2 Aνορθόδοξα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Θωμά Κοροβίνη Facebook Twitter
ΑΡΑ ΓΚΙΟΥΛΕΡ: Ποιητής, Kaplumbaga Sokak, Istanbul, 1965

2 Aνορθόδοξα πρωτοχρονιάτικα διηγήματα του Θωμά Κοροβίνη

1

Στην Κωνσταντινούπολη του '88, παραμονή Πρωτοχρονιάς τρωγοπίναμε –μία μεγάλη, πολυεθνική παρέα– στο κουτούκι του Χασάν Χουσεϊν κάτω από τη γέφυρα του Γαλατά, που την ανατίναξαν δύο χρόνια αργότερα τα συμφέροντα των μαφιόζων. Από αυτό το φιλόξενο καπηλειό, που αντίκριζε τα ακρογιάλια κατά μήκος του Κεράτιου, μέχρι το Εγιούπ Σουλτάν και τον λόφο του Πιερ Λοτί στο βάθος, περνούσε ό,τι πιο σπαρταριστό και νταλγκαδιάρικο διέθετε εκείνη τη εποχή η Πόλη: μερακλίδικα αλάνια, επαναστατημένοι νεολαίοι, απελευθερωμένες φοιτήτριες, τροτέζες του Ακσαράι, ποιητές του δρόμου, παλαίμαχες λαϊκές τραγουδίστριες και παροπλισμένοι ηθοποιοί, Τούρκοι της παγκόσμιας διασποράς, παράξενοι μοναχοπεριπατητές, εγχώριοι και αλλοδαποί τουρίστες, περιοδεύουσες ορχήστρες Τσιγγάνων του Σουλού Κουλέ που έστηναν επιτόπου βακχικές συναυλίες. Λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, μέσα σ' ένα δαιμονικό κέφι, έχοντας ο τυχερός κερδίσει σε λοταρία μία κάσα με μπίρες και μία με γενί ρακί, βγήκα στο κεφαλόσκαλο και μοίραζα τα πιοτά στους περαστικούς για το καλό της χρονιάς. «Νοέλ μπαμπά γκελντί», έλεγαν χαρούμενοι, «ήρθε ο Αϊ-Βασίλης». «Μουτλού γιλλάρ», τους ευχόμουνα, «ευτυχισμένα χρόνια». Μέσα στου Χασάν Χουσεΐν ένας ουτίστας τραγουδούσε παθιάρικα τη «Μανόλια». Η ματιά μου χάθηκε προς στιγμήν λυπημένη στα θολά νερά του θαλασσοπόταμου. Με πλησίασε ο φίλος μου, ο γέροντας μπεχτσής που φύλαγε κάθε νύχτα τη γέφυρα:

–Ιγί σενελέρ, καρντεσίμ.

–Χρόνια πολλά, αδελφέ μου.

–Σεκλετισμένο σε βλέπω, δεν κάνει, διώξ' τα όλα απ' το κεφάλι σου, ξημερώνει καινούργιος χρόνος.

–Σ' ευχαριστώ, Ομέρ μπαμπά. Καλή χρονιά.

–Μήπως είσαι ερωτευμένος; Στην Ανατολή, αγόρι μου, δεν πρέπει ν' αγαπάς, πρέπει να σ' αγαπάνε.
 

–Μήπως είσαι ερωτευμένος; Στην Ανατολή, αγόρι μου, δεν πρέπει ν' αγαπάς, πρέπει να σ' αγαπάνε.

Επέστρεψα στο μαγαζί. Σε λίγο θα γύριζε το ρολόι του χρόνου. Οι πολυσυλλεκτικές παρέες, Τούρκοι, Έλληνες, Σουηδοί, Άγγλοι, Λιβανέζοι, είχαν ενωθεί σ' έναν ξέφρενο χορό, είχαν βγει έξω στην παγωνιά και χόρευαν αγκαλιασμένοι το γνωστό ταταυλιανό χασαποσέρβικο με λατέρνα, που βάζουν στην αρχή της παράστασης του Καραγκιόζη. Χώθηκα κι εγώ ανάμεσά τους. Από δεξιά μου ένας παιχνιδιάρης βεργολυγερός μ' έσερνε προς το μέρος του:

–Πώς σε λένε;

–Σουλεϊμάν.

–Εγώ θα σε φωνάζω Σούλη.

–Από πού είσαι;

–Γεννήθηκα στη Σμύρνη. Ο πατέρας μου είναι Κόνιαλης κι η μάνα μου Τραπεζούντια.
Θα ήταν μέχρι είκοσι οχτώ χρονών. Εγώ ήμουν τριάντα πέντε.

–Το ξέρεις ότι σου έδωσαν το όνομα του Σολομώντα, του πιο σπουδαίου και πιο πλούσιου βασιλιά των Εβραίων;

–Ναι. Έχω και το όνομα του πιο δοξασμένου αυτοκράτορα των Οθωμανών. Μα δουλεύω τσιράκι κάτω στα μπακιρτζίδικα του Μπαγιαζίτ κι έχω μόνο πέντε γρόσια στην τσέπη, μου είπε χαμογελώντας ευτυχισμένος και μου πήρε την ψυχή.

–Εσύ είσαι τυχερός, όχι γιατί κέρδισες τη λοταρία, μα γιατί είσαι Έλληνας κι έρχεσαι από πολύ παλιά, προτού να γίνει αυτή η πολιτεία που κρατούσε κάποτε στα χέρια της τις τύχες του κόσμου. Ήταν ένας Ανατολίτης θεός που είχε βγάλει με το ζόρι το δημοτικό, μα έπαιζε στα δάχτυλα την ιστορία της χώρας του.

–Αν είχες γεννηθεί σ' αυτά τα μέρη κι ήμουν εγώ ο Παντισάχ, τότε θα γινόσουν ο
δεύτερος πολίτης της αυτοκρατορίας κι όλοι θα σε φώναζαν βεζίρη Ιμπραήμ, όπως τον πρωθυπουργό του σουλτάνου Σουλεϊμάν.

–Και θα ήμουν ο παρακοιμώμενός σου;

–Θα πλάγιαζες κάθε νύχτα δίπλα μου.

–Και οι γυναίκες του χαρεμιού; Η Χιουρέμ; Οι παλλακίδες; Η βαλιδέ σουλτάνα;

–Δεν έχουν καμιά δουλειά αυτές μ' εμάς.

Ποιος θα τολμούσε να χωθεί στα κέφια του ηγεμόνα; Εμείς θα είχαμε την αγάπη μας. Μη σκας. Αν ήθελες, θα προσευχόσουν στον Χριστό σου κι ας είχες γίνει μουσουλμάνος.

Ένιωσα εκείνη τη στιγμή τη μοίρα μου να με χαϊδεύει. Άφησε για μια στιγμή το χέρι μου κι έφερε δύο στροφές στον αέρα. Δεν ήταν χορευτής αυτός, ήταν πουλί. Μου ξανάπιασε το χέρι και συνέχισε.

–Ξέρεις τι ωραία θα περνούσαμε! Σαχανελίκ, μούρλια! Εγώ θα σου τραγουδούσα παθητικά γκαζέλια κι εσύ θα μ' αποκοίμιζες με τρυφερά νανουρίσματα.

–Ναι, αλλά ο χαλίφης ήταν σκληρός, κι όταν αποκτούσα δύναμη, τότε θα με φώναζαν σουλτάν Ιμπραήμ, εσένα θα σε φαρμάκωνε ο δαίμονας της ζήλειας, και θα μου 'παιρνες το κεφάλι.

–Όχι, μπρε, μην τα πιστεύεις αυτά τα μασάλια. Ο Σουλεϊμάν ήταν ο πιο σπουδαίος μονάρχης, έκανε φιλανθρωπίες, έργα για τον λαό, έγραφε ποιήματα. Έβγαλε νόμους, γι' αυτό τον είπανε Νομομαθή και Νομοθέτη.

–Τον είπανε Κανουνί, από το αρχαίο ελληνικό Κανών.

– Ήταν και ερωτοπαθής.

–Σαν εμένα.

–Και σαν κι εμένα, μου φώναξε ο Σούλης και μου 'σφιξε δυνατά το χέρι.

– Ήταν ερωτοπαθής, μα και αιμοσταγής.

–Σεν κόρκμα, μη φοβάσαι.

–Ναι, αλλά μ' αυτόν θέριεψε το παιδομάζωμα.

–Μπορεί, αλλά μονάχα Έλληνες έβαζε στα μεγάλα πόστα. Ο Ιμπραήμ, ο Ηπειρώτης, έφτασε να γίνει ο σαντραζάμης που κυβέρνησε την απέραντη αυτοκρατορία, ο Μπαρμπαρόσσα, ο Μυτιληνιός, ο αρχιναύαρχος που έγινε ο θαλασσοκράτορας της Μεσογείου, κι ο Μιμάρ Σινάν, ο Καππαδόκης, ο μέγιστος αρχιτέκτονας που έφτιαξε τα ωραιότερα κτίσματα του οθωμανικού κόσμου.

Ο χορός τελείωσε μαζί με την κουβέντα μας και το νέο έτος μας βρήκε αγκαλιασμένους και ξετρελαμένους εκεί, κάτω απ' τη γέφυρα του Γαλατά, ενώ κελαηδούσαν όλα τα καμπαναριά και η Πόλη είχε ανάψει τις λάμπες της να υποδεχτεί τη νέα χρονιά. «Άιντε», μου είπε, «φως στα μάτια μας, πάμε να περπατήσουμε στους γιορτινούς δρόμους, να χορτάσουμε τη Σταμπούλ, ο καινούργιος χρόνος θέλει καινούργιες αγάπες, καινούργια πανηγύρια. Κι ύστερα θα σε πάω στον μουσαφίροντά μου». Ο δικός μου ο Σουλεϊμάν δεν ήταν βέβαια Νομοθέτης. Μα ήταν Μεγαλοπρεπής. Και με πήρε να με σεργιανίσει στο ανάκτορό του, που δεν ήταν το Τοπ Καπί, μα ένα ημιυπόγειο σε κάποιον φτωχομαχαλά του Κασίμπασα. Αλλά «δύο καρδιές σαν αγαπιούνται, η αχυρώνα μοιάζει με σαράι». Κι έτσι ζήσαμε εκείνη τη μακρινή Πρωτοχρονιά, όπως ο σουλτάνος Σουλεϊμάν και ο εκλεκτός του, ο Δημήτριος-Ιμπραήμ, στα νιάτα τους.

Σαν παραμύθι πρωτοχρονιάτικο με νοσταλγία θυμάμαι εκείνο το ραβαΐσι, κι ήταν τόσο όμορφο, που τσιμπιέμαι στην ενθύμησή του, θαρρείς κι ήταν ένα όνειρο ή μια ταινία του σινεμά όπου πρωταγωνιστούσαν άλλοι κι όχι εγώ με τον πανέμορφο και πανέξυπνο φίλο μου, που από εσωτερικός μετανάστης, εργένης από πεποίθηση και ταπεινός χαλκωματάς έγινε Τούρκος εμιγκρές του Μόντρεαλ, οικογενειάρχης πολύτεκνος και προκομμένος εστιάτορας. Εγώ παρέμεινα εργένης από πεποίθηση. Και ερωτοπαθής. Δεν ξέρω για τον Σούλη. Δεν χαθήκαμε. Το ρίξαμε στην αλληλογραφία. Μα, όπως γίνεται πάντα, η φλόγα της όμορφης και αγνής αγάπης που άναψε εκείνη την Πρωτοχρονιά λιγόστεψε και σιγά-σιγά ξεθύμανε.

Έζησα άλλες είκοσι τρεις Πρωτοχρονιές, χαρούμενες, λυπημένες, ουδέτερες. Στο μεταξύ οι Τούρκοι –όπως λίγο πριν είχε συμβεί και με τους συμπατριώτες μας– άλλαζαν κι εκείνοι. Σηκώθηκαν τα υπαίθρια παζάρια, χάθηκαν τα στέκια μας, στη θέση της παλιάς γέφυρας χτίστηκε μια καινούργια, υπερσύγχρονη, αλλά δεν κράτησε τίποτα από τη συναρπαστική ατμόσφαιρα που ζήσαμε και που έχτισε την ανθρωπίλα μας. Τα μερακλίδικα αλάνια εξαφανίστηκαν, οι Τσιγγάνοι διώχτηκαν από το Σουλούκουλε, οι επαναστατημένοι νεολαίοι ανακάλυψαν άλλα καταφύγια, οι απελευθερωμένες φοιτήτριες άλλαξαν φωλιές και οι θερμές ντόπιες μεροκαματιάρισσες τροτέζες εκτοπίστηκαν από εκρηκτικές, μα ψυχρές Βαλκάνιες. Οι παλαίμαχες σαντέζες και οι ξεχασμένοι ηθοποιοί είχαν αναχωρήσει από καιρό για τας αιωνίους μονάς. Στο τούρκικο βλέμμα δεν διάβαζα πια την ανάγκη για ζεστή επαφή και παραδείσους λαγνείας, μα την άκρατη λύσσα για κατανάλωση και φιγούρα. Οι μοναχοπεριπατητές πολλαπλασιάστηκαν μόνο. Και οι Τούρκοι της διασποράς εξακολουθούν να επισκέπτονται την Πόλη, μαζί με άλλους τουρίστες, που ξεπερνούν καθημερινώς το εκατομμύριο.

Μακάρια πολιτεία, κοντά σε τόσα πεσκέσια που μου χάρισες, με κέρασες και το νέκταρ μιας παραμυθένιας μα ατόφιας αγάπης. Τύφλα να 'χει το χρυσάφι όλου του κόσμου!

Όμως αλλάζει η Σταμπούλ σε κάτι απροσδιόριστο που θα φανεί με τον χρόνο, μα χάνει το χρώμα της. Δύσκολα πια να γεννήσει παιδιά σαν τον δικό μου, τον απίστευτο Σουλεϊμάν. Η αγάπη μου για τον Σούλη μ' έκανε να ασχοληθώ τόσο πολύ με την εποχή του Μεγαλοπρεπούς, ώστε θα 'πρεπε να κάνω τη ζωή του μυθιστόρημα. Μα όταν άρχισα να βάζω μπρος το σχέδιο, ο σουλτάνος αυτός έγινε της μόδας κι εγώ δεν τα πάω καλά με τις μόδες. Κάθομαι καμιά φορά και σεργιανώ από το τζάμι το εισαγόμενο σίριαλ, με την εκμαυλιστική του λάμψη και τα όργια ιστορικής απάτης. Άλλοτε φουρκίζομαι κι άλλοτε διασκεδάζω με τις φιλενάδες μου, που η μια αισθάνεται πρώτη κυρία του σαραγιού, η άλλη πρώτη δούλα του χαρεμιού, η τρίτη βασιλομήτωρ. Έπεσαν με τα μούτρα και παθιάστηκαν μ' αυτόν το γουρλομάτη και γαλαζομάτη βραχνό αρτίστα. Όχι, κορίτσια, ο Σουλεϊμάν είναι εκεί έξω. Φτωχός και ταπεινός, μα καθαρός στην καρδιά και ερωτιάρης απ' τη φύτρα του. Και ίσως σας περιμένει. Αρκεί να του πιάσετε το χέρι πάνω στον χορό και θα καταλάβει. Και μακάρι να 'ναι σαν τον δικό μου Σούλη, τον ντερμπεντέρη, τον ωραίο χαλκωματά, το σαΐνι της Ανατολής, τον Σουλεϊμάν της μεγαλοπρεπούς Πρωτοχρονιάς του '88.

 

2 Aνορθόδοξα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Θωμά Κοροβίνη Facebook Twitter

2. Η φάτνη της Σεχραζάτ

Κ άνοντας να μπω φουριόζικα στο μαγαζί, έδωσα μια γερή κουτουλιά στην κάσα της εξώπορτας. Και να ένα καρούμπαλο! Δεν έφταιγα μόνον εγώ, μ' έσπρωξε άτσαλα κι ένας της παρέας, ο Λάκης ο «Φερέγγυος» – απ' την καυχησιά του τού βγήκε το παρατσούκλι, έκανε όλο τον άνθρωπο της μπέσας και της φερεγγυότητας, ενώ ήταν ένας... «Σιγά, ρε Λάκη, με σακάτεψες!» ούρλιαξα. Τι να 'κανε κι αυτός, σκουντούσαμε ο ένας τον άλλο να χωθούμε μάνι μάνι μέσα στη «Σεχραζάτ» γιατί είχαμε γίνει παπί. Έβρεχε τρία μερόνυχτα! Βροχή της Θεσσαλονίκης εκείνου του καιρού, Παναγία μου! Το νερό είχε περάσει μέχρι μέσα απ' τα εσώρουχά μας!


Στη «Σεχραζάτ» ερχόμασταν για πρώτη φορά. Συστημένοι! Η σάλα του μαγαζιού ήταν πανύψηλη, γύρω στα έξι μέτρα, και τεράστια, μια απέραντη άπλα, να μην έπιανε ίσαμε διακόσα πενήντα τετραγωνικά; Παλιότερα πρέπει να χρησίμευε για βιοτεχνία. Σταθήκαμε δυο λεπτά στον προθάλαμο να βγάλουμε τα μουσκεμένα πανωφόρια μας, μα για να στεγνώναμε εκεί μέσα δεν επρόκειτο, αμφιβάλλω αν είχανε καν θέρμανση, την πούντα την είχαμε στο τσεπάκι, δεν το συζητάμε. Μου πονούσε και το καρούμπαλο, έτρεχε και λίγο αίμα, «τράβα στον πάγκο, ρε συ, μην κάθεσαι έτσι σε λέω, να σε βάλουνε τίποτα ιώδια» μου λέει ο «Σε λέ-Με λέ», χασαπόπουλο στο Καπάνι, που μιλούσε με βαριά σαλονικιώτικη προφορά. Αγαλμάτωσα δίπλα στο μπαρ κάνοντας χώρο για να περνούν τα γκαρσόνια, ενώ έψαχνα την ευκαιρία να απασχολήσω ένα πρόσωπο που έμοιαζε υπεύθυνο. Στον πλαϊνό τοίχο μού έκανε παρέα μια μεγάλη ασπρόμαυρη αφίσα του Πρίσλεϊ με κιθάρα και μεγάλο φτιαχτό «πακέτο», παραφουσκωμένα δηλαδή με βαμβάκι γεννητικά όργανα. Δίπλα του ακριβώς είχαν στήσει ένα πρωτοποριακό εικονοστάσι: μεγάλων διαστάσεων, δαφνοστεφανωμένο, και στο εσωτερικό του μια εικόνα του Αϊ-Γιώργη του Δρακοντοκτόνου εξ ευωνύμων, μια εικόνα του Αϊ-Νικόλα του Ασπρογένη εκ δεξιών, και στη μέση ένα πλαστικό εκμαγείο καθολικής Παναγιάς σε χτυπητό πορτοκαλί χρώμα. Το σύνολο φωτίζονταν από μικρά, παρδαλά, εορταστικά λαμπάκια που αναβόσβηναν εκνευριστικά, κρεμασμένα κάτω απ' την κορνίζα του εικονοστασίου σαν ντούμπλες σε νυφικό γιορντάνι. Πιο χαμηλά, ένα αλουμινένιο καντήλι καρφωμένο στον τοίχο έφεγγε με κανονικό φιτίλι, όπως στις εκκλησιές. Μόνο ένας τύπος στο πνεύμα του Άντι Γουόρχολ, και στο πιο προχωρημένο, σκέφτηκα, θα μπορούσε να προτείνει τέτοιο μούλτι-κούλτι ψυχεδελικό ποπ ντιζάιν. Καθώς το πρόσωπο του μπαρ με περιποιούνταν δεόντως, η ματιά μου αιχμαλωτίστηκε απ' το εικονοστάσι που είχαν τοποθετήσει λίγο πιο πέρα, μια μεγάλη χρωματιστή φάτνη από χαρτί, με τον νεογέννητο Χριστό, την Παναγιά, τους ποιμένες και τους αμνούς, από εκείνες της σειράς που αγοράζονται κατά κόρον τις παραμονές των γιορτών. «Αυτή η φάτνη θα είναι το γούρι μου γι' απόψε» μουρμούρισα κάνοντας στα μουλωχτά τον σταυρό μου, «η φάτνη της "Σεχραζάτ"».


Η παρέα έκοβε κίνηση, όλοι όρθιοι, το μαγαζί ήταν πίτα. Παρασκευή βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων του '90. Ο φίλος μου ο Άλεξ, ένας παίδαρος σουβλατζής απ' τη Χαλκηδόνα, παίδαρος-παμπαίδαρος, είχε σταμπάρει ένα άδειο τραπέζι, το μοναδικό, κοντά στην πίστα. Έπιασα απ' το χέρι ένα γκαρσόνι που περνούσε τυχαία από μπροστά μου και του το υπέδειξα. Με κοίταξε κάπως στραβά. «Καρντάση μου, οκτώ άτομα είμαστε, ίσα ίσα χωράμε εκεί πέρα, κάνε κάτι να μας βολέψεις». «Εντάξει» μου λέει βαριεστημένα. Αμάν, αδερφέ μου, πολύ βαρύς κι ασήκωτος, κι είχε ο δερβίσης κάτι μυρωμένα χυτά ολόξανθα μαλλιά, «μαλλιά αγγέλου» –αυθόρμητα άρχισα ν' απαγγέλλω χαμηλόφωνα τους πρώτους στίχους απ' τον «Ορέστη» του Βάρναλη: «Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα, λύσε τα να φανείς ως είσαι ωραίος...», κι είχε ο άτιμος ένα πρόσωπο, γλυκό μέλι, ίδιος ο κινηματογραφικός Τάτζιο του Βισκόντι ήτανε–, μου 'ρθε στον νου η θανάσιμη αγωνία του Ντερκ Μπόγκαρτ κάθιδρου, κατασπαραγμένου στο ψυχορράγημά του από έναν οίστρο αλγολαγνείας. «Χάρισέ μου, σε παρακαλώ, τ' ονοματάκι σου, να ξέρω πώς να σε προσφωνώ για τις παραγγελίες». «Κλήμης» μου λέει κοφτά, κι αποχωρεί. Α μπα, δεν ταίριαζε καθόλου η φάτσα του με το τσαμπουκάλεμά του. Ούτε τ' όνομά του, βέβαια, που ξυπνούσε μαθησιακές μνήμες βιβλικών αναγνωσμάτων. Κλήμης, ε; Θανατηφόρος φαίνεσαι κι εσύ, αγόρι μου, ψυχή τε και σώματι, τι Τάτζιο, τι Κλήμης, τι Θάνατος στη Βενετία, τι «Θάνατος στη Σαλονίκη», το ίδιο κάνει.


Οκτώ αγόρια ήμασταν, τι αγόρια, άντρες ολόκληροι, από είκοσι δύο μέχρι τριάντα τριών χρονών, ευειδείς και ρωμαλέοι, ερωτιδείς αθεράπευτοι, θανατηφόροι κι εμείς, αλλά τότε δεν το ξέραμε ή, μάλλον –παρόλο που ήμασταν υποψιασμένοι–, δεν αφήναμε το φαρμάκι του ναρκισσισμού να μας διαβρώσει, από ένστικτο αυτοπροστασίας πιθανόν, προτιμούσαμε να σταλάζει μέσα μας αργά αργά για να ζήσουμε πιο αυθεντικά τη νιότη μας, «χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε» συμπεραίνει σοφά ο Καρούζος. Ωραίοι με την έννοια που δίνουν οι αρχαίοι στη λέξη, στην ώρα μας δηλαδή, αλλά και αγόρια, με την έννοια που δίνουν πάλι οι αρχαίοι στη λέξη, άγουροι, άωροι, ανώριμοι ακόμα κι ας είχαμε φορτωθεί μέχρι τότε μ' ένα σωρό ερωτικές περγαμηνές, για τις ομολογημένες μιλώ, για τις ανομολόγητες «θου, Κύριε...», κι όλοι μας σχεδόν «άντρες με βίτσια», θα 'λεγε ψευτοευγενώς κάποιος από εκείνους τους επιμελώς συγκαλυμμένους νοικοκυραίους –ενδημικό συμπλεγματικό φρούτο κι αυτό, που κατά καιρούς παίρνει διαστάσεις επιδημίας– από τους πουριτάγκες δηλαδή, χωρίς, υποτίθεται, βίτσια. Και ψάξε τώρα εσύ να αποκρυπτογραφήσεις τα βίτσια και τις αποχρώσεις τους. Των δικών μου, πάντως, οι λαδιές είναι ανεξίτηλες.

Ο καπεταν-Γιάννης ήταν ο μικρότερος κι ο πιο μπερμπάντης και παιδί της αμαρτίας απ' τις πρώτες πρώτες καύλες του, είχε λογοδοθεί με μια εγχειρισμένη, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του, τη Μαριλού, έλεγε «η αρραβωνιαστικιά μου» κι έλιωνε, απορώ τι της έβρισκε, δεν φτάνει που ήταν μπροστά του γριά, ήτανε και στρίγγλα κι άχαρη –«πάρε τα μάτια μου και δες την» σου λέει ο λαός–, υπάρχουν στη ζωή καλλιμάρτυρες, υπάρχουν και τερατολάγνοι, τι να πει κανείς, εκείνος ήτανε μινιόν, μπισκετάκι τρέλα, ένας μελαμψός Ερμής τσέπης, δούλευε λαμαρινάς δώδεκα ώρες την ημέρα στον Εύοσμο – κι αντί να της τα παίρνει, της τ' ακουμπούσε ο χάφτας μέχρι δεκάρας, κρίμα το ασικλίκι του.

Έλειπε η Μαριλού, «πάω, μωρό μου, για δουλειές στην Αθήνα», δουλειές να τις κάνει ο Θεός, το 'χαψε ο βλάκας και φυλάει κάθε απόγεμα, μόλις σχολάσει, στο σαλόνι, πάνω απ' το μαύρο τηλέφωνο, ντριν ντριν ντριν, να χτυπήσει για να σαλιαρίσει με τη λάμια, «μαναράκι μου», ξερογλείφεται εκείνη, «καϊνάρα μου» μουγκρίζει ο δικός μας – κρυφά απ' τη μάνα του, που κάθε τόσο βάζει τις φωνές απ' την κουζίνα «αχ, θα σε φάνε από τόσο νωρίς αυτές οι πουτάνες οι γυναίκες, πρόσεχε την καύτρα του τσιγάρου σου, βρε μπουνταλά, προχτές βρήκα μια γόπα αναμμένη και μου 'καψε το καρό το σεμεδάκι, αφηρημένε, το χαράμισες και το 'χω απ' την προίκα μου».

Μια χαρά μας χώρεσε το τραπέζι, είχε ένα κλαδί από γκι χριστουγεννιάτικο στη μέση, είχε κι ένα φαναράκι μ' ένα χοντρό κερί που βοηθούσε να διακρινόμαστε μέσα στο μισοσκόταδο. Σιγοντάριζε την αίσθηση παρανομίας και την καυλιάρικη προδιάθεσή μας ο χαμηλός φωτισμός. «Το ημίφως έχε το τσιράκι των δαιμόνων» είχε αποφανθεί κάποτε ο αδελφός Αγάπιος, Αγιορείτης μοναχός απ' τη Μονή Κουτλουμουσίου, τυραννισμένο θύμα συνωμοσίας των ερωτικών δαιμονίων της νύχτας κι εκείνος ο μακαριστός.

Ο Λόης ο Σερραίος, ο φροντιστής, ο Κότσος ο Πόντιος, ο μυταράς απ' το Κιλκίς κι ο Ηρακλής, που τον φώναζαν «πρωτευουσιάνο» μα δεν ένιωθε Αθηναίος, αφού ήταν απ' τη Δραπετσώνα κι έβριζε «άι γαμήσου στα Σούρμενα» ήταν οι άλλοι τρεις της παρέας.

Έσταζε από ψηλά το ταβάνι, κόντρα πλακέ ήτανε, τι να σου κάνει, δεν είχε απόψε η βρόχα σταματημό, κάλλιο να χιόνιζε, θα ήταν πιο υγιεινά και πιο ατμοσφαιρικά χρονιάρες μέρες, μα πού τα χιόνια, ξεχάστηκαν φαίνεται στον Μύτικα, στην κορυφή του Ολύμπου.

«Μπορεί ν' αρρωστήσουμε, αλλά αξίζει τον κόπο», είπε ο «Σε λέ-Με λέ», «έχει νταλαβέρι εδώ μέσα, καλό νταλαβέρι». Είχε κόψει κίνηση κι είχε μυριστεί διάφορα ψηστήρια από γύρω.

Πέρασε ο Κλήμης μια στιγμή βιαστικά από δίπλα μας, ενώ απ' το ολόφωτο πάλκο εκτελούσαν το εποχικό σουξέ «Ξανθέ μου άγγελε, με βασανίζεις, στο πέρασμά σου με συγκλονίζεις», ασορτί για την περίσταση, αμάν, μας πήρανε πρέφα, σκέφτηκα, όμως «Κλήμη, Κλήμη», φώναξα, «πέφτουν επάνω μας τα νερά, κάνε κάτι», τι μιλάς τζάμπα, ρε βλάκα, αφού στάζαμε ολόκληροι, «ο βρεμένος τη βροχή δεν τη φοβάται», και σάμπως μπορούσε να σώσει την κατάσταση το παιδί –σ' όποιον δεν άρεσαν τα βρεγμένα κωλάδικα, ας πήγαινε στο Κρατικό Θέατρο που είναι προφυλαγμένα και στεγνά, να 'βλεπε την Αντιγόνη Βαλάκου στην Επιστροφή της γηραιάς κυρίας, αλλά μπορεί να 'σαι καυλοράπανο και να κάνεις πιάτσα σε χώρους ντεκαυλέ;– όμως να, έτσι, κάτι για να του πω, ν' ακούσω τη φωνή μου να τον καλεί «Κλήμη, Κλήμη», σημασία όμως ο λεγάμενος, δεν του ξαναδίνω πρόσωπο, είπα, μ' έχει γραμμένο στ' αρχίδια του κι ας άφριζα μέσα μου, όσο τον χάζευα από μακριά τόσο με ταξίδευε ανέξοδα σε τεχνητούς παραδείσους, δεν χρειαζόμουν αφιόνια σαν του Μπωντλαίρ, αρκούσε μόνο ο φωτοστέφανος του Κλήμη για να φτάσω στην απογείωση. Κατέφτασε ένα άλλο γκαρσονάκι, πολύ πρόθυμο, και μας σέρβιρε τα ουίσκια μας που αρχίσαμε να τα ρουφάμε γιαβάσικα και να το διασκεδάζουμε, αλλά το μάτι γύρω τριγύρω μας γαρίδα.

Μια αλλοπρόσαλλη κομπανία είχε αναλάβει να παρουσιάσει –όπως κάθε Παρασκευοσάββατο, μας είπαν– ένα πλουραλιστικό ρεπερτόριο, που ξεκινούσε με ελαφρά, περνούσε σε λαϊκά και σε βαριά λαϊκά, κορυφωνόταν με σκυλάδικα και οργίαζε στο φινάλε με καρσιλαμάδες και μπέλι ντανς για να καταλήξει προς το χάραμα σε λάγνα ταγκό και βαλσάκια. Δυο μπουζούκια, δυο κιθάρες, ένα ακορντεόν, ένα βιολί, ένα ντραμς κι ένα ντέφι. Έπαιζε η ορχήστρα εκείνη την ώρα χαρούμενα και πιο βαριά λαϊκά εναλλάξ για να κάνει κλίμα. Νταβραντισμένος πρώην οικοδόμος ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, η Μπέλλα. Δεν πλησιαζόταν, αν σε παρεξηγούσε, λέει, μπορεί, σε στιγμή εξοργισμού, να σε καθάριζε. Κάθε εικοσάλεπτο άλλαζε τραγουδιστής, ο Τζίμης Καλύβας με το μουστάκι ταβανόβουρτσα, ο Βάσος Γιαχνής με την κόμη καλλιεργημένη τεχνηέντως ως την κωλοτρυπίδα, η Ζαργάνα η κοκαλιάρα, η «μυαλό κουκούτσι» Ραδίκω, η άλλη η Σουρτούκω, που δεν μαζευόταν απ' τα σοκάκια, και η Κλάρα Μπελ, χοντροκομμένη και άχαρη σαν τη συνονόματή της αγελάδα, την γκόμενα του Γκούφυ στις ιστορίες του Ντίσνεϊ.

Λίγο πριν από τις δώδεκα είπε σύσσωμη η ορχήστρα –με τη συνοδεία και τις επευφημίες όλων των θαμώνων– τα κάλαντα των Χριστουγέννων και ακολούθως, προς έκπληξίν μας, το «Σάιλεντ Νάιτ» στα αγγλικά και τα ελληνικά, και το «Έλατο» στα γερμανικά και στα ελληνικά, μιξτ γκριλ.

«Μέρι κρίσμας του γιου» μου ευχήθηκε αγγλιστί απ' το αντικρινό τραπέζι η Μαϊτού, μια σιτεμένη Γαλλίδα ζωγράφος, μέγας ηδονοθήρας, που παρεπιδημούσε τότε στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε ανακαλύψει το ελιξίριο της νεότητας ρουφώντας κάθε νύχτα, ως βαμπιρέλα του σεξ, εκλεκτό αρρενωπό συνοικιακό νέκταρ νέας εσοδείας. «Μπον αννέ, μάι σουίτ Μαϊτού» αντευχήθηκα αγγλογαλλιστί κι εγώ, σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι.

Μπορεί ο Κλήμης-Τάτζιο να μη μου 'ριχνε ούτε ματιά, μα ο φίλος μας ο Πόντιος έκανε σβέλτα κονέ με τη Σουλτάνα, μια μπάνικια τρανς, σε δυο λεπτά βγήκε έξω και γύρισε μετά από ένα δεκάλεπτο. «Τι έγινε, μορφονιέ, τα ψήσατε;» ρώτησε ο «Σε λέ-Με λέ». «Τι να ψήσουμε, ρε συ; Καμιά ρέγγα; Είπαμε τα δέοντα, παίξαμε και λιγάκι». «Δηλαδή;». «Χαμουρευτήκαμε, κάναμε κι ένα βιαστικό πλακοψώλι πάνω απ' τα ρούχα». «Τι είναι, ρε, το πλακοψώλι;» ρώτησε ο Σερραίος ο φροντιστής, που ήταν ο πιο άβγαλτος. «Κατά το πλακομούνι, Λόη μου, και το πλακοψώλι. Ξέρεις τι μεγάλη καύλα είναι! Ξιφομαχία! Δυο σηκωμένες πούτσες διασταυρούμενες να πιέζει η μία την άλλη, ν' αλλάζουν θέση μάχης και να παλεύουν ποια θα βγει νικητής. Αφού πασαλείφτηκα! Α, είμαι πολύ τυχερός απόψε» είπε ενθουσιασμένος ο Πόντιος. «Το παιχνίδι θα έχει και συνέχεια. Άφτερ μιντνάιτ». «Με την τραβεστί, ρε συ, έκανες τέτοια τζιβιτζιλίκια;» απόρησε ο Άλεξ. «Ναι, φίλε μου, κι είχε μια ψωλή παλούκι». «Αδικία, μεγάλη αδικία» διαμαρτυρήθηκε ο «Σε λέ-Με λέ». «Αυτός ο Θεός δεν ξέρει τι κάνει! Βλέπεις ένα ντερέκι δυο μέτρα, καλλίγραμμο και μπρατσαρά, και την έχει μπάμια, κι έρχεται μια λούγκρα καλιαρντή και σου πετάει ένα λοστάρι, κάτσε καλά». «Και τι να το κάνεις; Μήπως έχει και τόση σημασία το μέγεθος;», είπε ο «Πρωτευουσιάνος», «αυτό που έχει αξία είναι η τέχνη». «Η τεχνική, θες να πεις» πετάχτηκε ο Άλεξ. «Άλλο τέχνη και άλλο τεχνική; Τέλος πάντων. Τι λέει ο λαός;». «Τι;». «Άμα σε γαμήσει κανείς, να 'ναι μάστορας». «Ε, ρε, κουβέντα που πιάσατε χριστουγεννιάτικα», πετάχτηκε ο Λάκης ο «Φερέγγυος», «μας ακούει κι η Παναγιά απέναντι». «Το ίδιο κι ο Χριστός! Μας ακούει και μας βλέπει. Όμως ολόκληρος ο άνθρωπος –ο κάθε άνθρωπος– κι όλα τα όργανά του βέβαια, και προπαντός τα γεννητικά, είναι ιερά, ό,τι πιο ιερό υπάρχει» χώθηκε η αφεντιά μου. Άγια είναι τ' αρχίδια μας, άγιοι είναι κι οι κώλοι μας.

Εκεί πάνω θυμήθηκε ο Λόης ο Σερραίος, ο φροντιστής, που ήταν ο πιο διστακτικός, τη μάνα του και αναφώνησε: «Α, ρε μάνα, τι γιο έκανες! Τα σωστά παιδιά τ' αφήνουν όλα πίσω τέτοιες μέρες και κάνουν Χριστούγεννα στο πατρικό τους». «Σιγά, μωρή παρθενορραφή, και τι θα πάθει η μάνα σου, θα γιορτάσει με καμιά γειτόνισσα», είπε ο καπεταν-Γιάννης, ο μελαμψός Ερμής τσέπης, «εγώ, αν ήταν εδώ η κούκλα μου και δεν έλειπε στην Αθήνα για δουλειές, θα την είχα βγάλει να το κάψουμε, μέρα που είναι, ως το πρωί». Ξίνισα τα μούτρα μου, η Μαριλού, η μικρανεψιά του Φρανκεστάιν, και κούκλα! «Έπρεπε να κατέβω στη Δραπετσώνα κι εγώ» είπε ο Ηρακλής ο «Πρωτευουσιάνος», «θα περνούσα ζάχαρη σε κανένα κουτουκάκι ζόρικο με τα παλιά φιλαράκια». «Εσύ μη μιλάς», πετάγομαι εγώ, «γιατί έχεις μεγάλο γκελ και θα σου φέξει απόψε». «Άι γαμήσου στα Σούρμενα» μου αποκρίθηκε ο «Πρωτευουσιάνος». Τώρα γιατί στα Σούρμενα και όχι στα Σεπόλια, τρέχα γύρευε. Ο «Σε λέ-Με λέ» τι να 'λεγε ο καημένος, ήταν πεντάρφανος, μια γιαγιά τον μεγάλωσε που την είχε χάσει κι αυτήν τελευταία. Κατέβασε το κεφαλάκι του λυπημένος. «Ε, φίλε, εντάξει», του κάνω, «άντε, "καλές γιορτές"» και τσουγκράμε τα ποτήρια. «Όσο για μένα», είπε ο Λάκης ο Φερέγγυος, «όπου με βγάλει, είμαι το "παιδί του δρόμου εγώ", να, αυτό ακριβώς που λέει το τραγούδι». Κι ακούγονταν πράγματι εκείνη την ώρα απ' τα μικρόφωνα το σπαραχτικό λαϊκό άσμα του Μητσάκη:

Τα καρδιοχτύπια μου και τα ξενύχτια μου
μου 'χουνε φάει τη ζωή μου τη μισή,
είμαι το παιδί του δρόμου
και στενάζω απ' τον καημό μου
και για όλα, και για όλα φταις εσύ

Ο Άλεξ ο παμπαίδαρος δεν μίλησε καθόλου. Σαν τι να πει, άλλωστε! Απ' τη μια ήταν αναίσθητος, δεν του καιγόταν καρφί για τίποτα, και απ' την άλλη ήταν γόης ακαταμάχητος, το δαχτυλάκι του να κουνούσε, θα έκανε μπροστά του παρέλαση όλη η Θεσσαλονίκη, αρσενικά και θηλυκά. Όσο για μένα, δεν ήθελα να 'μαι πουθενά αλλού, βρισκόμουν στον Παράδεισο.

Έπαιρνε το αυτί μου από γύρω μαζί με τις χριστουγεννιάτικες ευχές και κάμποσες κουβέντες αλλόκοτες. Δυο φανατικοί, ένας νεοδημοκράτης κι ένας πασοκτζής, μάλωναν δυνατά. «Θα φύγω, ρε αρχίδι» είπε στο τέλος ο πασοκτζής. «Και τι θα κάνεις, βρε μαλάκα, θα πας σπίτι σου να δεις τσόντα, πώς γαμάει ο Αβέρωφ τον Κουτσόγιωργα;». Δυο άλλοι, σουρωμένοι πίτα, εκεί που καβγάδιζαν, τα εύρισκαν ξαφνικά και φιλιόντουσαν στο στόμα. Μια κωλοπετσωμένη τρανς δήλωσε μεγαλόφωνα στους συμπότες της «εγώ δεν χάνω διαδήλωση για διαδήλωση, είμαι κομμουνίστρια απ' τα γεννοφάσκια μου». «Κοφ' το, καλέ» της τη βγήκε ένας πολιτικοποιημένος κουλτουριάρης, «πούστης και κομμουνιστής ίσον θάνατος, δεν είδες τι έπαθε ο Παζολίνι;».

Όλο ξαφνικά έσκασε μύτη ο Κλήμης –ώρα την ώρα ο μπαγλαμάς ομόρφαινε περισσότερο, αφού «είναι του ματς, του ματς» σχολίασε ο Λάκης για την ομορφιά του και συμφώνησαν κι όλοι οι άλλοι–, μα πλησίασε με άλλο ύφος, ευγενικό και τρυφερό τώρα, τι μεταμόρφωση είν' αυτή, είπα, για να δούμε πού το πάει ο τζόβενος, μα «φύλαγε τα ρούχα σου», παιδάκι μου, ωστόσο έσκυψε απροσδόκητα προς το αυτί μου κι εγώ, σαν έτοιμος από καιρό, «ακούω» είπα, κάνοντας κάπως τον αδιάφορο, «μήπως οι κύριοι επιθυμούν και δεύτερο γύρο ποτά» ρώτησε κι η φωνή του μέλι έσταζε αυτήν τη φορά, «ναι, φίλε Κλήμη» απάντησα σοβαρά, «έφτασε» είπε κι έστριψε χαμογελώντας πονηρά. Ατένισα ενστικτωδώς προς την είσοδο του μαγαζιού και καρφώθηκα στη φάτνη, «έλα Χριστέ μου, σήμερα που 'χεις και τα γενέθλιά σου, κάνε το καλό» προσευχήθηκα.

Στο μεταξύ, σιγά σιγά όλοι οι φίλοι, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, βολεύονταν. Ο Ερμής τσέπης, όλα κι όλα, παιδί της καρδιάς, έμεινε πιστός στην απουσιάζουσα «καλλονή» αρραβωνιαστικιά του και γύρω στη μία πήρε ένα ταξί και αποχώρησε. Ο μάγκας ο Πόντιος, ο Κότσος ο μυταράς, είχε καψουρευτεί τη Σουλτάνα που τον περίμενε απέξω στις δυόμισι ακριβώς, τη φόρτωσε στο αμάξι του και φύγανε για άλλες τρέλες. Ο «Σε λέ-Με λέ», ο Σαλονικιός, τακίμιασε μ' ένα κιμπάρικο παλικαράκι απ' το απέναντι τραπέζι, τα κουβεντιάσανε και αποχώρησαν μαζί λίγο πιο πριν. Εκεί γύρω στις δύο έφυγε και ο Άλεξ ο παμπαίδαρος με μια τσίφτισσα, μια κουκλάρα συνοδευόμενη, το μόνο γνήσιο θηλυκό του μαγαζιού –πλην της παροπλισμένης Μαϊτού–, παράτησε τον παρτενέρ της και ακολούθησε το κολασμένο κορμί του σουβλατζή μετά από ένα σύντομο φλερτ με τα μάτια – σαν πιστό σκυλάκι. Τον Ηρακλή τον «Πρωτευουσιάνο» τον κόλλησε πάνω στο ζεϊμπέκικο που χόρευε ένα παιδί, κάτσε καλά, να το φας ολόκληρο, μπουκιά και συχώριο, θα πέρασε κατόπι μέγκλα, όπως είχα προβλέψει. Ως και ο Λόης ξέχασε τα μιξοπαρθενίστικα και βολεύτηκε κι αυτός μ' ένα συμπαθητικό αγροτόπαιδο απ' τα Κύμινα.

Αχ, και τι να 'χουν γίνει εκείνα τα ωραία απελευθερωμένα αλάνια, μας έριξε η ζωή σ' όλες τις άκρες του πλανήτη, σαν τα σκοτωμένα πουλιά στην ανεμοδούρα σκορπίσαμε, άλλος εδώ κι άλλος εκεί. Και κανένα χαμπέρι. Μα, ίσως καλύτερα.

Είχα απομείνει στο τραπέζι ολομόναχος. Όμως εκεί που κόντευε να με πάρει το παράπονο, έτσι που 'χα μείνει ξεροσφύρης και μπουκάλα, νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου, γυρίζω, ήταν ο Κλήμης ουρανοκατέβατος. «Δεν βαρέθηκες ακόμα; Εγώ μόλις σχόλασα, η ώρα πήγε τρεις, φίλε, είσαι για μια τσάρκα;» με ρώτησε κοιτώντας με κατάματα. Και πριν προλάβω να πω λέξη με κράτησε απ' τη μασχάλη και «πρόσεξε, ήπιες πολύ, γιαβρί μου», είπε τρυφερά, «το εργαλείο μου αναμμένο μας περιμένει απέξω, έλα να το καβαλήσουμε, ο καιρός καθάρισε, πάμε στο λιμάνι να πάρουμε φρέσκο αέρα και να ρομαντζάρουμε, φαίνονται γυαλί ο Μακρύγιαλος και η Μεθώνη κατάφωτα, μέρα που είναι το γλεντάνε κι οι απέναντι». Σηκώθηκα και «ό,τι πεις, καλέ μου Τάτζιο» ψελλίζοντας βγήκα και σάλταρα στη μηχανή του Κλήμη μαγεμένος.

Το γούρι της βραδιάς μου, η χριστουγεννιάτικη φάτνη της «Σεχραζάτ», είχε κάνει το θαύμα της.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 22.12.2014

Βιβλίο
1

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Η διαμάχη ανάμεσα στην Τζόαν Ντίντιον και την Ιβ Μπάμπιτζ συνεχίζεται και μετά θάνατον σε μια «διπλή» βιογραφία

Βιβλίο / Τζόαν Ντίντιον vs. Iβ Μπάμπιτζ: Μια διαμάχη που συνεχίζεται και μετά θάνατον

Η Ντίντιον και η Μπάμπιτζ πέθαναν με διαφορά έξι ημερών τον Δεκέμβριο του 2021: «Θέλω να πιστεύω ότι η Τζόαν Ντίντιον έζησε μια επιπλέον εβδομάδα από κακία», είχε γράψει τότε μια δημοσιογράφος σε ένα tweet που έγινε viral.
THE LIFO TEAM
Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Βιβλίο / Τα ημερολόγια του Αλέξη Ακριθάκη σε μια νέα έκδοση

Με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του καλλιτέχνη κυκλοφορεί το βιβλίο «Γράφοντας τη ζωγραφική - Ημερολόγια 1960-1990» που αφηγείται τη δημιουργική αγωνία και τον σύντομο, πλην πλούσιο και ταραχώδη βίο του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μην πεις λέξη»: Ένα καταιγιστικό βιβλίο για την άλλη «ματωμένη» Κυριακή

Βιβλίο / «Μην πεις λέξη»: Ένα καταιγιστικό βιβλίο για την άλλη «ματωμένη» Κυριακή

Το πολυβραβευμένο βιβλίο του Patrick Radden Keefe που έγινε μίνι σειρά στο Disney+, εκτός από τη συγκλονιστική ιστορία της Jean McConville που απήχθη και δολοφονήθηκε από τον IRA, φέρνει και ένα παράδειγμα έντασης γραφής και έρευνας που δεν το συναντούμε συχνά.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΑΚΗΣ