«Αν οι αφηγήσεις πεπρωμένων που δημιουργούνται για να αναπαραστήσουν την αλήθεια μπορούν ακόμη να εξασκήσουν κάποια επίδραση στους αναγνώστες, τότε το μυθιστόρημα του Μπελ θα κατορθώσει να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους...». Μ' αυτό τον ύμνο υποδέχτηκε ο πάπας της γερμανικής κριτικής Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, το 1959, το πολυφωνικό και γεμάτο συμβολισμούς μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι»: ένα από τα σημαντικότερα έργα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, πρωτοποριακό τόσο στο θέμα όσο και στη μορφή του, που σχεδόν εξήντα χρόνια από τη δημοσίευσή του εξακολουθεί –αλίμονο– να παραμένει επίκαιρο (μετ. Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, εκδ. Πόλις).
Ο Γερμανός νομπελίστας, ως τα γεράματά του, είχε να το λέει: η ταχύτητα με την οποία οι Γερμανοί πολίτες μετατράπηκαν σε δημοκράτες ήταν τρομακτική. Την εμπειρία αυτή του τρόμου την είχε βιώσει ο ίδιος πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου ήταν κρατούμενος: «Εκεί ξαφνικά οι πάντες μετατράπηκαν σε δημοκράτες, ενώ μερικές μέρες νωρίτερα δήλωναν ανοιχτά ναζιστές!».
Ο Γερμανός νομπελίστας, ως τα γεράματά του, είχε να το λέει: η ταχύτητα με την οποία οι Γερμανοί πολίτες μετατράπηκαν σε δημοκράτες ήταν τρομακτική. Την εμπειρία αυτή του τρόμου την είχε βιώσει ο ίδιος πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου ήταν κρατούμενος: «Εκεί ξαφνικά οι πάντες μετατράπηκαν σε δημοκράτες, ενώ μερικές μέρες νωρίτερα δήλωναν ανοιχτά ναζιστές!».
Ο Χάινριχ Μπελ (1917-1985) αντιτάχθηκε στη λήθη μ' όλες τις δυνάμεις του. Όπως επισημαίνει ο πανεπιστημιακός Γιάννης Πάγκαλος στο εξαιρετικό επίμετρο που συνοδεύει το βιβλίο, η αδιατάραχτη συνέχεια της προπολεμικής και της μεταπολεμικής κατάστασης πραγμάτων, η αποσιώπηση της φρίκης και η απώθηση των ενοχών, η βολική υιοθέτηση από τους πολίτες της Δυτικής Γερμανίας του ρόλου του θύματος και η στροφή τους ενάντια σ' έναν νέο εχθρό, τον κομμουνισμό, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της χώρας και το βούλιαγμα της στον άκρατο καταναλωτισμό χωρίς να δηλώνεται καν η ανάγκη για κάθαρση, βρέθηκαν αμέσως στο στόχαστρό του.
Προτού αρχίσουν οι ξεσηκωμένοι νεολαίοι στα τέλη του '60 να διεκδικούν το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν των γονιών τους, πολύ πριν ωριμάσει η ιδέα περί συλλογικής ευθύνης για τα ναζιστικά εγκλήματα, ο Μπελ συγκαταλεγόταν στους λιγοστούς που αρνήθηκαν να γίνουν συνεργοί στην κοινωνική αμνησία, υπενθυμίζοντας στους συμπατριώτες του με κάθε τρόπο τις μακροπρόθεσμες συνέπειες που είχε η ανοχή τους στο χιτλερικό καθεστώς.
Το «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι» διαπραγματεύεται το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας χωρίς να κάνει πουθενά ονομαστική αναφορά στον Χίτλερ. Η σύγκρουση που δεσπόζει εδώ αφορά από τη μια πλευρά αυτούς που δέχτηκαν την «μετάληψη του βούβαλου», αποδέχτηκαν την λογική του μίσους ή στάθηκαν απαθείς μπροστά στην έλευση του ολοκληρωτισμού, κι από την άλλη πλευρά τους «αμνούς», εκείνους που αντιστάθηκαν και δεν παρασύρθηκαν από τον όχλο, μ' ό,τι συνέπειες είχε αυτό για την σωματική και την ψυχική τους ακεραιότητα.
Κι ενώ η δράση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε μία μόνο μέρα –στις 6 Σεπτεμβρίου του 1958– το υλικό του εκτείνεται από το τέλος του 19ου ως τα μέσα του 20ού αιώνα, αναδεικνύοντας τις προσδοκίες, τα πεπραγμένα και τις αναμνήσεις τριών γενεών.
Η 6η Σεπτεμβρίου του 1958 συμπίπτει με τον εορτασμό των ογδοηκοστών γενεθλίων του πατριάρχη της οικογένειας Φαίμελ, τα μέλη και ο στενός περίγυρος της οποίας αποτελούν τους βασικούς πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος.
Στα νιάτα του, ο σεβάσμιος και καταξιωμένος αρχιτέκτονας Χάινριχ Φαίμελ, ονειρευόταν πως θα έφτανε σ' αυτήν την ηλικία περιστοιχισμένος από πολλά παιδιά κι ακόμα περισσότερα εγγόνια, αλλά τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα λογάριαζε. Η μοναχοκόρη και ο πρωτότοκος γιος του πέθαναν μικρά, ο βενιαμίν, ο Όττο, ο μοναδικός Φαίμελ που δέχτηκε την «μετάληψη του βούβαλου», σκοτώθηκε στο Κίεβο πολεμώντας, ενώ ο μεσαίος γιος του, ο Ρόμπερτ, μολονότι επιζήσας, βιώνει μηχανικά μια άχρωμη καθημερινότητα, σαν ζωντανός-νεκρός...
Καθώς από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ο Μπελ παραδίδει τη σκυτάλη της αφήγησης σε άλλα χέρια ενώνοντας τη δική του αποστασιοποιημένη φωνή με τους θερμούς εσωτερικούς μονολόγους εκείνων που δεν δηλητηριάστηκαν ποτέ από την «μετάληψη του βούβαλου», η αντίληψή μας για το παρόν διευρύνεται, η ιστορία των Φαίμελ γίνεται σαφέστερη και οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος αποκτούν όλο και μεγαλύτερο βάθος.
Παλιά τραύματα έρχονται στην επιφάνεια, κρυμμένα μυστικά βγαίνουν στο φως, παγιωμένες τελετουργικές συνήθειες επιτέλους ανατρέπονται, το αίτημα για δικαιοσύνη γίνεται πιο επιτακτικό.
Ο Χάινριχ Φαίμελ, μαθαίνουμε, έχτιζε επί δεκαετίες ακατάπαυστα, χωρίς να σκέφτεται. Φτάνοντας, τριαντάρης, στην μεγάλη πόλη από την επαρχία, ήταν αποφασισμένος να διαπρέψει επαγγελματικά και το πέτυχε: με το που κέρδισε την πρώτη του μεγάλη ανάθεση, την κατασκευή του αβαείου του Αγίου Αντωνίου, η καριέρα του απογειώθηκε.
Τώρα, όμως, μισό αιώνα αργότερα, δεν παύει ν' αναρωτιέται: «Ήξερα ακριβώς τι ήθελα και ήξερα επίσης πως θα το αποκτούσα. Μόνο ένα δεν ήξερα, κι ακόμα δεν το ξέρω. Γιατί τα έκανα όλα αυτά; Για τα λεφτά, για τη φήμη ή μήπως απλώς και μόνο επειδή το διασκέδαζα;».
Αν και ουμανιστής, ο Χάινριχ Φαίμελ έβλεπε την «ανωτέρα βία» να έρχεται, αλλά την αντιμετώπιζε αμέριμνα, όχι κατά μέτωπο όπως η γυναίκα του, η οποία χρόνια τώρα ζει αποσυρμένη από τα εγκόσμια, σε φρενοκομείο. Μπορεί ο ίδιος να έβλεπε τους «αμνούς» να περιθωριοποιούνται, να εκφοβίζονται, να δολοφονούνται, αλλά δεν εξεγέρθηκε, έμεινε σιωπηλός.
Έπρεπε να συσσωρευτούν πολλές απώλειες μέσα του –με σημαντικότερη την μετάλλαξη του αγαπημένου του Όττο σε τέρας– ώστε να κοπάσει η μανία του για κατασκευές και να δει με καθαρότερο βλέμμα την πραγματικότητα.
Σιγά σιγά αντιλαμβανόμαστε τι τρικυμία κρύβεται πίσω και από την επιφανειακή ψυχρότητα του Ρόμπερτ. Επίσης αρχιτέκτονας, διακεκριμένος όχι στην ανύψωση αλλά στις κατεδαφίσεις κτιρίων, άψογος εργοδότης, αξιαγάπητος πατέρας και πάντα αυτοκυριαρχούμενος, ο τελευταίος κλείνεται κάθε πρωί σ' ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Πρίγκηψ Χάινριχ», και από τις εννιάμισι ως τις έντεκα παίζει μπιλιάρδο υπό τα όμματα ενός νεαρού γκρουμ στον οποίο αφηγείται επεισόδια από το παρελθόν του.
Στο παιχνίδι του Ρόμπερτ δεν υπάρχει χαρά, ούτε στόχος. Το μπιλιάρδο γι'αυτόν δεν είναι παρά μια ευκαιρία για ν' ανοίξει την ψυχή του σε κάποιον με τον οποίο –μέχρι πρότινος τουλάχιστον– δεν εμπλεκόταν συναισθηματικά. Μιλά για τις βόμβες που έριχνε στους «βούβαλους» τα χρόνια του '30, για τη φυγάδευσή του στο Άμστερνταμ προκειμένου να μη βρεθεί, όπως οι φίλοι του, απαγχονισμένος προς παραδειγματισμό, για την αμνηστία που του δόθηκε αργότερα, για την αναγκαστική συμμετοχή του στον πόλεμο και την αποχή του από την πολιτική, ενώ φτάνει να εξομολογηθεί μέχρι κι αυτό: ότι τρεις μέρες μόλις πριν τελειώσουν οι εχθροπραξίες, ο ίδιος ήταν που προκάλεσε την ολοσχερή καταστροφή του Αγίου Αντωνίου, του τόσο σημαντικού αβαείου για τη μοίρα των Φαίμελ.
Σκόνη κι ερείπια. Να τι σπέρνει ακόμη σε καιρούς ειρήνης ο Ρόμπερτ, ο μετρ των ανατινάξεων. Σκόνη κι ερείεια, σαν φόρο τιμής στους «αμνούς» που είδε να χάνονται τόσο άδικα.
Εν τω μεταξύ, βέβαια, η ζωή συνεχίζεται. Οι «βούβαλοι» που σκόρπιζαν κάποτε τον όλεθρο αποτελούν πλέον σημαίνοντα πρόσωπα, αν όχι στυλοβάτες, της μεταπολεμικής κοινωνίας. Άλλοι αμετανόητοι κι άλλοι πιο διαλλακτικοί, όλοι τους όμως καλοζωισμένοι και «αξιοπρεπείς», παραθέτουν Ηρόδοτο στο πρωτότυπο, μιλούν για μοδάτα θέρετρα ή για μάρκες αυτοκινήτων και ομνύουν στη «δημοκρατία».
Όπως η καθολική εκκλησία είχε προσαρμοστεί με εκπληκτική ευκολία στα κελεύσματα των ναζί, έτσι κι αυτοί, προσκολλημένοι στο «καθήκον», υποκλίνονται στον βωμό του χρήματος και βολεύονται με το κυρίαρχο «πνεύμα της συμφιλίωσης», σαν να μην έχουν ν' απολογηθούν για τίποτε.
Όσο για τους «αμνούς», η μνήμη τους δεν περιλαμβάνεται στη λίστα καμιάς πολιτικής οργάνωσης, τονίζει ο Μπελ. Κι αν κάποιοι βρίσκουν παρηγοριά αναμοχλεύοντας τα τραύματά τους, άλλοι επιλέγουν την αυτοεξορία δια βίου κι άλλοι επιστρέφουν τη βία που δέχτηκαν με βία, παίρνοντας έστω και καθυστερημένα την εκδίκησή τους.
Στο «Μπιλιάρδο στις εννιάμισι», η 6η Σεπτεμβρίου του 1958 δεν συμπίπτει μόνο με τα γενέθλια του γηραιού Φαίμελ. Συμπίπτει και με την αιφνίδια εμφάνιση στην πόλη ενός εκδιωχθέντος «αμνού», η ματιά του οποίου λειτουργεί εντελώς απομυθοποιητικά για το πολλά υποσχόμενο μέλλον της χώρας.
Αποτελεί επίσης μια σημαδιακή μέρα και για τον νεαρό αρχιτέκτονα Γιόζεφ, ο οποίος –τι ειρωνεία– ετοιμάζεται να συμβάλει στην ανοικοδόμηση του αβαείου που ανατίναξε ο πατέρας του.
Κι ακόμα, είναι η μέρα που η "τρελή" γιαγιά Φαίμελ, η πιο ριζοσπαστική φωνή που ζωντανεύει από την πένα του συγγραφέα, θα βγει από τον απομόνωσή της και θα ενωθεί με τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας σε μια γιορτή που αλλιώς είχε σχεδιαστεί κι αλλιώς εξελίχθηκε. Η πάντα δοτική και συμπονετική Γιοχάνα Φαίμελ ουδέποτε πήρε στα σοβαρά τις οικοδομές, «την πακτωμένη, πηγμένη σκόνη που μεταμορφώνεται σε κτίσμα και που η μοίρα της είναι να γίνει ερείπια». Τσακισμένη από την τρέλα του εθνικισμού, των φυλετικών διώξεων και των διαδοχικών πολέμων, εξακολουθεί να πάλλεται από οργή για τα εγκλήματα που έμειναν ατιμώρητα. Μέχρι πότε θα επικρατούν οι «βούβαλοι» αλλάζοντας απλώς μανδύα;
Σε μια εποχή που η ακροδεξιά σηκώνει κεφάλι και δείχνει παντού απειλητικά τα δόντια της, το μυθιστόρημα του Χάινριχ Μπελ μπορεί να μας κάνει αν όχι καλύτερους ανθρώπους, τουλάχιστον λιγότερο αδρανείς, λιγότερο σιωπηλούς και πολύ πιο υποψιασμένους πολίτες.
σχόλια