Αφού είχε περάσει πολλούς μήνες στο «καθαρτήριο» της Γιάλτας όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί από όσους αντιφρονούντες είχαν διαφύγει νύχτα από τη Ρωσία μετά την επικράτηση της Επανάστασης, η οικογένεια Ναμπόκοφ – ο πατέρας του Βλάντιμιρ Ντιμιτρίεβιτς ήταν μέλος της μεταβατικής αστικής κυβέρνησης που είχε οριστεί μετά την πτώση του Τσάρου το 1917 – αναζήτησε καταφύγιο αρχικά στην Κωνσταντινούπολη.
Οι αρμόδιες αρχές εκεί όμως, ήδη πελαγωμένες από το κύμα προσφύγων που κατέφθανε από τη Ρωσία, τους έκαναν γνωστό ότι δεν μπορούν να τους προσφέρουν άσυλο. Αναγκάστηκαν τότε να επιβιβαστούν σε ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο με προορισμό τον Πειραιά όπου έφτασαν στις 22 Απριλίου του 2019 ανήμερα των εικοστών γενεθλίων του συγγραφέα. Τη Ρωσία δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά.
Από την Αθήνα, η οικογένεια ξεκίνησε τη διαδρομή της κατά μήκος της Ευρώπης που θα την οδηγούσε αρχικά στην Αγγλία. Ο Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ μπορεί να ήταν προνομιούχος γόνος μεγαλοαστών που όπως έλεγε χαριτολογώντας είχε ανατραφεί ως «ένα συνηθισμένο τρίγλωσσο παιδί», το είχε σκάσει όμως από την πατρίδα του χωρίς τα απαραίτητα χαρτιά για την εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο.
«Τίποτε» θα έλεγε αργότερα, «δεν με κάνει να πλήττω μέχρι θανάτου όσο οι πολιτικές νουβέλες και η λογοτεχνία της κοινωνικής αναταραχής».
Τελικά τα κατάφερε να μπει στο Κέιμπριτζ και όταν αποφοίτησε πήγε να ξαναβρεί την οικογένειά του που είχε εγκατασταθεί στο Βερολίνο, όπως άλλωστε και η πλειοψηφία των Ρώσων εμιγκρέδων. Εκεί γνώρισε και την Βέρα Σλόνιμ, τη μέλλουσα σύζυγο του, η οποία είχε επίσης βιώσει μια περιπετειώδη απόδραση από την Αγία Πετρούπολη, αντιμετωπίζοντας επιπλέον δυσχέρειες επειδή ήταν Εβραία σε μια εποχή που ο αντισημιτισμός ήταν διαδομένος σε όλες τα στρώματα της ρωσικής κοινωνίας.
Η οικογένεια της είχε καταφέρει να διασχίσει σώα την Ουκρανία εν μέσω πογκρόμ και να φτάσει στο Βερολίνο, όπου λίγο καιρό μετά όμως ο πατέρας της θα δολοφονείτο σε μια πολιτική συγκέντρωση (το θέμα της οποίας ήταν «Η Αμερική και η Αναστήλωση της Ρωσίας») από έναν ακροδεξιό φανατικό.
Απρόθυμος να ενταχθεί στους γερμανικούς κύκλους ή να μάθει πάνω από μερικές φράσεις της γερμανικής γλώσσας, ο Ναμπόκοφ βιοποριζόταν στο Βερολίνο παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών, πυγμαχίας και τένις. Μετέφρασε επίσης την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» από τα αγγλικά στα ρωσικά. Η Βέρα εργαζόταν ως γραμματέας.
Τα πράγματα όμως είχαν αρχίσει να ζορίζουν, ειδικά από τη στιγμή που γεννήθηκε ο γιος τους το 1934. Λίγο αργότερα η Βέρα έχασε τη δουλειά της. Το φθινόπωρο του 1936 ο Ναμπόκοφ είχε ήδη ξεκινήσει επαφές στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει τη μετάβαση της οικογένειας του στο Παρίσι που έμοιαζε η προφανής επιλογή νέου προορισμού.
«Αργοπεθαίνουμε από την πείνα και κανείς δε νοιάζεται», έγραφε το 1937 σε ένα ξάδελφό του στο Παρίσι, λίγο πριν ευοδωθούν τελικά οι προσπάθειες μετάβασης στη γαλλική πρωτεύουσα με την εξασφάλιση επαγγελματικής βίζας για εκείνον και τη γυναίκα του που έφτασε λίγο μετά για να αντικρύσει τις τεράστιες υψωμένες σβάστικες στο γερμανικό περίπτερο που είχε σχεδιάσει ο Άλμπερτ Σπεερ για την Διεθνή Έκθεση του Παρισιού.
Στο μεταξύ ο Ναμπόκοφ είχε ξεκινήσει τη συνεργασία του με μια ατζέντισα στη Νέα Υόρκη η οποία προς μεγάλη του απογοήτευση τον ενθάρρυνε να γράψει κάτι επίκαιρο και πολιτικό. «Τίποτε» θα έλεγε αργότερα, «δεν με κάνει να πλήττω μέχρι θανάτου όσο οι πολιτικές νουβέλες και η λογοτεχνία της κοινωνικής αναταραχής».
Παρ' όλα αυτά, λίγες εβδομάδες αργότερα, στο μπάνιο του παρισινού του διαμερίσματος, ξεκίνησε με βαριά καρδιά – «σαν πρωταθλητής καλλιτεχνικού πατινάζ που υποχρεώνεται να φορέσει πατίνια» - να γράφει στα αγγλικά. Τον ίδιο καιρό μια αμερικανική οργάνωση προσφύγων του εξασφάλισε βίζες για την Αμερική με την προοπτική να παραδώσει σειρά διαλέξεων με θέμα τη «μεταφυσική αναζήτηση», όμως έπρεπε να βρεθούν και τα ναύλα.
Τελικά τα ναύλα βρέθηκαν κι έτσι στις 19 Μαΐου του 1940, την ημέρα που οι Ναζί παράκαμπταν με άνεση τη γραμμή Μαζινό, οι Ναμπόκοφ σαλπάριζαν για την Αμερική. Ένα μήνα μετά από την άφιξή τους στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, οι Γερμανοί έμπαιναν θριαμβευτικά στο Παρίσι.
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια