Λίγο τα social media, λίγο το ότι καταπιάστηκαν με τη πεζογραφία άνθρωποι της επικοινωνίας και των media, λίγο η δίψα των καιρών για αφηγήσεις και η εκδοτική παραγωγή ξεχειλίζει από διηγήματα. Όλοι γύρω μου, μαζί κι εγώ, εννοείται, διαβάζουν αλλά τελικά, γράφουν κιόλας μικρές ιστορίες. Το ότι η πληθωρική και περιφραστική Νέα Ελληνική βρίσκεται να υπηρετεί τη μικρή φόρμα, ένα είδος που ανθεί στις αγγλοσαξωνικές χώρες όπου η brevitas και τα συμπυκνωμένα νοήματα θεωρούνται αρετές κατεξοχήν και μάλιστα χωρίς η Νέα Ελληνική να δείχνει ν'ασφυκτιά, είναι από μόνο του ένα αξιοσημείωτο γεγονός για τη μεσογειακή χώρα με τα δύο Νομπέλ στην ποίηση.
Κόντρα σ' αυτό το ρεύμα όμως αποφάσισε να κολυμπήσει ο Χρήστος Χωμενίδης με τη "Νίκη", το τελευταίο του βιβλίο, αφήνοντας πίσω του εκτός από τη μόδα της μικρής ιστορίας και το δικό του σουρρεαλιστικό αφηγηματικό σύμπαν όπου το αλλόκοτο φαντάζει ως η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για να επιβιώσει ο ανθρωπισμός, η μόνη ιδεολογία στην οποία φαίνεται ότι ο Χωμενίδης όλα αυτά τα χρόνια έχει στρατευθεί με συνέπεια.
Ο Χωμενίδης δεν ωραιοποιεί την Αριστερά και δεν στήνει το γνωστό, γεμάτο κλισέ κατηγορώ απέναντι στη Δεξιά ενώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η οικογενειακή του ιστορία και τα βιώματά του του έδιναν αυτό το δικαίωμα. Ο ανθρωπιστής συγγραφέας στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και περιβάλλει με απέραντη αγάπη και κατανόηση όχι μόνο τους κεντρικούς ήρωές τους αλλά όλα τα πρόσωπα της ιστορίας
Με μόνο του όπλο το βασικό του συγγραφικό προτέρημα, δηλαδή, την ικανοτητα να πλάθει ολόκληρες εικόνες μοναδικής ζωντάνιας και μάλιστα σε αλληλουχία τέτοια που να δημιουργεί στον αναγνώστη την εντύπωση ότι παρακολουθεί κινηματογραφική ταινία, ο Χωμενίδης στήνει μια μεγάλη χορταστική ιστορία, επικών διαστάσεων στο χρόνο. Κι εδώ παίρνει το δεύτερο και μεγαλύτερο, ίσως, ρίσκο. Δεν διστάζει να ξεδιπλώσει την ιστορία του στην πιο φορτισμένη για τις περίεργες μέρες που ζούμε σήμερα, εποχή. Θα πει κάποιος ότι αυτή η αφηγηματική επιλογή δεν είχε κανένα απολύτως ρίσκο αφού η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, η Νίκη, δεν είναι άλλη από τη μητέρα του που έζησε από πρώτο χέρι όλα τα γεγονότα της εποχής μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο. Δεν είναι όμως έτσι. Θα μπoρούσε πολύ άνετα να χρησιμοποιήσει την ιστορία της επώνυμης οικογένειας των αριστερών αγωνιστών ως πρόσχημα για να αφηγηθεί την ιστορία της μητέρας του, όμως όχι. Στη "Νίκη" η αληθινή πρωταγωνίστρια είναι η ίδια η χώρα και όσα συνέβησαν τα πιο ταραγμένα χρόνια της σύγχρονης ιστορίας της.
Στη "Νίκη" όλα τα πρόσωπα είναι υπαρκτά αλλά πλην της ηρωίδας, έχουν μασκαρευτεί από τον συγγραφέα με διαφορετικά ονόματα. Η επιθυμία του αναγνώστη να διακρίνει την ιστορική αλήθεια από την μυθιστορία αν και είναι έντονη στις πρώτες σελίδες, στη συνέχεια υποχωρεί. Οι χαρακτήρες είναι τόσο ωραία πλασμένοι που τελικά έχει λίγη σημασία αν είναι αληθινοί, τα γεγονότα λίγο ή πολύ είναι αυτά και ομολογώ ότι η μόνη φορά που αντιστάθηκα σθεναρά στην επιθυμία να τηλεφωνήσω στον συγγραφέα για να μου πει αν το επεισόδιο είναι αληθινό, η στιγμή που ο Αντώνης Αρμάος ανατινάζει το σπίτι του, είναι ίσως και η μόνη για την οποία τελικά δεν θέλω να ξέρω την αλήθεια κι αυτό γιατί η "Νίκη" μας θυμίζει τη μια αλήθεια που τις περισσότερες φορές επιλέγουμε να ξεχάσουμε: η ιστορία είναι η πιο σκληρή ανθρώπινη κατάσταση και χωρίς το φίλτρο της λήθης, της προσωπικής αντίληψής της και της αφήγησης είναι αδύνατον να την αντέξεις στο διάβα του χρόνου, ιδιαίτερα αν την έχεις ζήσει στο πετσί σου.
Στη "Νίκη" με εντυπωσίασε πολύ το εύρημα που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας για να αμβλύνει τον πόνο και την πικρία των ηρώων ώστε να πειστεί ο αναγνώστης ότι δεν έχασαν ποτέ την ανθρωπιά τους παρ' όλα όσα τους συνέβησαν και δεν είναι άλλο από την οικογένεια, την ελληνική οικογένεια αλλά όχι ως περιορισμό ή καταπίεση όπως συνηθίζουμε τα τελευταία χρόνια να την προβάλλουμε αλλά ως χωνευτήρι συγκρούσεων και ιδεοληψιών που επιτρέπουν όχι απλώς τη συμβίωση μετά από τελετουργικές υποχωρήσεις αλλά αφήνει χώρο στις υπάρξεις ν' ανθίσουν.
Τί να πει κανείς για τη μορφή της γιαγιάς; Καποια στιγμή, στη μέση του βιβλίου, άρχισα να υποψιάζομαι ότι η οικογένεια Αρμάου κάτω από τις φτερούγες της γιαγιάς Αρμάου συμβολίζει για τον συγγραφέα την ιδεατή Ελλάδα όπου στο τέλος όλοι μας, Αριστεροί και Δεξιοί μπορούμε όχι απλώς να συμβιώσουμε ειρηνικά αλλά και να ακμάσουμε ακόμα ως αυτόνομες οντότητες. Η μορφή της γιαγιάς και η αγάπη της για όλους λειτούργησε ως το μαγικό συστατικό στη συνταγή της αφήγησης, αυτό που μεταμορφώνει στα μάτια του αναγνώστη και τα πιο ανεξήγητα, όπως το γιατί τ' αδέλφια δεν μισούνται μεταξύ τους, πιστευτά. Το βρήκα πολύ εμπνευστικό. Την ίδια στιγμή, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση με την επιλογή του συγγραφέα να διατηρήσει έναν αποφορτισμένο τόνο ως προς τη βασική πολιτική σύγκρουση που δημιούργησε όλο το χάος: ο Χωμενίδης δεν ωραιοποιεί την Αριστερά και δεν στήνει το γνωστό, γεμάτο κλισέ κατηγορώ απέναντι στη Δεξιά ενώ κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η οικογενειακή του ιστορία και τα βιώματά του του έδιναν αυτό το δικαίωμα. Ο ανθρωπιστής συγγραφέας στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και περιβάλλει με απέραντη αγάπη και κατανόηση όχι μόνο τους κεντρικούς ήρωές τους αλλά όλα τα πρόσωπα της ιστορίας.
Κλείνοντάς το, σκέφτηκα πόσο πολύ χρειαζόμουν αυτή την ανθρωπιστική ξενάγηση στο οδυνηρό παρελθόν. Άνθρωποι που έπεσαν στις φλόγες της ιστορίας και διασώθηκαν όχι εξαιτίας της ιδεολογίας τους ή χάρις στην γενναιότητά τους ή την τύχη, αλλά γιατί επέλεξαν να παραμείνουν άνθρωποι.
Το μόνο ελαττωμα της "Νίκης" είναι ότι απουσιάζει ο βαθύτερος στοχασμός της ηρωίδας πάνω σ' αυτά που της συμβαίνουν. Υπήρχαν στιγμές που είχα την ανάγκη να μετακινηθώ ως αναγνώστης από την πλοκή, στον στοχασμό: τί αισθανόταν πραγματικά για όλα αυτά η Νίκη; Τί σκεφτόταν ως γυναίκα ή ως άνθρωπος; Αν το μυθιστόρημα περιείχε μεγαλύτερες δόσεις στοχασμού τότε θα μιλάγαμε για ένα τεράστιο βιβλίο.
Προσπάθησα πολύ να ρίξω τον ρυθμο της ανάγνωσης μου για να μην τελειώσει το βιβλίο αμέσως. Κλείνοντάς το, σκέφτηκα πόσο πολύ χρειαζόμουν αυτή την ανθρωπιστική ξενάγηση στο οδυνηρό παρελθόν. Άνθρωποι που έπεσαν στις φλόγες της ιστορίας και διασώθηκαν όχι εξαιτίας της ιδεολογίας τους ή χάρις στην γενναιότητά τους ή την τύχη, αλλά γιατί επέλεξαν να παραμείνουν άνθρωποι.
Πάνω απ'όλα, η "Νίκη" του Χρήστου Χωμενίδη είναι ένα βάλσαμο για την καρδιά, ένα βάλσαμο που όλοι χρειαζόμαστε ειδικά μετά από αυτά που έχουμε περάσει τα τελευταία χρόνια και συνεχίζουμε να περνάμε. Διαβάστε την οπωσδήποτε.
σχόλια