Κοπίδια, ψαλίδια και στένσιλ, πλακάτα καθαρά χρώματα, υλικά και εργαλεία αυστηρά, σκληρά, παράγουν έναν εικαστικό κόσμο έντονα συναισθηματικό, δυνατό και απροσδόκητο. Στη δεύτερη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ελευθερία Τσέλιου με τίτλο «Χαυτεία» ο Γιάννης Γκανάς εξερευνά συνεχώς τα μέσα της ζωγραφικής: το πώς ζωγραφίζει κανείς, με τι ζωγραφίζει αλλά και πάνω σε τι ζωγραφίζει.
Όλα ξεκίνησαν όταν άρχισε τις σπουδές του στην Καλών Τεχνών. «Ήθελα πάντα να κάνω ζωγραφική, αλλά πήγα στη γλυπτική, στο εργαστήριο του Γιώργου Λάππα. Η επιλογή είχε να κάνει, δηλαδή, καθαρά με το με ποιον άνθρωπο ήθελα να είμαι στη σχολή. Στο δεύτερο έτος της σχολής ξεκίνησα να δουλεύω ως βοηθός στον Γιώργο Χατζημιχάλη. Είχα ένα πολύ καλό περιβάλλον στη σχολή και μια καλή σχέση με τον Γιώργο. Και επειδή ετοίμαζε τότε την αναδρομική του στο ΕΜΣΤ, είδα πώς φτιάχνεις καινούργια έργα, πώς συντηρείς τα παλιά, όλα».
Ο Γιάννης δεν πήγε σε εργαστήριο ζωγραφικής συνειδητά. Ήθελε να κάνει ζωγραφική μιλώντας τη δική του γλώσσα, με τον δικό του τρόπο, με τις δικές του τεχνικές, όπως είναι ορατό και σε αυτή την έκθεση, αποφεύγοντας τη χειρονομία και τα υλικά που χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι και εντάσσοντας στη δουλειά του άλλα στοιχεία, όπως αυτά της επιγραφοποιίας. Είναι καινοτόμος στον τρόπο που προσεγγίζει τη ζωγραφική, πάντα με διαφορετικά μέσα. Το αντικείμενό του το προσεγγίζει κάθε φορά από διαφορετικούς δρόμους. Έτσι, ο επισκέπτης θα δει κάτι άλλο από αυτό που περιμένει να δει σε μια έκθεση ζωγραφικής.
Τα υλικά του τα βρίσκει παντού και τα φτιάχνει. Στα χέρια κάποιου άλλου θα είχαν διαφορετική λειτουργία, αλλά παίρνουν τη θέση των υλικών της ζωγραφικής μέσα από μελέτη, ακριβείς υπολογισμούς, τεχνικές δύσκολες, για να αποτυπώσει το αίσθημα μιας στιγμής, τη σύνδεσή του με την εικόνα που έχει παρατηρήσει επίμονα, τη στιγμή.
Στον πυρήνα της δημιουργίας του υπάρχει πάντα μια κατάσταση, ό,τι έχει ζήσει τα προηγούμενα χρόνια, ένα βίωμα. «Αυτό δεν ξέρω σε ποιο βαθμό το φέρω, το έχω αντιγράψει και από τον πατέρα μου, γιατί έχω μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον στο οποίο γινόταν τέχνη και έβλεπα πώς γίνεται. Ο πατέρας μου δεν δούλευε με τη λογική ότι “τώρα πρέπει να γράψω μια καινούργια συλλογή”. Ζούσε, συνέβαιναν πράγματα στη ζωή του και μόνο όταν ένιωθε αυτός έτοιμος έγραφε. Αν και είχε τριβή με τον λόγο συνέχεια, και απ’ τη δουλειά του, τα βιβλία τα έγραφε σε έναν μήνα. Μάζευε, μάζευε, μάζευε∙ έτσι είχα δει να γίνεται, κυρίως αναγνωρίζεις κάποια στιγμή ότι υπάρχει η ανάγκη σου να πεις κάτι».
Ένα τεράστιο κομμάτι της δουλειάς του έχει να κάνει με την πόλη και το πώς τη βιώνει. Μια προηγούμενη έκθεσή του ήταν συνδεδεμένη με την προετοιμασία του για τον μαραθώνιο. Έτρεχε στο πέταλο πίσω από το Καλλιμάρμαρο κάθε μέρα και παρατηρούσε πώς άλλαζε ό,τι υπήρχε γύρω του, μέρα, νύχτα, καλοκαίρι, χειμώνα. Άρχισε να γράφει όλος αυτός ο χώρος μέσα του και με αυτό τον τρόπο μάζεψε τις εικόνες γύρω από το πώς βιώνεις έναν συγκεκριμένο χώρο, ενώ αλλάζει και το σώμα σου και η συνθήκη στην οποία βρίσκεσαι.
Η επόμενη εμπειρία που μου αφηγείται είναι από τη μετακόμισή του στο Παγκράτι, σε μια γειτονιά στην οποία έμενε με τους γονείς του. Μεγάλωσε και συνειδητοποίησε ότι άρχισε να θυμάται πράγματα τα οποία είχαν αποσυρθεί εντελώς, όχι μνήμες ακριβώς, όσο την αίσθηση του εαυτού του τότε. Έτσι πήρε όλους τους δρόμους στους οποίους είχε ζήσει από παιδί και κατασκεύασε με έναν μαγικό τρόπο δρόμους και σημάδια που έμειναν εκεί, επίμονα μέσα στα χρόνια και στις αλλαγές. Αν δει κάποιος αυτά τα έργα του Γιάννη, θα αναγνωρίσει τη μεγάλη πρωτοτυπία και τη μεγάλη συμβολή του στο πώς αναγνωρίζουμε τη γλυπτική πλευρά της ζωγραφικής όταν ένα υλικό μετασχηματίζεται στα χέρια του.
Τα υλικά του τα βρίσκει παντού και τα φτιάχνει. Στα χέρια κάποιου άλλου θα είχαν διαφορετική λειτουργία, αλλά παίρνουν τη θέση των υλικών της ζωγραφικής μέσα από μελέτη, ακριβείς υπολογισμούς, τεχνικές δύσκολες, για να αποτυπώσει το αίσθημα μιας στιγμής, τη σύνδεσή του με την εικόνα που έχει παρατηρήσει επίμονα, τη στιγμή. Όταν βάλει όλα τα στοιχεία για να ολοκληρώσει τη σύνθεσή του, αρχίζει να αφαιρεί για να φτάσει πίσω, στο κρίσιμο και το βασικό, σε αυτό που χρειάζεται να κρατήσει, πετώντας ό,τι δεν έχει σημασία, σαν μια ανάποδη ζωγραφική πράξη. Αυτός ο τρόπος έχει κάτι δικό του και μοναδικό σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε και εμείς οι θεατές τη ζωγραφική, αναγνωρίζοντας το πολύ καθαρό και αντικειμενικό και απόλυτο, που συνδέεται με μια σχολαστική, λεπτομερή, χρονοβόρα αλλά και ποιητική ταυτόχρονα τεχνική.
Η υπόγεια ζωή της πόλης τον απασχολεί πάντα. Aυτό που παρουσιάζει τώρα είναι ένα νέο σώμα δουλειάς, που μαζεύτηκε και μέσα στον παράξενο χρόνο της καραντίνας.
«Η έκθεση έχει τίτλο “Χαυτεία”, ένα κομματάκι της πόλης κάπως απροσδιόριστο. Με ενδιαφέρει πολύ γιατί και σήμερα, με όλες αυτές τις αλλαγές στην πόλη, εκεί δεν γίνεται τίποτα. Είχε βίαιες αλλαγές πάντα η Αθήνα, αλλά δεν μένω σε αυτό. Οπότε, υπάρχει μια αναφορά όχι στην παρακμή ή τη φθορά, αλλά στο άγχος του αποχωρισμού. Μπαίνω σε ένα στενάκι που ήξερα για να αγοράσω βίδες και δεν το αναγνωρίζω. Έχω ζήσει όλη μου τη ζωή εδώ πέρα και δεν ξέρω πού να πάω.
Φεύγουνε πράγματα από το κέλυφος της πόλης που ξέρεις. Είναι και μια αναφορά στο ποίημα του πατέρα μου από την πρώτη του συλλογή που λέει “Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία”. Οπότε είναι λίγο η Αθήνα η δικιά μου σε αυτή την έκθεση, και λίγο η Αθήνα του πατέρα μου, που την αγάπησε λόγω της οικογένειάς του. Με εμάς τρίφτηκε με την πόλη, είναι η πόλη που αγαπήσαμε και εμείς, οι βόλτες μας. Άλλαξαν αυτά με φοβερή ταχύτητα.
Νομίζω ότι αυτό που σκεφτόμουν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της έκθεσης είναι ότι χρονολογικά είμαστε εντελώς post-COVID, γιατί κάτι έχει αλλάξει, το οποίο παρατηρώ. Προσωπικά, γεωγραφικά, είμαστε στην Αθήνα αυτή. Συναισθηματικά, είμαι στον πατέρα μου. Δεν είχα καταλάβει μέχρι πολύ πρόσφατα το πόσο με επηρέασαν αυτά τα χρόνια στο πώς δουλεύω και τι αποστάσεις έχω πάρει. Σε αυτήν τη δουλειά, ενώ είναι ακόμα πιο οργανωμένη και συγκεκριμένη, έλεγα συχνά στον εαυτό μου “δεν ξέρω καθόλου τι κάνω, αλλά ξέρω λίγο παραπάνω τι μου συμβαίνει”. Οπότε έχει πάρει μια άλλη τροπή, το εσωτερικό κομμάτι είναι πιο ελεύθερο. Έμπαινα, έβγαινα και έλεγα “άφησέ το, θα σε οδηγήσει”».
Ο Γιάννης σε αυτή την έκθεση δούλεψε στο γυαλί με στρώσεις που ξεχωρίζουν. Τα έργα είναι δουλεμένα και από την πίσω μεριά της κορνίζας, κάτι που δίνει την αίσθηση της κίνησης. Σε ένα έργο που δίνει την αίσθηση του νέον ζωντανεύει μια πινακίδα κατεστραμμένη σχεδόν, με τα γράμματα να αιωρούνται, από το εμπορικό κέντρο Atrium στη Χαριλάου Τρικούπη, σαν απομεινάρι μιας άλλης περιόδου της πόλης, όταν πίστευε στη δύναμη και την εμπορική αξία αυτών των κέντρων. Αυτό δείχνει το μεγάλο ενδιαφέρον του για τον μάστορα, για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν οι τεχνίτες, κάτι που υπάρχει σε όλη τη δουλειά του.
Είτε πρόκειται για εικόνες από το παρελθόν, είτε για ερεθίσματα από το παρόν, η δουλειά του είναι ένα προσωπικό και συναισθηματικό ανάγλυφο με το οποίο ο θεατής ταυτίζεται και προσθέτει ή αφαιρεί τα δικά του layers εμπειριών, στο φως ή στις σκιές, συνδέοντας σε μια εικόνα τη ζωγραφική, τη μαστορική, την ιδέα της ευρεσιτεχνίας και τον τρόπο που ο καλλιτέχνης φαντάζεται μια εικόνα.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση εδώ