Κατάγομαι από το Γύθειο, στη Λακωνία. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, σε ένα περιβάλλον με πολλή θάλασσα και πολλή φύση. Ο μπαμπάς μου και οι φίλοι του τραγουδούσαν πάρα πολύ. Κάθε Κυριακή το μεσημεριανό τραπέζι γινόταν ένα μικρό γλέντι: εκείνος έπαιζε κιθάρα και οι υπόλοιποι τον συνόδευαν στο τραγούδι.
• Μικρή δεν είχα όνειρα. Νομίζω ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά ήταν κάτι ανάμεσα στο παιχνίδι και στο «όχι εγώ» που έχουν πολλά παιδιά. Σκηνοθετούσα τα αδέρφια μου κι έβαζα τον αδερφό μου να κουβαλάει την αδερφή μου αναίσθητη μέσα από τα κύματα, κάτι σαν θεατρικό παιχνίδι, έστηνα σεντόνια στα δωμάτια και στην πορεία, επειδή τραγουδούσα στη χορωδία του σχολείου κι έπαιζα όλα τα χρόνια ακορντεόν, αποφάσισα να γίνω μουσικός. Μου άρεσε η Θεωρία των Πραγμάτων, η κοινωνιολογία, αλλά δεν με ενδιέφερε να ασχοληθώ με αυτά στην πράξη, γιατί δεν μπορούσα να ανταποκριθώ.
Όταν διάβαζα Ιστορία για τις Πανελλήνιες, είχα μια παρτιτούρα με τα ακόρντα της άριας «Αddio del Passato» από την «Tραβιάτα» που μου την είχε γράψει ο δάσκαλός μου και τη διάβαζα. Προσπαθούσα, ακούγοντας τον δίσκο, να γράψω τα λόγια. Και θυμάμαι ότι, αντί να διαβάζω Ιστορία, κοιτούσα αυτή την παρτιτούρα, προσπαθούσα να την τραγουδήσω κι έλεγα «πώς θα φτάσω εκεί πάνω;». Τότε κάτι έγινε. Εν τω μεταξύ, το ότι είχα μια συμπαθητικά καλή φωνή και μια επαφή με τη μουσική με οδήγησε σε σπουδές κλασικού τραγουδιού.
• Ήθελα να κάνω μόνο κλασικό τραγούδι, κατευθείαν. Θυμάμαι ότι είπα στον μπαμπά: «Θέλω να κάνω όπερα». Μου απάντησε: «Ξέρεις, δεν θα έχεις πάντα δουλειά, πρέπει να βρεις και κάτι ακόμα για να μπορείς να ζήσεις». Τότε είπα «θα κάνω τα θεωρητικά μαθήματα, ώστε να μπορώ να διδάξω», αλλά μέχρι τώρα δεν το έχω χρησιμοποιήσει αυτό. Ίσως του χρόνου, που θα είμαι άνεργη.
Δεν πιστεύω ότι κάθε πέρσι και καλύτερα, αυτό που δεν έχουμε ζήσει είναι καλύτερο από αυτό που έχουμε ζήσει, παρά τις δυσκολίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Αυτό όμως είναι το ζητούμενο, να μάθουμε να διαχειριζόμαστε δυσκολίες, τις οποίες εμείς δημιουργούμε. Η ζωή που ζούμε είναι εφεύρεση δική μας, κανενός άλλου.
• Στην Ελλάδα δουλεύω συνεχόμενα από το 1993, είμαι σταθερά επαγγελματικά στο θέατρο, σε όλες τις θεατρικές σκηνές. Υπήρξαν και μεγάλα διαστήματα που κυριολεκτικά δεν είχα δουλειά κι αυτό είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί είναι μια κατάσταση που συμβαίνει συχνά. Δεν ξέρεις πότε θα ξανάρθει και ισχύει για όλους στον καλλιτεχνικό χώρο. Είναι γενικό το κακό με την ανεργία, αλλά τη δική μας ανασφάλεια δεν τη ζει κανείς. Ο Νίκος Βασιλείου έλεγε αστειευόμενος: «Αν κλείσει η Λυρική, θα ανοίξουν δύο ψυχιατρεία, δεν το συμφέρει το κράτος».
• Είχα την τύχη να είμαι υπότροφος Μαρίας Κάλλας και ο Χρήστος ο Λαμπράκης, που ήταν ο πρόεδρος, είχε πάντα πολλή έννοια τους υποτρόφους του, έτσι πάντα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να τραγουδάμε. Το 1992 οργάνωσε το μεγάλο κονσέρτο των υποτρόφων, όπου με άκουσε ο τότε καλλιτεχνικός υπεύθυνος της Λυρικής, ο Πέτρος ο Στασινός, και επικοινώνησε μαζί μου για να με ρωτήσει αν ήθελα να κάνω «Μπάλο ιν μάσκερα». Ήταν πολύ βαρύ για μένα να κάνω κάτι τέτοιο κατευθείαν και είπα «όχι, ευχαριστώ!». Μετά με ρώτησε αν ήθελα την επόμενη χρονιά να κάνω «Παλιάτσους», έτσι ξεκίνησα με την Νέντα.
Δεν ξέρω πόσο διαφορετικές ήταν τότε οι συνθήκες, αλλά πάντα το θέατρο αναζητά καλλιτέχνες, όσοι πιστοί προσέλθετε. Σε επίπεδο κτιριακό, είναι ασύγκριτα καλύτερα τα πράγματα σήμερα όσον αφορά ό,τι συνοδεύει τον ήχο και την παρουσία του καλλιτέχνη, εδώ πια οι συνθήκες είναι από τις καλύτερες στον κόσμο. Βέβαια, προϋπήρξε το Μέγαρο, το οποίο ήταν και είναι άρτιο. Έκανε τη διαφορά, αλλά η Λυρική εδώ βρήκε πια το πρόσωπό της.
• Η όπερα είναι μια πάρα πολύ σύνθεση κατάσταση. Δεν είναι ένα πράγμα, είναι συνδυασμός πολύ καλών γνώσεων μουσικής, φωνής και θεάτρου. Σε αυτό ή μπορείς ή μαθαίνεις να μπορείς, κι εγώ νομίζω ότι τα καταφέρνω γιατί είχα την προδιάθεση να αντιμετωπίσω το σύνολο των απαιτήσεων που αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης της όπερας. Δεν ξέρω αν με άλλαξε η όπερα, το βέβαιο είναι ότι με ταξίδεψε, με οδήγησε στον καινούργιο μου εαυτό – έτσι κι αλλιώς, έχουμε την τάση να πηγαίνουμε προς τα κει, να ανακαλύπτουμε διαρκώς το καινούργιο. Εκεί μας οδηγεί και το επάγγελμά μας, ειδικά όταν το αγαπάμε στ' αλήθεια, όπως εγώ.
• Μου αρέσει πάρα πολύ η δουλειά μου, γιατί είναι το μέσο μου να ζω και να ταξιδεύω τον εαυτό μου μέσα στη ζωή. Μέσον είναι και ο έρωτας, ο άνθρωπος με τον οποίον αγαπώ να ζω. Ο έρωτας έχει παίξει πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μου.
• Υπάρχουν πολύ μικρά πράγματα που έχουν τη δυναμική του μοχλού, «δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω» που έλεγε και ο Αρχιμήδης, δηλαδή «δώσε μου μοχλό κι εγώ θα γυρίσω ανάποδα τη γη». Τέτοιες μικρές κουβέντες μού έχουν αλλάξει πολλές φορές τη ζωή. Κάποτε, σε ένα πρόβλημα που είχα, που εγώ το θεωρούσα πολύ μεγάλο, μου λέει ένας φίλος: «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, αλλά φαντάσου ότι ανεβαίνεις ψηλά και το βλέπεις από κει όλο αυτό που ζεις, σαν να είναι μακέτα θεάτρου. Αυτομάτως θα καταλάβεις τους συσχετισμούς». Το έκανα, μάλλον γιατί είχα την ευκολία να το κάνω, και λύθηκε το πρόβλημα, έγινε μια κατάσταση που μπόρεσα να διαχειριστώ. Κι όλο αυτό έγινε από μία μόνο κουβέντα που μου είπαν. Έχουν υπάρξει άνθρωποι στη ζωή μου που με κάτι μικρό με πήγαν πιο πέρα από κει που θα πήγαινα μόνη μου.
• Τα πιο σημαντικά πράγματα για τα οποία μπορώ να περηφανεύομαι είναι κάποια μη ορατά που έχω προσφέρει σε κάποιον και που εκείνος μπορεί να μην το ξέρει καν. Αυτό μου δίνει μια αίσθηση πίστης σ' εμένα, γιατί αυτό είναι η υπερηφάνεια, η ικανοποίηση ότι άξιζε η μέρα που έζησα γιατί έκανα κάτι για κάποιον, του είπα κάτι πρακτικό, του έδωσα κάτι.
Ο πατέρας της Μέριλιν Μονρό ήταν ακροβάτης και πάντα, πριν βγει στη σκηνή, έλεγε «Κυρίες και κύριοι, αυτό που θα δείτε είναι από τα πιο δύσκολα που μπορεί να κάνει άνθρωπος», ότι δηλαδή αυτό που έκανε ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Πολλές φορές έχω την ίδια αίσθηση στη δουλειά μου, αλλά η αληθινή σχέση που έχουμε με αυτό που κάνουμε είναι πιο ουσιαστική και πιο βαθιά. Ο λόγος που την κάνουμε, το πώς την κάνουμε, η σχέση που έχουμε με το αποτέλεσμά της, μια τέτοιου τύπου διαδρομή είναι που επιτρέπει σε κάποιον να αισθανθεί ικανοποιημένος, άρα ίσως και λίγο περήφανος.
• Εάν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα άλλαζα την ίδια την έννοια του χρόνου – κάτι τόσο μεγαλεπήβολο και τόσο ανόητα αδύνατο να συμβεί. Είναι πεποίθησή μου ότι τα πάντα είναι θέμα χώρου και χρόνου, αυτά δίνουν την αληθινή διάσταση σε όλα, όχι η σημερινή αντίληψή μας για τα πράγματα. Τον 22ο αιώνα, ενδεχομένως, αυτά που σήμερα θεωρούμε πατροπαράδοτα ή αναστρέψιμα να είναι ό,τι πιο κλισέ. Σήμερα η αίσθηση που έχουμε για τον χρόνο είναι κυκλική, ενώ τον 5ο αιώνα ήταν μια ευθεία. Αυτές τις έννοιες τις έφεραν η ψυχανάλυση και ο 20ός αιώνας, την επαναληπτικότητα ως στοιχείο ευτυχίας. Έχει σημασία τι ορίζει κανείς ως ευτυχία: την επανάληψη κάποιων σταθερών που βίωσε ως παιδί, το αίσθημα της ασφάλειας, της ικανοποίησης, της ησυχίας, της ηρεμίας. Προσωπικά, δεν ξέρω αν υπάρχει η λέξη «ευτυχία». Προτιμώ κάτι λιγότερο σημαντικό.
• Το όφελός μου από την ασχολία μου με τη μουσική; Είναι η δυνατότητα να μπορεί κανείς να επεκταθεί και να καταλάβει τον ίδιο συμπαντικό χώρο που καταλαμβάνει και το αντικείμενό του, εν προκειμένω η μουσική. Εγώ έτσι το αισθάνομαι. Μου κάνει καλό, με τροφοδοτεί ψυχικά το γεγονός ότι μπορώ να αξιοποιήσω τη ζωή μου συμπαντικά μέσα από το αντικείμενο ασχολίας μου. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει με οποιαδήποτε ασχολία έχει κανείς. Ζημιά δεν υπάρχει απολύτως καμία, όλα είναι κέρδος, είναι ζήτημα διαχείρισης.
• Η επιτυχία είναι ο τρόπος συνύπαρξης με τους άλλους. Αν το περιορίσουμε στο θέμα της δουλειάς, είναι η συνύπαρξη με τους συναδέλφους. Πιστεύω πάρα πολύ σε όλες τις λέξεις που αρχίζουν με συν-: συνεργασία, συνοδοιπορία, σύμπλευση, συντροφιά, είτε συμβαίνει ανάμεσα σε πολλούς είτε ανάμεσα σε δύο.
• Ο πιο μεγάλος μου φόβος είναι ο εαυτός μου. Τρέμω τον θάνατό μου και τον θάνατο των ανθρώπων γύρω μου. Θα ήθελα να σταματήσω να λέω «λυπάμαι που θα πεθάνω και σε έναν χρόνο δεν θα υπάρχω». Θα με έχουν ξεχάσει και καλά θα κάνουν, θα συνεχίσουν να ζουν, όπως κι εγώ ζω με τις απώλειες και προχωράω. Άρα το ότι γεννήθηκα και είμαι εδώ είναι κάτι απίστευτο και αυτό με τρελαίνει.
Διάβασα κάτι πολύ ωραίο που έχει πει ο Γούντι Άλεν: «Όχι, δεν φοβάμαι τον θάνατο, αρκεί να μην είμαι εκεί όταν έρθει». Ακόμα πιο πολύ από τον θάνατο με φοβίζει η ανικανότητά μου να τον διαχειριστώ. Είμαι σε παιδική φάση ακόμα, μου λείπει η σοφία ζωής που έχουν μερικοί άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που διαχειρίζονται το θέμα του χρόνου, το γεγονός ότι του χρόνου μπορεί και να μην είναι εδώ, που μιλάνε μόνο για το σήμερα. Επίσης, έχω αρχίσει να πιστεύω ότι όλες οι αρρώστιες είναι ένας τρόπος για να προετοιμαστούμε για την απώλεια.
Μερικές φορές το εγώ μου με κάνει να πιστεύω βλακωδώς ότι θα πετύχω κάτι που δεν έχει ξαναγίνει, ότι θα νικήσω τον θάνατο. Μετά σκέφτομαι «τι βλακείες λες, είναι ανικανότητα και εγωισμός να μη δέχεται κανείς τη φθορά, την απώλεια και τη φυσική κατάσταση». Δυστυχώς, εμένα μου αρέσει να ελέγχω και ο αθάνατος είναι ο απόλυτος μη έλεγχος.
Θα ήθελα να ζήσω αιώνια για να μάθω τα πάντα, όσα υπάρχουν, να απορροφήσω, αλλά να μη γίνω το αιώνιο φως που μας περιβάλλει. Δεν θέλω να ενταχθώ στο φως, θέλω να το βλέπω, να το απολαμβάνω. Ίσως είμαι ακόμα σε πολύ νηπιακό στάδιο.
• Με ενοχλεί η έλλειψη σεβασμού στην ησυχία του άλλου. Με τρελαίνει ο θόρυβος που μπορεί να κάνει ο γείτονάς σου στις δύο τη νύχτα και να μην τον νοιάζει αν κοιμάσαι από κάτω, αν θα σε ξυπνήσει. Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει με τον θόρυβο στην Αθήνα.
• Πιστεύω πάρα πολύ στο «ευ» της μεταβολής. Για μένα είναι το ζητούμενο και αυτό που αναγνωρίζω στα πράγματα. Το άσχημο ή το καλό που ζούμε βρίσκεται σε συνάρτηση με χιλιάδες συνθήκες και καταστάσεις, στις οποίες καλούμαστε να ανταποκριθούμε και να τις επεξεργαστούμε. Πιστεύω ότι αλλάζουν για το καλό, το ευ, όχι το ηθικά καλό. Δεν πιστεύω ότι κάθε πέρσι και καλύτερα, αυτό που δεν έχουμε ζήσει είναι καλύτερο από αυτό που έχουμε ζήσει, παρά τις δυσκολίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Αυτό όμως είναι το ζητούμενο, να μάθουμε να διαχειριζόμαστε δυσκολίες, τις οποίες εμείς δημιουργούμε. Η ζωή που ζούμε είναι εφεύρεση δική μας, κανενός άλλου.
• Δεν είμαι θρήσκα, αλλά υπάρχει ένας αρχιμανδρίτης ή μοναχός που ζούσε στο Γύθειο και μετά πήγε σε κάποιο μοναστήρι. Τώρα πρέπει να είναι 85 ετών και είναι ακόμα τόσο αγαπητός, ώστε πολλοί συνεχίζουν να τον βλέπουν. Ένα γνωστό μου ζευγάρι που είχε πολλά προβλήματα με τα παιδιά του, βάσανα, πολλά προβλήματα, πήγε να του ζητήσει μια συμβουλή. Αυτός άκουγε όσα του έλεγαν, δεν μιλούσε κι εκείνοι συνέχιζαν, οπότε, κάποια στιγμή, γυρίζει και τους λέει: «Α, μιλάτε για τα ανθρώπινα;». Οπότε οι άνθρωποι κατάλαβαν, ησύχασαν κι έφυγαν. Αυτό είναι, τα ανθρώπινα είναι δημιούργημά μας, εμείς τα διαχειριζόμαστε.
• Η όπερα είναι όπου είμαστε εμείς. Έβλεπα προχθές ένα ντοκιμαντέρ για τον Παβαρότι που έλεγε ότι ήθελε να τη φέρει στον απλό κόσμο, γιατί εκεί ανήκει. Ο Ζούμπιν Μέτα έλεγε ότι θα ανήκει πάντα στον κόσμο που την αγαπάει. Δεν είναι ίσως το πιο εύκολο θεατρικό είδος, δεν είναι ίσως για τον πολύ κόσμο, αλλά δεν ξέρω αν είναι αυτό το ζητούμενο, αν είναι θέμα ποσότητας. Η όπερα είναι μέρος της ζωής που ζούμε και θα κάνει τον κύκλο της, θα έχει την περίοδο της παρακμής και της ανόδου της. Ωστόσο, δεν είμαι βέβαιη ότι περνάει περίοδο παρακμής.
• Δεν ξέρω τι θα πει λαϊκό είδος, δεν το καταλαβαίνω. Μήπως ο Καραγκιόζης; Μα, και η όπερα στον λαό απευθύνεται, λαός είμαστε όλοι, δεν πρέπει να υπάρχουν διαχωρισμοί ψεύτικοι που δημιουργούν περισσότερα εμπόδια παρά τα καταρρίπτουν. Παρ' όλα αυτά, πρέπει να πούμε ότι δεν σχετίζεται άμεσα με την παράδοσή μας, εκτός από τα Επτάνησα, όπου δέχτηκαν την επιρροή των Ιταλών, των Βενετών κ.ο.κ., ή τα Δωδεκάνησα, που κι εκεί πήγαν πάλι Ιταλοί. Ένας άνθρωπος που ζει στην Αρίστη, στα Ζαγοροχώρια, ή ένας που ζει στον Γερολιμένα, στη Μάνη, δεν χρειάζεται σώνει και καλά να ξέρει τι είναι όπερα, όπως δεν ξέρει τι είναι γενετική ιατρική. Έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δούμε τον πόλεμο που υφίσταται, τη δυσκαμψία και την αγκύλωση με την οποία αντιμετωπίζεται και λιγότερο το ότι δεν τη γνωρίζει πάρα πολύς κόσμος.
• Η ευπρέπεια στους τρόπους, στη γλώσσα, στον τρόπο που βλέπεις και κοιτάζεις κάτι και στον τρόπο που ντύνεσαι είναι το καθοριστικό όταν ζούμε σε μια κοινωνία. Αυτό ισχύει και στην όπερα. Το να μην πληγώνεις και μην ενοχλείς είναι το βασικό, που σημαίνει ότι δεν μπορείς να προσβάλλεις την αισθητική του άλλου πηγαίνοντας σε μια παράσταση γυμνός ή με το μπικίνι. Το dress code σηματοδοτεί απλά πράγματα και, βεβαίως, δεν χρειάζεται να φορέσεις μεταξωτό φόρεμα για να πας στην όπερα. Αν σου αρέσει η όπερα, θα πας με αυτό που έχεις, με αυτό που αντέχει η τσέπη σου, σε καμία περίπτωση όμως με σορτσάκι ή με σανδάλι. Τα περισσότερα από τα μαρμάρινα καθίσματα του Ηρωδείου έχουν καταστραφεί από τα τακούνια. Δεν χρειάζομαι να μου επιβάλεις κώδικα συμπεριφοράς, αλλά είναι ένα είδος ευπρέπειας να μην αφήνεις το μπουκαλάκι στα καθίσματα φεύγοντας.
• Η Μήδεια του Μποστ γράφτηκε το 1993 και ήταν παραγγελία του Θανάση Παπαγεωργίου. Από αυτήν τη Μήδεια έχει κρατηθεί ο κορμός και το ύφος σε επεξεργασία της Λένας της Κιτσοπούλου που έκανε το λιμπρέτο, το οποίο μελοποίησε ο Νίκος Κυπουργός. Η ιστορία είναι η ίδια: η Μήδεια, μια γυναίκα από τη Γεωργία –γι' αυτό και στην αρχή του λιμπρέτου μιλάει γεωργιανά– σφάζει τα παιδιά της γιατί ο άντρας της την απατά και «διότι τα παιδιά δέχονταν οι παπάδες να τα πηδούν και λίγο τα πηδήσαν». Δηλαδή, επειδή είχαν μια ελεύθερη, έξω από τα όρια ζωή.
Αυτή είναι η Μήδεια της οπερέτας, που συνδυάζει δύο πράγματα σε ένα, το ιλαρόν του πράγματος με το κλάμα. Η σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τα κοστούμια, είναι όλη η Ελλάδα που ξέρουμε, οι ήρωες που έρχονται από τη μυθολογία, δηλαδή από το βάθος των αιώνων, και φτάνουν σήμερα μέχρι την πλατεία Συντάγματος. Ο σκηνοθέτης πήρε από δω μια χλαμύδα, από κει μια περικεφαλαία, τη φουστανέλα του τσολιά, τη ρεντιγκότα, το ξίφος, τη νοοτροπία, τον Παζολίνι, την Κάλλας, την Αργώ με το φουγάρο και τον άγνωστο στρατιώτη.
Γελάς και ταυτόχρονα σε τσούζει το μάτι σου, γιατί είναι τα κύτταρά μας πάνω στη σκηνή, αυτό που είμαστε. Ως λαός δεν είμαστε άξιοι της μοίρας μας, είμαστε άξιοι του εαυτού μας, τη μοίρα μας τη φτιάχνουμε εμείς. Είμαστε κατ' εικόνα και ομοίωση του εαυτού μας.
• Η ζωή με έχει μάθει πολύ λίγα έως τίποτα. Θα ήθελα να ζήσω αιώνια για να μάθω τα πάντα, όσα υπάρχουν, να απορροφήσω, αλλά να μη γίνω το αιώνιο φως που μας περιβάλλει. Δεν θέλω να ενταχθώ στο φως, θέλω να το βλέπω, να το απολαμβάνω. Ίσως είμαι ακόμα σε πολύ νηπιακό στάδιο. Λατρεύω αυτό το «δυνάμει» που έχουμε οι άνθρωποι και που είναι η ζωή μας, μπορούμε τα πάντα, είμαστε τα πάντα. Ο Καρλ Σέιγκαν, ο αστροφυσικός, έλεγε ότι «είμαστε μέρος και δημιούργημα αυτής της ρευστής ευφυΐας που μας περιβάλλει» – και είναι αλήθεια! Το σύμπαν που μας περιβάλλει είμαστε εμείς οι ίδιοι και ταυτόχρονα είμαστε το απόλυτο μηδέν στο απόλυτο σύμπαν, το ατέρμονο...
Info
Η «Μήδεια» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Summer Nostos Festival 2019, το οποίο πραγματοποιείται από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Λιμπρέτο: Νίκος Κυπουργός, Λένα Κιτσοπούλου, βασισμένο στη Μήδεια του Μποστ
Μουσική διεύθυνση: Ηλίας Βουδούρης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης / bijoux de kant
27 & 28 Ιουνίου, 20:00
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής – ΚΠΙΣΝ
σχόλια