόλη στην οποία είχε μεγαλώσει, η πόλη όπου έδρασε ως μέλος του Μπουντ, η αλλοτινή του εστία, είχε πληγεί βαριά. Με την κατάρρευση της γερμανικής κυριαρχίας, ακολούθησαν βραχύβιες διαδοχικές διοικήσεις-επτά ή οκτώ μέσα σε δυο χρόνια. Ο Κόκκινος Στρατός είχε επιχειρήσει να ιδρύσει μια σοβιετική δημοκρατία. Εν συνεχεία, οι Πολωνοί έδιωξαν τις ρωσικές δυνάμεις και τον Απρίλιο του 1919, όταν η πόλη περιήλθε στην κυριότητά τους, έβαλαν στόχο τους Εβραίους της πόλης και σκότωσαν δεκάδες ανθρώπους, επειδή τους θεώρησαν υποστηρικτές των Κόκκινων. Ένας από αυτούς υπήρξε πριν από τον πόλεμο στο Λότζ, στενός σύντροφος του Μαξ, ένας εξέχων συγγραφέας και εκδότης, ονόματι Βάυτερ, που έγραφε στα γίντις. Ο Μαξ δεν έχασε καιρό. Μόλις απέκτησε τα απαιτούμενα χαρτιά κι επικοινώνησε με τον εργοδότη του στο Λονδίνο, ταξίδεψε στη Βαρσοβία και κατόπιν πήρε το τρένο για το Παρίσι. Στο τέλος Απριλίου του 1920, έπειτα από έξι χρόνια απουσία, επέστρεψε στο κατάλυμά του στο Βόρειο Λονδίνο."
Έκτο Κεφάλαιο-Γουντ Εντ
"Ο χρόνος ρίχνει την πετονιά του και κατόπιν τη μαζεύει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, κάποιοι οικογενειακοί φίλοι ζούσαν στο Γουντ Εντ, το χωριό του Χέρτφορντσαίρ, μια ώρα δρόμο από το Λονδίνο, κι εμείς πηγαίναμε ημερήσια εκδρομή στην εξοχή. Αραιά και που, ο πατέρας μου πεταγόταν να δει τους γείτονες τους: ο άντρας του σπιτιού ήταν ένας ιστορικός με προτίμηση σε ενδιαφέροντα αλλά αντισυμβατικά θέματα-ένα από τα βιβλία του αφορούσε τις χιλιαστικές αιρέσεις κι ένα μεταγενέστερο τους αρχαίους μύθους περί κοσμικής τάξης-και ο γιος του, αν και δεν είχε φτάσει ακόμα τα τριάντα, ήταν ήδη ένας φοβερός και τρομερός δημοσιογράφος της ροκ μουσικής και συγγραφέας μιας μελέτης για την ποπ με τον τίτλο Awopbopaloobop Alopbamboom. Αυτό που δεν ήξερα και το συνειδητοποίησα πολλά χρόνια αργότερα ήταν ότι η γυναίκα του ιστορικού, η Βέρα, ήταν το κορίτσι που καταβρόχθιζε τα μυθιστορήματα και που μαζί με τη μητέρα του συνόδευαν τον Μαξ στο ταξίδι της φυγής από τη Ρωσία.
Τότε ακόμα, επίσης, δεν είχα ιδέα πόσο συναρπαστική υπήρξε στο παρελθόν η ζωή της Βέρα Μπρόιντο. Μετά τις σπουδές της στη ζωγραφική στο Παρίσι και το Βερολίνο, έγινε η μούσα του ντανταιστή Ραούλ Χάουσμαν-στην καρδιά της τότε άβανγκαρντ της Δημοκρατίας της Βαιμάρης-, ο ο οποίος την περιέφερε στο Σαρλότενμπουργκ προς μεγάλη δυσφορία των φίλων του. Στα χρόνια που η Βέρα ζούσε μαζί του και με τη σύζυγό του σ'ένα ιψενικό τρίγωνο, ο Χάουσμαν τη φωτογράφιζε μανιωδώς. Κάποτε η Βέρα βαρέθηκε τη ζωή του μοντέλου του μοντερνιστή, και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 εγκαταστάθηκε στην Αγγλία. Ο αδελφός και ο πατέρας της κατέληξαν επίσης εκεί: η μητέρα της, η αιώνια ακτιβίστρια, επέστρεψε στην Ε.Σ.Σ.Δ για να αναθερμάνει την υπόθεση των μενσεβίκων, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ. Την εκτέλεσαν το 1941, τη χρονιά που η Βέρα παντρεύτηκε τον ιστορικό της, τον Νόρμαν Κον. Στα χρόνια πριν τον γάμο της, η Βέρα και ο αδελφός της ζούσαν στο Λονδίνο, και το κοινό επαναστατικό παρελθόν τους είχε φέρει κοντά τους Μπρόιντο με τους Μαζάουερ. Όπως αποδείχθηκε, ο Μπαμπάς τη γνώριζε από τα παιδικά του χρόνια. Όμως εγώ τη γνώρισα προσωπικά όταν εκείνη είχε περάσει πλέον τα ενενήντα.
Όλα οφείλονται στον από χρόνια χαμένο εξάδελφο του Μπαμπά ο οποίος επανεμφανίστηκε τελείως απροσδόκητα μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Ο Ιωσήφ, ο Όσυα για την οικογένεια, ήταν ο γιος του μικρότερου αδελφού του Μαξ, του Σεμιόν. Είχε ζήσει όλη του τη ζωή στο Λένιγκραντ. (Η Αγία Πετρούπολη μετονομάστηκε εκ νέου, αυτή τη φορά σε Λένινγκραντ το 1924, μετά τον θάνατο του Λένιν. Μετά το 1991 θα ονομαζόταν ξανά Αγία Πετρούπολη.). Όταν ήρθε να μας δει στην Αγγλία, στα ογδόντα του χρόνια, έβγαινε για πρώτη φορά από τη Ρωσία. Ο Μπαμπάς σκέφτηκε ότι θα τον ευχαριστούσε να άκουγε ιστορίες από το παρελθόν-η Βέρα ήταν μεγαλύτερη σε ηλικία και από τους δυο, και είχε πολλές αναμνήσεις από την προεπαναστατική περίοδο. Η Βέρα τους κάλεσε στο Γουντ Εντ κι εγω ανέλαβα χρέη οδηγού τους.
Η φυσική ομοιότητα του Μπαμπά με την Όσυα ήταν εντυπωσιακή, αλλά υπήρχαν επίσης και άλλα οικογενειακά στοιχεία. Καθώς κατευθυνόμαστε με το αυτοκίνητο στον Α1, έχοντας περάσει το Έτζγουερ και αφήσει πίσω τα άχαρα προάστια, τα γήπεδα του γκολφ και τα πάμπ κατά μήκος του δρόμου, παρατήρησα ότι, τόσο τον Μπαμπά όσο και τον θείο μου, δεν τους ενθουσίαζε η γαλήνια θέα των καλλιεργημένων εκτάσεων δεξιά και αριστερά του αυτοκινητόδρομου αλλά οι πεπαλαιωμένες τσιμεντένιες γέφυρες που τον διασκέλιζαν κατά διαστήματα. Ο Μπαμπάς είχε εκπαιδευτεί για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ως μηχανικός αλλά ο Όσυα είχε μάθει να σχεδιάζει πύργους κανονιών για πολεμικά πλοία και αργότερα είχε ασχοληθεί επίσης με τους λιμενικούς γερανούς. Γεμάτος περηφάνια, είχε φέρει μαζί του στο Λονδίνο έναν κατάλογο με φωτογραφίες των γερανών που είχε σχεδιάσει, κάτι γιγάντιες κατασκευές που υψώνονταν πάνω από δεξαμενόπλοια στις σοβιετικές προβλήτες, σαν να ήθελε να μας υπενθυμίσει ότι παρά την ατιμωτική κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ, η χώρα του κάποτε υπήρξε πρωτοπόρα. Η περηφάνια του ήταν αποκαλυπτική. Εύκολα λησμονήσαμε τι σήμαινε στ'αλήθεια η ρωσική επανάσταση για ανθρώπους που, κάτω από το τσαρικό καθεστώς, ποτε δεν είχαν το δικαίωμα στην παραμικρή μόρφωση. Ο Σεμιόν ήταν φτωχός, άρρωστος και Εβραίος: τον παλιό καιρό, τα εμπόδια για να γίνει ο γιος του μηχανικός θα ήταν ανυπέρβλητα. Η Σοβιετική Ένωση υπήρξε η χώρα που ενσάρκωνε την ανοδική κοινωνική κινητικότητα πριν από τις Ηνωμένες Πολιτείες: χάρη στην ταχεία κούρσα της εκβιομηχάνισης επί Στάλιν, η οικογένεια του Όσυα είχε απολαύσει μια ζωή-με αυτοκίνητο και ένα μικρό σπίτι στην εξοχή-που ήταν αδιανόητη στο παρελθόν.
Δεν ήταν λίγα, ωστόσο, τα δεινά που υπέστησαν. Το εργοστάσιο μεταλλουργίας του Λένιγκραντ από όπου ξεκίνησε ο Όσυα αποτελούσε το σύμβολο του σοσιαλισμού. Στη σταλινική Ρωσία δεν ήταν πολλά τα εργοστάσια που απολάμβαναν το κύρος αυτής της κολοσσιαίας μονάδες, η οποία παρήγε μεγάλο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας καθώς και τον εξοπλισμό πολλών τανκς, υποβρυχίων και πολεμικών πλοίων. Το 1941, όταν άρχισε η πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Γερμανούς, ο Όσυα ήταν επόπτης στο χώρο παραγωγής. Είχε χάσει τριάντα κιλά και είχε προσβληθεί από φυματίωση. Αδυνατούσα να φανταστώ πως άντεξαν τους συνεχείς βομβαρδισμούς, τις θερμοκρασίες υπό το μηδέν, την πείνα, τα πτώματα στους δρόμους, πως βίωσαν εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού του 1942 όταν τα μεγάφωνα στις γωνίες των δρόμων σκέπασαν τη βουή των όπλων της Βέρμαχτ μεταδίδοντας τη νέα συμφωνία που συνέθεσε ο Νμίτρι Σοστακόβιτς προς τιμήν της πόλης. Ο Όσυα και η οικογένεια του δεν έμειναν αλώβητοι από αυτή την τραγωδία. Τον πρώτο χειμώνα της πολιορκίας ο νεότερος αδελφός του, ο Ίλυα, έχασε τη ζωή του στην προσπάθεια του να διασχίσει την παγωμένη λίμνη Λατόγκα, όταν ακολούθησε το 'δρόμο του θανάτου', όπως τον έλεγαν. Ξεκίνησε με μια ομάδα εργατών από το εργοστάσιό του που στάλθηκαν στο Σβερνλόφσκ, όμως ο οργανισμός του ήταν εξασθενημένος από την πείνα και δεν κατόρθωσε καν να φτάσει στη λίμνη. Ξεψύχησε στα εικοσιπέντε του, ένας πρόωρα γερασμένος άνθρωπος, στο σταθμό Μπορίσοβα Γκρίβα, όπου οι σύντροφοί του άφησαν το παγωμένο λείψανό του, το σάκο και τη βαλίτσα του. Λίγο καιρό μετά πέθανε ο πατέρας του ο Σεμιόν, του οποίου η υγεία ήταν χρόνια κλονισμένη. Ο Όσυα μεταφέρθηκε με επιτυχία στο Περμ όπου πήγε και το εργοστάσιο, και όταν επέστρεψε στην πόλη, μόνο η μητέρα του είχε μείνει ζωντανή.
Το 1949, ένα γράμμα είχε σταλεί από το Χάιγκεητ. Η Φρούμα είχε θελήσει να τους γράψει τα νέα της οικογένειας. Σε μια περίοδο που η παράνοια του Στάλιν μεσουρανούσε, αυτού του είδους η αλληλογραφία, που πριν από τον πόλεμο ήταν εφικτή κατά διαστήματα, τώρα μπορούσε να σου κοστίσει τη δουλειά σου ή κάτι χειρότερο, και το γράμμα στάθηκε η αιτία για να απολυθεί ο Όσυα από το εργοστάσιο. Για καλή του τύχη, χάρη στο έργο του και στην προσφορά του στον πόλεμο, δεν άργησε να βρει νέα δουλειά σε ένα εργοστάσιο της περιοχής στη βιομηχανική μονάδα Κίροφ. Εκεί εξακολουθούσε να εργάζεται, έχοντας περάσει προ πολλού την ηλικία συνταξιοδότησης των περισσοτέρων κατοίκων της Δυτικής Ευρώπης, όταν ανήλθε στην εξουσία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Η μητέρα του είχε πεθάνει προ πολλού, το ίδιο και οι γονείς του Μπαμπά. Όμως ο Όσυα δεν ξέχασε ποτέ την οικογένεια του θείου του στο Λονδίνο, και κάπου μέσα στο διαμέρισμα του στο Λένινγκραντ θα πρέπει να φύλαξε το γράμμα που του είχε δημιουργήσει τόσα προβλήματα, εφόσον, με τη βοήθειά του, ήρθε σε επαφή μαζί μας. Το Μαίο του 1991, ο ταγματάρχης Κόλιν Φαίρκλαφ της Διεύθυνσης Αναζητήσεων του Στρατού Σωτηρίας έγραψε στον αδελφό μου τον Ντέηβιντ στο Λονδίνο. Είχε βρει το όνομα μας, είπε, στον τηλεφωνικό κατάλογο του Λονδίνου. Μήπως, κατά τύχη, ήμαστε συγγενείς ενός εμπορικού αντιπροσώπου ονόματι Μαξ Μαζάουερ, ο οποίος το 1949 κατοικούσε στο Λονδίνο στον αριθμό της λεωφόρου Όουκσοτ, με ταχυδρομικό κώδικα Ν6; Έτσι πραγματοποιήθηκε η επανασύνδεση των εξαδέλφων.
Στο αυτοκίνητο, οι δυο άντρες κουβέντιαζαν με ευχέρεια στα ρωσικά, τα οποία ο Μπαμπάς θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια. Ήταν ένα από τα ζεστά πρωινά στις αρχές του καλοκαιριού οπότε η Αγγλία βρίσκεται στις δόξες της. Οι αγροί ήταν καταπράσινοι. Παρκάραμε στη σκιά έξω από το παλιό σπιτάκι του Γουντ Έντ, όπου ζούσε η Βέρα, και καθίσαμε στο μισοσκότεινο σαλόνι για το τσάι. Θυμάμαι τα ξύλινα πατώματα, την εντύπωση ότι επρόκειτο για μια ντάτσα στην εξοχή του Χέρτφορσάιρ. Η Βέρα μας διηγήθηκε πρόθυμα ιστορίες από την επανάσταση, μας μίλησε για στρατιώτες και λαθρέμπορους, όμως όλα αυτά φάνταζαν μακρινά: το βουλιαγμένο στο χιόνι παρελθόν είχε χαθεί ανεπιστρεπτί".