Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, αλλά τα τελευταία χρόνια ζω στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα βρέθηκε πρώτη φορά η οικογένειά μου το 1971, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αλλάξουμε στέκια, κυνηγημένοι καθώς ήμασταν από τη Χούντα. Εγώ κατέβηκα στην Αθήνα το '72, αλλά εκείνη τη φορά δεν απέφυγα τη σύλληψη.
• Επέστρεψα στη συμπρωτεύουσα το 1975, όπου πραγματικά έζησα ονειρικά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια – δεν ξεχνώ τις διαδρομές ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και το σπίτι μου, στη Γρηγορίου Παλαμά. Ο κόσμος ήταν άλλο πράμα τότε στο πανεπιστήμιο, διάβαζε, ενδιαφερόταν για τα πάντα, συζητούσε.
Βγήκαν, επίσης, σπουδαίες δουλειές, όπως το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας που ιδρύσαμε μαζί με τον Τάσο Χρηστίδη, με τον οποίο δουλέψαμε μαζί και συστηματικά για πολλά χρόνια. Ωστόσο, πάντοτε επέστρεφα στην πρωτεύουσα, κάνοντας μια λοξοδρόμηση στις σπουδές μου, τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια αλλά και αργότερα, κάθε φορά που συνέτρεχε ουσιαστικός λόγος.
• Τη γουστάρω την Αθήνα.Ανέκαθεν τη γούσταρα, αφού την έχω συνδέσει με αξέχαστες εικόνες, υπέροχους περιπάτους και καταβυθίσεις στις κλειστές αίθουσες του θεάτρου ή του σινεμά. Όταν, όμως, ακούω ότι το Παγκράτι, από το οποίο δεν φεύγω ποτέ, αφού από εδώ ευοδώνεται άνετα αυτό το πηγαινέλα με τα πόδια, ήταν κάποτε εστία αστικού πολιτισμού, με πιάνει το παράπονο. Είναι κρίμα να βλέπεις πόσο πολύ έχει αλλάξει ή πόσο πολύ έχει μεταλλαχθεί η κατάσταση στο κέντρο, αν και κάτι έχει αρχίσει να υποφαίνεται από κάποιους ανθρώπους – με τα σχέδια πεζοδρόμησης και ανάπλασης.
Γενικότερα, πάντως, προσπαθώ να μην εμπλακώ στο δίλημμα Θεσσαλονίκη-Αθήνα, το οποίο ποτέ μου δεν ασπάστηκα. Ακόμα, όμως, και τώρα παθαίνω συγκινησιακό πατατράκ κάθε φορά που επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη και αντικρίζω τη σχετική ταμπέλα στην είσοδο της πόλης. Η Αθήνα, ωστόσο, με βολεύει – ταιριάζει με τη μοναξιά μου και με τα αυστηρά μου ωράρια.
Είναι παλιό το χούι μου με τη μετάφραση.Έτσι ξεκίνησα ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, μεταφράζοντας και διδάσκοντας Ηρόδοτο, και προχώρησα με Όμηρο, Ησίοδο και Σοφοκλή και λίγο Σαπφώ. Με αυτά τα αρχαιοελληνικά ερεθίσματα κινήθηκα και στη νεοελληνική ποίηση, προσπαθώντας να ανιχνεύσω σε μείζονες ποιητές, όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ο Ρίτσος, ελληνικές παραφράσεις –ας τις πούμε έτσι– αρχαιοελληνικών προτύπων, θεμάτων και μύθων.
• Λατρεύω τον κινηματογράφο. Πηγαίνω στο Έμπασσυ σχεδόν καθημερινά με τα πόδια. Πρόσφατα, είδα το Πρόσωπο της Ομίχλης του Λόζνιτσα και εντυπωσιάστηκα με την απερίγραπτη λιτότητα και τις εξαιρετικές εικόνες – ένα αριστούργημα που κάλλιστα θα συνέκρινα με τις ταινίες του Ταρκόφσκι. Γενικότερα, έχω δει σχεδόν όλες τις ταινίες που κυκλοφορούν τελευταία, αρχής γενομένης από το Λίνκολν, που δεν με ενθουσίασε, ούτε καν σε επίπεδο ερμηνείας – ποτέ μου δεν μπόρεσα να ασπαστώ τη φανατική μίμηση του προσωπείου.
Αλλά ούτε και η Άννα Καρένινα με εξίταρε, παρά τα θεατρικού τύπου ευρήματα και το σχετικά ακριβές σενάριο του Στόπαρντ. Αυτή, πάντως, που δεν θα ξεχάσω είναι ο Ιούλιος Καίσαρας των αδελφών Ταβιάνι, που σε εντυπωσιάζει με τη σκηνοθετική φρεσκάδα και την πρωτοτυπία από ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας. Το Μετά το Μάη, όμως, είναι που με κέρδισε και με συγκίνησε πραγματικά για μια εποχή που μας έχει σημαδέψει ανεξίτηλα.
• Είναι παλιό το χούι μου με τη μετάφραση.Έτσι ξεκίνησα ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, μεταφράζοντας και διδάσκοντας Ηρόδοτο, και προχώρησα με Όμηρο, Ησίοδο και Σοφοκλή και λίγο Σαπφώ. Με αυτά τα αρχαιοελληνικά ερεθίσματα κινήθηκα και στη νεοελληνική ποίηση, προσπαθώντας να ανιχνεύσω σε μείζονες ποιητές, όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ο Ρίτσος, ελληνικές παραφράσεις –ας τις πούμε έτσι– αρχαιοελληνικών προτύπων, θεμάτων και μύθων, που μερικές φορές είναι εντυπωσιακές ως προς την προκλητική τους απόκλιση σε σχέση με αυτό που δίνει το πρότυπο αλλά και το απείκασμα του προτύπου.
Κοντά σε αυτό είναι ο Σεφέρης, αν και πιο συντηρητικός από τον Ρίτσο, ο οποίος είναι πανέξυπνα προκλητικός. Περισσότερο ανατρεπτικός, πάντως, είναι ο Καβάφης – χαρακτηριστικό είναι το πώς μετέτρεψε την «Ιθάκη» από τόπο προορισμού σε συμβολικό ταξίδι. Εν πάση περιπτώσει, πιστεύω στη μετάφραση, αφού δεν είναι παρά ένα καθημερινό μέσο συνεννόησης και επικοινωνίας, στον βαθμό που πάντα μεταφράζουμε ο ένας τα λόγια του άλλου. Το μυαλό δεν είναι μηχανή αντιγραφής αυτού που ακούμε και λέμε. Επομένως, με την ευρεία έννοια της λέξης η μετάφραση είναι μια διαρκής λειτουργία βίωσης και συμβίωσης.
• Η εμφάνιση και έκδοση των δυο βιβλιαρίων 24+2 Ιλιαδικές Παρομοιώσεις σε δική μου μετάφραση και με δικό μου πρόλογο και επίλογο από τις εκδόσεις Άγρα αλλά και του Αίαντα του Σοφοκλή, πάλι σε δική μου μετάφραση, από το ΜΙΕΤ είναι μια απάντηση στην αύξουσα ύφεση και υποβάθμιση της κριτικής συνολικότερα. Ίσως, μάλιστα, να έπρεπε να αρχίσω να κρίνω εγώ τα έργα μου υποδειγματικά, μήπως κάποιοι ακολουθήσουν τη μέθοδο και αντιληφθούν τη λειτουργία της.
Εσκεμμένα πρόσθεσα δύο παρομοιώσεις στις ήδη γνωστές 24 που περιλαμβάνονται στην Ιλιάδα, γιατί θεωρώ ότι μπορούν να λειτουργήσουν ως «γέφυρες» – «γέφυρες εισόδου» και «γέφυρες εξόδου» από τον κανόνα, καθώς κινούνται πέρα από κάθε φαντασία με την πρωτοτυπία τους. Υπάρχει δε μία παρομοίωση που για μένα εξεικονίζει το εναέριο δρομολόγιο στην ποίηση του μέλλοντος: «Πώς ταξιδεύει ο νους του ανθρώπου, που έχουν δει τα μάτια του πολλές χώρες της γης, και τώρα αναπολώντας σκέφτεται να 'μουν εκεί; Μήπως εκεί; Και πάει ο νους του σε πολλά – τόσο γοργά πετώντας η σεβάσμια Ήρα, στα απόκρημνα του Ολύμπου φτάνει».
Εξίσου συγκλονιστικός όμως είναι και ο Αίαντας, ειδικά όσον αφορά τη μέθοδο ανταπόκρισης των κειμένων, όπως την αποκαλώ περιγράφοντας την εσωτερική συνομιλία ανάμεσα στα κείμενα. Ο Σοφοκλής παίρνει, φερ' ειπείν, ένα μεγάθεμα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και το κάνει πιο μπάσταρδο και πιο δραματικό, του αλλάζει, τολμώ να πω, κυριολεκτικά τα φώτα. Το βλέπουμε στη σκηνή της ανταλλαγής των όπλων ή της αυτοκτονίας. Εκεί, δηλαδή, όπου προηγουμένως στον αρχαίο κόσμο ήταν ξεκάθαρο το πεδίο των εχθρών και των φίλων, τώρα για πρώτη φορά υπάρχει μια υπέροχη σύγχυση. Ο Αίαντας είναι το πρώτο εμφυλιακό, μεταπολεμικό δράμα που δείχνει πόσο ρευστά είναι τα όρια ανάμεσα στα φιλικά και εχθρικά στρατόπεδα, κάτι που δεν σταματάμε ποτέ να σκεφτόμαστε ούτε σήμερα.
• Απογοητεύτηκα πλήρως με την Οδύσσεια του Ουίλσον. Κατάφερε να εξαφανίσει εντελώς την ιστορία της Οδύσσειας και αντ' αυτού, σχεδόν αυτιστικά, να χρησιμοποιήσει τον χώρο για σκοπούς εντελώς εστετίστικους. Μακάρι να μπορούσε, έστω, να αποσπάσει τα σκοτεινά σημεία που μετατρέπουν την Οδύσσεια από παραμύθι σε μεγαλειώδες έπος, αλλά ούτε αυτό το είδα. Το μόνο καλό είναι ότι ο κόσμος πραγματικά τρέχει να δει την Οδύσσεια, έστω και σε αυτή την παραποιημένη εκδοχή.
Η απάντηση, ίσως, μπορεί να έλθει από την Ιλιάδα που ετοιμάζει με μεράκι και αγάπη αυτή την εποχή ο Στάθης Λιβαθινός με δεκαπέντε νέα παιδιά, όλο ζωντάνια, που σε κερδίζουν πραγματικά με την απερίγραπτη αθωότητά τους και το ταλέντο τους σε τέτοιο βαθμό, που η εκφορά του λόγου τους φτάνει να μετασχηματίζει ακόμα και την εξωτερική τους εμφάνιση. Αν πετύχει το εγχείρημα αυτό, δεν θα είναι μόνο η δικαίωση του Λιβαθινού αλλά και η δική μου. Μακάρι! Θα είναι πραγματικά ένα από τα ωραιότερα δώρα της ζωής μου.
σχόλια