Η βιομηχανία του κινηματογράφου πάντα πρόβαλλε μια προβληματική εικόνα της ψυχικής υγείας. Δεν είναι ότι το σινεμά αποφεύγει αυτά τα θέματα-ταμπού.
Το πρόβλημα εδώ σχετίζεται περισσότερο με την τάση του να προσεγγίζει το θέμα είτε με υπερβολικό συναισθηματισμό είτε με έντονη προσπάθεια εντυπωσιασμού.
Αυτό σημαίνει ότι η οπτική του «Mad to be normal», μιας βιογραφικής ταινίας με θέμα τη ζωή του Σκωτσέζου ψυχιάτρου Ρ.Ντ. Λέινγκ που εκτυλίσσεται τη δεκαετία του '60 και μόλις κυκλοφόρησε σε Video on Demand (VoD), μοιάζει περιέργως καινούργια.
Η δημιουργική δραματουργία έλκεται από την πολυπλοκότητα και την ευθραυστότητα του ανθρώπινου μυαλού – αλλά η mainstream ψυχαγωγία ακόμα απαιτεί το «πιασάρικο». Και ο ορισμός της «φρενοβλάβειας», της παραφροσύνης είναι εγγενώς προβληματικός, θεωρείται παλιομοδίτικος ιατρικός όρος.
Ο Ντέιβιντ Τέναντ υποδύεται τον Λέινγκ, μια πολύπλοκη και χαρισματική προσωπικότητα της οποίας η φήμη οφείλεται στη ριζοσπαστική και με χαρακτηριστικά ενσυναίσθησης μέθοδο που εφάρμοζε για την αντιμετώπιση των ψυχικών παθήσεων.
Ο πραγματικός Λέινγκ, ο οποίος ήταν πραγματικά αιχμηρός (περιέγραφε την παραφροσύνη ως «την απόλυτα λογική προσαρμογή σε έναν παράφρονα κόσμο») και αντικομφορμιστής (θεωρούσε πως η παραδοσιακή κοινωνία «τρελαίνει τα παιδιά μας»), πρότεινε τη χορήγηση LSD στους ενήλικες ασθενείς του. Επίσης, είχε να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες, τον αλκοολισμό και την κατάθλιψη.
Συμπρωταγωνιστές του Τέναντ οι εξαιρετικοί Eλίζαμπεθ Mος, Γκάμπριελ Μπερν και Mάικλ Γκάμπον. Παρ' όλα αυτά, ο mainstream κινηματογράφος δυσκολεύεται με την ιδέα ενός ψυχικά διαταραγμένου ήρωα. Στο τρέιλερ του «Mad to be normal» ακούμε το εξής: «Για κάποιους είναι παράφρων... Για άλλους είναι ένας άγιος».
Εν τω μεταξύ, στη μικρή οθόνη αναμένεται η νέα σειρά του Netflix, το «Maniac», που βασίζεται στο ομώνυμο νορβηγικό δράμα το οποίο εκτυλίσσεται σε ψυχιατρική κλινική. Στην ψυχεδελική αυτή αμερικανική σειρά η Έμα Στόουν και ο Τζόνα Χιλ πρωταγωνιστούν ως άγνωστοι που υποβάλλονται σε μια μυστηριώδη δοκιμή φαρμάκων που υπόσχεται ότι θα επιλύσει όλα τα ψυχικά τους προβλήματα.
«Δεν είναι θεραπεία, είναι επιστήμη» λέει ο μυστηριώδης δρ Mantleray (Τζάστιν Θερού) του «Maniac» στους ασθενείς του. Η Στόουν εξηγεί στο περιοδικό «Elle»: «Αυτό που μου άρεσε στο "Maniac" είναι ότι πρόκειται για δύο ανθρώπους που έχουν προβλήματα και προσπαθούν να τα λύσουν με ένα χάπι. Kατά τη διάρκεια της σειράς βλέπουμε ότι η ανθρώπινη επαφή και η αγάπη είναι πραγματικά το μόνο που χρειαζόμαστε για να τα βγάλουμε πέρα».
Η δημιουργική δραματουργία έλκεται από την πολυπλοκότητα και την ευθραυστότητα του ανθρώπινου μυαλού – αλλά η mainstream ψυχαγωγία ακόμα απαιτεί το «πιασάρικο». Και ο ορισμός της «φρενοβλάβειας», της παραφροσύνης είναι εγγενώς προβληματικός, θεωρείται παλιομοδίτικος ιατρικός όρος. Ο δρ Ryan Howes γράφει στο «Psychology Today» ότι «έχει δημιουργηθεί από επαγγελματίες στον χώρο της υγείας, αλλά ο όρος σήμερα είναι κυρίως νομικός, όχι ψυχολογικός».
Παραθέτει τον ορισμό του Law.com: «Πρόκειται για τόσο σοβαρή ψυχική ασθένεια που ο ασθενής δεν μπορεί να κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ φανταστικού και πραγματικού, δεν μπορεί να διαχειριστεί τις υποθέσεις του λόγω ψύχωσης ή υπόκειται σε ανεξέλεγκτη, παρορμητική συμπεριφορά».
Και πάλι, η επικρατούσα αντίληψη για την «τρέλα» παραμένει προσκολλημένη σε σκηνές από ταινίες – πολύ περισσότερο απ' ό,τι στα βιβλία στα οποία βασίζονται. Μια κλασική ταινία όπως το «Στη Φωλιά του Κούκου» (1975) επιβεβαιώνει την εικόνα του ψυχιατρικού ασύλου ως ενός ιδρύματος που καταστρέφει την ψυχή, όπου ο κατάδικος ΜακΜέρφι (Τζακ Νίκολσον) προσποιείται τον τρελό για να γλιτώσει τη σκληρή εργασία στη φυλακή – τελικά το σύστημα τον συντρίβει.
Η δραματική αναπαράσταση της θεραπείας των ασθενών, ειδικά οι σκληρές σκηνές ηλεκτροσπασμοθεραπείας, είχαν μεγάλο αντίκτυπο. Το 2011, η «Telegraph» έφτασε στο σημείο να πει ότι η ταινία ήταν υπεύθυνη για «την ανεπανόρθωτη αμαύρωση της εικόνας των θεραπειών με ηλεκτροσόκ...
Λειτούργησε επίσης ως καταλύτης στην εξέλιξη περισσότερο αποτελεσματικών αντιψυχωσικών φαρμάκων που επέτρεπαν στους ασθενείς να ζήσουν... πιο φυσιολογικές ζωές».
Παράλληλα, ο Νίκολσον υποδύθηκε τον τρελό στον ρόλο του δολοφόνου συγγραφέα («Heeere's Johnny!»), στην κλασική ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Η Λάμψη». Πράγματι, στις ταινίες τρόμου φαίνεται να κυριαρχεί για δεκαετίες η αναπαράσταση της «τρέλας» ‒ ειδικά στο «Ψυχώ» του Χίτσκοκ (1960), από τον ανατριχιαστικά εμβληματικό Νόρμαν Μπέιτς του Άντονι Πέρκινς έως την «τρελή» μουσική του Μπέρναρντ Χέρμαν.
H κατάσταση έγινε πολύ κακόγουστη με την πληθώρα τεράτων στις slasher ταινίες: με τον Μάικλ Μάγιερς του «Halloween», τον Jason Voorhees του «Παρασκευή και 13», τον Φρέντι Κρούγκερ του «Εφιάλτης στον δρόμο με τις λεύκες» – η «τρέλα» προσωποποιείται ως κάτι διαβολικό και συχνά φοράει μάσκα ή είναι παραμορφωμένη για να αυξήσει το εφέ του τρόμου.
Από την προσπάθεια εντυπωσιασμού στην ευαισθησία;
Ο Αμερικανός ψυχολόγος δρ Danny Wedding αναδεικνύει πολλά ζητήματα στο βιβλίο του «Movies and mental illness»: «Ταινίες όπως το "Ψυχώ" (1960) διαιωνίζουν τη σύγχυση μεταξύ σχιζοφρένειας και διασχιστικής διαταραχής ταυτότητας (πρώην διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας). Το "Παρασκευή και 13" (1980) και ο "Εφιάλτης στο δρόμο με τις λεύκες" (1984) διαιωνίζουν αμφότερα τη λανθασμένη αντίληψη ότι οι άνθρωποι που βγαίνουν από ψυχιατρικά νοσοκομεία είναι βίαιοι και επικίνδυνοι.
Ταινίες όπως ο "Εξορκιστής" (1973) υποβάλλουν στο κοινό την αντίληψη ότι η ψυχική ασθένεια είναι συνώνυμη με την κατάληψη από τον διάβολο, ενώ ταινίες όπως το "Στη Φωλιά του Κούκου" (1975) ενισχύουν το επιχείρημα ότι τα ψυχιατρικά νοσοκομεία είναι απλώς φυλακές που δεν σέβονται καθόλου τα δικαιώματα ή την υγεία των ασθενών. Αυτές οι ταινίες είναι εν μέρει υπεύθυνες για τον διαρκή στιγματισμό των ψυχικών παθήσεων».
Την ίδια στιγμή, οι ταινίες ίσως λειτουργούν σαν ηχώ των προλήψεων και του στίγματος που είναι ήδη βαθιά ριζωμένα σε πολλές κουλτούρες, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι η ψυχική ασθένεια είναι κατά κάποιον τρόπο απόκοσμη ή υπερφυσική.
Σύμφωνα με το ακαδημαϊκό άρθρο «Culture and Hallucinations: Overview and Future Directions» (Frank Laroi, Tanya Marie Luhrmann και Angela Woods, 2014): «Η κουλτούρα έχει πράγματι σημαντικό αντίκτυπο στην εμπειρία, στην κατανόηση και στον χαρακτηρισμό των παραισθήσεων και... υπάρχουν σημαντικές θεωρητικές και κλινικές συνέπειες από αυτή την παρατήρηση».
Η γιαπωνέζικη βουβή ταινία «Μια σελίδα τρέλας» (1926) είναι ανατριχιαστικά όμορφη και σουρεαλιστική (με εκφραστική χρήση της μάσκας και των σκηνών ονείρου) και εκτυλίσσεται σε ένα άσυλο όπου ένα παντρεμένο ζευγάρι έχει μετατραπεί σε τρόφιμο και νοσοκόμο – στην ταινία δίνεται έμφαση στην οικογενειακή τιμή και στην ενοχή.
Ενώ οι άντρες «τρελοί» αναπαριστώνται ως τέρατα, αντι-ήρωες (π.χ. η συνάντηση του Μπρους Γουίλις και του Μπρατ Πιτ στο άσυλο στους «Δώδεκα Πιθήκους» του 1995, ο Mad Max του Μελ Γκίμπσον ή οι παραισθήσεις του Λεονάρντο ντι Κάπριο στο «Νησί των Καταραμένων» του 2010) ή μεγαλοπρεπώς παρεξηγημένοι («Η τρέλα του Γεωργίου Γ'», 1994), το σινεμά αντιμετωπίζει διαφορετικά την περίπτωση των «τρελών γυναικών».
Η «υστερία» θεωρούνταν παλιά γυναικεία ασθένεια (προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη για τη μήτρα «υστέρα»). Στη γυναικεία «τρέλα» και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά συχνά αποδίδουν υπερβολικά σεξουαλικά χαρακτηριστικά σε κινηματογραφικό επίπεδο – είτε πρόκειται για την παρορμητική, καταστροφική Beatrice Dalle στο γαλλικό ερωτικό δράμα «Betty Blue» (1986), είτε για την επιδέξια στυλιζαρισμένη ψύχωση του Ντάρεν Αρονόφσκι «Μαύρος Κύκνος» (2010) ή το «Neon Demon» (2016) του Nicholas Winding Refn.
Ο φόβος απέναντι στην «τρελή γυναίκα» επικρατεί και στην «Ολέθρια Σχέση» (1987), όπου η υποψήφια για Όσκαρ Γκλεν Κλόουζ μεταμορφώνεται από γυναίκα καριέρας σε προδομένη ερωμένη που βράζει κουνέλια.
Η Κλόουζ έχει ξεκάθαρη άποψη για την ηρωίδα της. Σε μια συνέντευξη στους «New York Times» το 2017 δήλωσε: «Θεωρείται περισσότερο διαβολική παρά κάποια που χρειάζεται βοήθεια, κάτι που μου προκαλεί έκπληξη». Στην ίδια συνέντευξη, με την Κλόουζ παρούσα, ο συνήγορος θεμάτων ψυχικής υγείας Patrick Kennedy πρόσθεσε: «Ειλικρινά, αυτός ο χαρακτήρας πιθανόν έχει συμβάλει στον στιγματισμό των ανθρώπων με ψυχικές ασθένειες όσο οτιδήποτε άλλο. Και, δυστυχώς, η Γκλεν έκανε πολύ καλή δουλειά».
Έχουν υπάρξει κι άλλες ερμηνείες που προσεγγίζουν με περισσότερη συμπάθεια τη γυναικεία πλευρά της ψυχικής ασθένειας – η Τζίνα Ρόουλαντς στο «Μια γυναίκα εξομολογείται» του Τζον Κασσαβέτη (1974) ή ο ρόλος της Τζέσικα Λανγκ ως Φράνσις Φάρμερ (Αμερικανή ηθοποιός της δεκαετίας του '30 την οποία ανάγκασαν να μπει σε ψυχιατρικό ίδρυμα) στην ομώνυμη βιογραφική ταινία.
Η Γουινόνα Ράιντερ ήταν η πρωταγωνίστρια στο «Κορίτσι που άφησα πίσω» (1999), διασκευή της πραγματικής ζωής της Susanna Kaysen που πέρασε ένα χρονικό διάστημα σε ψυχιατρικό νοσοκομείο τη δεκαετία του '60. Η συμπρωταγωνίστρια της Ράιντερ, Αντζελίνα Τζολί, κέρδισε Όσκαρ για την ερμηνεία της, αλλά η ίδια η Kaysen δεν πείστηκε από την ταινία και την απέρριψε την ως «μελοδραματική ανοησία».
Οι ταινίες απαιτούν έναν επίλογο, μια κατακλείδα, περισσότερο απ' ό,τι άλλες μορφές τέχνης και η «τρέλα» συνήθως οδηγεί σε ένα δραματικό τέλος, ακόμα και στις πιο συμπονετικές αφηγήσεις.
Ο Αιγύπτιος σκηνοθέτης του αριστουργηματικού «Cairo Station», Youssef Chahine, υποδύεται ο ίδιος τον ευαίσθητο νέο Qinawi που πουλά εφημερίδες. Όταν η γυναίκα που εκείνος αγαπάει τον σνομπάρει, κλονίζεται έντονα. Τον πείθουν να φορέσει ζουρλομανδύα και τον καθησυχάζουν, λέγοντάς του ότι είναι γαμπριάτικο κοστούμι.
Στο συγκλονιστικό «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο» (φιλμ του 2000, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Hubert Selby Jr.) μια νοικοκυρά στο Μπρούκλιν, ο γιος της και οι φίλοι του διαλύονται ψυχικά και σωματικά από τον εθισμό τους στα ναρκωτικά.
Τον 21ο αιώνα, ο κινηματογράφος δείχνει πως σταδιακά διευρύνει την οπτική του, προσεγγίζοντας τις ψυχικές ασθένειες με μεγαλύτερη ευαισθησία. Το «Maniac» ίσως αποτελέσει μια τέτοια περίπτωση, αφού ο σκηνοθέτης του Κάρι Φουκουνάγκα δήλωσε πως προτίθεται να «εξερευνήσει το ανθρώπινο μυαλό».
Ταινίες όπως η «Γενιά του Πρόζακ» (2001) και το «Garden State» (2004) φέρνουν την προοπτική μιας νεότερης γενιάς, κατά την οποία τα φάρμακα έχουν μετατραπεί σε είδη καθημερινής χρήσης, σύγχρονα ιδρύματα αποκατάστασης και «χρήστες υπηρεσιών» έχουν αντικαταστήσει τα εφιαλτικά άσυλα και τους τροφίμους και η συζήτηση για τις ψυχικές ασθένειες σταδιακά ξεφορτώνεται το στίγμα.
Ακόμα και το παραισθησιακό, επιστημονικής φαντασίας «Donnie Darko» (2001) αποκάλυψε μια ευαίσθητη πλευρά μαζί με τη νεανική ελπίδα. Τελικά, ο «Οδηγός Αισιοδοξίας» (2012), με πρωταγωνιστές τον Μπράντλεϊ Κούπερ και την Τζένιφερ Λόρενς (ως πρωταγωνιστές που προσπαθούν να ξεπεράσουν τη διπολική διαταραχή και την κατάθλιψη αντίστοιχα), κάνει ένα βήμα παραπέρα, προσθέτοντας στοιχεία ρομαντικής κωμωδίας.
Οι ταινίες μπορεί να ενισχύουν και να αντικατοπτρίζουν το υψηλό επίπεδο της ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης σχετικά με την ψυχική υγεία. Η «τρέλα» εξακολουθεί να φέρνει τους θεατές πιο κοντά στις δικές μας ευαισθησίες.
Με στοιχεία από BBC / Επιμέλεια: Σοφία Σταθοπούλου
σχόλια