Το Παρίσι για πολλούς ποιητές της δεκαετίας του ‘20 είναι ένας τόπος καλλιτεχνικής ελευθερίας. Η Μαρία Πολυδούρη γνωρίζει άπταιστα τη γαλλική γλώσσα. Αγαπά τους συμβολιστές και τους «καταραμένους» ποιητές. Αλληλογραφεί με φίλους και συγγενείς στα γαλλικά.
Η Πολυδούρη είναι 24 χρονών όταν αποφασίζει να ταξιδέψει στο Παρίσι. Είναι ορφανή και από τους δύο γονείς της, έχει χωρίσει από τον Καρυωτάκη, με δική του επιθυμία μετά την ανακάλυψη της αρρώστιας του, και διαλύει με δική της πρωτοβουλία τον αρραβώνα της με τον Αριστοτέλη Γεωργίου, έναν πλούσιο νέο και ωραίο δικηγόρο που την αγαπά και θέλει να την παντρευτεί.
Με το μερίδιο που έχει πάρει από την πατρική περιουσία η νεαρή Μαρία φτάνει τον Δεκέμβριο του 1926 στο Παρίσι, γεμάτη όνειρα για μια καινούργια ζωή. Η ίδια δεν έγραψε ποτέ γιατί πάει στο Παρίσι.
Ίσως σε μια φράση της στο ποίημα Παρίσι δείχνει την αγάπη της γι αυτή την πόλη και ότι εκεί πήγε γιατί «δεν ήθελε να θυμάται». Δεν ήθελε να συναντά πρόσωπα ή πράγματα που θα της θύμιζαν το παρελθόν. Αυτός είναι ένας λόγος που σχετίζεται με τον συναισθηματικό της κόσμο.
Από την αλληλογραφία της μαθαίνουμε ότι θέλει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Η Πολυδούρη είχε σπουδάσει θέατρο. Πιθανόν να θέλει να παίξει κάποιο ρόλο δευτερεύοντα ή να βρει δουλειά σαν κομπάρσα. Αργότερα λέει ότι δε μπορεί να βρει δουλειά εκεί γιατί πρέπει να έχει κάποιος μέσον.
Η ακριβής ημερομηνία της αναχώρησής της έγινε πρόσφατα γνωστή, από την ανακάλυψη της αλληλογραφίας της με δύο φίλους της στην Ελλάδα: Τον ποιητή και μεταφραστή Κώστα Παπαδάκη και τον φίλο της Βασίλη Γεντέκο, νεαρό λόγιο που φαίνεται πως έχει σχέση με εκδοτικούς οίκους.
Από τα γράμματά της, που δημοσιεύονται στην έκδοση Ρομάντζο και άλλα πεζά μαθαίνουμε ότι πριν φύγει για το Παρίσι είχε παραδώσει ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημά της στον εκδότη Γανιάρη και περιμένει την απάντησή του.
Όταν φτάνει στο Παρίσι και στην αρχή μένει σε ένα ξενοδοχείο πλάι στην Όπερα. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να πάει στο Καρτιέ Λατέν και αυτό το ξέρουμε από το γράμμα που γράφει στον φίλο της Κώστα Παπαδάκη και το μοναδικό που βρέθηκε από αυτή την αλληλογραφία μεταξύ τους.
Το δεύτερο είναι ότι αναζητά δουλειά. Από την αλληλογραφία της μαθαίνουμε ότι θέλει να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Η Πολυδούρη είχε σπουδάσει θέατρο. Πιθανόν να θέλει να παίξει κάποιο ρόλο δευτερεύοντα ή να βρει δουλειά σαν κομπάρσα.
Αργότερα λέει ότι δε μπορεί να βρει δουλειά εκεί γιατί πρέπει να έχει κάποιος μέσον. Και ότι προτιμούν να προσλάβουν κάποιον που δεν ξέρει την τέχνη αλλά έχει μέσον, από κάποιον που έχει σπουδάσει. Δεν υπάρχει κάποιος να μιλήσει γιαυτή, να την υποστηρίξει.
Τώρα θέλεις νέα μου παριζιάνικα; Δεν είναι και πολύ ενδιαφέροντα. Για λόγους οικονομίας δεν πηγαίνω στα ωραιότερα που έχει να επιδείξει το Παρίσι. Τα θέατρά του είναι απροσπέλαστα. Μονάχα ελπίζω να το γνωρίσω όταν μπορέσω. Φροντίζω πολύ να με πάρουν σε κανένα cinema, είναι η μόνη εργασία που επιθυμώ. Η δουλειά του γραφείου δεν έχει κανένα θέλγητρο για μένα. Εν τω μεταξύ γράφω άλλο ρομάντζο μου κάτω από τις μεγάλες επιδράσεις που έχει το Παρίσι επάνω μου. Είναι μια πόλη που σε ρίχνει με τα μούτρα στην ύλη, αν ρέπεις φυσικά σ' αυτή, ή σε εξαϋλώνει αν έχεις μέσα σου το σαράκι του ρομαντισμού. Σε μένα φυσικά έχει συμβεί το δεύτερο. (10.3.1927)
Αφού ψάχνει για πολλούς μήνες να βρει δουλειά, νοικιάζει ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα δυο Γαλλίδων, στο 9ο διαμέρισμα. Δεν ξέρουμε πόσους μήνες έμεινε εκεί.
Φαίνεται ότι όταν η οικονομική της κατάσταση χειροτέρεψε πολύ περισσότερο, έφυγε από εκεί και πια δεν ξέρουμε που έμενε. Γιατί από ένα σημείο και μετά τα γράμματά της τα παίρνει σε ποστ ρεστάντ.
Έπληττα στην Αθήνα αυτόν τον τελευταίο καιρό, έπληττα φοβερά, εδώ πέρα το κρύο δεν τον αφήνει κανένα να πλήξει! Κι όταν έχει κανείς λεφτά για χάλασμα καταλαβαίνεις...μοναχά δυστυχώς που τελειώνουν, εκπνέουν(!) κατ' αυτάς [τας ημέρας] κι είμαι υποχρεωμένη να εργαστώ. Ben oui, ben oui, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Γάλλοι. Είμαι ένα μήνα εδώ και κοντεύω να μάθω όλο το Παρίσι. Γνώρισα αρκετό κόσμο, κάνω διαλέξεις, μη ρωτάς! Πάντως, entre grecs οι διαλέξεις και προπαντός entre etudiants. Ce qu' il est plus convenable (!). Μου συγχωρείς τη φόρα των γαλλικών, ξέρεις έχω ένα μήνα να μιλήσω ελληνικά, αν εξαιρέσεις λίγες καλημέρες στους compatriotes, «πάλι τα ίδια της συχωρεμένης », όπως έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου. Έχω μια κάμαρη σε μια γαλλική οικογένεια, δηλαδή τι οικογένεια δυο γεροντοκόρες οι οποίες -entre nous- μου φαίνεται πως είναι Lesbiennes... γιατί αντρίκιο πόδι δεν πατάει εδώ μέσα. Αν το βρίσκεις πολύ shoking το γράμμα μου σε παρακαλώ να το σκίσεις αλλά όχι πριν το διαβάσεις όλο. Δεν έπιασα στα καλάκαθούμενα να σου γράψω υπάρχει λόγος κι αυτόν θα τον δεις πιο κάτω. Οπωσδήποτε δεν μπορείς να μου το κατηγορήσεις αυτό, το ότι αποφάσισα να σου γράψω γιατί υπήρχε λόγος. Εγώ από μέρους μου θα ήμουν πολύ ευχαριστημένη, αν βρίσκονταν μερικοί λόγοι για να σε ανάγκαζαν να μου γράφεις καμιά φορά. Ben oui!(17.1.1927)
Υποφέρει από το κρύο, δεν έχει χρήματα για τα στοιχειώδη, ούτε για να φάει και κάποια στιγμή γράφει, το φθινόπωρο του '27 στον Γεντέκο ότι βρήκε επιτέλους δουλειά. Η δουλειά αυτή υποθέτουμε ότι είναι στη σχολή ραπτικής Pigier, από όπου παίρνει το Δίπλωμά της.
Πιθανόν εκεί εργάζεται ταυτόχρονα ως μαθητευμόμενη και εξασφαλίζει κάποιο χαρτζιλίκι. Επίσης γράφει πολλές φορές ότι ενώ στο Παρίσι γίνονται τόσο σπουδαία πράγματα εκείνη δε μπορεί να πάει ούτε θέατρο. Αυτό ήταν από τα πράγματα που πραγματικά της κόστιζαν.
Εγώ δε βρήκα λοιπόν εργασία ακόμα εκτός [από] λίγα κουτσομαθηματάκια δώθε κείθε και κείνα όχι θετικά. Περνώ μέσα στο Παρίσι μια ζωή χειρότερη από σε ελληνική επαρχία, κάνοντας τις μεγαλύτερες οικονομίες για να επαρκέσω, αυτό όμως δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσει. Για να πάω σε κινηματογράφο είναι πάρα πολύ δύσκολο, όπως μου είπαν, αν δε με συστησουν. Είναι ρουσφέτι κι αυτό τι να κάνεις. Παίρνουν όλους τους συγγενείς και τις φίλες των ηθοποιών αδιάφορο αν είναι ή δεν είναι καλλιτέχναι. (11.6.1927)
Η Πολυδούρη βρίσκεται στο Παρίσι φτωχή και ελπίζει με το περιπετειώδες πνεύμα της ότι θα τα καταφέρει. Τελικά δε τα καταφέρνει. Έρχεται αντιμέτωπη με μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα.
Με άλλους Έλληνες δε συνδέεται. Στην αρχή έγραφε ότι έβγαζε ένα χαρτζιλίκι κάνοντας κάποια μαθήματα σε Έλληνες. Αναφέρεται λίγο στους Έλληνες των Παρισίων που βρίσκει.
Στη γειτονιά μου είναι ένα καφενείο όπου συχνάζουν κάμποσοι Έλληνες, μα κάτι τύποι. Ένας κι ένας. Γιαυτό οι Γάλλοι τό χουν το grec ίσον με το λωποδύτης, δεν έχουνε άδικο. Το Δεϊμέζη τον θυμάσαι; Εδώ έχει πάρει ύφος κύρους και κάνει και διαλέξεις! Μα είναι τόσο ακατανόητος ο διανοούμενος κόσμος, ο ελληνικός εννοείται, που θα τους έλεγε κανείς πολύ εύκολα σπείρα υπόπτων προσώπων. Όλοι ξέρουν τι είναι Δεϊμέζης και όμως όλοι, όχι μόνο τον ανέχονται και τον τρέφουν αλλά και δημοσία τον επαινούν. Δεν καταλαβαίνω γρι. Φαίνεται πως αλληλοϋποστηρίζονται, τι να πω. Αληθινά φοβήθηκα τους ρωμιούς δω πέρα, έχουνε ύφος λωποδύτη! Έχω ωστόσο δύο φίλους νεαρούς χημικούς ρωμηούς που είναι πολύ καλά παιδιά. Έτσι φροντίζουμε με κάθε τρόπο να αποφεύγουμε άλλες παρέες. Αυτές τις ημέρες είναι ο Σκίπης εδώ και θα μιλήσει στο σύλλογο των φοιτητών. Μολονότι η ποίησή του δεν με συγκινεί καθόλου ωστόσο θα πάω να τον ακούσω. (19.3.1927)
Είναι άρρωστη και απένταρη. Όλη η εμπειρία της στο Παρίσι κατέληξε με ένα τρόπο τραγικό. Είναι η αρχή του τέλους το Παρίσι. Συναντά τη μοίρα της.
Η ποιήτρια Τίλλα Μπαλή αφηγείται ότι τη συνάντησε, αδύνατη και μελαγχολική, σε ένα χορό της ελληνικής παροικίας στο Μέγαρο Ρότσιλντ, στον οποίο παρευρίσκεται και η Contesse de Noilles.
Η Πολυδούρη σίγουρα προσπαθεί να μπει στη γαλλική κοινότητα και δεν τα καταφέρνει. Γιατί δεν έχει χρήματα και γιατί επίσης αυτή η πλευρά της, που είναι της καταραμένης, μια ελευθεριάζουσα συμπεριφορά, την εμπόδισε να μπει στη γαλλική κοινωνία που είναι πολύ κλειστή.
Όταν έφτασε στο Παρίσι γράφει στον Παπαδάκη ότι έχει αλληλογραφία με πολλούς. «Έχω γράψει από το πρωί είκοσι γράμματα». Έναν χρόνο αργότερα γράφει στον Γεντέκο, «είσαι ο μόνος στον οποίο γράφω».
Σιγά-σιγά σταμάτησε κάθε επαφή με την Ελλάδα και απομονώθηκε εκεί. Τι μπόρεσε να μάθει από την γαλλική κουλτούρα δεν ξέρουμε σε αυτά τα χρόνια. Μπορεί να πήγαινε σε βιβλιοθήκες να διαβάσει.
Στην αλληλογραφία της λέει ότι για το μόνο που λυπάται είναι τα βιβλία της που έχουν μείνει στην Ελλάδα και πόσο της λείπουν. Ρωτά συνεχώς αν υπάρχουν νέα για το βιβλίο της.
Περιμένω με ανυπομονησία να μου γράψεις για το βιβλίο μου. Με συγχωρείς που σου γράφω έτσι sans facon τις αξιώσεις μου μα θα καταλαβαίνεις αν αποδίνω σημασία ή όχι. Είναι η μόνη ύπαρξή μου αυτή. Απ' αυτό εξαρτάται να ζήσω ή να πεθάνω. Σου το λέω ξάστερα σε σένα που μπορείς να το καταλάβεις αυτό. Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική. Και δεν μπορώ να γράψω πια, περιμένω πάντα. (6.10.1927)
Στο Παρίσι αρρωσταίνει ξανά. Είχε ήδη αρρωστήσει από αδενοπάθεια στην Ελλάδα και είχε νοσηλευτεί. Έχει το μικρόβιο της φυματίωσης. Το '23 και το '24 ήταν στο Μαρούσι και το Χαλάνδρι προσπαθώντας να συνέλθει και το καλοκαίρι του '26, λίγο πριν φύγει για το Παρίσι, ήταν στη Φτέρη Κορινθίας, ένα χωριό στο οποίο πήγαιναν ασθενείς για να συνέλθουν από τη φυματίωση.
Οι συνθήκες στο Παρίσι, το κρύο, η ζωή της, την κάνουν κάποια στιγμή να καταρρεύσει. Τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο Charité, ένα νοσοκομείο απόρων. Τον Ιανουάριο του 1928 θα διαγνωστεί με φυματίωση. Στο Charité παραμένει για ένα μήνα.
Οι γιατροί της συστήνουν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αρχές Μαρτίου παίρνει το τρένο για τη Μασσαλία και από εκεί το πλοίο για τον Πειραιά.
Ο χειμώνας μας πλάκωσε άγριος. Χιόνια, βροχές και ρέστα, αλλά αρχίζω να αντοστάρομαι με το κλίμα. Να πάρει ο διάβολος έχω χάσει τη γλώσσα μου πιστεύεις; Δε βρίσκω τις λέξεις και οι γαλλικούρες πηδάνε στη μέση. Ό,τι κατηγόρησα συνέβηκε σε μένα. (29.11.1927)
Είναι άρρωστη και απένταρη. Όλη η εμπειρία της στο Παρίσι κατέληξε με ένα τρόπο τραγικό. Είναι η αρχή του τέλους το Παρίσι. Συναντά τη μοίρα της. Επιστρέφει στην Ελλάδα και μπαίνει στη Σωτηρία γιατί δεν είχε που αλλού να πάει. H αρχή του τέλους.
Ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη από την παρισινή εμπειρία της:
Από τη συλλογή Τρίλλιες που σβήνουν:
Άνοιξη
Φούντωσε η Άνοιξη και δω σε κάθε δέντρου κλώνο.
Τα πάρκα λουλουδίσανε και κείνα.
Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους, παρά μόνο
πως λείπω μακριά ’πό σέν’ Αθήνα.
Έρχεται ακάλεστη, βουβή, μες στου ηλίου το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπτέφτη
και νιώθω, η νοσταλγία σου καθώς μ’ ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτει.
Παρίσι, Άνοιξη 1927
Ούτε και δω…
Ούτε και δω στην ξενιτιά που μ’ έχει ρίξει,
καθώς με συγκυλά, της δυστυχίας το κύμα,
βρήκα την ταφική του ναυαγίου γαλήνη.
Τα σωθικά μου αν τα ’χει η μαύρη δίψα φρύξει
κι αν η φωνή μου απ’ την κραυγή του πόνου σβήνει,
μα πάντα θα ’μαι του όνειρου τ’ αστείο θύμα.
Καθώς φωτίζαν πάνω μου τα δυο σου μάτια,
των λογισμών μου σκίζοντας το μαύρο βύθος,
το δρόμο προς τα χείλη σου βρήκα άθελά μου.
Κείτομαι εμπρός σου κι ονειρεύομαι παλάτια
νεραϊδικά, σαν απ’ αυτά που θέλει ο μύθος
και δεν κοιτάζω πως θεός στη ζωή μπαίνεις
Εσύ, και μένα πόσο ανάξιο το ένδυμά μου…
Στροφές
Στο πλαίσιο του παράθυρου προβάλλει
το πάρκο πρωινό· δε φέγγει ακόμα.
Αχ, πόσες υποσχέσεις δε μοιράζει
της εαρινής αυτής αυγής το στόμα
που σ’ ένα απλό χαμόγελο χαράζει.
Και κατοικεί στο πάρκο όλη η γαλήνη
όσων πιστεύουν στην καλή τους μοίρα.
Βλέπω με τί σοφία που ετοιμάζει
και τί σιγά την πράσινη πλημμύρα.
- Μα εμέ που δεν πιστεύω με τρομάζει.
Στα στήθη μου βαθιά η πληγή ματώνει
σα νέο λουλούδι, νιώθω την ορμή της
που μου ρουφά τα νιάτα και με λύνει.
Το είναι μου όλο τώρα η δύναμή της
και θα δουλεύει ανύποπτα για κείνη.
Παρίσι, Νοσοκομείο «Charité»
Παρίσι
Παρίσι, ήταν καιρός τα ονείρατά μου
στο σκοτεινό πρωί σου να σκορπίσω
και να σ’ αφήσω παίρνοντας κοντά μου
τη θλιβερή χαρά να σ’ αγαπήσω.
Τώρα η Μεσόγειος λυγερή σειρήνα
που στο πλοίο μας γύρω αφροκοπάει
κι όλα του αφρού της τα κάτασπρα κρίνα
ένας σκοπός: μακριά σου να με πάει.
Κι ύστερα σα σιμώσουμε κει πέρα,
θα ’ρθεί προσταχτικό το φως ν’ ανοίξει
τα μάτια μου στην τρισγαλάζια μέρα
και την ενθύμησή σου να μου πνίξει.
Κι ύστερα τα νησιά της θα χιμήσουν.
Κι η Αθήνα, ξέρω, δε θ’ αργοπορήσει.
Θε να στηθούνε να μου πολεμήσουν
της αμαρτίας τον έρωτα, Παρίσι!
Και θα θελήσουν να ξεχάσω πόσο
σου δόθηκεν αμέσως η ψυχή μου.
Καθώς χωρίς την έγνοια ν’ ανταμώσω
γύριζα μες στους δρόμους μοναχή μου.
Όμως παντού έπιανα εύκολες φιλίες
γιατί σα να με ξέραν μου γελούσαν
παντού, σπίτια και πάρκα κι εκκλησιές
κι όταν ξαναπερνούσα μου μιλούσαν.
Και θα θελήσουν να ξεχάσω, πόση
καινούρια νιότη συ μου ’χες χαρίσει,
πως τη μοίρα μου ακόμα έχω ανταμώσει
γυρίζοντας στους δρόμους σου, Παρίσι.
αυτό το γράφει στην επιστροφή της με το πλοίο
Από τα «ανέκδοτα»:
Ένα βράδυ στον Σταθμό
Τι θλιβερό πράμα ο Σταθμός,
που μόλις να ’χει φύγει το τραίνο!
Να, τώρα εδώ λίγες στιγμές
στις ράγες του βαριά σταματημένο
και σιγανόρχονταν γοργά,
ανίδεα γελώντας ταξιδιώτες,
μα όσοι που μείνανε κι αυτοί
δεν έχουνε την όψη τους σαν τότες.
Η άδεια θέση κι η σιωπή
μες στο Σταθμό που του ’φυγε το τραίνο.
Κι αυτοί που μείνανε σκορπούν
κι έχουν το βήμα το αποφασισμένο
όσων τη μοίρα ακολουθούν.
Κάθε στιγμή τούς φεύγει κι από κάτι
κι αυτοί απομένουν στο Σταθμό
λυγίζοντας το θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στα ίδια γελαστοί
δήθεν – κι η πλάτη τους κυρτώνει πίσω.
Καταραμένε χωρισμέ,
όμως και σένα απόψε θ’ αγαπήσω.
Γιατί το «χαίρε» ήταν γλυκό
καθώς το χέρι σειόταν στον αέρα,
απ’ το μαντίλι πιο λευκό κι απ’ τον ανθό,
σα φως που έφευγε πέρα,
που δεν το είχα δει ποτέ
τόσο γαλήνια ωραίο τ’ όραμά σου.
–Καταραμένε χωρισμέ,
μου τρέμουνε τα χείλη στ’ όνομά σου.
Παρίσι, Gare du Nord
Αποσπάσματα για το Παρίσι στο μυθιστόρημά της «Ρομάντσο»
- «Χα χα χα» άλλο παταγώδικο γέλιο πέρασε στο καφενείο κι η κουβέντα κόπηκε για κείνη τη στιγμή. Κάποιος είχε ένα καινούργιο ποίημα να μας απαγγείλει, άλλος μας ανακοίνωσε τα σχέδιά του που κάνει να ξαναγυρίσει στο Παρίσι γιατί εδώ δεν τον σηκώνει ο τόπος και η νύχτα μας βρήκε εύθυμους».
- «Ένα πρωί που ήρθε ο ταχυδρόμος επήρα μερικά γράμματα από την Αθήνα και είχα ριχτεί να τα διαβάζω. Ξαφνικά με κόβει η φωνή του Αιμίλιου· μόνο που δεν πηδούσε από χαρά κι έκπληξη. Είχε λάβει ένα βιβλίο από το Παρίσι. Ήταν ένα βιβλίο του Λεωνίδα, δηλαδή γραμμένο από το Λεωνίδα.»
- «Ο Φίλιππος δε φαίνεται σχεδόν καθόλου, του είπαν πως συχνάζει στης Φανής. Κι αυτή άφησε τα ίχνη του. Φαίνεται βαρέθηκε πια η κακομοίρα, καιρός ήταν. Μια μέρα τον βρήκε ο Φίλιππος και του ανάγγειλε πως αναχωρεί για το Παρίσι».
- «Τώρα τελευταία έχει χλωμιάνει πολύ κι έχει γίνει νευρική. Φαίνεται πως το κλίμα του Παρισιού την έβλαψε. Την εκράτησα χωρίς να θέλει εδώ για να γράψω το βιβλίο μου που σου έστειλα. Το φθινόπωρο σκοπεύουμε να έρθουμε στην Αθήνα κι από τώρα λογαριάζω την ευτυχία μου να σε ξαναβρώ».
Το «Ρομάντσο»
Το μυθιστόρημα, στο οποίο η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας Χριστίνα Ντουνιά έδωσε τον τίτλο «Ρομάντσο», και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία, καθώς και τα άλλα, ανέκδοτα όσο ζούσε, κείμενα «πιστοποιούν την αφηγηματική ικανότητα, την οξυμένη κοινωνική ευαισθησία, αλλά και την υψηλή αυτοσυνειδησία της Πολυδούρη στη διπλή της υπόσταση: της γυναίκας και της συγγραφέως».
Το «Ρομάντσο» της, που έγραψε το 1926 και πρότεινε για έκδοση στον Χ. Γανιάρη, συνιστά ένα πρώιμο δείγμα νεωτερικής στροφής του ελληνικού μυθιστορήματος, τόσο για την πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική που εγκαινιάζει, όσο και για τις μοντέρνες ιδέες που διατυπώνονται στις σελίδες του.
Εκτός από το «Ρομάντσο» της Πολυδούρη, στην παρούσα έκδοση συγκεντρώνονται όλα τα ευρισκόμενα πεζά της: σελίδες ημερολογίου, μια αυτοβιογραφία, δυο μικρά λυρικά αφηγήματα, κείμενα επιστολικής λογοτεχνίας, αλλά και ανέκδοτα γράμματά της από το Παρίσι, που δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τις συνθήκες διαμονής της, αλλά και για την τύχη του μυθιστορήματός της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε από την Αργυρώ Μποζώνη στο LIFO.gr το 2015.