«Εμείς κλείσαμε τα μάτια, εμπιστευτήκαμε την καλοσύνη των ανθρώπων και προχωρήσαμε» γράφει στο βιβλίο του «Τρίτη Πράξη» ο ηθοποιός Ρίτσαρντ Ρομάνους, που μαζί με τη σύζυγό του Άνθεα Σίλμπερτ αποφάσισαν να πουλήσουν το σπίτι τους στο Λος Άντζελες, να χωρέσουν τα υπάρχοντά τους σε 22 κούτες και μαζί με τον σκύλο τους να δοκιμάσουν την τύχη τους στην άλλη άκρη του κόσμου, κάνοντας μια καινούργια αρχή στην Ελλάδα της μετάβασης από τη δραχμή στο ευρώ, της δύστροπης γραφειοκρατίας και μιας γενικότερης αβεβαιότητας.
Η αγορά ενός οικοπέδου στη Σκιάθο αποδείχτηκε ζόρικη υπόθεση και βοηθοί τους στη νέα ζωή που δοκίμαζαν ήταν οι νέοι τους φίλοι, οι ντόπιοι Σκιαθίτες, που τους αγκάλιασαν με έναν τρόπο που σίγουρα ξεπερνούσε κατά πολύ την τυπική αμερικανική ευγένεια. Η μόνη τους γέφυρα με την Ελλάδα ήταν η καταγωγή της Άνθεα. Το γένος Γιαννακούρου, η ενδυματολόγος είχε αλλάξει προ πολλού το επώνυμό της σε Σίλμπερτ, κρατώντας αυτό του σκηνογράφου πρώτου συζύγου της Πολ που μαζί με τον επίσης art director, δίδυμο αδελφό του, Ρίτσαρντ, επικρατούσαν στον τομέα τους τη δημιουργική περίοδο που ακολούθησε την πτώση των μεγάλων στούντιο.
Απέσπασε την πρώτη της υποψηφιότητα για το κορυφαίο «Chinatown». Πάντα σε στενή συνεργασία με τον Πολάνσκι, έντυσαν τη Φέι Ντάναγουεϊ στα μαύρα λόγω του πένθους της, και όχι στα κόκκινα, όπως θα ήταν πιο φυσικό για μια βαμπ που έφερε το μοιραίο στην παραμικρή της κίνηση.
Η Άνθεα δεν έγινε αρχαιολόγος, όπως επιθυμούσε ο πατέρας της. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και από τύχη μαθήτευσε δίπλα σε έναν ενδυματολόγο, βοηθώντας τον στη σχεδίαση των κοστουμιών. Έκανε το ντεμπούτο της στο «Tiger makes out» με σκηνοθέτη τον Άρθουρ Χίλερ, πριν αυτός εκτοξευτεί με το «Love Story» ‒ στο καστ και ο Ντάστιν Χόφμαν, την ίδια χρονιά που έκανε το μπαμ με τον «Πρωτάρη». Έδωσε το στίγμα της στην αμέσως επόμενη δουλειά της, στο «Μωρό της Ρόζμαρι», το 1968. Ο Ρόμαν Πολάνσκι της ζήτησε να μεταφέρει το κλίμα της επίσκεψης του Πάπα στη Νέα Υόρκη, τρία χρόνια νωρίτερα, και συμφώνησαν πως οι κακοί της ταινίας δεν πρέπει να φορούν τα προφανή σκούρα ρούχα, αλλά, αντίθετα και απροσδόκητα, να εμφανίζονται με ανοιχτά χρώματα, για να φαίνονται φιλικοί και να μην τους υποψιάζεται κανείς.
Η Σίλμπερτ, που ποτέ στην καριέρα της δεν λοξοκοιτούσε προς τα περιοδικά μόδας αλλά διαμόρφωνε το στυλ των ταινιών της μέσα από μελέτη εφημερίδων, περιοδικών, φωτογραφιών και ιστορικών βιβλίων, είχε αντιληφθεί πως οι γυναικείες φούστες ανέβαιναν πάνω από το γόνατο μερικούς πόντους κάθε χρόνο από τα μέσα της δεκαετίας εκείνης. Το 1968 είχαν φτάσει πλέον στο «ύψος» του μίνι και αξιοποίησε την τάση για να εφοδιάσει τη Μία Φάροου με μια ποικιλία baby dolls που παρέπεμπαν σε έναν χαρακτήρα που φλέρταρε εξίσου με την παιδικότητα και την πρόκληση.
Απέσπασε την πρώτη της υποψηφιότητα για το κορυφαίο «Chinatown». Πάντα σε στενή συνεργασία με τον Πολάνσκι, έντυσαν τη Φέι Ντάναγουεϊ στα μαύρα λόγω του πένθους της, και όχι στα κόκκινα, όπως θα ήταν πιο φυσικό για μια βαμπ που έφερε το μοιραίο στην παραμικρή της κίνηση. Κερδίζοντας μια μικρή μάχη, όταν επέμεινε πως μια τέτοια γυναίκα αποκλείεται να έβαφε κατακόκκινα τα νύχια της, θεωρεί πως το καλύτερο κομπλιμέντο τής το έκανε ο Τζακ Νίκολσον, ο οποίος δεν αμφισβητούσε ποτέ την κρίση της.
«Με τους ταλαντούχους δεν είχα ποτέ πρόβλημα» εκμυστηρεύτηκε η Άνθεα Σίλμπερτ στο «Dark Candy», την ελληνική multimedia πλατφόρμα που είναι υπεύθυνη για την πρόσκληση να παραστεί στην ειδική προβολή της ταινίας «Το Μωρό της Ρόζμαρι» στο Ολύμπιον, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αντίθετα, δεν έβγαζε άκρη με τους μέτριους που μάσαγαν τα λόγια τους και ποτέ δεν ήταν σίγουροι για το τι ήθελαν.
Στο «Shampoo», ένα φόρεμα που σχεδίασε για την Τζούλι Κρίστι, τότε σύντροφο του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή Γουόρεν Μπίτι, της προκάλεσε έναν καλλιτεχνικό πονοκέφαλο που λύθηκε με τις πλέον δημοκρατικές διαδικασίες. Η Κρίστι της ζήτησε να ανοίξει το ντεκολτέ, πιστεύοντας πως είναι πολύ κλειστό για τον χαρακτήρα της. Η Σίλμπερτ προσπάθησε να της εξηγήσει πως ακριβώς αυτό είναι το τρικ: να δίνει μια συντηρητική εντύπωση από μπροστά και με το που θα γυρνούσε την πλάτη όλοι να διαπίστωναν πως το ρούχο είναι ανοιχτό ως τον κώλο. Η Κρίστι ήταν αμετάπειστη και η ενδυματολόγος τηλεφώνησε στον Μπίτι, που αρχικά είχε εγκρίνει τη δημιουργία, για να λειτουργήσει ως διαιτητής. «Θα το τεστάρουμε στις κάμερες» την καθησύχασε. Όταν οι τεχνικοί και οι παριστάμενοι, άνδρες στην πλειοψηφία τους, είδαν το ρούχο φορεμένο από την Κρίστι, άρχισαν να σφυρίζουν, να επικροτούν και να γελάνε πονηρά με το που έκανε τη στροφή προς τα πίσω. Ο Μπίτι δεν χρειάστηκε άλλο πειστήριο και η άποψη της Άνθεα πέρασε πανηγυρικά.
Η δεύτερη υποψηφιότητά της στα Όσκαρ ήρθε με την υπέροχη «Τζούλια» του Φρεντ Ζίνεμαν το 1977. Η Τζέιν Φόντα υποδυόταν τη Λίλιαν Χέλμαν, με την οποία, εκτός από τις αντιλήψεις, διέφεραν σε όλα τα υπόλοιπα, κυρίως στο φιζίκ και στο σώμα. Με τη Χέλμαν σύμβουλο της Φόντα στα πάντα καθ' όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, η Σίλμπερτ πέτυχε το ακατόρθωτο, δηλαδή να μείνει πιστή στην εποχή, στις αναμνήσεις και στις σημειώσεις της Χέλμαν, καθώς και στην προσθήκη ενός sexy twist σε μια γυναίκα που μόνο σε ειδικές περιστάσεις το ανέδιδε.
Η κρίσιμη καμπή στην καριέρα της ήρθε με το F.I.S.T., μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Σιλβέστερ Σταλόνε. Σε μια καπιτάλε σκηνή, ο σταρ του Ρόκι αποφασίζει να κατέβει σε διαδήλωση με ένα σακάκι ριγμένο ανέμελα στους ώμους του. Με το που το βλέπει στην πρόβα η Σίλμπερτ πλησιάζει τον σκηνοθέτη Νόρμαν Τζούισον και του λέει ως συνειδητοποιημένη αριστερή ‒συνεπώς αντιμετωπίζοντας με ιδιαίτερη ευαισθησία μια ταινία με θέμα τις απεργίες και τα συνδικάτα‒ πως ή θα πρέπει να το φοράει ή, καλύτερα, να το αφήσει στην άκρη. Ο Τζούισον την άδειασε κανονικά, της είπε με αυστηρό ύφος να μην παρεμβαίνει σε θέματα που αφορούν τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς του κι εκείνη ζήτησε να της στείλει το εισιτήριο της επιστροφής της, αποχωρώντας εκνευρισμένη από το πλατό.
Στις 3 η ώρα τα ξημερώματα ο Τζούισον την επισκέφτηκε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της, της ζήτησε συγγνώμη και να παραμείνει στην ταινία. Παρότι δέχτηκε τη συγγνώμη και υποχώρησε για να μη δημιουργήσει πρόβλημα, είχε πάρει ήδη την απόφαση πως τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν της ταίριαζαν πια. Με τις θερμές εισηγήσεις του συνεργάτη και φίλου της Μάικ Νίκολς προσελήφθη ως παραγωγός στη Warner, προφανώς για να μην υφίσταται τις παράλογες αποφάσεις άλλων, και σταδιακά αντιλήφθηκε πως ο ρόλος της executive producer την έφερε αντιμέτωπη με παλιούς της φίλους, όπως ο Γουόρεν Μπίτι, που πίστεψαν πως συνθηκολόγησε με τον εχθρό! Μετά από μόλις 21 ταινίες, στις οποίες εργάστηκε ως ενδυματολόγος, η Σίλμπερτ έδωσε τον καλύτερό της εαυτό σε ένα άλλο μετερίζι και μετά από μία δεκαετία ‒όσο περίπου κράτησαν οι περισσότεροι επαγγελματικοί κύκλοι στην καριέρα της‒ συνεταιρίστηκε με τη φίλη της Γκόλντι Χον και έφτιαξαν μια επιτυχημένη εταιρεία παραγωγής.
Η Χον, όπως και ο αγαπημένος της, ο Κερτ Ράσελ, έμειναν για πάντα στη ζωή της, αλλά το Χόλιγουντ της τελείωσε οριστικά και συμβολικά με το που έκλεισε ο 20ός αιώνας. Η μετεγκατάσταση του ζεύγους Ρομάνους σε έναν άγνωστο τόπο τον βαρύ χειμώνα του 2002 άλλαξε ριζικά την οπτική τους στη ζωή και τους ανθρώπους. Ο Ρομάνους, ηθοποιός σε πολλές ταινίες που όμως ποτέ δεν χρίστηκε σταρ, εντρύφησε στο νησί του Παπαδιαμάντη ως συγγραφέας και η σύζυγός του ανέλαβε την εικονογράφηση και εικαστική επιμέλεια των βιβλίων του. Ένα σύντομο, πυκνό και λαμπερό κεφάλαιο στην πρωτεύουσα του κινηματογράφου παραχώρησε τη θέση του σε μια ήσυχη ζωή κοντά στη φύση και στον στοχασμό, σαν εναλλακτική ταινία του σκεπτόμενου Χόλιγουντ.
Δείτε σκίτσα κοστουμιών της Anthea Sylbert
Info
Η Άνθεα Σίλμπερτ θα παραστεί στην προβολή της ταινίας το Μωρό της Ρόζμαρι την Τετάρτη 9 Οκτωβρίου στο σινέ Ολύμπιον, στη Θεσσαλονίκη και θα συμμετάσχει σε Q&A αμέσως μετά, καλεσμένη του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης και της εταιρεία παραγωγής multimedia, The Dark Candy.