Στην Αγία Κυριακή, η κυρία Ευσταθία Κοραή, η «Κοραήνα», περνά τη μέρα της και έχει ήδη περάσει πάνω από 60 χρόνια της υπερ-ογδοντάχρονης ζωής της, ανάμεσα στο λευκό και το γαλάζιο, στον καφενέ που της κληρονόμησε η οικογένεια του άντρα της. Κυανόλευκο απαστράπτον, της απόλυτης πάστρας, το πετρογκάζ, δίπλα του το μπρίκι, ο ελληνικός σε βαζάκι της μαρμελάδας, πλάι του το θυμιατήρι, το λάδι στο πλαστικό «ροί», οικογενειακές φωτογραφίες, έργα ταπεινής λαϊκής τέχνης, παραλίες και ανεμόμυλοι φτιαγμένοι από κοχυλάκια, πλαστικά λουλουδάτα τραπεζομάντιλα και μαξιλαράκια με κεντημένες σταυροβελονιές, μια κατσαρόλα. Παραπλεύρως τα ράφια του μπακάλικου.
Ρολ και Τάιντ, χλωρίνη Κλινέξ, μπισκότα Παπαδοπούλου, λεμονάδες ΕΨΑ, φακελάκια με κανέλα και γαρίφαλα, τα κλασικά χρειώδη μιας καθημερινότητας που θα πάθαινε κρίση πανικού αν έμπαινε ποτέ στα σούπερ-μάρκετ της πόλης. Η Κοραήνα, ψήνει κάθε μέρα πιπεριές Φλωρίνης στη σχάρα. Όλο και κάποιος θα μπει να της ζητήσει ένα ούζο. Να του φτιάξει ένα μεζέ. Οι πιπεριές Φλωρίνης είναι ο δικός της Σισύφειος αγώνας. Ταυτόχρονα το νήμα της ζωής της. Η επόμενη μέρα θα είναι εκεί, θα έχει το νόημά της, αφού θα πρέπει να ξεφλουδίσει μια-μια την πιπεριά, να την καθαρίσει από τα σπόρια της. Ακουμπώντας την κούραση των υπερκοπωμένων αγκώνων της στο τραπεζάκι, πλάι στο ασύρματο τηλέφωνο και τα ψιλά για τα ρέστα.
Οι πελάτες μπαίνουν, αυτοεξυπηρετούνται στο μπακάλικο, πιτσιρίκια ανοίγουν το ψυγείο για μια πορτοκαλάδα, έρχονται στο τραπεζάκι της να αναμετρηθούν με το «πόσο κάνει». Η Κοραήνα θα’πρεπε τώρα να ξεκουράζεται, να λιάζεται σε μια καρέκλα στον ήλιο κυνηγώντας τα εγγόνια της. Όμως, δεν πάει ο νους της. Ότι θα μπορούσε να ζήσει ή να πεθάνει κάπου αλλού, μακριά από τα μπρίκια και το μαυρισμένο τηγάνι της. Όσο θα υπάρχει έστω και ένας πελάτης να του ψήσει έναν γλυκύ βραστό η ύπαρξη της θα έχει νόημα. Το νόημα της πιπεριάς που καθαρίζεται με τόσο κόπο στο χέρι. Την ίδια ώρα που στις επαγγελματικές κουζίνες γίνεται ο κακός χαμός, το έλα να δεις του άγχους και του στρες, η Κοραήνα ψάχνει τη συνταγή-κέντημα που θα δικαιολογήσει ένα επάγγελμα, από το οποίο μπορεί να σε σταματήσει μόνον ένας αιφνίδιος θάνατος. Στο πόστο σου.
Στις Κόττες, η Ασημίνα έρχεται κάθε καλοκαίρι. Ξεχειμωνιάζει στο Βόλο σαν καλή νοικοκυρά και μόλις ανοίξει ο καιρός, φορά το ψάθινο καπέλο της, τα ανατομικά σανδάλια και το γαλάζιο βλέμμα που την κάνουν να μοιάζει σαν γερμανίδα αναχωρήτρια του Νοτίου Πηλίου, φυτεύει τους πιο πολλούς, τους πιο φουντωτούς βασιλικούς σε όλα τα Τρίκερι και ανοίγει, ξανά, την ταβέρνα της. Έχει κι αυτή κούραση, σκασίλες, ανημπόριες, μαζί και μια απογοήτευση που οι δουλειές αργοσβήνουν τα τελευταία χρόνια.
Σε κοιτά όμως, τόσο αθώα, σαν να της μιλάς κινέζικα, όταν τη ρωτάς γιατί δεν αποσύρεται πια, να χαρεί κι αυτή λίγη ξεκούραση. Εδώ, στο περίκλειστο λιμανάκι, πλάι στο φαλακρό βουνό που χωρίζει τον κόσμο πίσω του, τη δουλειά που διάλεξες την τιμάς μέχρι το τέλος. Μέχρι να τελειώσουν όλα τα ψάρια και οι καραβίδες της θάλασσας, μέχρι να φάει κι ο τελευταίος πελάτης.
Κάθε χρόνο η καρδιά μου παγώνει μέχρι να την ξαναβρώ εκεί, μάχιμη, στις επάλξεις: να κυνηγάει τους ζωντανούς αστακούς που δεν κάθονται στη ζυγαριά, να διαλέγει μια-μια τις καραβίδες που περπατάνε ξεφεύγοντας από τα φελιζόλ κουτιά του ψαρά, να μαγειρεύει τον θεϊκότερο ντόπιο τόνο που έχω φάει στη ζωή μου, με ένα απλό βράσιμο, λίγο λάδι και ρίγανη του βουνού.
Να περηφανεύεται για την καραβιδομακαρονάδα της, να ψήνει μαγικά το φαγκρί και το χταπόδι της, να φτιάχνει την ονειρεμένη λευκή ταραμοσαλάτα της, να σου σερβίρει την πιο αξέχαστη θαλασσινή κουζίνα ενός κόσμου που δύει, που βασιλεύει σαν τον ήλιο που χάνεται μπροστά σου στα βάθη του βυθού. (Ταβέρνα του Τσέτα, 24230 91677)
σχόλια