Τον Νίκο Χουλιαρά τον γνωρίζουν πολλοί, πολλοί όμως γνωρίζουν μια ή δυο πτυχές του έργου του. Ζωγράφιζε, έγραφε λογοτεχνία και ποίηση, μουσική και στίχους, σχεδίαζε βιβλία. Είχε ένα ύφος βαθιά προσωπικό, εξπρεσιονιστικό, εσωτερικό και ανεξιχνίαστο. Έφερνε μέσα στους πίνακες την καταγωγή του, την βαριά σκιά της ανθρώπινης μοίρας, πολλές φορές σε ευτελή χαρτιά και φύλλα ημερολογίου.
Μεταφυσικά τοπία, Η ζωγραφισμένη εικόνα του Εαυτού, Βία και έρωτας, Το ζώο, Γραφή και ζωγραφική, Τοπία του ματιού, Τοπία του μυαλού και Σκιές, οι χάρτινες ιστορίες του. Δίπλα στις άλλες τις μελωδικές. Ο Χουλιαράς ήταν σημαντικός συνθέτης και στιχουργός, ερμήνευε ο ίδιος τα περισσότερα τραγούδια του με τρόπο μοναδικό.
Οι εικόνες του συνοδεύονται από χειρόγραφα κείμενα που, μερικές φορές, συμπληρώνουν νοηματικά το περιεχόμενο του έργου, αλλά κυρίως λειτουργούν σαν δομικά στοιχεία της εικαστικής σύνθεσης.
Γεννήθηκε στα Γιάννενα, το 1940 και σπούδασε στην Καλών Τεχνών γλυπτική και σκηνογραφία, αλλά προτίμησε τη ζωγραφική. Το 1969 κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση με έργα αφαιρετικά, ακαθόριστες φόρμες σαν αστρικά σώματα σε λευκό φόντο. Τον επηρεάζει ο τόπος καταγωγής του και η υποβλητική ατμόσφαιρα του τόπου του.
"Στης πικροδάφνης τον ανθό"
Τα πιο γνωστά έργα του είναι αυτά στα οποία κυριαρχεί η εικονιστική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Τα έργα του αφηγούνται ιστορίες, όπως οι ιστορίες του είναι γεμάτες εικόνες που εκφράζουν όνειρα, αγωνίες και την γκροτέσκα ποιητική του διάθεση.
Οι εικόνες του συνοδεύονται από χειρόγραφα κείμενα που, μερικές φορές, συμπληρώνουν νοηματικά το περιεχόμενο του έργου, αλλά κυρίως λειτουργούν σαν δομικά στοιχεία της εικαστικής σύνθεσης.
"Χαλασιά μου" Τραγούδι Νίκος Χουλιαράς
Έχουν κυκλοφορήσει επτά δίσκοι με τραγούδια του και υπήρξε ο πρώτος που έκανε διασκευές σε δημοτικά τραγούδια και παρουσίασε τα ηπειρώτικα στο κοινό της Αθήνας.
Αγαπούσε τις ιστορίες, την παράδοση και την πρωτοπορία, την θέρμη των κειμένων, τον τόπο του, τις Κυκλάδες. Το σύμπαν των ποιημάτων. Και το περιέγραψε μοναδικά:
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
(από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)
σχόλια