Την Ελπίδα τη μάθαμε οι άνθρωποι της γενιάς μου από το σουξέ «Στην παλιά ντισκοτέκ» που ακούγεται μέχρι σήμερα, 22 χρόνια μετά την επανεμφάνισή του στο ραδιόφωνο.
Η Ελπίδα, ωστόσο, δεν είναι τραγουδίστρια των '90s και νομίζω πως αποτελεί τη δική μας απάντηση στη Γαλλίδα France Gall με το περίφημο «Ella elle l' a».
Θέλω να πω ότι τόσο η Ελπίδα όσο και η Gall πρωτοεμφανίστηκαν σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο, τέλη του '60, αρχές του '70, για να σημειώσουν μεγάλη επιτυχία σε ώριμη σχετικά ηλικία.
Με μια δικαιολογημένη κάπου πικρία για την ταμπέλα της «ποπ τραγουδίστριας» που της φόρεσαν οι κουλτουριάρηδες, η ερμηνεύτρια Ελπίδα είναι εδώ και μιλάει για όλους και για όλα, λέγοντας μάλιστα πράγματα που δεν έχει αφηγηθεί ξανά σε συνεντεύξεις της.
Τη συνάντησα ένα απόγευμα στο σπίτι της στο Ψυχικό. Κατευθείαν με έβαλε στην κουζίνα, τον χώρο όπου της αρέσει να αράζει και να κάνει τα τηλεφωνήματά της. Στο τέλος, δε, είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω και την εξαίσια μαγειρική της.
Προηγουμένως, όμως, μεταξύ πολλών άλλων, μου μίλησε και για μια νέα εμπειρία που βιώνει αυτό τον καιρό: τη συμμετοχή της ως ηθοποιού και τραγουδίστριας στο έργο «Όνειρα γλυκά» της Σαλίνας Γαβαλά, σε σκηνοθεσία Αντώνη Λουδάρου, κάθε Τετάρτη και Κυριακή, στο Σύγχρονο Θέατρο.
Μόνο ψώνιο δεν υπήρξα στη ζωή μου! Ό,τι ήταν γραφτό μου να γίνει, έγινε. Μεγάλη ιστορία να κοντεύω τα 70 και να μου λέει ο κόσμος: «Είστε κυρία».
— Ο ταξιτζής με τον οποίο μιλήσατε, καθώς δυσκολεύτηκα να βρω το σπίτι σας, ξέρετε τι μου είπε όταν με άφησε στην πόρτα σας; «Δηλαδή, μίλησα με την Ελπίδα πριν από λίγο; Δεν γίνεται να της πω μόνο ένα "γεια";»
Α, ο γλυκούλης! Η αλήθεια είναι ότι η αγάπη του κόσμου δεν μου έχει λείψει ούτε δευτερόλεπτο, παρόλο που δεν εμφανίζομαι συχνά. Και είναι περίεργο γιατί μετά από 22 χρόνια αποχής, ξαφνικά περπατάω στον δρόμο και με αναγνωρίζουν, μου μιλάνε. Μάλιστα, μέχρι πρότινος μου λέγανε: «Μα, καλά, όλοι οι άφωνοι στα μέσα και στα έξω και κάθεστε εσείς στο σπίτι;». Την είχα εγώ τη φωνή, την είχα και το ξέρω!
— Αυτό είναι δεδομένο, αλίμονο, και τα ωραία λόγια πάντα καλοδεχούμενα είναι επίσης.
Γι' αυτό τα ακούω με πολλή αγάπη και χαρά. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που αποφάσισα φέτος να κάνω κάτι μετά από πολύ καιρό, μουσικοθεατρικό για την ακρίβεια. Ήταν μια ιδέα που είχα τα τελευταία χρόνια, πριν γίνει μόδα.
— Δεν ξέρω αν εννοείτε αυτό, πάντως η Χάρις Αλεξίου έκανε το πιο τρανταχτό ξάνοιγμα τραγουδιστή στο θέατρο.
Η Αλεξίου έπαιξε τη ζωή της κανονικά, ενώ εγώ παίζω έναν ρόλο. Η Σαλίνα Γαβαλά είχε δώσει ήδη το κείμενο στον Λουδάρο, οπότε αυτός μου τηλεφώνησε: «Έχω κάτι για σένα». Με αγαπούσε τόσο άραγε, δεν ξέρω... Τη Σαλίνα δεν τη γνώριζα, αλλά το κείμενο μου άρεσε, καθώς εμπεριέχει σε πολύ μεγάλο βαθμό το στοιχείο της αυτογνωσίας.
— Βρήκατε στοιχεία του ίδιου σας του εαυτού.
Κυρίως στη σχέση με τα παιδιά μου και τους γύρω μου. Βρήκα την εμπειρία συν την αυτογνωσία και την ψυχολογία, που μου αρέσει τελευταία και ασχολούμαι.
— Προχωρήσατε ή απλώς σας αρέσει;
Για επτά χρόνια ήμουν σε ομάδα αυτογνωσίας. Επίσης έκανα και ψυχοθεραπεία για άλλα δύο χρόνια πάνω σε προσωπικά μου θέματα, λεπτομέρειες δηλαδή. Εδώ και έναν χρόνο έχω σταματήσει.
— Μεγάλη αρχίσατε να «ψάχνεστε».
Γύρω στα 60 μου το ξεκίνησα, αλλά το ήθελα, μου άρεσε η ομάδα που φτιάχτηκε κι ακόμα την αγαπάω.
— Και πώς δεν σας συνέβη αυτό σε πιο νεαρή ηλικία, πάνω στο πικ σας;
Μεγαλώνοντας τα παιδιά μου, δεν ήθελα να βγω από το περιβάλλον, όχι των παιδιών αλλά της ηλικίας. Έβλεπα διαφορές, ένα χάσμα, μην ξέροντας πώς να το αντιμετωπίσω. Με ήθελα πιο «ανοιχτή» για να δω τα παιδιά μου σήμερα. Έψαχνα γέφυρες επικοινωνίας με τα παιδιά μου, αν και είμαι ανοιχτόμυαλη.
— Πάντως, αν είχατε ψαχτεί πιο νέα, πιθανώς να είχατε λύσει κάποια προβλήματα που είχατε αργότερα.
Όταν ήμουν νέα δεν υπολόγιζα τις κακοτοπιές. Βρέθηκαν πολλές, αλλά δεν τις υπολόγιζα. Τα προσπέρναγα όλα, γι' αυτό και είμαι γελαστή ακόμα, χαρούμενη και κοιμάμαι και ήσυχα! Αν κατά λάθος έκανα κάτι σε κάποιον, ζήτησα εκατό φορές συγγνώμη.
— Διάβαζα το βιογραφικό του αδελφού σας, του μουσικού και τραγουδιστή Κώστα Καράλη, και εντυπωσιάστηκα απ' τη σχέση του με τη δημοτική παράδοση.
Όλοι μας! Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγάπη για τη μουσική, στη δε οικογένειά μας αγαπούσαν την ελληνική το ίδιο με την ευρωπαϊκή μουσική. Έζησα το γραμμόφωνο, με τον μπαμπά μου να πηγαινοέρχεται στην Αθήνα, λόγω δουλειάς, και να γυρίζει με δίσκους. Ό,τι δημοτικό υπήρχε, το τραγουδούσε και μας το μάθαινε ο ίδιος.
Ως παιδούλα, με θυμάμαι να ακούω στο ραδιόφωνο Μούσχουρη, Χατζιδάκι, Γιοβάννα, Τζένη Βάνου. Ούτε που μου πέρναγε απ' το μυαλό ότι θα τραγουδούσα γενικά! Ακόμα, μεγάλωσα με τον Περπινιάδη, τον Καζαντζίδη, τη Γιώτα Λύδια, τον Μενιδιάτη, τα τραγούδια της γειτονιάς με λίγα λόγια.
— Είχατε κατά νου να γίνετε αρχιτεκτόνισσα.
Αυτό ήθελα! Μου άρεσε και είχα ταλέντο να σχεδιάζω σπίτια. Έχω φτιάξει το σπίτι στο χωριό και ένα άλλο που πήραμε στην Αγγλία, και το ανακαίνισα.
— Στην Αγγλία;
Όταν έφυγαν τα παιδιά μου για σπουδές στην Αγγλία, βρήκαμε μια καλή λύση και αγοράσαμε ένα σπίτι. Γιατί να πληρώνουμε ενοίκιο; Το πουλήσαμε, βέβαια, εδώ και πολλά χρόνια, όταν γύρισαν τα παιδιά.
Χαζομάρα μας, όμως, αφού το σπίτι αυτό που πουλήσαμε 400.000 λίρες τότε, πριν από τρία χρόνια μας το ζήτησαν στο 1.800.000! Μιλάμε για ένα σπίτι 110 τετραγωνικά στη Baker Street του Λονδίνου! Έκτοτε, το Λονδίνο το νιώθω σαν πόλη μου, το ξέρω απ' έξω. Σκεφτείτε, έξι χρόνια ο γιος και άλλα τρία η κόρη μου εκεί...
— Τελικά, τη σπουδάσατε την αρχιτεκτονική;
Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, έδωσα για Αρχιτεκτονική και Γυμναστική Ακαδημία. Ήμουν από μικρή αθλήτρια στο σχολείο. Δεν μπήκα στην Αρχιτεκτονική και δεν είχα χρόνο για να ξαναδώσω εξετάσεις. Στενοχωρήθηκα πιο πολύ που δεν μπήκα στη Γυμναστική Ακαδημία, επειδή το θεωρούσα εύκολο.
Στο μεταξύ, δούλευα κιόλας σε ένα τοπογραφικό γραφείο κοντά στον αδερφό μου τον Νίκο, που ήταν τοπογράφος. Πρώτος είναι ο Κώστας, δεύτερος ο Νίκος και τρίτη εγώ, το μικρό του σπιτιού. Καλά να 'ναι τα παιδιά! Και ο Κώστας είναι καλά, γράφει και παίζει τα τραγούδια του, λίγο αποτραβηγμένος.
— Ηθελημένα, υποθέτω.
Εμείς, ό,τι κάναμε ηθελημένα το κάναμε, δεν μας έδιωξε ο κόσμος. Δεν μας βαρέθηκε και κάναμε ό,τι θέλαμε, κάτι που είναι πολύ σημαντικό. Ο Κώστας ήταν ήδη επαγγελματίας κιθαρίστας όταν εγώ ήρθα στην Αθήνα το 1963, σε ηλικία 14 ετών. Δεν είμαι το '50 γεννημένη, όπως γράφουν στο Διαδίκτυο, αλλά το '49.
— Πώς ήταν η αλλαγή περιβάλλοντος από τη Σπερχειάδα στην Αθήνα;
Ευτυχώς, υπήρχε μια κοπέλα, φίλη του αδελφού μου, και κολλήσαμε κατευθείαν. Βλεπόμαστε ακόμα! Ήρθε στην παράσταση αμέσως μόλις το έμαθε. Πηγαίναμε στην ίδια τάξη, οπότε εκείνη ανέλαβε να με γνωρίσει στα παιδιά του σχολείου, ώστε να ενταχθώ ομαλά στο νέο περιβάλλον.
Έλεγα βέβαια το «λλλι» και το «νννι» (γέλια) κι εκείνη μου έμαθε πώς να το κόψω σιγά-σιγά, μη φάω και κάνα bullying από τα άλλα παιδιά.
— Ας πάμε τώρα στην εμπλοκή με τα μουσικά.
Ο Κώστας ήταν, όπως είπα, σπουδαίος κιθαρίστας στην ορχήστρα του Γεράσιμου Λαβράνου. Μόλις είχα γίνει 18, άρα είχα αποκτήσει μια ελευθερία, κι έτσι πήγα στο σπίτι του Λαβράνου για να τον γνωρίσω.
Δοκίμαζαν ένα τραγούδι με τον αδελφό μου τότε και λέει ο Λαβράνος «αυτό πάει για γυναικεία φωνή» κι ο Κώστας, που ήξερε ότι τραγουδάω καλά, πρότεινε επί τόπου να το πω εγώ. Το είπα, λοιπόν, οπότε πετάγεται ο Γεράσιμος: «Πού την είχες αυτήν κρυμμένη;».
— Θυμάστε ποιο τραγούδι ήταν;
Όχι, ούτε καν, θυμάμαι μόνο ότι ήταν ένα καινούργιο του Λαβράνου. Επρόκειτο για την πρώτη μου γνωριμία με το τραγούδι, αφού στη δουλειά μπήκα μετά από δύο χρόνια.
Ο Λαβράνος έφτιαξε ένα σχήμα με μεγάλη ορχήστρα και πήγα και τραγούδησα για δεκαπέντε μέρες. Έτρεμαν τα πόδια μου. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ...
— Και είπατε να τα παρατήσετε πριν την ώρα σας;
Έτσι έλεγα, ναι, «μπα, δεν είμαι εγώ για τέτοια». Στο κυκλωματάκι, όμως, είχα γίνει γνωστή. Λέγανε «να δεις την αδελφή του Κώστα του Καραγιαννόπουλου» − αυτό είναι το κανονικό μας επίθετο. Και με φώναξε ο Ιγνατιάδης. Μπήκα στο σχήμα του, στο Σάπερ Κλαμπ του Αστέρα της Βουλιαγμένης, και δουλέψαμε μία σεζόν.
— Με τι ρεπερτόριο πρωτοδουλέψατε;
Βίκυ Λέανδρος έλεγα και ξένα. Μίλαγα αγγλικά και μετά έμαθα γαλλικά. Ήμουν κι ένα ωραίο κορίτσι, στο «Σάπερ» άρχισε να γίνεται κουβέντα, ε, και το ένα έφερε το άλλο. Όταν είσαι και καλούλης, σε ψάχνουν μετά, σε φωνάζουν.
— Πότε ήρθε η δισκογραφία;
Την ίδια χρονιά, το 1970, 45άρι δισκάκι. Είχα κάνει μια διασκευή και μου έκαναν αμέσως συμβόλαιο στη Music Box. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω, με άρπαξε η Music Box που έβγαζε τα μοντέρνα τότε. Διευθυντής ήταν ο Μαρτίν Γκεσάρ, Έλληνας εβραϊκής καταγωγής, αν θυμάμαι σωστά.
— Με γιο μουσικό και κόρη τραγουδίστρια, οι γονείς γούσταραν;
Δεν είχαν καμία αντίρρηση. Τι να έλεγαν στον Κώστα, κοτζάμ παιδί 20 ετών; «Μη γίνεις μουσικός;». Αφού βοηθούσε κιόλας οικονομικά, γιατί σπούδαζε παράλληλα. Ο Κώστας πήγαινε κι έλεγε του μπαμπά μας: «Δεν μπορώ να 'μαι υπεύθυνος για την Ελπίδα, πού πηγαίνει και τι κάνει τα βράδια».
Αλλά ο πατέρας μου ήξερε τι έκανα τα βράδια, διότι πολύ απλά πήγαινα στη δουλειά και γύρναγα σπίτι. Του έλεγε: «Μη σε νοιάζει καθόλου, εγώ της έχω εμπιστοσύνη».
— Σας ρώτησα γιατί ήθελα να δω αν το χάσμα που υπήρχε με τα παιδιά σας το είχατε περάσει με τους δικούς σας γονείς.
Στην εφηβεία είχαμε μια απόσταση, όχι με τη μάνα όσο με τον πατέρα μου, καθώς εκείνος τότε ήταν ο πιο σκληρός.
Η μάνα μου όμως ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα και κάπως, δεν ξέρω πώς, τα έφερνε όλα σε λογαριασμό. Δεν άφηνε να υπάρξει τιμωρία απ' τον πατέρα. Μεγάλωσα χωρίς προβλήματα.
— Θέλω να μου σχολιάσετε το εξής: σε σελίδα στο Διαδίκτυο βρήκα ένα άλλο βιογραφικό σας που λέει ότι το καλλιτεχνικό σας αποτέλεσμα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο μ' αυτό του αδερφού σας.
Γιατί εκ διαμέτρου αντίθετο; Δεν κατάλαβα... Ο Κώστας, βέβαια, ξεκίνησε ως τραγουδιστής με την «Τρίτη Ανθολογία» του Σπανού, ένα αριστούργημα της ελληνικής δισκογραφίας, ok, τι να κάνουμε τώρα; Στο κάτω-κάτω, ο Κώστας είχε το δικαίωμα της επιλογής, αλλά αφού ήταν κάτι σπουδαίο, γιατί να μην το έκανε;
— Θεωρείτε ότι εσείς δεν είχατε αντίστοιχες ευκαιρίες;
Είχα πολλές ευκαιρίες, αλλά όταν είχα κάνει ήδη δισκογραφία. Έχω πει εκπληκτικά τραγούδια, πάρα πολύ ωραία, που δεν έγιναν ποτέ επιτυχίες, και άλλα που έγιναν, να ξέρετε όμως πως για να πάει ένας καλλιτέχνης εκεί όπου πραγματικά θέλει συντελούν κι άλλοι παράγοντες.
Εγώ ήμουν τόσο καλοπροαίρετη και αφελής, που δεν καταλάβαινα τα εμπόδια που μου βάζανε. Τα κατάλαβα πολύ αργότερα. Τότε έλεγα: «Α, εμένα θα με θέλουν για να 'μαι μόνο μοντέρνα». Η ταμπέλα, όμως, είχε ήδη μπει: «Η ποπ Ελπίδα»! Ποπ ήταν το «Έτσι απλά σ' αγαπώ»;
— Ποπ λογικής, ας την πούμε, ήταν όμως το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης όπου συμμετείχατε.
Το 1972 ήταν αυτό, η αρχή της μεγάλης δισκογραφίας μου, αφού μέχρι τότε είχα κάνει τρία 45άρια, βάλε και τις διασκευές μου σε ιταλικά κυρίως τραγούδια.
Δεν είχα ασχοληθεί καθόλου με πρωτότυπο ελληνικό ρεπερτόριο. Άκουγα τότε πολύ Blood, Sweat & Tears, Beatles, Joan Baez και όχι τόσο τον Bob Dylan.
— Γιατί έτσι;
Δεν ξέρω, δεν μου άρεσε η φωνή του. Δεν μπορώ να σας πω ότι ήμουν κουλτουριάρα, ποτέ, ούτε τότε ούτε τώρα. Δεν ανήκω στην ομάδα αυτή, παρά μόνο στο καλό τραγούδι.
— Πώς αντιλαμβάνεστε δηλαδή την «κουλτουριάρα»;
Αυτό που θα πω είναι χοντρό, αλλά ο Bob Dylan για τον λόγο του διακρίθηκε πρόσφατα.
— Και λοιπόν;
Εμένα μου άρεσε η μουσική απ' όλα τα άλλα. Άκουγα να παίζει μια ορχήστρα κι έκλαιγα, δεν είχα ανάγκη να ακούσω λόγια. Με θυμάμαι να μιλάω πορτουγέζικα, γιατί μου άρεσε ο Sérgio Mendes.
Δεν ήξερα τι έλεγε, αλλά με συγκινούσε αυτό που άκουγα. Ήμουν του ροκ, αλλά όχι του Γούντστοκ. Με συγκινούσε η μπαλάντα περισσότερο.
— Έχω ακούσει για μια σύλληψή σας εν μέσω χούντας. Δεν μιλήσατε ποτέ στις συνεντεύξεις σας γι' αυτό το γεγονός και θα ήθελα να την έχω την ιστορία αυτή.
Όντως, η ποινή ήταν τρία χρόνια με αναστολή επί χούντας και μου κάνει εντύπωση που το γνωρίζετε! Με είχαν πιάσει, μας είχαν συλλάβει εννοώ, να τραγουδάμε ένα τραγούδι του Θεοδωράκη (σ.σ. τραγουδάει «Στο περιγιάλι το κρυφό»).
Πέντε παιδιά τραγουδούσαμε μες στο πούλμαν σε σχολική εκδρομή. Ο οδηγός σταμάτησε στη Μαλακάσα και μας οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα: «Αυτά εδώ τα παιδιά τραγουδάνε Θεοδωράκη»! Μείναμε δύο μέρες στο τμήμα, περάσαμε στρατοδικείο, οι γονείς μας τρελάθηκαν!
— Αυτό δεν σας πείσμωσε;
Σε τι;
— Στο να πολιτικοποιηθείτε.
Όχι, καμία σχέση. Εγώ αγαπούσα την Ελλάδα και πάντα την έβαζα πάνω απ' όλα. Μεγάλωσα σε οικογένεια κεντροαριστερών, οι γονείς μου και τα αδέλφια μου ήταν αριστεροί. Ήπιοι και πατριώτες αριστεροί.
Εγώ πλέον θέλω το καλό της πατρίδας μου, είτε από αριστερά είτε από δεξιά. Τίποτε άλλο δεν με ενδιαφέρει.
Εγώ θέλω να ζω τις εποχές μου, δεν με ενδιαφέρει να γυρίσω πίσω. Αποδοχή είχα, αγάπη έζησα, έρωτα, τα παιδάκια μου, όλα τα είχα πολύ. Μην ξεχνάτε ότι ξεκίνησα με όνειρα από ένα χωριό της Σπερχειάδας.
— Πάμε λίγο στο 1972 και στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης.
Τραγουδάω το «Δεν τον είδα» κι εκεί ήταν ο Βοσκόπουλος με την «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» που είπε το αμίμητο (σ.σ. μιμείται τη φωνή του Βοσκόπουλου): «Εμένα δεν με νοιάζει να πάρω το βραβείο, η μικρούλα όμως να το πάρει, η μικρούλα» (γέλια).
Μετά συνεργαστήκαμε τρεις-τέσσερις φορές, πάντα αγαπησιάρικα. Ήταν σημαδιακή η εμφάνισή μου σε εκείνο το φεστιβάλ, καθώς για την εποχή ήμουν πολύ μπροστά, κυρίως στον τρόπο που σκεφτόμουν − ήθελα να είμαι ελεύθερη, ανεξάρτητη.
— Λίγο χίπισσα;
Καθόλου. Κανονική ήμουν, με σεβασμό στους μεγαλύτερους, χωρίς αλκοόλ και καταχρήσεις. Το κακό ήταν μόνο ότι κάπνιζα. Βγήκα με μαλλιά μέχρι κάτω απ' τον ποπό και ντυμένη με αντρικό σμόκιν κι έγινε χαμός!
Επειδή ήταν ασπρόμαυρο το ντύσιμό μου, φώναζαν απ' την κερκίδα του Παλαί ντε Σπορ: «ΠΑΟΚ, ΠΑΟΚ»! Την επομένη, βγήκα με κίτρινο φορεματάκι, οπότε ξαναφώναζαν: «ΑΡΗΣ, ΑΡΗΣ» (γέλια).
Μου έχουν μείνει αυτά, θυμάμαι να τρέμει το γόνατό μου και να με ανεβοκατεβάζει στη σκηνή ο συχωρεμένος μαέστρος, ο Τάκης Αθηναίος. Η επιτυχία μου ήταν ότι με σταμάτησαν στη μέση του τραγουδιού και χειροκροτούσαν. Τότε ήταν που με ζήτησαν για ακρόαση από άλλη εταιρεία, την Columbia. Με ήθελαν...
— Γιατί «Ελπίδα» σκέτο;
Το επίθετό μου ήταν Καραγιαννοπούλου, εντελώς αντικαλλιτεχνικό! Το σκέτο «Ελπίδα» δεν το είχε άλλη και είχε και κάποιο νόημα, αφού μπορούσαν να με πλασάρουν ως «η Ελπίδα του ελληνικού τραγουδιού» − έτσι με έλεγε ο Άλκης Στέας.
Λάθος μου, έπρεπε να είχα βάλει ένα επώνυμο, γιατί ήταν πιο ελαφρύ το σκέτο «Ελπίδα». Δεν πειράζει, τότε κι άλλες είχαν ένα μόνο όνομα, η Μαρίνα, η Μαρινέλλα.
Είπα, λοιπόν, να μην πάω στην Columbia που με ζήτησαν, σκεπτόμενη και τα λόγια του μπαμπά μου: «Εσείς πάντα να κάνετε αυτό που πιστεύετε και μη σας νοιάζει τι λένε οι άλλοι». Αυτό ήταν και το δικό μου μότο όταν μεγάλωνα τα παιδιά μου.
— Και τα λαϊκά μαγαζιά πότε μπαίνουν στη ζωή σας, η Φαντασία κ.λπ.;
Από την αρχή! Δισκογραφία, μοντέρνα πρωινά live και λαϊκά μαγαζιά, πάντα στο πρώτο μέρος, το μοντέρνο. Εγώ δώδεκα, μία το πολύ είχα τελειώσει τη δουλειά μου και ήμουν στο σπίτι. Το '71-'72 ήμουν στη Φαντασία, το '73-'75 στα Δειλινά.
Δεν με άφηνε ο Μιχαηλίδης των Δειλινών να φύγω. Εκεί, με τον Διονυσίου και τον Βοσκόπουλο, τραγούδαγα κανονικό λαϊκό μέρος, αλλά και πάλι στις τρεις το πολύ ήμουν σπίτι. Ήθος θυμάμαι απ' αυτούς τους ανθρώπους!
— Ωστόσο, η συνεργασία με τον Κώστα Χατζή συνέβαλε στην αλλαγή του στυλ σας.
Ο Χατζής, απ' ό,τι μου είπε ο ίδιος, ήθελε να φέρει τη μουσική του στη νεολαία. Είχαν κάνει το πρώτο «Ρεσιτάλ» με τη Μαρινέλλα κι επειδή εκείνη, εγώ και ο Δάκης ήμασταν στην ίδια εταιρεία, με ζήτησε. Κάναμε το δεύτερο «Ρεσιτάλ», Χατζής - Ελπίδα - Δάκης, αλλά κατέβηκε σε τρεις εβδομάδες, παρ' ότι σκίζαμε!
— Γιατί σας το έκοψαν;
(χαμογελάει με νόημα) Για σκεφτείτε εσείς και πείτε μου...
— Πάτησε πόδι η Μαρινέλλα;
Εγώ δεν λέω όνομα, πάντως μέσα από την εταιρεία έγινε. Τη συγγνώμη την άκουσα μόλις το 1983, η δουλειά όμως είχε χαλάσει...
— Σας κόστισε;
Δεν το είχα καταλάβει, τους πίστευα. Έλεγα: «Τι πειράζει, άμα με αγαπάει ο κόσμος;». Ήμουν αφελής, αλλά όχι χαζή. Μόνο χαζή δεν ήμουν δηλαδή... Είχα θυμώσει πολύ, βέβαια, έλεγα ότι δεν θα ξανατραγουδήσω, αλλά λόγω Eurovision επανήλθα.
— Δεν σας ζητήθηκε ποτέ να τραγουδήσετε Χατζιδάκι ή Θεοδωράκη;
Χατζιδάκι, ναι! Να, είδατε, ούτε αυτό το ξέρει κανείς! Με τον Χατζιδάκι θέλαμε να κάνουμε «Mahagonny» στην Εθνική Λυρική Σκηνή χωρίς μικρόφωνα.
Αυτός ο τεράστιος Χατζιδάκις, που με είχε φωνάξει, παρασύρθηκε ίσως απ' την ποπ ταμπέλα μου και με σταμάτησε. Σε λίγες μέρες θα ξεκινούσαμε πρόβες. Μιλάμε για το '75 και μετά, που ήταν στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Μάλιστα −να και κάτι που το λέω πρώτη φορά− με είχε εγκρίνει να πάω στη Eurovision το '76 με ένα κομμάτι στα αγγλικά. Λεγόταν «Annabel Lee» και ήταν βασισμένο στη μυθολογία του Πόε.
Τελικά, έστειλε τη Μαρίζα Κωχ με το «Παναγιά μου - Παναγιά μου». Δεν με νοιάζει καθόλου πλέον, αν και ήταν τόσο μαγευτικό το τραγούδι μου που θα μπορούσαμε να πάρουμε βραβείο τη χρονιά εκείνη.
— Τον Χατζιδάκι δεν τον ενδιέφεραν τα βραβεία μάλλον όσο το να διαμαρτυρηθούμε ως χώρα για την Κύπρο.
Μα, ναι, το είπε ο ίδιος χρόνια μετά σε συνεργάτες μου: «Έπρεπε να διαμαρτυρηθούμε, δεν μπορούσα να στείλω την Ελπίδα». Το κομμάτι της Κωχ το θυμάμαι καλά, προς Θεού, δεν έχω τίποτα με τη Μαρίζα! Το '77 με ξαναφώναξαν για τη Eurovision με το «Μάθημα σολφέζ» του Χατζηνάσιου και είπα «όχι».
Πίστευα ότι μου άξιζε να πάω μόνη μου, δεν ήθελα να μπω σε ομάδα τραγουδιστών. Πήγαν τελικά ο Πασχάλης, ο Ρόμπερτ Ουίλιαμς, η Μαριάννα Τόλη και στη θέση μου η Μπέσσυ Αργυράκη.
— Πήγατε όμως μόνη σας το '79 με το «Σωκράτη εσύ, σούπερ σταρ».
Ακόμα παίζεται, θεωρείται από τα δώδεκα καλύτερα της Eurovision ever! Είχα καταλάβει τη σπουδαιότητα του τραγουδιού αυτού, καθώς αναδείκνυε τις φωνητικές μου ικανότητες.
Όπως πάντα, όμως, οι Έλληνες κοιτάνε την κατσίκα του γείτονα και γράφτηκαν κριτικές του τύπου «τραγούδι γι' αυτούς που έχουν τραυλισμό», λόγω των επαναλαμβανόμενων λέξεων «Θεό, θεό, θεό δε σε λένε» ή «κεριά, κεριά, κεριά» κ.λπ.
Eλπίδα, Eurovision - Σωκράτη εσύ Σούπερσταρ
— Και ξαναπήγατε στη Eurovision εκπροσωπώντας την Κύπρο.
Αυτό δεν θέλω να το θυμάμαι! Στο ΡΙΚ με λάτρευαν, στην Κύπρο ένιωθα όπως στην Ελλάδα. Είχε περάσει ένα τραγούδι με τον συνθέτη τον ίδιο και μου ζήτησε ο διευθυντής του ΡΙΚ να το πω εγώ. Δεν μου άρεσε, εκτός κι αν γινόταν όπως το ήθελα.
Έβαλα όρους και τους δέχτηκαν. Βάζουμε κάτω το τραγουδάκι με τον Τουρνά και τον αδελφό μου και το κάνουμε ένα ωραίο μπαλαντοειδές, εκεί όπου ο ρυθμός του τσίριζε.
Πάω, όμως, στο Λονδίνο να το γράψω και ακούω την αρχική βερσιόν του κρατημένη. Δώδεκα μέρες πριν από τον διαγωνισμό τι να έκανα; Το είπα χωρίς να μου αρέσει καθόλου. Ο συνθέτης με κορόιδεψε και τελικά βγήκαμε τελευταίοι, 20οί ή 21οι, δεν θυμάμαι. Δεν του ξαναμίλησα!
Μου χάλασε τη σχέση μου με την Κύπρο − γιατί εγώ να χρεωθώ μια αποτυχία για μια ολόκληρη χώρα; Γιατί να απογοητεύσω τους Κύπριους, ενώ με λάτρευαν; Και τώρα μ' αγαπάνε, δεν λέω, αλλά ήταν άσχημο πράγμα.
— Θα έχετε απαντήσει πολλές φορές, αλλά θέλω να μου πείτε τι σας λέει σήμερα η Eurovision.
Είναι ένας θεσμός που πρέπει να υπάρχει, αν γίνεται σωστά η δουλειά. Δεν είναι τυχαίο που ο διαγωνισμός αυτός μεταδίδεται σε Αυστραλία, Ασία και Αμερική. Ήταν πανευρωπαϊκός και έγινε διεθνής. Δεν είναι λίγο να υπάρχει εκεί πέρα και η κουκκιδίτσα, η Ελλάδα. Κι ας φωνάζουν οι κουλτουριάρηδες!
Επειδή είναι εμπορικός διαγωνισμός να μην πηγαίνουμε δηλαδή; Δεν κατάλαβα, τι σόι κουλτούρα είν' αυτή; Αντί να στείλουν και οι κουλτουριάρηδες κάνα αξιοπρεπές, ωραίο τραγουδάκι;
Είμαστε βρομολαός, παιδί μου, τελείωσε, όλο τρικλοποδιές! Σας θυμίζω πως βρέθηκα με τον Χούλιο Ιγκλέσιας και πάλι οι Έλληνες μου την κάνανε!
— Πείτε μου, με ενδιαφέρει.
Το '75 πήγα με τον αδερφό μου στο φεστιβάλ της Χιλής και πήρα την πρώτη θέση. Πρώτη φορά είχα πάει το '73 μαζί με τον Κώστα Καπνίση κι ένα τραγούδι που δεν δισκογραφήθηκε ποτέ, το «Ανέβα ρόδι, κατέβα μήλο».
Τότε ήταν ο Αλιέντε εκεί. Όταν γύρισα, η χούντα με έκοψε από το ραδιόφωνο, γιατί είχα συμμετάσχει σε φεστιβάλ χώρας με αριστερό καθεστώς.
Το '75 που ξαναπήγα ήταν ο Πινοσέτ, δικτατορία. Εμένα με ένοιαζε να προβληθεί η Ελλάδα μεταξύ 69 χωρών και από το πρώην κομμουνιστικό μπλοκ της Ευρώπης. Δεν είχα πάει μόνη μου, να πεις ότι πήγα και τίμησα τους δικτάτορες.
Γκεστ ήταν ο Ιγκλέσιας και με ζήτησε ο παραγωγός του. Παρέα κάναμε με τον Ιγκλέσιας, βγαίναμε μετά το φεστιβάλ και τα τσουγκρίζαμε. Με προόριζαν για καριέρα στην παγκόσμια ισπανόφωνη αγορά.
Παίρνω, λοιπόν, την πρώτη θέση και, γυρνώντας στην Ελλάδα με τον ατζέντη μου, τηλεφωνώ στη μάνα μου από Ελβετία όλο χαρά. Την ακούω να μου λέει: «Παιδάκι μου, εδώ οι εφημερίδες γράφουν ότι τραγούδησες για μια χούντα». Μόλις είχε αρχίσει η Μεταπολίτευση εδώ, καταλαβαίνετε...
— Ήταν όμως και πολιτικές συγκυρίες που δεν παρακάμπτονται εύκολα.
Τι δουλειά έχει, μωρέ, η πολιτική με το τραγούδι; Δεν είχα πάει ως εκπρόσωπος κάποιου κόμματος! Πήγα ως εκπρόσωπος της Ελλάδας! Και στη Βουλγαρία που τραγούδησα επί χούντας με είχαν ξανακόψει επειδή πήγα σε κομμουνιστικό καθεστώς.
Αυτό το λέω και το φωνάζω, δεν είχα υποστήριξη από κανέναν, από κανένα κόμμα, καμία παράταξη, και το καμαρώνω, να σας πω την αλήθεια! Ο κόσμος με στήριξε, και οι Έλληνες του κόσμου. Γυρνώντας από τη Χιλή, τα έφτιαξα με τον άντρα μου.
— Εκεί αποφασίσατε να κάνετε οικογένεια.
Αποφάσισα ότι βρήκα τον άνθρωπό μου. Είμαστε μαζί από τότε και το τραγούδι ήταν προτεραιότητά μου μέχρι να κάνω το πρώτο μου παιδί.
Ίσαμε τότε ήταν ο άντρας μου και το τραγούδι, δεν με εμπόδιζε δηλαδή στη δουλειά μου. Ήταν επιχειρηματίας, μηχανολόγος μηχανικός, και τον είχα συμπαραστάτη μου. Ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα μονογαμική. Το '80 έκανα την κόρη μου και όλα ήρθαν σε δεύτερη μοίρα.
— Είδατε φίλους να χάνονται λόγω οικογένειας;
Όταν έχεις οικογένεια και τη δουλειά παράλληλα, κάτι θ' αφήσεις. Δεν μπορούσα να συνδυάσω σπίτι, παιδιά, παρέες και φίλους, δεν γινότανε. Κάτι θα αποτύγχανε κι αυτό δεν ήθελα να συμβεί στη δική μου οικογένεια. Μια κάμψη θα έλεγα ότι την πέρασα τη δεκαετία του '90.
— Ε, πώς; Στα '90s βγήκε η «Ντισκοτέκ» κι έγινε χαμός!
Η «Ντισκοτέκ» ήταν κομμάτι του '79, απλώς το '96 το ξανατραγούδησα με τα Ημισκούμπρια σε νέο remix. Ακόμα γίνεται χαμός!
Το '80, λοιπόν, κάνω την κόρη μου και το '85 τον γιο μου. Εκεί, με τον γιο, πέρασα λίγα χρόνια αποχής. Έβγαλα όμως και κομμάτια σαν το «Όπως σε θέλω σ' ονειρεύομαι» που το έκανε β' εκτέλεση ο Νότης Σφακιανάκης, αν το πήρατε χαμπάρι.
Ελπίδα - Στη Ντισκοτέκ, 1979
— Όχι, δεν είμαι φαν...
Καμία σχέση, για μένα μετράει μόνο το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κάθε καλλιτέχνη, όχι το αν συμπαθείς ή όχι τον κάθε Σφακιανάκη.
— Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω και για τη συνεργασία που είχατε. Η Βανδή ακύρωσε τη συνεργασία της μαζί του.
Πάμε χρόνια πίσω. Υπερβολές...
— Υπερβολές όταν ένας τραγουδιστής-λαϊκό είδωλο χύνει ναζιστικό δηλητήριο για συνανθρώπους του;
Μου μιλάτε για την πολιτική του τοποθέτηση, κάτι που εμένα δεν με αγγίζει. Πιστεύετε ότι είναι νεοναζιστής όταν φέρεται τόσο καλά στους συναδέλφους του;
— Μπορεί να μην ξέρει ούτε ο ίδιος τι είναι, τι να σας πω...
Ας μην ασχοληθούμε μ' αυτό, μόλις ξεκίνησα νέα δουλειά. Τελειώνει το σχήμα σε λίγες μέρες και η εμπειρία μου ήταν θετική, θα το ξανάκανα.
— Το ότι μπήκατε σε ένα τέτοιο γκλάμουρ σχήμα, με Σφακιανάκη και Πέγκυ Ζήνα, το κάνατε για βιοποριστικούς λόγους;
Ακούστε να σας πω, μετά από 22 χρόνια απουσίας με κάλεσε ένας άνθρωπος και μου είπε: «Θέλω να τραγουδάς τα δικά σου υπέροχα τραγούδια για να μην τα ξεχνάει ο κόσμος». Υπάρχει πιο ωραίο πράγμα απ' αυτό;
Ζήτησα από τον Σφακιανάκη να μη με διαφημίσουν πολύ, γιατί είχα χρόνια να βγω και δεν ήξερα τις αντιδράσεις του κόσμου, έτσι πήρα ένα γκεστ μισής ώρας στο πρόγραμμά του.
Γιατί να άφηνα την επαφή μου με τον κόσμο, την οποία είχα τόσο ανάγκη; Κακά τα ψέματα, μας τρώει τους καλλιτέχνες το χειροκρότημα.
— Εδώ στο Ψυχικό περάσατε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας;
Είμαι από το '77 στο Ψυχικό. Είχαμε ένα μεγάλο σπίτι με τον άντρα μου, είχαμε οικονομική άνεση. Εμείς μεγαλώσαμε, οι δυο μας είμαστε τώρα, μια χαρά. Στριμωγμένοι σε ένα μικρότερο σπίτι, αλλά καλά!
— Γιατί τραγουδήσατε, τελικά, όλα αυτά τα χρόνια;
Για τον πολιτισμό της πατρίδας μου, γιατί το τραγούδι σε κάνει ευτυχή ή δυστυχή. Όταν πάλλονταν οι χορδές μου, παλλόταν και η ψυχή μου. Θα μπορούσα να έχω αφήσει πολύ περισσότερα και σημαντικά πράγματα, αν δεν έπεφτα σε κακές συγκυρίες.
Να έρθετε στο θέατρο να με ακούσετε και σε άλλα τραγούδια, τη «Σωτηρία της ψυχής», το «Δυο μέρες μόνο» κ.ά.
Όσο για τους κουλτουριάρηδες, νομίζω πως με αποδέχτηκαν μετά από δύο δεκαετίες αποχής. Ήρθε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στο θέατρο κι έπαθε πλάκα! Ήρθαν ακόμα η Ρίκα Διαλυνά, η Ευρυδίκη, ο Τουρνάς, ο αδελφός μου. Η Σαλίνα είναι μες στο κουλτουριάρικο κυκλωματάκι κι έφερε καλό κόσμο!
— Πόσο καιρό κάνατε πρόβες με τη Σαλίνα και τον Λουδάρο;
Ήταν ό,τι πιο κουραστικό έκανα στην καριέρα μου μετά τη Eurovision. Κάναμε περίπου τρεις μήνες πρόβα, γιατί ήταν δύσκολο στην ηλικία μου να θυμάμαι τα λόγια μου, πόσο μάλλον όταν έχω και δυο-τρεις μεγάλους μονολόγους.
Ήταν δύσκολο και δεν είχα τη νοοτροπία του θεάτρου π.χ. με τις πάσες που δίνουν ο ένας ηθοποιός στον άλλον.
Ήθελα να τα παρατήσω, αλλά δεν μου αρέσει να ταλαιπωρώ τους ανθρώπους που με πίστεψαν. Είπα «θα το κάνω κι ας γονατίσω»!
Ξεκινήσαμε, το νερό μπήκε στ' αυλάκι και τώρα χαίρομαι να ακούω καλά λόγια! Ήρθαν η Γωγώ Μπρέμπου μαζί με τον Χωμενίδη − δεν την ήξερα την κοπέλα. Μου έπιασε τα χέρια και με κοιτούσε κατάματα: «Είσαι ό,τι καλύτερο έχω δει στο θέατρο τελευταία» (γέλια).
— Στην τηλεόραση, ωστόσο, δεν πολυβγήκατε.
Έχω αγανακτήσει, γιατί δεν υπάρχει αξιοκρατία στην τηλεόραση. Η τηλεόραση μοιάζει σήμερα με μια επανάληψη όλων των κακών που μου έτυχαν κι έπαψα να τραγουδάω. Με φωνάζουν παντού, δεν πάω όμως. Πιάνονται από μια λέξη σου και την κάνουν θέμα, ενώ μ' εσένα σήμερα πιάσαμε όλη την ιστορία, όχι μόνο τη δική μου αλλά και του ελληνικού τραγουδιού.
Με αγαπάνε στην τηλεόραση, δεν μπορώ να πω, αλλά με φώναξαν μία, με φώναξαν είκοσι, δεν πήγα, σταμάτησαν να με φωνάζουν. Και τώρα ήρθαν τα κανάλια όλα, δεν έχω παράπονο, με ενοχλεί όμως που προωθούν φούσκες και όχι καλά πράγματα.
— Ποια στιγμή θα ξαναζούσατε αν γύρναγε ο χρόνος πίσω;
Εγώ θέλω να ζω τις εποχές μου, δεν με ενδιαφέρει να γυρίσω πίσω. Αποδοχή είχα, αγάπη έζησα, έρωτα, τα παιδάκια μου, όλα τα είχα πολύ. Μην ξεχνάτε ότι ξεκίνησα με όνειρα από ένα χωριό της Σπερχειάδας.
— Ένα σχόλιο για την Ελλάδα που τόσο αγαπάτε.
Είναι στη χειρότερη φάση που μπορώ να φανταστώ. Φαντάζομαι ότι οι γονείς μου θα έζησαν χειρότερα, αλλά στενοχωριέμαι για τα νέα παιδιά που φεύγουν έξω. Παιδιά φίλων μου με πολύ καλές σπουδές έφυγαν στο εξωτερικό. Όσο ζω εγώ αποκλείεται να προοδεύσουν τα πράγματα.
Πριν από το 2060, απ' ό,τι λένε, άντε να λάμψει κάνα αστεράκι. Αν ήμουν νέα, ίσως θα έφευγα κι εγώ. Παντού Έλληνας είσαι, άλλωστε, όπου κι αν είσαι. Θα μπορούσα να ζω στη Χιλή, στην Αργεντινή, μου πάνε οι άνθρωποι εκεί, η εξωστρέφεια και η χαρά τους.
— Τελειώσαμε. Το νόημα της συνέντευξης αυτής ήταν η επίγνωση της θέσης σας ως καλλιτέχνιδος μες στις εποχές που αλλάζουν.
Εγώ υπήρξα, αυτό δεν αλλάζει, μαζί με τα 48 χρόνια πορείας. Έτσι δεν είναι; Να μην ξέρω τη θέση μου μέσα στα χρόνια; Ψώνιο είμαι; Μόνο ψώνιο δεν υπήρξα στη ζωή μου! Ό,τι ήταν γραφτό μου να γίνει, έγινε.
Μεγάλη ιστορία να κοντεύω τα 70 και να μου λέει ο κόσμος: «Είστε κυρία». Δεν υπάρχει κάτι άλλο, αυτό που είδες από μένα, αυτό είμαι!