Γεννήθηκα στον Πειραιά, στην Τρούμπα. Μεγάλωσα στον Κορυδαλλό, μέσα σε έναν φούρνο, ανάμεσα στα αλεύρια, επειδή ο πατέρας μου ήταν φούρναρης. Δούλευα στον φούρνο από οκτώ χρονών, έφτιαχνα ψωμί μέσα στην παραγωγή και από τότε δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω. Ξάπλωνα πάνω στα τσουβάλια κι έκανα όνειρα: να σώσω τον κόσμο και να γίνω ροκ σταρ. Ακόμα δεν έχω καταφέρει κανένα από τα δύο.
• Η παιδική μου ηλικία ήταν ωραία και δύσκολα χρόνια. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν οκτώ κι εγώ μεγάλωσα μιλώντας με τον Θεό. Ήταν καλοί άνθρωποι οι γονείς μου, αλλά δεν ήξεραν πώς να φερθούν, οπότε κι εγώ μεγάλωσα κάπως εμπειρικά. Ήμουν παιδί του δρόμου, συνέχεια με μια μπάλα στο χέρι και ράμματα και χτυπήματα στο κεφάλι. Δεν είχα την πολυτέλεια της χαλαρότητας της παιδικής ηλικίας. Εγώ χαλάρωνα μετά το σχολείο. Πήγαινα στον φούρνο, μετά έβγαινα έξω στην πλατεία και από μια αίσθηση δικαίου που με διέκρινε υπερασπιζόμουν πάντα τους πιο αδύναμους. Επειδή ο φούρνος ήταν πολυπολιτισμικός –μόλις είχαν έρθει οι Αλβανοί–, είχαμε πελάτες πολλούς μαύρους, Βούλγαρους, Κινέζους, ομοφυλόφιλους. Γενικά, γινόταν της κακομοίρας μέσα στον φούρνο, γιατί ο πατέρας μου ήταν πολύ ανοιχτόμυαλος άνθρωπος και είχε σχέσεις με καλλιτέχνες, πολιτικούς, είχα πολλές προσλαμβάνουσες. Στη γειτονιά υπερασπιζόμουν όποιον είχε ανάγκη, γιατί ήμουν αλάνι και με άκουγαν, δεν με πείραζε κανείς. Είχα μια κλίση στους ανθρώπους του περιθωρίου κι αν έβλεπα ότι ενοχλούν κάποιον στον δρόμο, έβαζα χειρόφρενο, κατέβαινα κι έδινα μπουνιές κανονικά, δεν κόλλαγα σε τίποτα. Και τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να μην αντιδράσω, απλώς το κοντρολάρω – παλιά είχα ζωώδη ένστικτα.
Ο έρωτας είναι το πιο εγωιστικό πράγμα που υπάρχει, θα σε κάνω όπως θέλω εγώ. Ερωτευόμαστε την ιδέα που έχουμε για τον άλλον. Δεν τον αφήνουμε ελεύθερο, είναι απίστευτο αυτό το πράγμα.
• Υπήρξα πολύ πιο οργισμένη, τώρα είμαι κάπως πιο cool. Είναι ο θυμός και η πίκρα που συσσωρεύονται με τα χρόνια στις ζωές όλων και κάποια στιγμή βγαίνουν προς τα έξω. Πλέον δεν είμαι οργισμένη, είμαι στενοχωρημένη, δεν αντέχω αυτό το πράγμα, που λένε όλοι τη μαλακία τους για τα πάντα. Είναι τρομερό που οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν μια κάποια εξουσία μπορούν να ορίσουν και να καθορίσουν τους υπόλοιπους. Σκατά εξουσία έχουν, δεν καταλαβαίνουν ότι κι αυτοί είναι φτωχοδιάβολοι, παρότι έχουν ένα βήμα. Αυτό είναι που με τρελαίνει.
• Στα 17 πέρασα στην Κρήτη, νοσηλευτική. Την τελείωσα και δούλεψα και έναν χρόνο ως νοσοκόμα, αλλά τα πήρα στο κρανίο κι έφυγα. Στη σχολή μάς λέγανε ότι πρέπει να δίνεις και να προσφέρεις. Στο νοσοκομείο δεν ήταν έτσι, ήταν σαν εργοστάσιο, βιομηχανία. Εγώ, ως ευαισθητοποιημένη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, κλαίω με όλο τον κόσμο. Πήγαινα στον παππού και ήθελα να ασχολούμαι μαζί του πέντε ώρες. Η προϊσταμένη, όμως, μου έλεγε «τελείωνε, αλλού, παρακάτω» ή «μην αλλάζεις γάντια από ασθενή σε ασθενή, δεν έχουμε λεφτά» κι εγώ τρελαινόμουν. Ήμουν το μαύρο πρόβατο και κάποια στιγμή πήγα στον διοικητή, του άφησα την τελευταία του επιταγή –τρία χιλιάρικα έπαιρνε– και του είπα «αυτό να το βάλεις στον κώλο σου, παραιτούμαι!». Ήμουν επιθετική και πολύ θυμωμένη, επειδή, λόγω και των οικογενειακών, έπρεπε να τα κάνω όλα μόνη μου, να παίρνω αποφάσεις μόνη μου, από οκτώ χρονών. Πήρα από πολύ νωρίς τη ζωή στα χέρια μου και ποτέ δεν ζητούσα βοήθεια, ήμουν αναγκαστικά δυνατή, και κάπως έτσι πήγε η ζωή μου.
• Μετά το νοσοκομείο έκανα διάφορες δουλειές, μία εκ των οποίων ήταν και στον δρόμο. Ήταν κι αυτό ένα από τα όνειρά μου, εντυπωσιαζόμουν από αυτούς που είναι στον δρόμο και πουλάνε πράγματα. Πούλαγα τις λιθογραφίες που έφτιαχνε μια κοπέλα. Τότε μπήκε στη ζωή μου το θέατρο, από τύχη.
• Είχα πολλά πράγματα μέσα μου και μια φίλη μου μού είπε «ρε συ, γιατί δεν ασχολείσαι με το θέατρο;». Είχε τελειώσει τη Σχολή Βεάκη και ψάχναμε μια μέση κατάσταση, ώστε να μπορώ να δουλεύω και να παρακολουθώ και μαθήματα. Πήγα στο θέατρο Επί Κολωνώ και έτσι έγινε. Τότε υπέφερα από κρίσεις πανικού, οπότε ο πρώτος μου αυτοσχεδιασμός ήταν κρίση πανικού. Τον έκανα πάρα πολύ καλά και η Ελένη Σκότη, η δασκάλα μου, μου είπε «εσύ πρέπει οπωσδήποτε να παίξεις στο θέατρο».
• Η πρώτη φορά που έπαιξα ήταν στο θέατρο Επί Κολωνώ, σε μια περφόρμανς που σκηνοθετούσε η Αλεξάνδρα Παυλίδου και είχε τίτλο Αυτή δεν είναι η δική σου ιστορία;. Είχε γίνει χαμός, είχε έρθει πολύς κόσμος. Το devised theatre τότε ήταν στα πάνω του και γινόταν πανικός, έτσι με πήρε η μπάλα με το θέατρο. Έπαιξα κυρίως δικά μου έργα, εγώ και ο Κώστας Κουτσολέλος. Κολλήσαμε στο Επί Κολωνώ, κάναμε έναν αυτοσχεδιασμό μαζί και μετά μια περφόρμανς και μετά βάλαμε στο σανίδι τα βάσανά μας.
• Με έχει επηρεάσει πάρα πολύ ο Χριστιανόπουλος, τον αγαπώ. Τον είχα συναντήσει τυχαία μία φορά στη Θεσσαλονίκη που είχα πάει για μια ταινία μου – είναι ένας άνθρωπος που με συγκινεί βαθιά. Τώρα τελευταία ακούω ένα πιτσιρίκι που με συγκινεί πολύ, τον Bloody Hawk, τον βρίσκω αληθινό και βαθιά συγκινητικό. Δεν πιστεύω στη θρησκεία, πιστεύω όμως στον Χριστό, με συγκινεί πολύ αυτός ο τύπος. Με βοήθησε πάρα πολύ όταν περνούσα τους πανικούς και την κατάθλιψη, ήμουν μόνη μου με Αυτόν. Από Αυτόν ζήτησα βοήθεια στα δύσκολα. Όταν ήμουνα πολύ χάλια, περπατούσα πολύ για να μην τρελαθώ. Πέρναγα έξω από την Καπνικαρέα και ήθελα να μπω μέσα, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή. Η κυρία Αντιγόνη, όμως, η νεωκόρισσα που καθάριζε, μου άνοιξε να μπω χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάθε πρωί πήγαινα και με κλείδωνε μέσα για κάποια ώρα και μετά ερχόταν και μου άνοιγε. Έκλαιγα και μιλούσα με τον Χριστό και ηρεμούσα και κάθε φορά που μου συμβαίνει κάτι, εκεί θα καταλήξω. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, πλέον, αναπόσπαστο. Για μένα, είναι μόνο αγάπη.
• Μιλάτε, γιατί χανόμαστε. Δεν μιλάμε στην καθημερινότητά μας όσο πρέπει. Μπορεί να μιλάμε στα social media πολύ ωραία όλοι μας, γαμώ, κι εγώ πρώτη, αλλά δεν μιλάμε στον δρόμο. Θα σου πει κάποιος κάτι και οι περισσότεροι θα κάνουν τουμπεκί. Έχω φάει πολλή βία και είναι αδύνατο να δω κάτι άσχημο και να μην αντιδράσω. Προχθές, που ήμουν στο μετρό, είδα ένα ζευγάρι 16-17 χρονών να μιλάει έντονα. Το αγόρι έβριζε το κορίτσι για δέκα λεπτά και τσαμπουκαλευόταν γιατί δεν του είχε στείλει μήνυμα. Κοιτούσαν 15 άτομα και δεν μιλούσε κανείς. Πλησιάζω και του λέω «αγόρι μου γλυκό, γιατί τραμπουκίζεις το κορίτσι; Μια χαρά παιδί είσαι, τι συμβαίνει;». Το κορίτσι με κοιτούσε με τα γαλανά της μάτια, σαν να μου έλεγε «πες του κάτι, σε παρακαλώ». «Τι θα κάνεις, θα τη δείρεις;» «Όχι βέβαια» μου λέει – κι αυτός ένα μωρό. Δεν μπορείς όμως να ακούς να ζητάνε βοήθεια και να μην αντιδράς. Έχω πηδήξει ταράτσες επειδή έχω ακούσει να φωνάζουν βοήθεια, όχι μόνο για ανθρώπους αλλά και για ζώα. Έχω πάει από τη μια άκρη του νησιού στην άλλη επειδή άκουσα να κλαίει ένα ζώο. Είναι η φύση μου τέτοια.
• Δεν πιστεύω στο «να βγούμε στους δρόμους όλοι μαζί και να κάνουμε κάτι», πιστεύω στις πράξεις του καθενός μας. Περνάει κάποιος και ζητάει κάτι, μπορείς να τον βοηθήσεις; Κάν' το!
• Είναι τρομακτική η βία που μπαίνει στο σπίτι μας και τη θεωρούμε κάτι φυσικό. Τότε με τον Ζακ έπαιζε το βίντεο στο οποίο σκότωναν έναν άνθρωπο, real φόνο, και το έβλεπαν όλοι απαθείς, δέχονταν να βλέπουν να σκοτώνεται ένας άνθρωπος. Τον λιντσάρανε κανονικά και οι άλλοι παρακολουθούσαν τραβώντας βίντεο. Ακόμα πιο τρομερό είναι να σκέφτεσαι ότι το έκαναν για να βγάλουν λεφτά από αυτό, από τον θάνατο ενός ανθρώπου.
• Ο ρατσισμός είναι παντού. Όλοι γίνονται ρατσιστές, γιατί οι άνθρωποι ξεχνάνε εύκολα. Έχω μια γνωστή που ένα μέλος της οικογένειάς της είχε μπλέξει με ναρκωτικά πολύ άσχημα. Τώρα είναι καλά το παιδί, αλλά βρέθηκε στο περιθώριο και πέρασαν πολύ δύσκολα. Μια μέρα, λοιπόν, που έβλεπε στις ειδήσεις κάτι για αλλοδαπούς, αρχίζει ένα φασιστικό λογύδριο, ότι θα μας πάρουν τα σπίτια, τις δουλειές, που με έκανε έξω φρενών. Της λέω «μιλάς εσύ για περιθώριο;». Σκέφτηκε λιγάκι και μου είπε «σωστό είναι αυτό που λες». Δουλεύω στο μπαρ κι έρχεται ένας γνωστός γνωστού μου και λέει κάτι υποτιμητικό για τους γκέι και του κάνω «έχεις πρόβλημα με τους γκέι; Γιατί κι εγώ είμαι γκέι». Και σκαλώνει, γίνεται άσπρος και φεύγει, τελειώνοντας εκεί την κουβέντα.
• Το τι βλακεία έχουμε κάνει δεν λέγεται, και δεν φτάνει αυτό, θα πεθάνουμε κιόλας. Όλα τα σκέφτεσαι εκ των υστέρων και μάλλον έτσι πρέπει να γίνεται. Φοβάμαι πολύ τον θάνατο, από τότε που γεννήθηκα. Δεν ξέρω τι θα γίνει στ' αλήθεια, αλλά σκέφτομαι ότι θα είναι εκεί ο Χριστός, ο σκύλος μου, τα ζώα που έχω σώσει και κάποιοι που αγαπώ πολύ και θέλω να δω και ηρεμώ. Έχω μια ελπίδα. Δεν μπορούμε μόνοι μας, πρέπει από κάπου να κρατηθούμε, όλοι χρειαζόμαστε μια βοήθεια έξωθεν.
• Κάποια στιγμή εξαφανίστηκα, έκαναν να με δουν οι γονείς μου δύο χρόνια, τους απέρριψα. Μεγαλώνοντας τώρα, στα 42 μου, βλέποντας τη μάνα μου μετά τα εγκεφαλικά να κλαίει σαν μικρό παιδάκι και να μου λέει «χίλια συγγνώμη για ό,τι έχω κάνει, που δεν ήμουν καλή μάνα», καταλαβαίνεις ότι οφείλεις τον άνθρωπο να τον ξαναδείς από την αρχή. Και την είδα όντως από την αρχή τη μάνα μου, με όλα αυτά που έχει περάσει κι αυτή. Μεγαλώνεις και βλέπεις έναν άνθρωπο που τώρα τον γνωρίζεις, γιατί αφήνεται ο ίδιος να γνωρίσει τον εαυτό του και στη συνέχεια σε αφήνει να τον δεις ξανά. Φτάνεις στο σημείο να πεις «μεγαλώνουμε, μανούλα μου» και τελειώνουν όλα. «Καταλαβαίνω τι σκατά πέρασες κι εσύ και τι σκατά πέρασα κι εγώ».
• Το σχολείο το θεωρώ πολύ ηλίθιο πράγμα, αν ήξερα πόσο άχρηστα χρόνια είναι, δεν θα πήγαινα ούτε στη Νοσηλευτική. Ζούμε τις ζωές άλλων, είναι τρομερό. Ζεις τις ζωές των γονιών σου, γιατί τα παιδικά μας χρόνια μας πάνε γαμιώντας, αυτά μας καθορίζουν. Ως παιδιά είμαστε ανυπεράσπιστοι και παραμένουμε για πάντα μεγάλα παιδιά. Μετά ζεις τις ζωές των γκόμενών σου, μετά ζεις τις ζωές των καθηγητών σου στο πανεπιστήμιο, μετά ζεις τις ζωές των αφεντικών σου και λες «μαλάκα, πού είναι η ζωή μου;». Και μια μέρα πεθαίνεις.
• Υπάρχει πατριαρχία και θα υπάρχει για πάντα, έτσι όπως είναι φτιαγμένη η κοινωνία. Μια γυναίκα κρίνεται μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα, για την εμφάνισή της, για τον τρόπο που ντύνεται, για όλα, ενώ για έναν άντρα δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Είδα ένα κοριτσάκι στο μετρό που ετοιμαζόταν να ακυρώσει το εισιτήριό του, πέρασε ο άλλος, την έσπρωξε και πέρασε πρώτος κι έμεινε αυτό σαστισμένο. Της είπα: «Γιατί τον άφησες, αγάπη μου γλυκιά; Μπες μπροστά στον άντρα και μίλα, ξεπέρνα τον φόβο στον οποίον σε έχουν μάθει, γιατί αν δεν μιλήσεις, δεν θα αλλάξουν ποτέ τα πράγματα». Έτσι σε έχει μάθει η μαμά σου, «σήκω να βάλεις φαγητό στον αδερφό σου», γιατί αφήνεις να σε κάνει σαν κι αυτήν;
• Δυστυχώς, όσο μεγαλώνουμε γινόμαστε όλο και πιο πολύ σαν τους γονείς μας. Θα ήθελα να κρατάμε μόνο τα καλά τους, αλλά γινόμαστε ίδιοι, γιατί το περιβάλλον στο οποίο γεννηθήκαμε είναι κάτι που μας καθορίζει.
• Θέατρο βλέπω ελάχιστα, βαριέμαι πάρα πολύ. Πάω μόνο σε φίλους, επιλεκτικά. Είδα τον Θείο Βάνια πρόσφατα, πολύ ωραία παράσταση. Γενικά, όμως, δεν πάω, γιατί δεν μπορώ αυτό το δήθεν, δεν μπορώ που σχεδόν όλοι κάνουν θέατρο για να κάνουν θέατρο. Καταλαβαίνω ότι ο πιο πολύς κόσμος πρέπει να βγάλει από αυτό λεφτά για να ζήσει, το σέβομαι και είμαι υπέρ, αλλά ελάχιστοι είναι ειλικρινείς. Μου αρέσει πολύ η Καβογιάννη και αυτή η λίγκα που είναι πολύ clear όσον αφορά αυτό που κάνουν, respect! Δεν θα βγουν αύριο μεθαύριο να σου πουν ότι το κάνουν για την ψυχή της μάνας τους, γιατί κανείς δεν το κάνει γι' αυτό. Το κάνεις για να γίνεις διάσημος και πλούσιος, όπως όλοι μας.
• Τα νέα παιδιά, αντί να γαμιούνται, θέλουν να γίνουν σταρ. Παρακολουθώ στο YouTube τα talent shows και το GNTM, γιατί βλέπω στα μάτια αυτών που πάνε στο «X-factor» και στο «Voice» την απελπισία και το πάθος και όλο αυτό το πράγμα του να γίνω, να κάνω. Και ο άλλος, απέναντί τους, τους λέει: «Πόσο πολύ θες να γίνεις, απόδειξέ το μου, τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις για να το πετύχεις;». Θες να πάρεις ένα καλάσνικοφ, να μπεις στο στούντιο και να τους σκοτώσεις όλους; Έχει πολλά φάουλ και πολύ ζουμί αυτό που βλέπεις, και παρότι καταλαβαίνεις ότι όλοι παίζουν ρόλους –γιατί δεν μπορεί να είναι έτσι στ' αλήθεια–, δεν μπορείς να μην εκνευριστείς. Τίποτα δεν είναι αθώο εκεί μέσα. Οι μεν εξευτελίζουν χωρίς καμία ενοχή, οι δε δέχονται να εξευτελιστούν επειδή έτσι είναι οι όροι του παιχνιδιού.
• Είναι άσχημο να σε ξέρει ο κόσμος από το Facebook και όχι από αυτά που έχεις κάνει, γιατί το Facebook δεν είσαι εσύ. Παίζω θέατρο από το 2005 και όταν δούλευα στο μπαρ του bios με ήξεραν ως «η Βάσω από το μπαρ του bios», όχι η Βάσω η Καμαράτου, η ηθοποιός. Πολλοί νόμιζαν ότι έπαιζα για χόμπι. Πρέπει να είμαι η Παπαληγούρα για να θέλω να κάνω θέατρο; Μου έχεις δώσει ποτέ μια ευκαιρία;
• Τώρα ασχολούμαι αποκλειστικά με το θέατρο, ετοιμάζω πράγματα. Πέρασα πολύ ωραίες στιγμές της ζωής μου πίσω από τα μπαρ, αλλά είμαι 42, κουράστηκα, δουλεύω από τα οκτώ μου και για πρώτη φορά στη ζωή μου κάθομαι επισήμως. Είχα αυτή την πολυτέλεια και στην αρχή μού φαινόταν και ξένο, αναρωτιόμουν αν το αξίζω.
• Έχω υπάρξει πολύ drama queen στη ζωή μου, έχω ερωτευτεί πάρα πολύ, αλλά πιστεύω ότι δεν υπάρχει ο έρωτας. Κι ας με έχει καταστρέψει πολλές φορές. Έχω πάει και με άντρες και με γυναίκες, αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι αγαπώ τις γυναίκες, πάντα τις αγαπούσα. Ο έρωτας υπάρχει όσο εμείς θέλουμε να υπάρχει. Είναι τέλειο για τους τρεις μήνες που διαρκεί. Ο έρωτας είναι το πιο εγωιστικό πράγμα που υπάρχει, θα σε κάνω όπως θέλω εγώ. Ερωτευόμαστε την ιδέα που έχουμε για τον άλλον. Δεν τον αφήνουμε ελεύθερο, είναι απίστευτο αυτό το πράγμα. Η συντροφικότητα είναι κάτι παρά πολύ ωραίο, αλλά δύσκολο, πρέπει να αποδεχτείς τον άλλον όπως είναι και να σε αποδεχτεί κι αυτός. Το σεξ είναι άλλο πράγμα.
• Η ζωή με έμαθε να κάνω υπομονή. Έχω μάθει να ζω κάθε λεπτό και να έχω μια ταχύτητα κάτω, γιατί είναι μια στιγμή η ζωή. Και την αγαπώ πολύ!
www.facebook.com/vasso.kamaratou
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια