Όταν ο διάσημος σκηνοθέτης Στιβ Μακουίν ανακοίνωσε ότι θέλει να κάνει μια ταινία για τη ζωή και το έργο του Πολ Ρόμπσον, «του πιο διάσημου νέγρου του 20ού αιώνα», όλοι άρχισαν να αναρωτιούνται ποια είναι αυτή η επιβλητική προσωπικότητα που λίγοι πια θυμούνται.
Νέγρος, ευφυής, πολύγλωσσος –μιλούσε γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, κινεζικά, εφίκ (αφρικανική διάλεκτος), γίντις, αρχαία ελληνικά και λατινικά–, καταξιώθηκε ταυτόχρονα ως μουσικός, ηθοποιός και παίκτης του αμερικανικού ποδοσφαίρου.
Υπήρξε θύμα του μακαρθισμού, αφού εκείνη την περίοδο μπήκε στη μαύρη λίστα, ενώ του αφαιρέθηκε και το διαβατήριο. Στο πλευρό του βρέθηκε μέχρι τέλους η σύζυγός του Εσλάντα, η οποία όχι μόνο υποστήριζε τις κινήσεις του αλλά ανέχτηκε και τα παραστρατήματα του πανύψηλου και άκρως γοητευτικού Ρόμπσον.
Τον κυνήγησαν ανελέητα για τα φιλοκομμουνιστικά, διεθνιστικά, αντιπολεμικά και αντιφασιστικά του αισθήματα, ενώ πέθανε διπολικός, ύστερα από τις απανωτές διώξεις. Φίλοι του υπήρξαν από τον Άγγλο Μπέρναρντ Σο, ο οποίος τον μύησε στον ριζοσπαστισμό, έως τον Πάμπλο Πικάσο και τον Πάμπλο Νερούδα.
Αναμφίβολα, ήταν μια προσωπικότητα που οι Αμερικανοί θα χαρακτήριζαν «μεγαλύτερη από τη ζωή (larger than life)», όπως διαφαίνεται από τη συγκλονιστική βιογραφία που έγραψε ο ιστορικός Τζέραλντ Χορν και κυκλοφορεί σε μετάφραση Ειρήνης Γαϊτάνου από τις εκδόσεις Οξύ με τον τίτλο Πολ Ρόμπσον: Ο επαναστάτης καλλιτέχνης.
Γεννημένος στα τέλη του 19ου αιώνα από έναν σκλάβο που είχε καταφέρει να δραπετεύσει, δεν υπήρξε τίποτα στο οποίο να μη διαπρέψει: σπούδασε Νομικά στο Κολούμπια, ενώ γνώρισε τον Σαίξπηρ καλά από τα πανεπιστημιακά του χρόνια και τον συνέδεσε με την αφροαμερικανική μουσική, αφού τα ακούσματά της, κατά τη γνώμη του, παρέπεμπαν σε μια ποίηση άμεσα συνδεδεμένη με εκείνη των Σκωτσέζων βάρδων των Εβρίδων! Ήταν, άλλωστε, ο μοναδικός νέγρος που ερμήνευσε τον Οθέλο μετά τον μεταφραστή του Σαίξπηρ, Ίρα Άλντριτζ, στις βρετανικές σκηνές και αργότερα στο Μπρόντγουεϊ. Δεν έπαψε να αγωνίζεται μέχρι τέλους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, βρέθηκε στο μέτωπο του Ισπανικού Εμφυλίου και ταξίδεψε μέχρι την Ουαλία για να ξεσηκώσει με τη μαγική φωνή του τους απεργούς ανθρακωρύχους.
Ο βιογράφος του παραθέτει συχνά στις σελίδες τα λόγια των διασήμων που αναφέρθηκαν στην καταλυτική επίδραση που άσκησε στη μάχη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανοίγοντας τον δρόμο στον Μάλκολμ Χ και στον δρα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ. Μία από αυτούς είναι η Ντόρις Λέσινγκ, η οποία θεώρησε ότι οι αμερικανικές κυβερνήσεις τού φέρθηκαν με αδιανόητη σκληρότητα. Υπήρξε θύμα του μακαρθισμού, αφού εκείνη την περίοδο μπήκε στη μαύρη λίστα, ενώ του αφαιρέθηκε και το διαβατήριο. Στο πλευρό του βρέθηκε μέχρι τέλους η σύζυγός του Εσλάντα, η οποία όχι μόνο υποστήριζε τις κινήσεις του αλλά ανέχτηκε και τα παραστρατήματα του πανύψηλου και άκρως γοητευτικού Ρόμπσον.
Ο βιογράφος του Τζέραλντ Χορν επιμένει πως η δημοτικότητά του, που γέμιζε ασφυκτικά τα στάδια, όπως το περίφημο στάδιο Λούισον, και μάγευε τον κόσμο, οφειλόταν στο γεγονός πως ήταν ο μοναδικός πολυτάλαντος και πολύγλωσσος Αφροαμερικανός που μπορούσε να εισάγει τους ομοίους του «σε γλώσσες και κουλτούρες με τις οποίες δεν ήταν εξοικειωμένοι, διεθνοποιώντας τη συνείδησή τους και διευκολύνοντάς τους να συμμετάσχουν με περισσότερη προθυμία σε μια αντιφασιστική εκστρατεία. Είχαν παρατηρηθεί αντιεβραϊκές κινήσεις στο Χάρλεμ, αποτέλεσμα της επιρροής του φασισμού, αλλά ο Ρόμπσον τις απαξίωνε, διαβεβαιώνοντας ότι «κανένας νέγρος αντισημίτης δεν θα τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά μου».
Το Χάρλεμ ήταν, άλλωστε, η φτωχική αυτοκρατορία του, καθώς συνέβαλε καταλυτικά στη λεγόμενη «αναγέννησή» του. Επίσης, σύχναζε στο Σαβόι του Μανχάταν, όπου άρχισε τότε να διαμορφώνεται η μπίμπομπ, ενώ έκανε παρέα με την Έλα Φιτζέραλντ, τον Τσάρλι Πάρκερ, τον Ντιουκ Έλινγκτον. Ωστόσο, δεν αγνόησε ποτέ τον μόχθο του απλού νέγρου εργάτη, ο οποίος υφίστατο τεράστιο ρατσισμό, κάνοντας προσπάθειες για τη σύσταση της Εθνικής Ένωσης Νέγρων Εργατών στο Σινσινάτι και την αναγνώριση των στοιχειωδών δικαιωμάτων στη διαβίωση, στην εκπαίδευση και στην εργασία. Πέθανε στις αρχές του '76 – το αστέρι του, που απόθεσε ο Σίντνεϊ Πουατιέ στη Λεωφόρο της Δόξας, δεσπόζει ακόμα, δίνοντας το παράδειγμα στους πάντες. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο καλλιτέχνης πρέπει να παίρνει θέση. Διαλέγει να πολεμήσει για την ελευθερία ή για τη σκλαβιά. Προσωπικά, έχω κάνει την επιλογή μου».
σχόλια