Οι τελευταίες στιγμές του Τρότσκι όπως τις έζησε και τις αφηγήθηκε μια φίλη της γραμματέας του Τρότσκι:
«Ένας δικηγόρος ήρθε να μας δει. Έπρεπε να συντάξουμε αμέσως απαντήσεις για τον Τύπο. Ο Λέων Νταβίντοβιτς έδειξε ενοχλημένος. Μετά το μεσημεριανό γεύμα, μισάνοιξα την πόρτα του γραφείου του και τον είδα σκυμμένο πάνω σε χαρτιά, εφημερίδες, μ' ένα στυλό στο χέρι, στη συνηθισμένη του στάση. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που ένοιωθε καλά γιατί διαμαρτυρόταν τελευταία για οδυνηρές αδυναμίες. Σκεφτόμουν πως ζούσε σαν ένας αυτόβουλος αιχμάλωτος, σαν μοναχός σε μοναστήρι και για ένα μεγάλο αγώνα. Κατά τις πέντε, ήπιαμε τσάι. Μετά από λίγο, είδα τον Λέων Νταβίντοβιτς στο βάθος του κήπου κοντά στα κλουβιά με τα κουνέλια. Ένας επισκέπτης ήταν κοντά του. Τον αναγνώρισα μόνο όταν έβγαλε το καπέλο του καθώς ερχόταν προς το μέρος μου. Ο Τζάκσον Μορνάρ. Πάλι αυτός, σκέφτηκα, γιατί τόσο συχνά; Είχε ξανάρθει πριν δυο μέρες.
Ήμουν στο διπλανό δωμάτιο. Μία τρομερή κραυγή υψώθηκε. Ο Λέων Νταβίντοβιτς εμφανίστηκε, στηριζόμενος στο πλαίσιο της πόρτας, το πρόσωπο μέσα στα αίματα, χωρίς τα γυαλιά του, με μάτια πολύ μπλε, και χέρια που κρέμονταν.
"Διψάω πολύ", μου είπε, "θα μπορούσατε να μου φέρετε ένα ποτήρι νερό;" "Δεν προτιμάτε ένα φλιτζάνι τσάι;" "Όχι, έφαγα αργά, κι αισθάνομαι μια δυσφορία εδώ". Έβαλε το χέρι στο λαιμό του. Το πρόσωπό του μου φάνηκε ότι είχε πρασινίσει, η νευρικότητά του ήταν εμφανής. "Γιατί κρατάτε το αδιάβροχο και το καπέλο σας, έχει τόσο ωραία μέρα;" Απάντησε παράλογα πως μπορεί να έβρεχε." "Τι κάνει η Σύλβια;" τον ρώτησα. Είδα ότι δεν με κατάλαβε, τον είχα συγχύσει μιλώντας για το αδιάβροχο. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του... "Η Σύλβια; Η Σύλβια; Καλά... όπως πάντα." Ήπιε ένα ποτήρι νερό και μου είπε πως έφερνε το άρθρο του, δακτυλογραφημένο αυτή τη φορά, για να το δείξει στον Λέων Νταβίντοβιτς. "Καλύτερα έτσι", του είπα, "δεν αρέσουν στον Λέων Νταβίντοβιτς τα δυσανάγνωστα χειρόγραφα".
Λίγο αργότερα, ο Λέων Νταβίντοβιτς και ο Τζάκσον Μορνάρ πλησίασαν προς το μέρος μου, κατευθυνόμενοι προς το γραφείο. Ο Λέων Νταβίντοβιτς μου είπε: "θα έρθει κι η Σύλβια. Αύριο φεύγουν μαζί για τη Νέα Υόρκη". Εξήγησα στον Λέων Νταβίντοβιτς ότι είχα προσφέρει τσάι στον επισκέπτη, αλλά πως εκείνος παρά τη δίψα και τη δυσφορία του, είχε προτιμήσει ένα ποτήρι νερό. Ο Λέων Νταβίντοβιτς τον παρατήρησε με προσοχή. "Δεν έχετε καλή όψη κι αυτό δεν είναι καλό", είπε σα να τον μάλωνε. "Λοιπόν, θα μου δείξετε αυτό το άρθρο;" Ο Λέων Νταβίντοβιτς θα προτιμούσε να είχε μείνει κοντά στα κουνέλια του. 'Εβγαλε τα γάντια που φορούσε στον κήπο γιατί πρόσεχε πολύ τα χέρια του, η παραμικρή γρατζουνιά τον ενοχλούσε όταν έγραφε. Συνόδευσα τους δύο άντρες μέχρι την πόρτα του γραφείου. Τρία ή τέσσερα λεπτά πέρασαν. Ήμουν στο διπλανό δωμάτιο. Μία τρομερή κραυγή υψώθηκε. Ο Λέων Νταβίντοβιτς εμφανίστηκε, στηριζόμενος στο πλαίσιο της πόρτας, το πρόσωπο μέσα στα αίματα, χωρίς τα γυαλιά του, με μάτια πολύ μπλε, και χέρια που κρέμονταν. "Τι έγινε; Τι έγινε;" Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου χωρίς να καταλαβαίνω. Μου απάντησε ήρεμα: "Τζάκσον". Σα να έλεγε "τετέλεσθαι".
[μετάφραση Σ.Σ.]
Πηγή : Institut national de l'audiovisuel (INA)
σχόλια