Όταν φτάνω στην Πραβίου στον Βοτανικό, η Oμάδα Χώρος είναι έτοιμη να ξεκινήσει ένα πέρασμα στα Ανεμοδαρμένα Ύψη, τη νέα της παράσταση.
Σκηνικά αντικείμενα μετακινούνται, οι ηθοποιοί κάνουν ζέσταμα, η Έλενα Μαυρίδου κρατά σημειώσεις πάνω σε μια κόπια της ελληνικής μετάφρασης του Άρη Μπερλή και ο Σίμος Κακάλας δοκιμάζει διάφορα ηχητικά backgrounds που θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά ως προς το βασικό μοτίβο του ανέμου που λυσσομανά – σε κάποια φάση προσέχω ότι παίζει ένα θέμα από τη σειρά «The Leftovers».
Το βλέμμα μου πέφτει στα απομεινάρια από το σκηνικό της αμέσως προηγούμενης παράστασης της ομάδας, του επιτυχημένου Greek Freak, που ξεκίνησε την πορεία του από το περσινό Φεστιβάλ Αθηνών και ρίχνει αυλαία αυτές τις μέρες.
Στη σκηνή δεσπόζει, εν είδει αστεϊσμού, μια φωτογραφία του καλλιτεχνικού διευθυντή του φεστιβάλ Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Σκέφτομαι ότι η στροφή της ομάδας εδώ είναι τεράστια: από ένα σύγχρονο, διαδραστικό και σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστικό έργο που σατίριζε χωρίς έλεος τα κακώς κείμενα της ελληνικής καλλιτεχνίας (για το οποίο τα σχόλια κυμάνθηκαν από διθυράμβους μέχρι την απόλυτη κατακρεούργηση – η κριτικός της LiFO Λουίζα Αρκουμανέα το συμπεριέλαβε στις 6 καλύτερες θεατρικές στιγμές του 2017), προχωρούν σε έναν ογκόλιθο της αγγλόφωνης γραμματείας που διδάσκεται σε όλες τις σχολές αγγλικής φιλολογίας, ένα έργο δύσκολο και χιλιοδιασκευασμένο.
Η πρόθεσή τους, μάλιστα, να το παρουσιάσουν σε δύο μέρη, με το δεύτερο να ανεβαίνει το προσεχές φθινόπωρο, κάνει το εγχείρημα ακόμα πιο φιλόδοξο.
Έχει κάτι το αρχέγονο, το υπερβατικό, χωρίς να θέλει να μιλήσει για τα θεία. Σαν τον κρύο αέρα που σε χτυπάει το καλοκαίρι, ένα βράδυ, στο πρόσωπο. Παρατήρησα τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε η συγγραφέας. Χρησιμοποιεί όλη της την τέχνη και δίνει πολύ μεγάλο χρόνο σε πράγματα που έχουν να κάνουν με τη φύση κι έχουν μεγάλη σημασία στο πώς θα εξελιχθεί η ιστορία.
Γιατί, λοιπόν, Ανεμοδαρμένα Ύψη και με τι διάθεση το προσεγγίζουν; Ο Σίμος Κακάλας είναι, παραδόξως, απόλυτα σοβαρός σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, μακριά από το γνώριμο ύφος του τρολ που συνήθως έχει.
«Ήταν μια εμμονή της Έλενας, ένα έργο που αγαπούσε πολύ και πάντοτε ήθελε να το κάνει. Κάποια στιγμή το διάβασα και μου κίνησε πολύ το ενδιαφέρον. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορώ να μένω σε ένα μέρος και ως σκηνοθέτης βαριέμαι εύκολα. Σε αυτό οφείλεται το γεγονός ότι μπορεί να είναι λίγο αλλοπρόσαλλες οι επιλογές, αν και έχουν όλα μια σχέση μεταξύ τους. Υπάρχουν συγκεκριμένα θέματα που επανέρχονται κάθε τόσο.
»Ας πούμε, στο Greek Freak υπήρχε σχέση με την ελληνικότητα, υπό ένα άλλο πρίσμα, όχι όπως στην Ερωφίλη και στην Γκόλφω. Τα Ανεμοδαρμένα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
»Αυτό που με συγκινεί είναι η ανθρώπινη κατάσταση, το γεγονός ότι υπάρχει όλο αυτό το πάθος ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που θα έπρεπε να είναι μαζί. Τυραννιούνται όλη τους τη ζωή και λίγο πριν από τον θάνατο λένε αυτό που ήθελαν να πουν ο ένας στον άλλο... Είναι για να τους βρίζεις, αλλά το κατανοείς απόλυτα».
Ενώ εξελίσσεται η πρόβα, ο χώρος είναι βυθισμένος στο σκοτάδι και έχουμε μεταφερθεί στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Οι μοναδικές πηγές φωτός είναι τα φανάρια και τα κεριά που κρατούν οι ηθοποιοί και δύο φακοί με τους οποίους παίζει ο Σίμος Κακάλας για να εστιάζει στα πρόσωπά τους και να δημιουργεί ένα υποβλητικό παιχνίδισμα με σκιές.
Σε κάποιο σημείο της αφήγησης οι ηθοποιοί δείχνουν να έχουν κολλήσει σε έναν ρυθμό διαφορετικό από αυτόν που έχει στο μυαλό του ο Σίμος. Τους σταματά και τους βάζει να επαναλάβουν ξανά και ξανά το ίδιο κομμάτι.
Κι εκεί που νομίζω ότι έχει αρχίσει να εκνευρίζεται, αφού οι παρατηρήσεις του είναι επίμονες, ακούγεται ένα ξαφνικό «διάλειμμα, αίσχος, φρίκη» και ο περιβόητος για το χιούμορ του ηθοποιός και σκηνοθέτης έχει πάρει την περιπαικτική χροιά του.
Έχει προηγηθεί όμως ένα σοβαρό: «Γιατί παίζετε; Γιατί προσπαθείτε τόσο πολύ; Μη σαλτάρετε. Αλλά και μην επαναπαύεστε!». Τον ρωτώ να μάθω τι είναι αυτό που ζητά στη σκηνοθετική του προσέγγιση.
«Όταν λέω "να μην παίζουν" σημαίνει να μη βάζουν παραπάνω ενεργητικότητα απ' όση χρειάζεται. Για μένα είναι όλα θέμα δοσολογίας ρυθμών και χρόνων πάνω στη σκηνή. Προσπαθούμε να το βρούμε και θέλει συνεχώς ένα κούρδισμα και μια έγνοια. Είναι κάτι με το οποίο παλεύεις κάθε φορά, σε κάθε παράσταση, από την αρχή ξανά με το ίδιο θηρίο, μέχρι να το βρεις.
»Δεν πιστεύω στη φορτισμένη υποκριτική. Είναι κάτι που με ενοχλεί αφάνταστα και όταν το βλέπω. Δεν πιστεύω ότι έχει θέση, τουλάχιστον στο δικό μου σύμπαν. Κάποιους τους ευχαριστεί, δεν μπορώ να τους καταλάβω, αλλά ok, δεκτό.
»Ένας λόγος παραπάνω, επειδή η αφήγηση χρειάζεται μια αποφόρτιση που από μόνη της έχει να κάνει με τον ρυθμό. Είναι δύσκολο να αντιλαμβάνεται ο ηθοποιός κάθε φορά το σώμα του ως ένα μουσικό όργανο με τέτοια ακρίβεια. Θέλει συνεχώς μια υπενθύμιση σχετικά με το ποιος είναι ο προσανατολισμός...».
«... και να διατηρείς κιόλας την ψυχραιμία σου απέναντι στον όγκο του κειμένου. Θέλει καλό χειρισμό στις σκέψεις που μπορεί να προκύψουν επί σκηνής και να σε μπλοκάρουν» συμπληρώνει η Έλενα Μαυρίδου. «Να είσαι στο τώρα και να λειτουργείς με το κείμενο και τη μουσικότητά του».
Η Έλενα μου δίνει πάσα ώστε να τη ρωτήσω για τη δική της δραματουργική προσέγγιση και διασκευή στο μνημειώδες αυτό κείμενο με την κλασική, δύσκολη γλώσσα και τις ατελείωτες αισθητικές και σκηνογραφικές περιγραφές.
«Έχει κάτι το αρχέγονο, το υπερβατικό, χωρίς να θέλει να μιλήσει για τα θεία. Σαν τον κρύο αέρα που σε χτυπάει το καλοκαίρι, ένα βράδυ, στο πρόσωπο. Παρατήρησα τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε η συγγραφέας. Χρησιμοποιεί όλη της την τέχνη και δίνει πολύ μεγάλο χρόνο σε πράγματα που έχουν να κάνουν με τη φύση κι έχουν μεγάλη σημασία στο πώς θα εξελιχθεί η ιστορία.
»Σε συνεργασία με τον Σίμο, προσπαθήσαμε να δούμε πώς αυτά θα αναπνεύσουν, χωρίς εμείς να δημιουργήσουμε εσωτερικά εγκοπές και χωρίς να σπάσουμε την όποια ροή θέλει να δημιουργήσει η Μπροντέ. Ο Μπερλής έχει κάνει μια πάρα πολύ καλή μετάφραση σε ένα αρκετά παρεξηγημένο έργο.
»Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη είχαν μεταφράσεις κακές στο παρελθόν, με απλοποιήσεις της γλώσσας, και έχει περάσει στη συνείδηση του κόσμου ότι πρόκειται για μια απλή ιστορία αγάπης, ένα άρλεκιν, ενώ δεν είναι αυτό.
»Η συγγραφέας δεν ήταν τυχαία, αφιέρωσε όλη της τη ζωή στο διάβασμα, μελέτησε όλη την αγγλική λογοτεχνία και τον ρομαντισμό της εποχής, οπότε όλη της η εργασία είναι και μια σπουδή για εμάς. Έπρεπε να πάμε καθαρά με τον ρυθμό και το μέτρο που έχει το έργο».
Εκτός από τη λογοτεχνική τους σημασία, τα Ανεμοδαρμένα Ύψη υπήρξαν η πηγή μιας ολόκληρης αισθητικής που επηρέασε καθοριστικά την τέχνη. Οι απαρχές αυτού που σήμερα ονομάζουμε «gothic» βρίσκονται εδώ. Γι' αυτό και ο Σίμος επιθυμεί να προσέξει όλες τις αισθητικές λεπτομέρειες, μέχρι και στην αφίσα:
«Και τα γράμματα αλλά και αυτό το πράσινο βεραμάν χρώμα είναι πολύ γκοθ. Θα υπάρχουν παντού σχετικές αναφορές. Είναι σαν να λέμε ότι έχεις μια παλέτα και θες να χρησιμοποιήσεις όλα τα χρώματα που υπάρχουν σε αυτήν».
Παράλληλα, κάποιοι από τους ήρωες φορούν μάσκες. Τον ρωτώ τι εξυπηρετεί δραματουργικά αυτή η επιλογή: «Θέλω να χρησιμοποιήσω διάφορα μέσα για να γίνει θεατρική η αφήγηση – μάσκες, κούκλες, σκιές και διάφορες άλλες τεχνικές».
Όταν η συζήτηση έρχεται στα συχνά αντιφατικά σχόλια που έχουν λάβει πολλές δουλειές της Ομάδας Χώρος στη δεκαπενταετή πορεία της, η Έλενα επιχειρεί έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό με την τρέχουσα δουλειά:
«Είχα διαβάσει κάποτε για το έργο αυτό ότι αφορά μια αντίσταση απέναντι σε οποιαδήποτε θεωρία. Δηλαδή έχει την τάση η συγγραφέας να κλοτσήσει οτιδήποτε είναι μια θεώρηση, γι' αυτό είναι τόσο αινιγματικό το αποτέλεσμα. Ένιωσα ότι αυτό έχει συγγένεια μ' εμάς ως ενέργεια και ως τρόπος σκέψης».
Στο τέλος, για να ελαφρύνω τη συζήτηση, τους ρωτώ τι πιστεύουν ότι θα έλεγε η Έμιλι Μπροντέ αν μπορούσε να δει την παράσταση που ετοιμάζουν. «Έλα ντε! Κάτσε να ολοκληρώσουμε και τη φωνάζουμε» αναφωνεί ο Σίμος και η Έλενα το πάει παραπέρα:
«Σύμφωνα με τις βιογραφίες που έχουν γραφτεί γι' αυτήν, ήταν ένας πολύ κλειστός άνθρωπος, εσωστρεφής, ιδιαίτερα ευφυής. Οι γείτονες έλεγαν ότι όταν περπατούσε στον δρόμο κατέβαζε τα μάτια και δεν έλεγε "καλημέρα" σε κανέναν. Έγραφε μόνη της λυρικά ποιήματα, όταν έβγαζε περιπάτος τον σκύλο της. Ήταν μια ιδιαίτερη κοπέλα που μαζί με τις αδερφές της ζούσαν στα βουνά και έγραφαν μυθιστορήματα. Είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς 27 χρονών έγραψε αυτό το αριστούργημα.
»Έχουν γίνει πολλές αναλύσεις για το έργο, πολλές απόπειρες ερμηνειών. Φιλολογικά έδωσαν κάποια στοιχεία, αλλά δεν μπόρεσαν να καταλήξουν κάπου. Οι κριτικοί έχουν γράψει απίστευτα πράγματα, αλλά τρομερά αντιφατικά. Δυστυχώς, πέθανε απογοητευμένη, δεν το είδε να βρίσκει τον δρόμο του.
»Όταν ασχολείσαι με ένα τέτοιο έργο είσαι σαν θαυμαστής που στέλνει γράμμα στη συγγραφέα. Πρέπει να προσπαθήσεις να το αφουγκραστείς. Δηλαδή δεν σηκώνει τρολάρισμα. Εκτός κι αν απομονώσεις ένα σημείο από το περιεχόμενό του και θέλεις να κάνεις κάποιο σχόλιο. Τη φαντάζομαι, πάντως, να κάθεται κάπου στο σκοτάδι και να κοιτάζει, χωρίς να μιλάει πολύ».
«Heathcliff, it's me, I'm Cathy / I've come home, I'm so cold / Let me in through your window» ακούγεται εκείνη την ώρα από το ομώνυμο τραγούδι της Kate Bush.
«Να σου πω την αλήθεια, όταν είδα "Κακάλας - Ανεμοδαρμένα Ύψη", περίμενα ότι θα έβαζες την Καίτη Γαρμπή να σκάσει από κάπου και να τραγουδήσει το ομώνυμο άσμα της» του λέω. Η Έλενα γελάει.
«Όχι Καίτη Γαρμπή, εδώ είμαστε Κέιτ Μπους» απαντά ο Σίμος. «Ψάχνουμε πιο σκοτεινά πράγματα και ατμόσφαιρες. Μου αρέσει κάθε έργο να μου δίνει το ίδιο την κατεύθυνση που θα ακολουθήσω».
Info
Ανεμοδαρμένα Ύψη - Μέρος 1ο
Σκηνοθεσία: Σίμος Κακάλας
Κείμενο - δραματουργική Επεξεργασία: Έλενα Μαυρίδου
Σκηνογραφία - ενδυματολογία: Ράνια Εμμανουηλίδου
Παίζουν: Δήμητρα Κούζα, Μιχάλης Βαλάσογλου, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Γιάννης Λεάκος, Μαντώ Κεραμυδά, Φελίς Τόπη
Πρεμιέρα: Παρασκευή 9 Μαρτίου
Μέρες και ώρες παραστάσεων: Παρ.-Κυρ. 21.00
Θέατρο Χώρος (Πραβίου 6, Βοτανικός, 210 3426736)
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO