Αν θέλουμε να καταλάβουμε τη σημερινή κόντρα Ρωσίας-Δύσης και την πολυδιάστατη γεωπολιτική συνθήκη, βιβλία σαν κι αυτό είναι ουσιαστικά και θεμελιώδη.
Αν όλη η ιστορία της Ρωσίας είναι μια αιματηρή συνέχεια απανωτών εξεγέρσεων και πολέμων, η βασική της ραχοκοκαλιά στηρίζεται στα δομικά κομμάτια του βυζαντινισμού και του προοδευτισμού, ισομερώς καταμερισμένα στην Ιστορία της.
Αυτό τουλάχιστον αποκαλύπτει το βιβλίο αναφοράς Το Βυζάντιο στη Ρωσία - Δοκίμια Ιστορίας και Φιλοσοφίας που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Ολέγ Τσυμπένκο, καθώς παραθέτει δύο δομικά, ενσωματωμένα στην Ιστορία της Ρωσίας, κείμενα.
Η αιώνια κόντρα ανάμεσα στους προοδευτικούς φίλους της Δύσης, τους οποίους εκπροσωπεί, εν προκειμένω, ο Σολοβιόφ, και τους συντηρητικούς υποστηρικτές της Ανατολής, που αντιπροσωπεύονται από τον Λεόντιεφ, δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται: φανερώνει την ανάγκη των Ρώσων να ασπαστούν μεν τον κοσμοπολιτισμό του Πέτρου αλλά και να μην απαρνηθούν τις μυστικιστικές εντάσεις της ίδιας τους της ταυτότητας.
Μια σειρά από μελέτες, όπως αυτή με τίτλο Βυζάντιο και Ρωσία του Ιωάννου Μέγεντορφ, είχαν προ πολλού αποκαλύψει τη μεγαλόπνοη τάση της απέραντης χώρας να ταυτίζει το παλιό ιδανικό της Pax Romana με ένα είδος θρησκευτικής οικουμενικότητας – θαρρείς πως το μικρό μέγεθος δεν συνάδει με τη «μεγάλη σοβιετική ψυχή», όπως την αποκάλεσε μετέπειτα πολύ έξυπνα ο Στάλιν.
Μια σειρά από μελέτες, όπως αυτή με τίτλο Βυζάντιο και Ρωσία του Ιωάννου Μέγεντορφ, είχαν προ πολλού αποκαλύψει τη μεγαλόπνοη τάση της απέραντης χώρας να ταυτίζει το παλιό ιδανικό της Pax Romana με ένα είδος θρησκευτικής οικουμενικότητας – θαρρείς πως το μικρό μέγεθος δεν συνάδει με τη «μεγάλη σοβιετική ψυχή», όπως την αποκάλεσε μετέπειτα πολύ έξυπνα ο Στάλιν.
Μπορεί, δηλαδή, οι φανατικοί οπαδοί του συντηρητισμού κατά την περίοδο του σχίσματος να επέμεναν με τρόπο εμμονικό και οπισθοδρομικό στα τελετουργικά της θρησκείας, ουσιαστικά όμως προασπίζονταν την άκρατη κατίσχυση της ρωσικής ταυτότητας, βάζοντάς τα, για παράδειγμα, με κορυφαίους συγγραφείς όπως ο Χέρτσεν, ο Τουργκένιεφ κ.λπ., οι οποίοι γρήγορα άφησαν πίσω τους την πατρίδα.
Στα μάτια των συντηρητικών, οι προοδευτικοί ήταν απλώς αρνησιπάτριδες που ξεπερνούσαν ακόμα και τον μηδενισμό, έναν όρο που οι ίδιοι έφτασαν να υιοθετούν για τον εαυτό τους.
Από την άλλη, ήταν τόση η εμμονή των θρησκόληπτων σλαβόφιλων με το τελετουργικό και τέτοια η άγνοια των πραγματικών αιτημάτων του απλού κόσμου που καθιστούσε τις θέσεις τους αδιανόητες.
Αντιπαρερχόμενος τη φανατική τους προσκόλληση στην παράδοση, ο Σολοβιόφ έθεσε σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, φτάνοντας να διακηρύξει από τα πανεπιστημιακά έδρανα πως έπρεπε να δοθεί χάρη στους δολοφόνους του Τσάρου Αλέξανδρου Β'.
Μέχρι τότε κανείς δεν τολμούσε να ταχθεί δημόσια κατά του συντηρητισμού, όπως έκανε ο ίδιος με το κείμενό του Ο βυζαντινισμός και η Ρωσία.
Και, όπως συνέβαινε με όλους τους μορφωμένους Ρώσους του δικού του διαμετρήματος, τα διαβάσματά του κάλυπταν ένα τεράστιο φάσμα αναφορών, από τη θεολογία και την αισθητική μέχρι ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής και φιλοσοφίας (ο ίδιος, μάλιστα, διαθέτοντας αρκετό χιούμορ, φρόντισε να γράψει και το δικό του επιτύμβιο σε μορφή ποιήματος, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης).
Παρ' όλα αυτά, στο στρατόπεδο των σχισματικών, δηλαδή των αντιδραστικών που είχαν στραμμένο το βλέμμα, όπως ο αετός του Βυζαντίου, προς την Ανατολή παρά προς τη Δύση, υπήρχε ένα γοητευτικό κομμάτι που δεν αφορούσε μόνο το τελετουργικό και τις ερμηνείες των ιερών κειμένων και βιβλίων.
Οι σλαβόφιλοι προασπίζονταν το μεγαλείο ενός απέθαντου κόσμου, αναπολώντας την ύπαρξη της χαμένης Kitezh, μιας πόλης που συμβολοποιούσε τη χαμένη ορθόδοξη ταυτότητα και το βυζαντινό κλέος, που τους καλούσε χτυπώντας τις καμπάνες του μέλλοντος (δεν είναι τυχαίος ο έντονα μελλοντολογικός χαρακτήρας των ταινιών του Ταρκόφσκι, κατευθείαν βγαλμένος από αυτή την ουτοπική συνθήκη).
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο Λεόντιεφ, ο οποίος, παρά τις συντηρητικές του εμμονές, ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα: δούλεψε ως διπλωμάτης, υπηρέτησε την πατρίδα του ως στρατιωτικός γιατρός στον πόλεμο της Κριμαίας και έγραψε εξαιρετικές νουβέλες, κάποιες από τις οποίες αφορούν και τα χρόνια που υπηρέτησε ως διπλωμάτης στην Ελλάδα.
Παρά τις οπισθοδρομικές αντιλήψεις του, είναι υποβλητικές η ατμόσφαιρα και η μουσικότητα των γραπτών του, όπως μαρτυρά το εμβληματικό κείμενο που έρχεται τώρα στο φως σε αυτή την έκδοση από τον Καστανιώτη, κινούμενο στο ίδιο πάντα ανυψωτικό τέμπο:
«Μήπως δεν είναι τρομακτικό και προσβλητικό να σκεφτόμαστε ότι ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά, ότι οι Έλληνες έχτισαν τις εκλεπτυσμένες ακροπόλεις τους, οι Ρωμαίοι έκαναν τους Καρχηδονιακούς Πολέμους, ότι ο ιδιοφυής, πανέμορφος Αλέξανδρος, με τη φτερωτή περικεφαλαία του διάβηκε τον Γρανικό Ποταμό και πολέμησε στα Άρβηλα, ότι οι Απόστολοι κήρυτταν, οι ιερομάρτυρες υπέφεραν, οι ποιητές τραγουδούσαν, οι ζωγράφοι ζωγράφιζαν, οι ιππότες έλαμπαν στις κονταρομαχίες, μόνο και μόνο με σκοπό ένας Γάλλος ή Γερμανός ή Ρώσος αστός με δύσμορφο κωμικό ντύσιμο να ευημερεί "ατομικά" και "ομαδικά" στα ερείπια όλου αυτού του περασμένου μεγαλείου;».