Φέτος πήγα πρώτη φορά στη ζωή μου στη Βενετία. Πρώτη φορά στη ζωή μου στη Μπιενάλε. Συνδυασμός ακαταμάχητος και με καλή παρέα. Η Βενετία είναι μια πόλη που έχεις δει τόσες φορές σε ταινίες, γάμους διασήμων, σε μίνι σειρές, έχεις διαβάσει σε βιβλία, έχει φωτογραφηθεί έχει ζωγραφιστεί, έχει άπειρα κλισέ, τόσα που νομίζεις ότι την ξέρεις πολύ καλά. Την ξέρεις όσο ξέρεις μια καρτ-ποστάλ, δηλαδή καθόλου. Αλλά με την ψευδαίσθηση ταξιδεύεις. Που δε σε αφήνει ποτέ.
Οπότε, προσγειώνομαι στη Βενετία για πρώτη φορά. Και η βαλίτσα έχει χαθεί. Βέβαια η Αλιτάλια δε σε αφήνει ποτέ να νιώσεις μοναξιά σε αυτό το θέμα. Είναι η δική σου βαλίτσα, της Αφροδίτης, της Έφης, του Γιώργου, του συνεργείου της Κατερίνας Ζαχαροπούλου που λυπημένα έχουν τις κάμερες στα χέρια ενώ τα καλώδιά τους χαζεύουν τη Ρώμη. Και όλων των άλλων επιβατών, που δεν ξέρεις, αλλά και αυτοί φτάνουν χωρίς οδοντόβουρτσα στη Βενετία. Μετά από έναν εκτονωτικό καβγά, ανακτάμε τον χαμένο προσωρινά ενθουσιασμό μας και μπαίνουμε στο βαπορέτο. Με το Υδατογράφημα του Μπρόντσκι αγκαλιά. Ο Μπρόντσκι έφτασε στη Βενετία χειμώνα, αλλά δεν έχει καμία σημασία. «Γιατί αυτή είναι η πόλη του ματιού, οι άλλες λειτουργίες σου παίζουν έναν αχνό, δευτερεύοντα ρόλο» γράφει. Έχει δίκιο. Το μάτι οξύνεται από την αναμονή. Στο βαπορέτο, μέχρι να μπεις στο μεγάλο κανάλι, προσπαθείς να δεις όλο και πιο μακριά. Έρχεται μια μυρωδιά θάλασσας και παλιού ξύλου και η όσφρησή σου επαναστατεί ανισόρροπα με τις υπόλοιπες αισθήσεις, τα πόδια σου, απολήγουν σε επιφάνειες ασταθείς, σε θεμελιώσεις μέσα στο νερό, γατζώνονται σε ένα προσωρινό πάτωμα κινούμενο. Η αίσθηση του θανάτου στη Βενετία είναι μόνο αυτή. Και αν ήμουν ποιητής θα έκανα μια άλλη διατύπωση. Τώρα μπορώ να πω αυτό που ένοιωσα τη νύχτα που οι πλάκες από τα έγκατα, τα σπλάχνα της πόλης έβγαζαν νερά στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Η αίσθηση του θανάτου είναι η απώλεια της χθόνιας βάσης σου. Η εξαφάνιση της έδρας, του πατώματος, του χώματος, της καταγωγής σου.
Η Μπιενάλε, είναι αναμφίβολα το πιο κοσμικό γεγονός για τον κόσμο της τέχνης. Για κάθε κατηγορία ανθρώπων. Για τους εξωφρενικά ντυμένους τύπους, για τους πλούσιους Ρώσους και Αζέρους με τα κότερα-πολυκατοικίες, για τους καλλιτέχνες, για τους συλλέκτες, τους χίπστερς, τους Αμερικάνους σε μεγάλες παρέες, για τους πιο μοδάτους επιμελητές.
Όμως όλα αυτά μπορείς να τα σκεφτείς, -εκτός από το αν θα μπορούσες να ζήσεις εδώ-, όταν πια έχεις επιστρέψει και έχεις απομακρυνθεί. Γιατί το έξω της πόλης σε τραβάει με τρόπο ακαταμάχητο. Και αυτές τις μέρες η πόλη έχει γιορτή. Η Μπιενάλε, είναι αναμφίβολα το πιο κοσμικό γεγονός για τον κόσμο της τέχνης. Για κάθε κατηγορία ανθρώπων. Για τους εξωφρενικά ντυμένους τύπους που νομίζεις ότι έχουν βγει από φωτογραφία των ιπποδρομιών του Άσκοτ. Για τους πλούσιους Ρώσους και Αζέρους με τα κότερα-πολυκατοικίες. Για τους καλλιτέχνες. Για τους συλλέκτες, τους χίπστερς, τους Αμερικάνους σε μεγάλες παρέες, για τους πιο μοδάτους επιμελητές. Για όλους όσους τρελαίνονται να κουβαλάνε πάνινες τσάντες με μηνύματα. Για τους χορηγούς με τα εντυπωσιακά περίπτερα. Η Μπιενάλε είναι και το πιο μεγάλο ψηφιδωτό τάσεων της μόδας, η πιο μεγάλη πασαρέλα του κόσμου.
Το αληθινό πανηγύριαρχίζει μόλις μπαίνεις στο βαπορέτο. Όλες οι φυλές του Ισραήλ και όλες οι γλώσσες. Εδώ όλοι μιλάμε δυνατά, και κάθε τρία λεπτά ψάχνουμε τον διπλανό μας. Η λέξη που διατρέχει από άκρη σε άκρη την πόλη είναι μια. Πολιτική. Πολλοί κατηγορούν τον Όκουι Ενβιζορ, ότι απέτυχε. Ότι διοργάνωσε μια σκυθρωπή, περίλυπη, και άσχημη Μπιενάλε. Όμως ο Ένβιζορ πιστεύει ότι η τέχνη μέσα στις κοινωνίες που μετασχηματίζονται πρέπει να δημιουργεί ένα πεδίο σκέψης και ανάλυσης, να λειτουργεί ως εργαλείο απέναντι σε ένα θεατή που δεν καταναλώνει μόνο εντυπωσιακές εικόνες, αλλά παρατηρεί και αναπτύσσει μια εγγύτητα. Και αυτό το ερώτημα θέτει με το τίτλο της Μπιενάλε «Όλα τα μέλλοντα του κόσμου». «Πώς μπορεί η τρέχουσα ανησυχία της εποχής μας να γίνει κατανοητή σωστά, να εξεταστεί και να αποσαφηνιστεί;». Την απάντηση τη δίνει όχι μόνο μέσα από το τίτλο της έκθεσης, αλλά και επιστρατεύοντας 136 καλλιτέχνες από 53 χώρες - εκ των οποίων 89 εκθέτουν τη δουλειά τους για πρώτη φορά στην Μπιενάλε - με τα 159 από τα έργα που παρουσιάζουν να έχουν δημιουργηθεί ειδικά για την κεντρική έκθεση που απλώνεται στο Αρσενάλε και τους Κήπους.
Στις νυχτερινές βόλτες, ανάμεσα στον κόσμο που πηγαίνει τρέχοντας στα πάρτι που γίνονται στο Bauer, τα κορίτσια με ψηλοτάκουνα, υπερβολικά ψηλοτάκουνα, που σε λίγες ώρες θα τα κρατάνε στα χέρια για να αντέξουν την επιστροφή στα δωμάτιά τους, τους μοδάτους νεαρούς, τον Κρις Ντέρκον με υπερβολικά γυαλιστερό και στενό σακάκι, τον Γουίλιαμ Κέντριτζ, ανασούμπαλο, λίγο αφηρημένο, να ψάχνει με ένα χάρτη στο χέρι, τον κόσμο που βγαίνει από την Τραβιάτα στη La Fenice (τιμή εισιτηρίου πλατείας 300 ευρώ), την Κάρα Γουόκερ και το τιμ της που περιμένουν να μπουν στην όπερα για την πρόβα της Νόρμας που ανεβάζουν στο πλαίσιο της Μπιενάλε, και τα κοπάδια των Ασιατών που προχωρούν με το κεφάλι μπροστά για να μη χάσουν τον οδηγό τους και το μάτι στο κινητό, κάνεις μια νοερή επανάληψη, για να μην ξεχάσεις τίποτα. Στη μνήμη της μνήμης μου έχω σίγουρα συγκρατήσει αυτά:
σχόλια