Κυρία Καραπάνου, μ' αρέσει που δεν λέτε μεγάλα λόγια στα βιβλία σας.
Και ως άνθρωπος δεν λέω μεγάλα λόγια. Λέω δηλαδή, αλλά όχι ιδιαίτερα πολλά.
— Ιδίως τώρα τελευταία, τα βιβλία σας έχουν γίνει εντελώς λακωνικά.
Αφού σκέφτομαι ότι ίσως το παράκανα, αλλά έτσι μου 'ρθε να γράψω τη Μαμά, που είναι σαν ένα κλειστό σύστημα, περίεργο.
— Γιατί φοβάστε ότι το παρακάνατε;
Δεν φοβάμαι ακριβώς... Αλλά αισθάνομαι ότι δεν μπορείς πια να πεις πράγματα με πολλές λέξεις. Ούτε να γράψεις σελίδες ολόκληρες. Σε μια σελίδα μπορείς να βάλεις δυο γραμμές. Ο κόσμος έχει γίνει τρομερά αποσπασματικός και δεν μπορείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα με όλη την πλοκή στις σελίδες.
— Γιατί έσπασε ο κόσμος;
Κάτι ίσως ράγισε μέσα σ' εμάς...
— Μήπως μόνο μέσα σ' εμάς, συγκεκριμένα;
Δεν ξέρω τι συνέβη, ξέρω ότι το αισθάνομαι.
Ζω σ' έναν κόσμο ψυχρό. Όχι δοτικό. Που δεν συγχωρεί. Αισθάνομαι γύρω μου έναν κόσμο ανελέητο! Και ό,τι μπορώ κάνω. Γράφω ό,τι μπορώ. Ζω όσο μπορώ.
— Δεν πρόκειται, δηλαδή, για κάποιο είδος συγγραφικής νωθρότητας;
(γέλια.) Όχι, όχι, απεναντίας. Για να γράψεις κάτι μικρό, χρειάζεσαι μεγαλύτερο σθένος απ' ό,τι για να γράψεις κάτι μεγαλύτερο. Θέλει να είσαι κάτι σαν μαθηματικός. Μπορεί να χρειαστεί να γράψω εκατό φορές μια φράση.
— Και τη σειρά τη βρίσκετε μετά;
Ναι.
— Σαν παζλ!
Ακριβώς.
— Στο σπίτι γράφετε ποτέ;
Όχι, ποτέ! Πάντα στο καφενείο. Στο Ciao, στο Κολωνάκι, ή στον Ίσαλο, στην Ύδρα.
— Γιατί σας αρέσει να γράφετε έξω;
Γιατί δεν είμαι μόνη μου.Όταν γράφεις, βυθίζεσαι σ' έναν κόσμο απόλυτα μοναχικό και θέλεις να 'χεις κάποιον δίπλα σου. Σαν να πνίγεσαι και να ζητάς το χέρι ενός ανθρώπου.
— Για να πιαστείτε;
Ακριβώς! Όταν κινδυνεύω, κάνω ένα έτσι και λέω (μιμείται την εκκοσμικευμένη φωνή) «γεια σου, τι κάνεις;», ξέρεις, «τι γίνεσαι;» και τα λοιπά, κι έτσι μπαίνει πάλι ο χώρος ο πραγματικός.
— Και γιατί το γράψιμο είναι σαν βύθισμα;
Ωχ, Στάθη μου, με ρωτάτε δύσκολα πολύ... Είναι βύθισμα, διότι για να εκφράσεις τον κόσμο γύρω σου πρέπει να τον αφομοιώσεις πρώτα. Να τον βάλεις μέσα σου, στα πιο μεγάλα βάθη, κι από εκεί να ξαναβγεί ο κόσμος πάλι ανέπαφος.
— Είναι κάτι που σας κάνει να φοβάστε;
Λίγο, ναι.
— Σε ποιο βιβλίο σας φοβηθήκατε πιο πολύ;
Φοβάμαι σε όλα τα βιβλία μου.
— Το Μαμά δεν χρειάστηκε το πιο μεγάλο βύθισμα;
Ναι. Είναι, νομίζω, το πιο ολοκληρωμένο.
— Θα πρέπει να ήταν και μια απ' τις πιο βαθιές και παράξενες σχέσεις η σχέση που είχατε με τη μητέρα σας...
Ναι. Η μητέρα μου ήταν ένα πολύ δυνατό πρόσωπο, αλλά τη λάτρευα. Στο βιβλίο βγαίνει, βέβαια, κάποια πίκρα, που δεν ήθελα να βγει, αλλά βγήκε. Ήταν μια σχέση όμορφη, πράγμα που δεν φαίνεται στο βιβλίο, αλλά και δύσκολη. Ανταγωνισμού.
— Και από τις δυο μεριές;
Θα έλεγα, απ' τη μεριά μου.
— Γράψατε ότι ο πατέρας σας την κατηγορούσε: «Το διέλυσες το παιδί».
Ναι. Έχω περάσει πάρα πολύ δύσκολα, οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι. Έχω περάσει δύσκολα.
— Και σ' αυτήν τη δυσκολία πού βρήκατε καταφυγή;
Στο διάβασμα. Στο γράψιμο, αργότερα. Στους φίλους... Αν και ήμουν πάρα πολύ μοναχικό παιδί και η φυγή μου στη ζωή ήταν τα βιβλία. Και οι σκύλοι. (σιωπή)
— Και ποια βιβλία σάς στήριξαν πιο πολύ;
Δεν έχω ποτέ μιλήσει για τους Έλληνες συγγραφείς και μου το βαστάνε. Ότι πάντα μιλάω για ξένους. Θέλω να πω δυο λόγια για τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο, έναν φίλο μου συγγραφέα πάρα πολύ καλό, που του αφιέρωσα το Ναι. Μ' αρέσει, επίσης, ο Μένης Κουμανταρέας, ένα βιβλίο του κυρίως, Η φανέλα με το 9. Επίσης, η Ιωάννα Καρυστιάνη μ' αρέσει πάρα πολύ. Και η Πλωτή Πόλη της Μάρως Δούκα.
— Τα λέτε αυτά λίγο από πολιτική...
Α όχι! Μ' αρέσουν όντως!
— Όμως, όταν ήσασταν στα δύσκολα, ποιοι συγγραφείς σάς έδωσαν δύναμη;
Α, καλά, εντάξει! Δεν ήταν αυτοί! Ήτανε ο Ουίλιαμ Φώκνερ (που με είχε βοηθήσει πολύ και στο γράψιμό μου), ο Ουίλιαμ Στάυρον (ένα βιβλίο που έγραψε για την κατάθλιψη), δυο τρία βιβλία του Μπατάιγ.
— Στα βιβλία σας αναφέρετε πολύ Φλωμπέρ και Μπαλζάκ.
Α ναι, μ' αρέσουνε.
— Νοσταλγείτε καμιά φορά αυτό το είδος της αρμονικής αφήγησης; Να γράφετε έτσι;
Ναι, θα το 'θελα, θα το 'θελα πολύ. Αλλά δεν μπορώ.
— Τι σας σταματάει;
Ίσως αυτό που θα πω να μην έχει απόλυτη σχέση μ' αυτό που λέμε τώρα, αλλά αισθάνομαι ότι ο κόσμος είναι πια χωρίς συμπόνια. Αυτό τον κάνει αποσπασματικό, αυτό τον κάνει σκληρό. Δεν υπάρχει πια συμπόνια! Για τίποτα! Αυτό αισθάνομαι, Στάθη μου. Ζω σ' έναν κόσμο ψυχρό. Όχι δοτικό. Που δεν συγχωρεί. Αισθάνομαι γύρω μου έναν κόσμο ανελέητο! Και ό,τι μπορώ κάνω. Γράφω ό,τι μπορώ. Ζω όσο μπορώ. Τι να πω;
— Και τι κάνετε όταν ο κλοιός σφίγγει;
Πάω βόλτα με τον σκύλο μου. Ή πάω στο Ciao. Και πίνω καφέ, καπνίζω, χαιρετάω τους φίλους μου.
— Πολύ το αγαπάτε το Ciao...
Μ' αρέσει πάρα πολύ στο Ciao! Γιατί είναι όλοι εκεί φίλοι μου. Και τα γκαρσόνια. Ο Ιωσήφ ο φοβερός, ο φίλος μου το γκαρσόνι. Είναι μέσα κόσμος που τον βλέπω εκεί κάθε μέρα επί τριάντα χρόνια.
— Θα συμφωνείτε, βέβαια, ότι αυτού του είδους η εξωστρέφεια είναι ίδιον των μοναχικών ανθρώπων...
Ναι, είμαι μάλλον μοναχικό πρόσωπο. Αν κι έχω φίλους πολλούς και καλούς.
— Μήπως είστε μια χαρά κι εγώ σας φοράω τη μοναχικότητα με το στανιό;
(γέλια) Όχι, αισθάνομαι μέσα μου μοναξιά, αλλά δεν είναι μια μοναξιά άσχημη. Τα πάω πολύ καλά με τον εαυτό μου, τον έχω βρει. Η μοναξιά μου δεν είναι κλειστή, ερμητική, της φυλακής. Είναι μια μοναξιά που τη διάλεξα εγώ και δεν αποκλείει φίλους, σκύλους...
— Μικρότερη πώς ήσασταν;
Ήμουνα πολύ μοναχική, αλλά χωρίς να 'χω βρει τον εαυτό μου.
— Η σκιά της μητέρα σας έπεφτε πάνω σας;
Αφότου έγραψα την Κασσάνδρα, το πρώτο μου βιβλίο, η σκιά της μάνας μου έφυγε από πάνω μου σαν ένα σύννεφο. Έγινα κάτι κι εγώ. Ξαφνικά ήμουν ένα αυτόνομο πρόσωπο. Ήμουν εγώ! Τώρα, τι ήμουν εγώ, δεν ξέρω...
— Κι ο θάνατός της, που περιγράφετε στο βιβλίο;
Ήταν ασφαλώς ένας μεγάλο πόνος, αλλά η απελευθέρωσή μου έγινε πιο πριν, στα 23 μου, μέσα απ' το γράψιμο. Μάλιστα, η μητέρα μου δεν με βοήθησε να γράψω, μόνη μου τόλμησα και τα κατάφερα. Ήμουν δυνατή.
— Χρειάστηκε πίστη;
Πίστη στη ζωή, βασικά. Έρχεται, λοιπόν, κάποια στιγμή που το ακυρωμένο παιδί στέκεται στα πόδια του και λέει «παρ' όλα αυτά, θα ζήσω».... Και λέει «θα ζήσω καλά», όχι μόνο «θα ζήσω»... Πολύ καλά. Πολύ γεμάτα.
— Τι είναι για εσάς η γεμάτη ζωή;
Για μένα ωραία ζωή είναι να ξυπνάς το πρωί και ν' ανυπομονείς να φτιάξεις τον καφέ σου. Τίποτε άλλο! Όλα τα άλλα έρχονται μετά. Τα άλλα είναι όλα πολυτέλειες. Και το Νόμπελ να πάρω, η στιγμή που πίνω τον καφέ μου το πρωί είναι η πιο πολύτιμη. Η ζωή μου όλη βασίζεται σε αυτά τα 2 λεπτά του πρωινού. Τα μπάνια, οι γκόμενοι, τα ωραία ξενοδοχεία, το σεξ, όλα αυτά δεν έχουνε καμιά σημασία για μένα. Άμα ανοίγεις το μάτι σου και δεν είσαι καλά, να τα κάνεις τι;
— Σ' αυτό το κρεβάτι κοιμάστε;
Ναι, εδώ, αγκαλίτσα με τη Λου (το σκυλάκι της).
— Και το πρωί βλέπετε τον ήλιο ν' ανατέλλει στα πεύκα;
Ναι, ξυπνάω νωρίς, στις έξι, στις πέντε. Πάω, φτιάχνω καφέ, κάθομαι εδώ και λέω «και τώρα, σήμερα, τι θα κάνουμε;». Ciao, Λου, να δω καμιά φίλη...
— Κανέναν άντρα δεν θα θέλατε να 'χετε;
Θα 'θελα, αυτό είναι σίγουρο! Αλλά έχω ξεχάσει τους άντρες. (γέλια)
— Μιλάτε συχνά στα βιβλία σας για το σεξ πολύ μοντέρνα, δίχως ενοχή...
Ναι, πραγματικά, αλλά κατά βάθος θα 'θελα κι εγώ να 'χω βρει έναν σύντροφο. Είχα βρει πολλούς, αλλά... Τους πήρε το ποτάμι. Τώρα θα 'θελα, όμως, κάποιος να 'χε ξεμείνει.
— Υπήρχαν περίοδοι που δεν ξυπνούσατε έτσι όμορφα, όπως τώρα;
Α, βέβαια! Πέρασα διαστήματα που ήταν κόλαση. Εποχές που έλεγα «τέρμα πια, θέλω να πεθάνω». Αλλά αισθάνομαι ότι το νίκησα αυτό το πράγμα. Μόνη μου. Με προσπάθεια, με υπομονή, με επιμονή. Σας λέω πράγματα που δεν τα 'χω ξαναπεί. Αλλά, δεν ξέρω, σας εμπιστεύομαι.
— Αισθάνεστε επιζήσασα;
Ακριβώς, ναι.
— Οπότε, δεν φοβάστε πια τους ανθρώπους...
Ακριβώς. Ενώ τους φοβόμουν πάρα πολύ πριν.
— Σ' αυτήν τη μετωπική σύγκρουση με τον κόσμο αισθάνεστε ότι εσείς είστε πλασμένη από κάποιο άλλο, ευγενέστερο υλικό;
Καθόλου. Απλώς είμαι πολύ ευαίσθητη κι η ευαισθησία είναι πολύ ωραίο πράγμα, αλλά έχει μέσα της και πολύ φόβο. Δεν είναι εύκολο πράγμα η ευαισθησία. Παλιά, όταν έβγαινα έξω, ο κόσμος θα 'πεφτε πάνω μου να με σκοτώσει.
— Η επιθετικότητα κι η έλλειψη συμπόνιας είναι ένα πρόβλημα της ράτσας μας ή γενικά όλου του κόσμου;
Παντού το βλέπω. Και στο Παρίσι το βλέπω, και στην Αθήνα το βλέπω, παντού.
— Εσείς δεν είστε έτσι;
Όχι, καθόλου.Έχω αγάπη μέσα μου, πολλή. Πάντα την είχα και ίσως αυτό μ' έσωσε. Τα βιβλία δεν φτάνουν. Η αγάπη είναι... να τεντώσεις το χέρι σου σ' έναν άλλο άνθρωπο, αυτό είναι το παν.
— Σας χορταίνει η κίνηση;
Η κίνηση και μόνο, που πιάνεις τα δάχτυλα ενός ανθρώπου κι εκεί που πας να τον σώσεις, αντί γι' αυτόν, σώζεσαι εσύ!
— Αυτή η αγάπη δεν είχε ποτέ για εσάς διαστάσεις θρησκευτικές;
Όχι, ήταν σκέτη. Ένα είδος σωματικής αγαλλίασης. Και τα βιβλία τα 'χω χεσμένα μπροστά στη δύναμη της αγάπης.
— Κι όταν εκμεταλλεύονται την αγάπη σας;
Δεν γίνεται πάντα αυτό. Κι αν γίνεται ορισμένες φορές, δεν σημαίνει ότι θα γίνεται πάντα. Αν έχεις έστω και δυο ανθρώπους που τους έδωσες αγάπη και σου δώσανε πίσω, φτάνει.
— Στη ζωή ζούμε-πεθαίνουμε κι αυτό είναι όλο;
Δεν θα 'μαι ποτέ σίγουρη γι' αυτό. Είναι στιγμές που ξημερώνει κι είναι ακόμη σκοτεινά, μ' αυτό το ροζ στον ουρανό, που λες στον εαυτό σου ότι η ζωή δεν γίνεται να 'ναι μόνο εδώ. Το λες αυτό καμιά φορά.
— Θ' άλλαζε κάτι στη στάση μας, αν πιστεύαμε το ένα ή το άλλο;
Ναι, θ' άλλαζε. Απλώς οι άνθρωποι είναι καμιά φορά τόσο εγωιστές και φριχτοί, που δεν θ' άλλαζε τίποτα.
— Για εσάς ρωτάω...
Μάλλον την ίδια ζωή θα ζούσα. Αλλά μπήκαμε στα πολύ βαθιά... (γέλια)
— Φοβάστε μήπως πούμε καμιά μπούρδα;
Δεν πειράζει καθόλου. Εγώ ήμουνα πάντα εκτεθειμένη.
— Αυτό είναι κάτι που εκτιμώ πολύ στα βιβλία σας.
Εκτίθεμαι. Γράφω αυτό που θέλω να γράψω και δεν με νοιάζει τίποτα.
— Όταν εξομολογήστε κάτι τολμηρό, αισθάνεστε λύτρωση;
Ναι, λύτρωση. (σιωπή)
— Την ηδονή της πρόκλησης;
Κι αυτό... Κυρίως, όμως, αισθάνομαι ότι γράφω αυτό που πρέπει να γράψω. Δεν γράφω για να ευχαριστήσω ή να κολακέψω τους άλλους.
— Γράφετε για να μη σκάσετε;
Α, είναι μπούρδες αυτά που λένε. Το να γράφεις είναι μια δουλειά. Θες να βάλεις πάνω στο χαρτί λέξεις μαζί που να 'χουν νόημα. Κι αυτό για μένα είναι ο κόσμος μου. Είναι η δουλειά που κάνω. Το κάνω ψυχρά.
— Κι όταν γράφετε κάτι όξινο;
Απλώς λέω μέσα μου «μπράβο Μαργαρίτα, το πέτυχες». Είναι ένα στοίχημα. Αν πετύχει, πέτυχε! Κι αν δεν τα γράψω καθόλου, δεν πειράζει, δεν χάθηκε ο κόσμος! Δεν το παίρνω πολύ στα σοβαρά το γράψιμο. Είναι ένα παιχνίδι. Παίζω.
— Παίζετε;
Παίζω βέβαια με το θείο, αλλά παίζω!
— Τα ταξίδια;
Α, μ' αρέσουν, με τρελαίνουν!
— Πώς σας αρέσει να ταξιδεύετε;
Με όλους τους τρόπους. Σε ωραία ξενοδοχεία ή φτωχικά, δεν με νοιάζει, δεν μ' ενδιαφέρει...
— Ο τόπος που λατρέψατε;
Το Παρίσι. Είναι η πόλη που λάτρεψα.
— Έχετε καιρό να ταξιδέψετε;
Ναι. Δεν ξέρω γιατί.
— Ξεκαλοκαιριάζετε στην Ύδρα;
Ναι. Έχω ένα σπίτι... λίγο σαν Μαρόκο.
— Με γιασεμιά;
Με γιασεμιά. Καφές το πρωί στην ταράτσα, που βλέπει όλη την Ύδρα πιάτο... Διάβασμα, φίλοι, Λου... Ένας τεράστιος κήπος με ελιές...
— Μεγαλώνοντας, δεν νιώθετε και σεις ότι οι αισθήσεις αποκτούν μια απολαυστική οξύτητα;
Ναι, το νιώθω πάρα πολύ. Να μπω στη θάλασσα να κολυμπήσω και να βγω μετά, να καπνίσω ένα τσιγάρο βρεγμένη... Δεν θέλω τίποτε άλλο.
— Μια χαρά σας βρίσκω, κυρία Καραπάνου...
Επιβιώσαμε! Είμαστε μια χαρά.
— Και τώρα, πώς βλέπετε τα πράγματα να πηγαίνουν;
Θέλω να γράψω ένα θρίλερ. Είναι το μεγάλο μου όνειρο, χρόνια τώρα... Να τρέμει ο Στίβεν Κινγκ, να κρύβεται κάτω απ' το κρεβάτι, φοβερό, με κομμένα χέρια, πόδια...
— Άλλο σχέδιο;
Να ερωτευτώ έναν άντρα!
— Άντρα όμως, γιατί στα βιβλία σας όλο γκέι ερωτεύεστε...
Ναι, το ξέρω. Τώρα άντρα θέλω. (γέλια)
— Άλλο;
Θα πάρω άλλον ένα σκύλο. Θα πάω ταξίδια... Ε, αυτά φτάνουνε. Γεμίζουνε δυο ζωές.
H συνέντευξη έγινε στο σπίτι της Μαργαρίτας Καραπάνου στο Κολωνάκι το 2004.