Κάθε βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη θαρρείς πως προσθέτει άλλο ένα κομματάκι στο παζλ του ελληνικού πολιτισμού, ποτισμένο στα αρώματα, την πολυσημία και τη μεγαλοθυμία του, χωρίς κανένα σκόντο σε αυτό που λέμε αφηγηματικότητα. Οι ήρωές του, ακόμα και στην αμαρτία τους, φαίνεται να μεγαλουργούν σαν ξεφτισμένοι άγιοι στις βυζαντινές εικόνες, χαραγμένοι για πάντα στο ασυνείδητο μιας πόλης που διαπερνά σχεδόν κάθε αφήγημα του συγγραφέα.
Αυτήν τη φορά η Θεσσαλονίκη με τους αλλόκοτους πρωταγωνιστές της –και πρώτον απ' όλους έναν ενσαρκωμένο Μιχαήλ Άγγελο, έναν νέο πολιούχο της πόλης σε ανθρώπινα μέτρα, τον Ασλάν Καπλάν– κατέχει τον κεντρικότατο ρόλο στο μεγάλο μυθιστόρημα του γνωστού δημιουργού, μελετητή και συγγραφέα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα με τον τίτλο Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν.
Ο Θωμάς Κοροβίνης αποτυπώνει εδώ, με τρόπο ολοζώντανο και ανάγλυφο, χωρίς να δραματοποιεί τις καταστάσεις, τις τριάντα δύο ώρες στη διάρκεια των οποίων η πόλη παραδιδόταν ανυπεράσπιστη στις φλόγες κατά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Έτσι, παράλληλα με την ιστορία του ερωτευμένου ζεύγους, του Τουρκαλβανού Ασλάν Καπλάν και της Ισπανοεβραίας Σεφαραδίτισσας Σαλώμης, ξετυλίγονται όλες οι συνήθειες και τα μέρη όπου οι άνθρωποι γλεντούσαν, αγαπούσαν και φλέρταραν, αφού η ζωή έχει τον υπέρτατο ρόλο, ακόμα και την ώρα που ισοπεδώνονται τα πάντα.
Γι' αυτό, σε πρώτο πλάνο είναι τα καφέ-αμάν στη Ραμόνα και στον Βαρδάρη, τα καφενεδάκια στο Σκουρ Καπάν, αυτήν «τη μικρή μισοσκότεινη αγορά πίσω απ' το μπεζεστένι», τα μπορδέλα με τις επονομαζόμενες «κάργιες του καλντεριμιού» (γυναίκες του δρόμου στα τούρκικα) αλλά και τα λουτρά, από το μεγαλεπήβολο Μπέη Χαμάμ έως το μικρότερο, πλην πανέμορφο Κουλέ Χαμάμ, το οποίο επισκέπτεται ο πρωταγωνιστής.
Καλώς ή κακώς, για τον Κοροβίνη δεν υπάρχει ουδέτερη ζώνη, δηλαδή μη κεκαυμένη από το πάθος ή τον οίστρο αφηγηματική γωνία, την οποία φροντίζει να ενδυναμώνει αποκλειστικά με ό,τι απασχολεί τα όρια της ανθρώπινης ψυχής: τον έρωτα, τον θυμό, τον θάνατο.
Καλώς ή κακώς, για τον Κοροβίνη δεν υπάρχει ουδέτερη ζώνη, δηλαδή μη κεκαυμένη από το πάθος ή τον οίστρο αφηγηματική γωνία, την οποία φροντίζει να ενδυναμώνει αποκλειστικά με ό,τι απασχολεί τα όρια της ανθρώπινης ψυχής: τον έρωτα, τον θυμό, τον θάνατο. Όλα τα άλλα μοιάζουν ανώφελα ή περιττά φληναφήματα που απευθύνονται σε κατεξοχήν χασομέρηδες της ύπαρξης, οι οποίοι μένουν να ξοδεύονται σε οτιδήποτε ξεφεύγει από τη ζώνη που πυρώνει την ανθρώπινη ψυχή – αλλά τι ζωή χωρίς αυτά να κάμεις;
Σαν τους δερβισάδες, λοιπόν, οι οποίοι περιδινούνται θεόπληκτοι, χτυπημένοι από μια θεϊκή δύναμη, ο Κοροβίνης γίνεται ο λογοτέχνης που μεταφέρει με ενάργεια στο χαρτί το θείο χτύπημα της λέξης, άλλοτε ποιητικής και άλλοτε αργκό, αναδεικνύοντας το πολύφερνο μεγαλείο της: το ανατολικό κλέος, τη ρωμαλέα καρδιά, την μπέσα, την καύλα, το πάθος, εν ολίγοις την αυθεντικότητα. Σάμπως να απουσιάζουν επί ποινή θανάτου οι ανώφελες ρητορείες που μπορεί να θυμίζουν τη σαχλή μετοίκηση στο περιττό. Εδώ μερτικό έχουν τα καλά και τα ωραία, οι εντάσεις και οι ηρωικές πράξεις, όχι η μιζέρια και η αυτοαναφορικότητα, κατεξοχήν γνωρίσματα του σύγχρονου κόσμου.
«Πήρανε τους ανθρώπους, τη ζωή μας, δηλαδή, και τα κάνανε έργα στο σινεμά» λέει κάποια στιγμή ο Καπλάν για να θυμίσει τον τρόπο που η πραγματικότητα διατηρεί τη δική της, έντονη, απελπιστική ικανότητα να διαμορφώνει ποίηση, και όχι το αντίθετο. Για να αποσαφηνίσει στη συνέχεια «ότι ο άνθρωπος όλο και ανακαλύπτει νέα μηχανήματα, η ζωή προχωράει, ανέβηκε στον ουρανό με το αεροπλάνο και ποιος να ξέρει τη συνέχεια. Το μόνο όμως που δεν θα χάσει την τιμή του εδώ στον κόσμο που ζούμε είναι η πίστη σε κάποιες αξίες. Αυτές που πρέπει να μην τις προδώσεις ποτέ για να σου πρέπει να λέγεσαι άνθρωπος».
Περήφανα μεγαλοπρεπείς αλλά και ρεαλιστικά ανθρώπινοι, οι πρωταγωνιστές του Θρύλου του Ασλάν Καπλάν είναι ως εκ τούτου μεγαλειώδεις ακόμα και στην πτώση τους, διατηρώντας το θνητό μεγαλείο σε κάθε σπιθαμή του δράματος.
Σχεδόν επικό, στον βαθμό που μας υπενθυμίζει διαρκώς το άνω θρώσκειν, το μυθιστόρημα επαναφέρει έννοιες που βλέπαμε να κυριαρχούν στην Ιλιάδα, όπως θυμός, κυρ ή ήτορ, οι οποίες αυτήν τη φορά αναβιώνουν είτε ως τουρκικά ιδιώματα, είτε ως λαϊκές αρβανίτικες παροιμίες, είτε ως σεφαραδίτικα κομμάτια ενός αλλοτινού κόσμου όπου το θυμικό είχε κυρίαρχη ισχύ και η εκλογίκευση αφορούσε τις μικροθυμίες της συνείδησης (για όποιον γνωρίζει, από τον κόσμο της Ιλιάδας απουσιάζει εντελώς η συνείδηση).
Γνωμικά βγαλμένα από τη λαϊκή σοφία, επιβλητικοί ήρωες που παραπέμπουν στα δημοτικά τραγούδια και τη γνωστή αναμέτρηση του Διγενή με τον Χάρο, δένουν με την αρχέγονη ψυχή ενός ελλαδικού κόσμου που στη Θεσσαλονίκη δοξαζόταν στην πολυσημία του. Η πόλη ήταν τότε το ιδανικό χωνευτήρι τόσων λαών και επιθυμιών, ένα πραγματικά κοσμοπολίτικο σύμπαν, όπως θα λέγαμε σήμερα. Μια πόλη που φαινόταν να υψώνει το ανάστημά της προς οτιδήποτε την ήθελε υποταγμένη, ακόμα και στα εθνικά και στα θρησκευτικά αφηγήματα, καθώς κανείς, όπως μας θυμίζει κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής, δεν λεγόταν υποτιμητικά «Σπανιόλος» ή «Τούρκος».
Σε αυτή την πόλη περιπλανιέται, λοιπόν, όχι ως flâneur αλλά ως ένας αλλόκοτος Διγενής και ανατολίτης Ρομπέν των Δασών ο Ασλάν Καπλάν – το όνομά του σημαίνει ταυτόχρονα λιοντάρι και τίγρης, παίρνοντας υπό τη φτερούγα του κάθε λογής ανυπεράσπιστο, «μην εξαιρώντας κανέναν. Ένιωθε τόσο Τούρκος όσο και Ρωμιός, άλλο τόσο και Εβραίος, ένιωθε συγγενής με οποιονδήποτε κάτοικο της Σαλονίκης, αγαπούσε κάθε καλντερίμι της, κάθε καφενέ της, κάθε χάνι της, πίστευε ότι όλα αυτά είναι μαζί η ταυτότητά του και ότι χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Αυτή η πόλη, έλεγε, είναι δώρο Θεού για όλους κι άμα βοηθιόμαστε μεταξύ μας, θα προκόβει και θα 'ναι απ' όλους ζηλευτή».
Μόνο που αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος, όπως και όλοι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, δεν περιπίπτουν σε σφάλματα – το αντίθετο. Ενίοτε, μάλιστα, ψηλαφούν στον σκοτεινό προθάλαμο της τρέλας. Η ετεροθαλής αδελφή του Καπλάν, Νουριγιέ, με την οποία μάλιστα αναπτύσσουν μια αιμομικτική σχέση, βλέποντας να απομακρύνεται από κοντά της ο αγαπημένος της αδελφός τρελαίνεται και παραδίδεται, αντί για το φρενοκομείο, στους παπάδες, κάτι που συνηθιζόταν τότε και αποδεικνύει περίτρανα αυτό που καταδείκνυε με τα βιβλία του ο Φουκό, πως η Εκκλησία πήγαινε χέρι-χέρι με την ψυχιατρική, κρατώντας τα ηνία της εκλογίκευσης. Άλλοι καλόγεροι, πάλι, αποδεικνύονται μικρο-απατεώνες που εκμεταλλεύονται αφελείς πελάτες και άλλοι απλώς δεν μπορούν να αντισταθούν στα θέλγητρα της σάρκας.
Εξίσου ασυγκράτητος και παράφορος φαίνεται να είναι όμως και ο ερωτύλος Ασλάν Καπλάν, κάτι που όμως δεν σημαίνει πως είναι πρωτόγονος. Ακόμα και όταν θυμώνει και πιάνεται στα χέρια με κάποιον, ξέρει απόλυτα τις άγραφες αρχές που διέπουν τα όρια των ανθρώπινων σχέσεων. Η κυριαρχία του θυμού, άλλωστε, όπως ξέρουμε και πάλι από τον κόσμο της Ιλιάδας, δεν είναι σύμπτωμα πρωτόγονης στάσης αλλά πρωτογενούς συμπεριφοράς. Το θέμα είναι να φέρεται και να μιλάει σωστά, εξού και ο ίδιος φροντίζει να αποκαλύψει στον μικρό προστατευόμενό του, τον Πίκολο, τις αρχές που οφείλει να ακολουθεί ο πραγματικός άνδρας.
Πρόκειται για έναν δεκάλογο που προκύπτει ως απάντηση του ανθρώπου στη θρησκευτική επιβολή των δέκα εντολών. Έτσι, η σκόπιμη μνεία στους αρχέγονους κανόνες δίνει ταυτόχρονα στον Καπλάν τη θέση του θνητού εκπροσώπου του εραλδικού κόσμου του άνδρα, μια έννοια τόσο έντονα επηρεασμένη σήμερα από τον πολιτικό καθωσπρεπισμό.
«Γεννημένος για αλανιάρης», ένας «τρυφερός και μαζί σέρτικος ασίκης, με αρχές και ανθρωπιά, όχι όμως πεζεβέγκης, όχι, ποτέ, νταβατζής γυναικών» που ξέρει να δείχνει ευάλωτος όταν ερωτεύεται και αδαής απέναντι στην ίδια του τη μοίρα όταν προσφεύγει στη γιαγιά του για να του πει τον καφέ και να του αποκαλύψει το άγνωστο ριζικό. Είναι, με άλλα λόγια, ένα κράμα ρομαντικής και τραγικής μελαγχολίας που ξέρει να επιμένει, κόντρα στη μοίρα, συμβολοποιώντας το αμάραντο ρόδο της ποίησης με την υψωμένη ρομφαία.
Αυτός είναι ο χαρακτήρας που πάντοτε απασχολεί τον Κοροβίνη, ο οποίος αναζητά διακαώς όλους όσοι η ψυχή τους μπορεί να «κάνει γυροβολιές στον πλανήτη, εκείνη η ολόφωτη μα στοιχειωμένη κι από ένα σωρό ανεξιχνίαστα μυστήρια», όπως έλεγε χαρακτηριστικά σε εκείνο το αλησμόνητο κείμενό του για τον Ρασούλη. Γιατί η ζωή μπορεί να είναι μικρή, αλλά η λογοτεχνία είναι μεγάλη και καμιά φωτιά, παρά μόνο αυτή της ψυχής, δεν είναι ικανή να την κάψει.