Τη συνάντησα στο σπίτι της στην Εκάλη ένα συνηθισμένο απόγευμα Σαββάτου. Αλλά η γνωριμία μας είχε γίνει λίγες μέρες πριν, στο στούντιο της φωτογράφισης. Κουκουλωμένη από εννιά χέρια (στυλίστες, στυλίστες, στυλίστες...), που την έβαφαν, τη χτένιζαν και της άπλωναν βυσσινί κραγιόν στα χείλη, ξεπρόβαλλε χαριτωμένα το κεφάλι της, σήκωσε λίγο το χέρι της και μου ανοιγόκλεισε την παλάμη της δειλά και συγκρατημένα -όπως η Λάιζα Μινέλι στο Καμπαρέ.
Έπαιρνε σέξι πόζες με αβίαστη φυσικότητα, η λάμψη κύλαγε ποταμηδόν από το πρόσωπο της. Κάποια στιγμή σούφρωσε τα χείλη της, έσπρωξε την τσίχλα που μασούσε στην άκρη της γλώσσας της και κάποιο παιδί έτρεξε και την άρπαξε ευλαβικά. Σαν Χόλιγουντ.
Στρίβοντας από την πακετωμένη κίνηση της Θησέως στο ήσυχο δρομάκι όπου μένει, με το βουλιαγμένο φως στα μεγάλα δέντρα, κυριολεκτικά στην άκρη του σχεδίου πόλεως, ένιωσα κάτι spooky, κάτι από Twin Peaks.
Το σπίτι, που μοιάζει αποτέλεσμα μιας ράθυμης προσθετικής μέσα στα χρόνια, ήταν στη μέση του κήπου σαν γιγάντιο πλάσμα που βαριανασαίνει. Την αίσθηση του αλλόκοσμου ενέτεινε ο αόρατος φύλακας που πετάχτηκε από ένα παράσπιτο και μου άνοιξε την πόρτα.
Η Άννα ήταν ήδη στο κεφαλόσκαλο. Φορούσε ένα πολύ κοντό τζιν φουστάκι, λεπτοκαμωμένη, με μάτια υγρά. Το μεγάλο σπίτι ήταν άδειο, σκοτεινό -στην οθόνη του home cinema έπεφταν οι τίτλοι του Iris.
Η Άννα ήταν συγκινημένη από τη δραματική ζωή της Άιρις Μέρντοχ, που έπαθε αλτσχάιμερ στα γηρατειά της και την ανέλαβε διά βίου ο άντρας της, με μια αγάπη τόσο δυνατή και σιωπηρή, που έγινε θρύλος. «Το τι κλάμα έριξα!» μου λέει -και λέει αλήθεια.
Μιλάει για τον Καρβέλα με το δέος που μιλούσε η Γαλάτεια για τον Πυγμαλίωνα, βάζει το χέρι στο στήθος και κλείνει τα μάτια για να βρει τη σωστή λέξη που περιγράφει την τόλμη, όχι την τόλμη... το μεγαλείο, όχι το μεγαλείο... την ευθύτητα, όχι την ευθύτητα... «Μήπως τη μαγκιά;» τη ρωτάω. «Μπράβο! Τη μαγκιά του Καρβέλα».
Καθώς μου φτιάχνει έναν εσπρέσο στην ξύλινη κουζίνα με τα χαμηλά δοκάρια της σκεπής, το πάτωμα που μοιάζει κήπος μοναστηριού κι ένα μακρόστενο μοναστηριακό τραπέζι, διαπιστώνω ότι ο έρωτας, οι άντρες, η αγάπη είναι κάτι που την απασχολεί.
Μιλάει για τον Καρβέλα με το δέος που μιλούσε η Γαλάτεια για τον Πυγμαλίωνα, βάζει το χέρι στο στήθος και κλείνει τα μάτια για να βρει τη σωστή λέξη που περιγράφει την τόλμη, όχι την τόλμη… το μεγαλείο, όχι το μεγαλείο… την ευθύτητα, όχι την ευθύτητα…
«Μήπως τη μαγκιά;» τη ρωτάω.
«Μπράβο! Τη μαγκιά του Καρβέλα».
Τον λατρεύει τον Καρβέλα η Άννα, γιατί την πήρε από την προηγούμενη φάση της (τη «μιζερούλα») και την άνοιξε τολμηρά και ανενδοίαστα σε αυτό που ήταν πλασμένη να κάνει: τα λαϊκά τραγούδια για το πανελλήνιο, τα ηλεκτρικά τσιφτετέλια, τις μπαλάντες που μυρίζουν δρόμο και αλκοόλ -μετεξελίξεις του σεβντά και του κεφιού που ακούγονται στα κέντρα της νύχτας και στα ραδιόφωνα σαν ιαχή μεθυσμένου.
Μου μιλάει για την κόρη της, που φωτογραφίες της έχει κολλημένες με μαγνήτες στο ψυγείο, δίπλα σε φωτογραφίες του πατέρα της και της μάνας της από την Κύπρο.
Δίπλα στην ψωμιέρα είναι τα κλειδιά, ένα δίπλωμα οδήγησης που ξέχασε στο σπίτι ο Καρβέλας, το γράμμα μιας μάνας που παρακαλάει την Άννα να πάει να αφήσει ένα λουλούδι στον τάφο του γιού της, που την «είχε θεά». Της έχει μέσα φωτογραφίες του γιού της στα κέντρα, αγκαλιά με τη σταρ, χαμογελαστό, να τραγουδάει, και ένα σκαρίφημα με τα δρομάκια του νεκροταφείου για την ακριβή θέση όπου είναι ο τάφος του παιδιού της.
Η Άννα κρατάει το γράμμα αφηρημένα, δοσμένη σε μια σκέψη: «Νομίζω το θυμάμαι αυτό το παιδί» λέει.
Με παίρνει ν’ ανέβουμε στο υπνοδωμάτιο της, που έχει ασπρισμένο ξύλινο πάτωμα, ένα τετράγωνο τζακούζι, τον καθρέφτη της με λαμπιόνια γύρω γύρω και πίσω από τον καναπέ που καθόμαστε στοίβες στο πάτωμα τα ξεβαμμένα τζιν -καμιά πενηνταριά!
Κάθεται με το σκυλάκι της, τη Βανίλια, αγκαλιά και μοιάζει με κοριτσάκι που λάμπει -με κινήσεις αβίαστες και φυσικές, ούτε ντίβα ούτε αντί-ντίβα: ένας άνθρωπος με ταλέντο στη φωνή και καλοσύνη στη συμπεριφορά, ευγενικός και μετρημένος, ευγνώμων που η ζωή τού τα έφερε καλά.
Από το κουβεντολόι που ανοίγουμε συγκρατώ τα εξής: Τη διαβεβαίωση ότι δεν έχει κάνει μεγάλη περιουσία, διότι με τον Καρβέλα είναι μάλλον αμελείς και αδιάφοροι.
Τη δυσκολία της να μου απαντήσει ποιες από τις προσωπικότητες που έχει γνωρίσει την έχουν αληθινά γοητεύσει -όταν τη στριμώχνω πολύ, σκέφτεται το Μιχάλη Κακογιάννη, που ήταν μαζί του χτες το βράδυ. Ονομαστικά μιλάει μόνο για τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου, που «την ταξιδεύει». Όταν τη ρωτάω να μου κατονομάσει τους φίλους της, αναφέρει την Κρίστη Τσολακάκη και τον ντράμερ της.
Από την καινούρια μουσική της αρέσουν οι Coldplay -μου τους αναφέρει άλλη μια φορά στο καμαρίνι του Διογένη με ένα μορφασμό θαυμασμού.
Δεν αρνείται ότι κάνει μπότοξ στην Αμερική.
Παραδέχεται ότι ο Καρβέλας τής ζήτησε να χωρίσουν επειδή η συμβίωση τόσα χρόνια τους είχε μεταμορφώσει σε «αδερφάκια» και «δεν του σηκωνόταν πια».
Αναφέρει τρεις φορές ότι αναμετράει τους ανθρώπους με το ένστικτό της και δεν πέφτει ποτέ έξω.
Μιλά χωρίς καλλιέπειες και νάζια -φωνή σοβαρή, μάτια στέρεα, στάση συμμαζεμένη. Μια γυναίκα που ξέρει τι της γίνεται.
Μιλάμε στο ήσυχο σπίτι περί ανέμων και υδάτων, συμφωνώντας κι οι δύο ότι οι γενικές συνεντεύξεις των διασημοτήτων δε λένε πια τίποτα σε κανέναν. Η Άννα ανοίγεται σιγά σιγά.
Όταν τη ρωτάω τι θα κάνει τότε που -μοιραία- η φωνή της δε θα ξεσηκώνει τα πλήθη, δε συμφωνεί, μου μιλάει για το θαύμα ανθεκτικότητας που είναι η Τίνα Τέρνερ και, καπάκι, για την τελευταία της αγάπη, το θέατρο. Ετοιμάζει τώρα ένα νέο θεατρικό με τον Καρβέλα («Θα είναι βαθύ, στο ύφος της κλασικής μουσικής»), ευελπιστεί ότι θα είναι καλή στον tricky ρόλο της.
Όταν πλησιάζει η ώρα να πάει στο Διογένη, στο πρόγραμμα της, φιλιόμαστε σαν παλιόφιλοι και με ξεπροβοδίζει. «Γεια, ρε!» φωνάζει στο σκοτάδι, κάνοντας πάλι με το χέρι της την κίνηση αλά Μινέλι, που μοιάζει με ολικό αποχαιρετισμό.
_________
Η συνέντευξη δόθηκε τον Απρίλιο του 2004 για το περιοδικό Cover Story. Ψηφιοποιείται πρώτη φορά.
σχόλια