Έβδομη χώρα παγκοσμίως στην κατανάλωση κόκκινου κρέατος, η Ελλάδα κατάφερε να ξεπεράσει ακόμα και την Αμερική. Υπολογίζεται ότι κάθε Έλληνας καταναλώνει 100 κιλά κόκκινο κρέας τον χρόνο, ενώ ο Αμερικανός 88.
Λες και όλοι βαλθήκαμε, μέσα από ένα διαχρονικό κατοχικό σύνδρομο, να καταναλώσουμε ως λαός το κρέας που στερηθήκαμε ως τη δεκαετία του '60, τότε που οι δύσκολοι καιροί κατέβαζαν την ημερήσια κατανάλωση στα 35 μόλις γραμμάρια.
Παϊδάκι ή Rib-Eye, το κρέας είναι μόδα και οι κρεατερί νέας γενιάς εγκαθίστανται πλέον ακόμα και μέσα στα σοφιστικέ, ντιζάιν νεο-χασάπικα – από το μαχαίρι κατευθείαν στη φωτιά.
Ο νεοαθηναίος πέρασε με ένα τεράστιο άλμα από την γκαγκανιασμένη χοιρινή (με μπόλικο λεμόνι) και το καλοψημένο φιλέτο στο Βlack Αngus, στο μπρίσκετ, στην πικάνια, στην ταλιάτα, στο Rib-Eye αλλά και στην γκουρμέ άποψη για μια προβατίνα και μια σπαλομπριζόλα. Καινούργιο κοσκινάκι μου και νέα θρησκεία στα κάρβουνα οι «κοπές» και το σίτεμα.
Παϊδάκι ή Rib-Eye, το κρέας είναι μόδα και οι κρεατερί νέας γενιάς εγκαθίστανται πλέον ακόμα και μέσα στα σοφιστικέ, ντιζάιν νεο-χασάπικα – από το μαχαίρι κατευθείαν στη φωτιά.
Όποιος δεν έχει θάλαμο ωρίμανσης με μοστραρισμένες τις μπριζόλες σε διαφορετικά στάδια δεν «παίζει» στον χάρτη της κρεο-πρωτοπορίας και όλοι ξαφνικά έχουν μια άποψη για τα μαχαίρια, τις παντός τύπου όρθιες και ξαπλωτές ψησταριές, τις σούβλες, τα μαντέμια, τα μπάρμπεκιου και τις καυτές πέτρες.
Το παράξενο είναι η μετάβαση. Το πόσο εύκολα εξοικειώθηκε ο Αθηναίος, που μέχρι χθες στο Παρίσι έμενε νηστικός, αποφεύγοντας με αποτροπιασμό το σενιάν, με τη γευστική ένταση της παλαίωσης που θυμίζει κυνήγι, το κόκκινο αίμα στο πιάτο, τη σάρκα της ευρωπαϊκής παράδοσης με την οποία ουδέποτε έκανε χωριό.