«Ζούμε πολύ καιρό εμείς οι Αρμένιοι» είχε δηλώσει πριν από χρόνια ο Σαρλ Αζναβούρ. «Υπολογίζω να φτάσω τα εκατό και να συνεχίσω να δουλεύω ως τα ενενήντα». Ο πρώτος στόχος δεν επετεύχθη τελικά (αν και έφτασε αρκετά κοντά, καθώς υποκλίθηκε στο μοιραίο μόλις χθες, στα 94 του), ο δεύτερος όμως ξεπεράστηκε πανηγυρικά, αφού ο κορυφαίος ίσως τραγουδιστής μιας ευρύτατης γκάμας «ελαφρού» ρεπερτορίου (με απόλυτη ειδικότητα βεβαίως στο αφηγηματικό «chanson realiste») μέχρι και πριν από λίγους μήνες ταξίδευε ανά τον πλανήτη δίνοντας συναυλίες ενώπιον εκστατικού κοινού που συνέρρεε για να δει και να ακούσει από κοντά ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα ιερά τέρατα του 20ού αιώνα.
Η φωνή του υπήρξε εντυπωσιακή στο εύρος των δυνατοτήτων της, όμως αυτό που τον ξεχώριζε ανάμεσα σε όλους τους μεγάλους τραγουδιστές ήταν η αφοσιωμένη και βαθιά εκφραστική ερμηνεία του που ενσάρκωνε μέσω της αφήγησης και της μελωδίας τα πιο σύνθετα ενήλικα συναισθήματα. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν ήταν καθόλου άστοχος ο προσδιορισμός «Γάλλος Φρανκ Σινάτρα» που του είχε αποδοθεί από τα πρώτα βήματα μιας καριέρας που διάνυσε οκτώ σχεδόν δεκαετίες και σίγουρα πιο ακριβής από τον αντίστοιχο «Έλβις της Γαλλίας» που συνόδευε τον πρόσφατα χαμένο Τζόνι Χάλιντεϊ. Μπορεί να μη γέμιζε το μάτι (ήταν 1.60 μ. με το ζόρι), όμως το ανάστημά του όταν τραγουδούσε στη σκηνή έμοιαζε θηριώδες. Όπως άλλωστε είχε πει ο ίδιος, «ξαπλωμένοι, όλοι το ίδιο ύψος έχουμε».
Η φωνή του υπήρξε εντυπωσιακή στο εύρος των δυνατοτήτων της, όμως αυτό που τον ξεχώριζε ανάμεσα σε όλους τους μεγάλους τραγουδιστές ήταν η αφοσιωμένη και βαθιά εκφραστική ερμηνεία του που ενσάρκωνε μέσω της αφήγησης και της μελωδίας τα πιο σύνθετα ενήλικα συναισθήματα.
Ο Σαρλ Αζναβούρ ήταν πολύγλωσσος, κοσμοπολίτης, δημοφιλής στην Αμερική, Αρμένιος στην καταγωγή (υπήρξε άλλωστε ο πιο διάσημος εκπρόσωπος του έθνους των Αρμενίων και διεθνής πρεσβευτής της κληρονομιάς της χώρας από την ανεξαρτητοποίησή της και μετά), πολιτισμικά όμως οπωσδήποτε Γάλλος, κάτι που, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του ίδιου, συνέβη σχεδόν τυχαία:
«Ο πατέρας μου Μίσκα Αζναβουριάν, η μητέρα μου Κναρ Μπαγντασαριάν και η αδελφή μου Άιντα, που γεννήθηκε στην Ελλάδα κατά το ταξίδι της φυγής μας από την Αρμενία, είχαν βρεθεί προσωρινά στη Γαλλία, περιμένοντας να πάρουν βίζα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι θα μέναμε εδώ για πάντα. Στο μεταξύ όμως γεννήθηκα εγώ, στις 22 Μαΐου του 1924 στο Παρίσι. Το μαιευτήριο βρισκόταν στο 5ο Διαμέρισμα. Ο πατέρας μου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που δούλευε σκληρά, αλλά το χάρισμά του ήταν μάλλον η μουσική παρά η διεύθυνση μιας επιχείρησης. Στο Caucase, το εστιατόριο που είχε ανοίξει, προσκαλούσε ορχήστρες από την Ουγγαρία για να παίξουν και πρόσφερε δωρεάν γεύματα σε όσους φίλους, γνωστούς αλλά και αγνώστους δεν είχαν χρήματα. Φυσικά, αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ, από τη στιγμή που η επιχείρηση δεν παρουσίαζε κέρδη. Η μητέρα μου, που είχε πτυχίο Φιλολογίας, ήταν αναγκασμένη να δουλεύει περιστασιακά ως μοδίστρα. Το αληθινό πάθος των γονιών μου ήταν οι παραστάσεις που έστηναν μαζί με τους μετανάστες φίλους τους για το κοινό της διασποράς. Μεγάλωσα με τόσο λίγα μέσα αλλά και με τόσο πολλή αγάπη…»
Είχε βγει από μικρός στο σανίδι, αλλά η επιτυχία του ως ερμηνευτή (έγραφε ήδη τραγούδια για άλλους) άργησε να έρθει, αφού προηγουμένως είχε συνδεθεί και συγκατοικήσει για καιρό με την Εντίθ Πιαφ που τον είχε ξεχωρίσει, παρακολουθώντας τον στα ντουέτα του με τον Πιερ Ρος στο πιάνο. «Η σχέση μου μαζί της ήταν πλατωνική» έσπευδε πάντα και μέχρι τα τελευταία του να διευκρινίσει. «Αυτό έσωσε τη συνεργασία μας».
Η Πιαφ υπήρξε κρίσιμος μέντορας για τη μετέπειτα πορεία του αλλά και το ένα μέλος της επιφανούς τριάδας που ο ίδιος δήλωνε ότι τον ενέπνευσε όσο κανείς άλλος: «Ο Σαρλ Τρενέ για το γράψιμό του, η Πιαφ για το πάθος της και ο Μωρίς Σεβαλιέ για τον επαγγελματισμό του – και οι τρεις μαζί για την επιβλητική παρουσία τους στη σκηνή».
Η χρονιά-σταθμός για τη μετεωρική άνοδό του στο ερμηνευτικό στερέωμα ήταν το 1956, όταν αποθεώθηκε κατά τη διάρκεια ενός ρεσιτάλ στην Καζαμπλάνκα και ακολούθως κλήθηκε να τραγουδήσει στο Ολυμπιά του Παρισιού, όπου για την περίσταση έγραψε και ερμήνευσε την πρώτη του μεγάλη προσωπική επιτυχία, το «Sur ma vie». Θα ακολουθούσαν εκατοντάδες άλλες, σε διάφορες γλώσσες, κάποιες εκ των οποίων διεκδικούν δάφνες όχι μόνο για την ερμηνευτική ισχύ αλλά και για το πρωτοποριακό στιχουργικό περιεχόμενό τους. Όπως το «Comme ils disent» (που στα αγγλικά έγινε «What makes a man»), το οποίο φέρει τον τίτλο τιμής του «πρώτου διάσημου τραγουδιού για τους νταλκάδες και τα ζόρια μιας ομοφυλοφιλικής σχέσης».
Αν δεν ήταν ένας μέγιστος τραγουδιστής, και πάλι θα ήταν αναγνωρίσιμος στο ευρύ κοινό ο Αζναβούρ μόνο από την επίσης μεγάλη, μακρόχρονη και ιδιοσυγκρασιακή φιλμογραφία του. Συχνά εμφανιζόταν ως καρατερίστας ή προέκταση της δημόσιας εικόνας του ως αστεριού του πάλκου, όμως ούτε ο Ιβ Μοντάν ή ο Σινάτρα δεν έπαιξαν σε τόσο διαφορετικές μεταξύ τους και «περίεργες» ταινίες, παρότι εκείνοι εξασφάλιζαν σαφώς πιο πρωταγωνιστικούς ρόλους στη μεγάλη οθόνη, προφανώς λόγω πιο συμβατικά «σαγηνευτικής» εμφάνισης.
Ο Αζναβούρ έπαιξε σε φιλμ του Ζορζ Φρανζί, του Ζαν Κοκτό, του Κλοντ Σαμπρόλ, του Κλοντ Λελούς, στο «Ταμπούρλο» του Σλέντορφ, σε γαλλικά νουάρ και σε ό,τι cult μπορεί να φανταστεί κανείς, με προεξάρχον το θεότρελο και ψυχεδελικό «Candy» του 1968 με τον Μάρλον Μπράντο. Και, βέβαια, κουβάλησε μόνος του τον κεντρικό ρόλο στο «Πυροβολήστε τον πιανίστα» του Φρανσουά Τριφό, ταινία που είναι συγχρόνως πιο ελευθέρια, πιο ελαφριά αλλά και πιο μελαγχολική ίσως από το μοιρολατρικό νουάρ μυθιστόρημα «Down There» του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Γκούντις, στο οποίο βασίστηκε.
Όπως και στην περίπτωση του Σινάτρα όμως, τα κινηματογραφικά επιτεύγματα επισκιάζονται αυτομάτως από τη Φωνή και το Τραγούδι. «Το ραδιόφωνο στο πάτωμα έχει χαλάσει και παίζει παράφωνα Αζναβούρ» λέει ένας στίχος από το τραγούδι «Sister Europe» του αγαπημένου new wave γκρουπ Psychedelic Furs που άκουγα μετά μανίας στα '80s. Πού καιρός για Αζναβούρ τότε… Έτσι πάει όμως, τα «κλασικά», τα «παλιομοδίτικα» και τα ενήλικα ακούσματα σε πιάνουν όταν ξεφύγεις από τον εναγκαλισμό της νεανικού ναρκισσισμού.
Έγραφε ο επιφανής κριτικός των «New York Times», Stephen Holden, τον Απρίλιο του 2009, αφότου είχε παρακολουθήσει μία από πρώτες «αποχαιρετιστήριες» συναυλίες του μεγάλου τραγουδιστή: «Για έναν Αμερικανό κριτικό, η ελευθερία της αυτο-έκφρασης του κυρίου Αζναβούρ, τόσο ως τραγουδοποιού όσο και ως ερμηνευτή, προκαλεί δυσφορία για τον βαθμό που η δική μας δημοφιλής κουλτούρα έχει ως επίκεντρο σχεδόν αποκλειστικά τη νεότητα. Είναι τόσο σημαντικό να υπάρχουν τραγούδια που βλέπουν μακριά, εξερευνούν τον έρωτα και την απώλεια σε κάθε στάδιο της ζωής και συνδέουν διαφορετικές γενιές».
Charles Aznavour - La Boheme
Charles Aznavour Hier encore
σχόλια