To 1983 o William Eggleston πήγε να φωτογραφίσει την Graceland. Χάθηκε στα δωμάτια του Elvis, γεμάτα από συνθετικά χρώματα και υλικά, αλλά προτίμησε να δώσει στις εικόνες του μια πιο οικεία μαρτυρία, απεικονίζοντας το κιτς προσεκτικά, από κοντά και με μια ήσυχη ευλάβεια. Tα πάντα σε αυτό το λεύκωμα φαίνονται ψεύτικα και κατασκευασμένα. Σαν ένας ιδιότροπος συνδυασμός χρυσής πολυτέλειας, πλαστικής space age και ξύλινης χαβανέζικης exotica. Όπως και σε άλλες καλοκαιρινές εικόνες της νότιας ζωής του σπουδαίου φωτογράφου, αυτό είναι το «ψεύτικο» της μεταπολεμικής καταναλωτικής κουλτούρας, ειδικά όπως εκδηλώνεται σε ένα μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών που χαρακτηρίζεται αφενός από μια αισθησιακή νοσταλγία και αφετέρου από τις φυλετικές, οικονομικές και πολιτικές συγκρούσεις. Ενώ, βέβαια, οι αισθητικές ευαισθησίες του Elvis και του Eggleston διαφέρουν, είναι και οι δύο, σπουδαίοι καλλιτέχνες του αμερικανικού Νότου.
Ο Eggleston γράφει μουσικές φράσεις, άλλοτε με την πολυφωνική τεχνοτροπία της φούγκας και άλλοτε γεμίζοντας τις μεταβάσεις με ισχυρά ηλεκτρονικά crescendos που δίνουν στα κομμάτια μια κινηματογραφική ενέργεια.
Και οι δύο μεγάλωσαν στο Μέμφις και παρέμειναν δεμένοι με το Νότο παρά το γεγονός ότι γνώρισαν την επιτυχία αλλού. Είναι γνωστοι για την κατάχρηση ουσιών, όπως και για τη διφορούμενη συμπεριφορά τους. Η τέχνη τους συνδέεται με τις εντάσεις, τις συγκρούσεις, αλλά και τις γεύσεις που ορίζει το σπίτι τους. Και το χρώμα είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τις ζωές τους. Ο Elvis, όταν κάποτε έκανε δώρο ένα αυτοκίνητο στην μητέρα του, δεν της αγόρασε μια απλή Κάντιλακ. Της αγόρασε μια ροζ Κάντιλακ.
Μέχρι τη στιγμή που ο Eggleston επισκέφθηκε την Graceland, είχε καταφέρει να χωθεί ενεργά στην ροκ εν ρολ σκηνή, όχι μόνο του Μέμφις, αλλά και της Νέας Υόρκης. Στα μέσα της δεκαετίας του '70 τα βήματά του τον έφεραν από το Factory μέχρι τα πιο άγνωστα punk στέκια της πόλης. Η μεγάλη φιλία του με τον Alex Chilton, τα αμέτρητα πορτρέτα του τραγουδιστή, όπως και η λάμπα στο κόκκινο δωμάτιο που έγινε εξώφυλλο στο «Radio City» των Big Star δείχνουν την μεγάλη αγάπη του φωτογράφου με το μουσικό σύμπαν. Κι ενώ το σπίτι του Eggleston στο Μέμφις, μοιάζει με ένα εργαστήριο του Φρανκεστάιν γεμάτο από ηλεκτρονικά όργανα, κανένα κομμάτι του δεν είχε ποτέ κυκλοφορήσει σε άλμπουμ.
ΑΚΟΥΣΤΕ ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ EGGLESTON
Και κάπως έτσι φτάνουμε σήμερα στο «Μusik», μια συλλογή από ηχογραφήσεις από τη δεκαετία του '80 που χρησιμεύουν ως το πρώτο επίσημο άλμπουμ του William Eggleston, το οποίο κυκλοφορεί από τη Secretly Canadian. To άλμπουμ αποτελείται από αυτοσχεδιασμούς που ηχογραφήθηκαν με ένα Korg OW / 1 FD Pro συνθεσάιζερ. Πριν από μερικά χρόνια ο Tom Lunt, μουσικός παραγωγός και φίλος του γιου του Eggleston, έδειξε ένα ενδιαφέρον για τις ηχογραφήσεις του φωτογράφου και έτσι, με την άδειά του, ξεκίνησε να ανακτά την μουσική του μέσα από παλιά DATs, DCC κασσέττες και floppy δισκέτες. Κατάφερε να συγκεντρώσει πάνω από 60 ώρες μουσικής, εκ των οποίων ένα μέρος αποτελεί το πρώτο επίσημο άλμπουμ του αμερικανού φωτογράφου.
Οι αυτοσχεδιασμοί ποικίλουν σε διάρκεια και στιλ. Ένα σύντομο εισαγωγικό με συνθετικές καμπάνες δίνει τη θέση του στο πρώτο πλήρες κομμάτι, μια άσκηση πάνω στο μπαρόκ όργανο που γνέφει στον Bach, έναν από τους αγαπημένους συνθέτες του (και τον λόγο του γερμανικού τίτλου του άλμπουμ). Ο Eggleston γράφει μουσικές φράσεις, άλλοτε με την πολυφωνική τεχνοτροπία της φούγκας και άλλοτε γεμίζοντας τις μεταβάσεις με ισχυρά ηλεκτρονικά crescendos που δίνουν στα κομμάτια μια κινηματογραφική ενέργεια. Και όπως οι φωτογραφίες του συχνά μοιάζουν κινηματογραφικές, υπάρχουν στο χρόνο, με αφηρημένες αφηγήσεις, έτσι και οι αυτοσχεδιασμοί του θα μπορούσαν να είναι μικρά κινηματογραφικά σκορ, παρόμοια με εκείνα της Wendy Carlos στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι».
Μερικά κομμάτια διατηρούν την επιρροή του Bach ή του Berlioz, άλλα υποχωρούν σε πιο new age ατμόσφαιρες. Ορισμένα χρησιμοποιούν κρουστικούς ήχους, άλλα μιμούνται χορδές, άλλα ακούγονται πιο γήινα, πιο ξύλινα. Ωστόσο, όλα τα κομμάτια έχουν ένα σχεδόν ζαχαρένιο ρομαντισμό, έναν ποιητικό λυρισμό, μια μεταβαλλόμενη αίσθηση της κίνησης και ένα αναπόφευκτο «χρώμα».
Το μεγαλύτερο κομμάτι του άλμπουμ "Untitled Piano Improvisation FD 6.9", λίγο μεγαλύτερο από 16 λεπτά, είναι το μόνο που δεν θέλει να φιλοξενήσει κανέναν συνθετικό ήχο. Και είναι αυτό που μοιάζει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα, όχι μόνο επειδή κλείνει την πόρτα στα ξεπερασμένα συνθετικά ηχοχρώματα, αλλά επειδή εδώ κυριαρχούν η αξιοπρέπεια και η απουσία: η αξιοπρέπεια ενός πειραματικού πνεύματος και η απουσία ενός άδειου σπιτιού, που γεμίζει από την μαγεία ενός μόνο πιάνου.
Ο Eggleston, ο οποίος παίζει πιάνο από την ηλικία των τεσσάρων ετών, δήλωσε για αυτές τις ηχογραφήσεις: «Όταν παίζω, παίζω πραγματικά για τον εαυτό μου. Εάν υπάρχουν φίλοι μου τριγύρω, όταν συμβαίνει αυτό, μου λένε συχνά: "Ω, Bill, είναι τόσο όμορφο. Θα ήθελα πολύ να το ακούσω πάλι". Και εγώ τους λέω "Δεν την γράφω την μουσική". Είναι σαν να βρίσκεται εδώ για λίγο, και μετά χάνεται - σαν ένα όνειρο».
To «Μusik» κυκλοφορεί από την Secretly Canadian.