Μπορεί να λέμε και να γράφουμε πολλά για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, αλλά δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για το ξεκίνημα από μια απλή αναφορά στις μεγαλύτερες επιτυχίες της, στα τραγούδια που στηρίχτηκαν στους στίχους της. Εκπληκτικά άσματα, σπάνιας δωρικής ομορφιάς και δύναμης στίχοι, που μελοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερους λαϊκούς συνθέτες μας και που έφθασαν στα χείλια όλου του κόσμου (στις πρώτες ή τις μεταγενέστερες εκτελέσεις τους).
Αυτή είναι η πρώτη και η μεγαλύτερη κληρονομιά της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Αυτά τα 36 τραγούδια –διάλεξα μιαν αρχική, πολύ βασική ομάδα, όπως θα δείτε–, που είναι μαζί και η καθημερινή ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, της Ελλάδας μετά το '50.
Κανένα άλλο πρόσωπο του τραγουδιού μας δεν μπόρεσε να μυθοποιηθεί όπως η Παπαγιαννοπούλου. Γιατί δεν ήταν μόνο το υψηλής ποιότητας έργο της, αλλά είναι και η παρουσία της έξω από την τέχνη της, που την καθιστά μοναδική.
Τίτλος τραγουδιού, συνθέτης, πρώτοι εκτελεστές, χρονιά πρώτης ηχογράφησης... και πάμε:
1. «Μα είναι και Θεός» [Σταύρος Τζουανάκος / Τζουανάκος-Στ. Πλέσσας-Τατασόπουλος] 1953
2. «Συρματοπλέγματα βαρειά» [Μπάμπης Μπακάλης / Λύδια-Καζαντζόγλου] 1955
3. «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά» [Απόστολος Καλδάρας / Γαβαλάς-Δασκαλάκη-Καλδάρας] 1957
4. «Σαν σήμερα χωρίσαμε» [Θεόδωρος Δερβενιώτης / Στέλιος Καζαντζίδης] 1957
5. «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά» [Απόστολος Καλδάρας / Στέλιος Καζαντζίδης] 1958
6. «Είσαι η ζωή μου» [Στέλιος Καζαντζίδης / Καζαντζίδης-Μαρινέλλα] 1958
7. «Ηλιοβασιλέματα» [Μανώλης Χιώτης / Μαίρη Λίντα-Χιώτης] 1958
8. «Μαντουμπάλα» [Στέλιος Καζαντζίδης / Καζαντζίδης] 1958
9. «Ποιος θα με πληροφορήσει» [Απόστολος Καλδάρας / Στέλιος Καζαντζίδης] 1958
10. «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» [Στέλιος Καζαντζίδης / Καζαντζίδης-Μαρινέλλα] 1958
11. «Πάρε το δάκρυ μου» [Μανώλης Χιώτης / Καίτη Γκρέυ-Τρίο Μπελκάντο] 1959
12. «Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή» [Βασίλης Καραπατάκης-Στέλιος Καζαντζίδης / Στέλιος Καζαντζίδης] 1959
13. «Γυάλινος κόσμος» [Απόστολος Καλδάρας / Βασίλης Βλάσσης] 1960
14. «Τίγκι-Τίγκι (Μου σπάσανε το μπαγλαμά)» [Απόστολος Καλδάρας / Μπιθικώτσης-Γλέρη-Καλδάρας] 1960
15. «Περασμένες μου αγάπες» [Μανώλης Χιώτης / Τρίο Μπελκάντο] 1960
16. «Πληροφορίες κακές» [Μπάμπης Μπακάλης / Αναγνωστάκης-Αντωνάτου] 1960
17. «Ειμ’ αητός χωρίς φτερά» [Μάνος Χατζιδάκις / Διαμαντής Πανάρετος] 1961
18. «Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις» [Απόστολος Καλδάρας / Μενιδιάτης-Κολλητήρη] 1963
19. «Τι έχει και κλαίει το παιδί» [Σταύρος Ξαρχάκος / Μπιθικώτσης-Ιωαννίδης] 1964
20. «Τόσα χρόνια σαν τυφλός» [Απόστολος Καλδάρας / Μενιδιάτης-Φ. Δημητρίου] 1964
21. «Ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι» [Απόστολος Καλδάρας / Μανώλης Αγγελόπουλος] 1965
22. «Στ’ Αποστόλη του κουτούκι» [Απόστολος Καλδάρας / Γρηγόρης Μπιθικώτσης] 1965
23. «Πετραδάκι, πετραδάκι» [Απόστολος Καλδάρας / Μενιδιάτης-Λιαροπούλου] 1966
24. «Πήρα απ’ τη νηότη χρώματα» [Απόστολος Καλδάρας / Βίκυ Μοσχολιού] 1966
25. «Τι να σου κάνει μια καρδιά» [Αντώνης Κατινάρης / Γρηγόρης Μπιθικώτσης] 1966
26. «Όνειρο απατηλό» [Απόστολος Καλδάρας / Σταμάτης Κόκοτας] 1967
27. «Αλλοτινές μου εποχές» [Απόστολος Καλδάρας / Στέλιος Καζαντζίδης] 1969
28. «Αν είναι η αγάπη έγκλημα» [Απόστολος Καλδάρας / Στέλιος Καζαντζίδης] 1969
29. «Ανεμώνα» [Απόστολός Καλδάρας / Στέλιος Καζαντζίδης] 1969
30. «Η φαντασία» [Απόστολος Καλδάρας / Νταλάρας-Αμπάβη] 1969
31. «Στο τραπέζι που τα πίνω» [Απόστολος Καλδάρας / Καζαντζίδης-Διαμάντη] 1969
32. «Ένας αητός γκρεμίστηκε» [Αντώνης Ρεπάνης / Στράτος Διονυσίου] 1970
33. «Η διπρόσωπη» [Αντώνης Ρεπάνης / Αντώνης Ρεπάνης] 1972
34. «Σκορπίσανε οι φίλοι μου» [Γιάννης Σπανός / Γιώργος Νταλάρας] 1978
35. «Η Μαλάμω» [Σταμάτης Κραουνάκης / Άλκηστις Πρωτοψάλτη] 1985
36. «Ο μπάρμπας μου ο Παναής» [Γιώργος Στεφανάκης / Μιχάλης Ζαμπέτας] 1999
Γρηγόρης Μπιθικώτσης - Στ' Αποστόλη του κουτούκι
Πόσα τραγούδια είναι καταχωρισμένα, σήμερα, υπό το όνομα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου; Είναι μερικές εκατοντάδες. Γύρω στα 400 πάνω-κάτω. Υπάρχουν κι άλλα; Είναι λογικό να το υποθέσεις, σκεπτόμενος τον τρόπο που σκόρπαγε τους στίχους της η Παπαγιαννοπούλου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η πλήρης αποκατάσταση του έργου της δεν είναι εύκολη δουλειά. Αν και πάντα γίνονται και θα γίνονται προσπάθειες, ώστε κάποια στιγμή να φθάσουμε στο τέλος...
Με την εργογραφία-δισκογραφία της Παπαγιαννοπούλου έχουν ασχοληθεί διάφοροι ερευνητές σε μελέτες τους (τυπωμένες ή ψηφιακές). Ο Σπύρος Κουρκουνάκης για παράδειγμα στο βιβλίο του Το Παραμύθι της Ευτυχίας [IANOS ο μελωδός, 2010], ο Σάκης Κ. Πάπιστας στο Όλοι οι Ρεμπέτες του Ντουνιά / Οι Λαϊκοί Στιχουργοί και άλλοι.
Είναι ακόμη γνωστό πως πολλοί στίχοι της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου έγιναν γνωστοί, ως τραγούδια, μετά τον θάνατό της, όταν μελοποιήθηκαν για πρώτη φορά από γνωστούς συνθέτες. Για παράδειγμα ο Αντώνης Κατινάρης μελοποίησε το «Στου βορηά το παραθύρι» που είπε ο Στράτος Διονυσίου το 1974, ο Γιάννης Σπανός μελοποίησε το «Σκορπίσανε οι φίλοι μου (οι Μάηδες οι ήλιοι μου)» που είπε ο Γιώργος Νταλάρας το 1978, ο Σταμάτης Κραουνάκης μελοποίησε τη «Μαλάμω» που είπε Άλκηστις Πρωτοψάλτη το 1985, ο Χρήστος Νικολόπουλος μελοποίησε το «Τσιφτετέλι Τσιτσάνη» που είπαν οι Ελένη Τσαλιγοπούλου, Μανώλης Λιδάκης και Μιχάλης Δημητριάδης το 1993, ο Γιώργος Στεφανάκης μελοποίησε έναν κομβικό στίχο της Παπαγιαννοπούλου εξαιτίας του ιδιότυπου λεξιλογίου του, τον «Ο μπάρμπας μου ο Παναής» που είπε ο Μιχάλης Ζαμπέτας το 1999 κ.ά.
Να σημειώσουμε επίσης πως δεν είναι μηδαμινά τα τραγούδια με το επώνυμο τής Παπαγιαννοπούλου στις ετικέτες των δίσκων, ενόσω εκείνη ακόμη ζούσε. Έχει περάσει η εντύπωση, θέλω να πω, πως τα τραγούδια αυτά είναι μετρημένα στα δάχτυλα – κάτι που δεν είναι σωστό.
Διαβάζεις συχνά, επίσης, πως το πρώτο τραγούδι που γράφτηκε το όνομά της σε ετικέτα δίσκου ήταν το «Ειμ' αητός χωρίς φτερά» του Μάνου Χατζιδάκι, στην κλασική (δεύτερη) εκτέλεση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, το 1963. Ούτε αυτό είναι σωστό, αφού υπάρχει τραγούδι με το επώνυμο της Παπαγιαννοπούλου σε ετικέτα δίσκου από το 1954 (τουλάχιστον), είναι το «Θα δω και τα χαΐρια σου» του Γιάννη Τατασόπουλου, σ' ένα 78άρι της His Master's Voice.
Να και μερικά τραγούδια-επιτυχίες, που κυκλοφόρησαν στα σίξτις με το επώνυμο τής Παπαγιαννοπούλου στις ετικέτες των δίσκων (πέραν του «Ειμ' αητός χωρίς φτερά») και από τα οποία θα έπαιρνε κάποια λεφτά, μέσα στα χρόνια, από δικαιώματα:
«Στ' Αποστόλη του κουτούκι» (1965) του Απόστολου Καλδάρα με τους Ευάγγελο Περπινιάδη-Μάριο, «Τι να σου κάνει μια καρδιά» (1966) του Αντώνη Κατινάρη με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, «Πήρα απ' τη νηότη χρώματα» (1966) του Απόστολου Καλδάρα με την Βίκυ Μοσχολιού, «Όνειρο απατηλό» (1967) του Απόστολου Καλδάρα με τον Σταμάτη Κόκοτα και «Πετραδάκι, πετραδάκι» (1966) του Απόστολου Καλδάρα με τον Μιχάλη Μενιδιάτη (αν και στο δισκάκι με την εκτέλεση του Νίκου Ξανθόπουλου από το 1967, που επίσης ακούστηκε πολύ, το επώνυμό της δεν είναι αναγραμμένο).
Αντώνης Ρεπάνης - Η διπρόσωπη
Φυσικά, υπήρχαν κι άλλα τραγούδια με το επώνυμό της τυπωμένο στις ετικέτες ή τα εξώφυλλα των δίσκων (LP), που δεν έκαναν όμως τις πολύ μεγάλες επιτυχίες – από τα οποία επίσης θα ελάμβανε τα ποσοστά της. Για παράδειγμα το τραγούδι της «Οδοιπόροι», που ακούγεται στον δίσκο του Κώστα Χατζή «Στις Γειτονιές του Κόσμου» [Philips, 1969] ή η εκτέλεση του «Τι έχει και κλαίει το παιδί» του Σταύρου Ξαρχάκου, με τη φωνή της Μελίνας Μερκούρη από το LP «Η Ελλάδα της Μελίνας» [Columbia, 1965].
Επίσης κάποια χρήματα θα πρέπει να της προσπόρισαν τα τραγούδια της που ήταν ενταγμένα στους πρώτους τουριστικούς δίσκους, όπως το «Όνειρο απατηλό» (που πούλησε πολύ ούτως ή άλλως) από το LP «Blue Summers / Γαλάζια Καλοκαίρια» [MINOS, 1969]. Οι δίσκοι αυτοί πουλούσαν πολύ στα αεροδρόμια, στα λιμάνια, στα νησιά κ.λπ.
Τι να το κάνεις όμως; Τότε ήταν ήδη αρκετά μεγάλη η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ώστε να μπορέσει κάπως να επωφεληθεί, βελτιώνοντας τη ζωή της, καλύπτοντας τις ανάγκες της κ.λπ. Η ουσία είναι, και αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε, πως πέθανε άψιλη και μάλλον ξεχασμένη από τους περισσότερους (όχι απ' όλους) στις αρχές του 1972.
Πώς έζησε όμως, στα σχεδόν 80 χρόνια της, αυτή η μεγάλη στιχουργός και ποιήτρια;
Και εδώ τα πράγματα είναι χοντρικώς γνωστά και μάλιστα μ' έναν πολύ ιδιάζοντα τρόπο – καθώς μύθος και πραγματικότητα ανακατεύτηκαν μέσα στα χρόνια. Βοήθησε και η ίδια η Παπαγιαννοπούλου κατά έναν τρόπο, καθώς ελάχιστες φορές επιχείρησε να μιλήσει για τις πιο σκοτεινές στιγμές της ζωής της – οπότε όσα ξέρουμε για τα πάθη της, τις εκρήξεις της, τις συμπεριφορές της κ.λπ. προέρχονται βασικά από διηγήσεις τρίτων.
Κανένα άλλο πρόσωπο του τραγουδιού μας δεν μπόρεσε να μυθοποιηθεί όπως η Παπαγιαννοπούλου. Γιατί δεν ήταν μόνο το υψηλής ποιότητας έργο της (τέτοιο ας πούμε είχε και ο Τσιτσάνης ή και ο Καζαντζίδης, ο καθένας από τη μεριά του, όπως και άλλοι λαϊκοί στιχουργοί σαν τον Κώστα Βίρβο ή τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη), αλλά είναι και η παρουσία της έξω από την τέχνη της, που την καθιστά μοναδική. Και είναι αυτός ο συνδυασμός, που, δυνητικά, μπορεί να αποτελέσει το καλύτερο σενάριο για μια ταινία, ένα βιβλίο, μια θεατρική παράσταση, ένα κόμικ κ.λπ. Μπορείς να το πας το στόρι όσο μακριά θέλεις...
Γεννημένη στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1893 (ή το 1896, όπως η ίδια ισχυριζόταν), η Ευτυχία είχε από μικρή έφεση στα γράμματα. Έτσι μάλλον φυσιολογικά έγινε δασκάλα (ένα λειτούργημα, που το εξάσκησε ελάχιστα). Παντρεύτηκε νωρίς, όπως παντρεύονταν τότε οι γυναίκες, περί τα μέσα της δεκαετίας του '10, τον αρκετά μεγαλύτερό της έμπορο Κωστή Νικολαΐδη, αποκτώντας μαζί του δύο κορίτσια, την Καίτη και τη Μαίρη.
Μετά τη σφαγή του Αϊδινίου, τον Ιούνιο του 1919, η Ευτυχία μαζί με τη μητέρα της Μαριόγκα και τις δύο κόρες της θα φύγουν με προορισμό τη Σμύρνη (βορειοδυτικά), αλλά τελικά θα βρεθούν σε αντίθετη κατεύθυνση (νοτιοανατολικά) στην Αττάλεια (παραλιακή πόλη) και από εκεί στην Ισπάρτα (βόρεια της Αττάλειας, στο εσωτερικό της Τουρκίας). Μετά την κατάρρευση του μετώπου οι τέσσερις γυναίκες θα βρεθούν και πάλι στην Αττάλεια και από εκεί, με κάποιο από τα καράβια, που διέσωζαν τούς, πρόσφυγες πλέον, μικρασιάτες Έλληνες, θα φθάσουν στη Λέρο και από εκεί στον Πειραιά, με την Ευτυχία να ξεκινά τη ζωή της όχι από την αρχή, αλλά από το μηδέν. (Ο άντρας της είχε σωθεί κι αυτός κι είχε φθάσει στην Ελλάδα με άλλο καράβι, μάλλον).
Όπως είχε πει και η ίδια στον Γιάννη Θεοδωράκη (αδελφός του Μίκη Θεοδωράκη) σε μια συνέντευξή της στο περιοδικό ΔΡΟΜΟΙ της Ειρήνης (τεύχος 80, Αύγουστος 1964):
«Γύρω μου πέφτανε νεκροί – δεκάδες κάθε μέρα... Κάποτε φτάσαμε στην παραλία. Μπήκαμε στα πλοία που μας έφεραν στον Πειραιά. Μας ρίξανε στις παράγκες...».
Για να συνεχίσει ο Γιάννης Θεοδωράκης:
«Δεν την σήκωνε όμως την παράγκα η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Απόφοιτη του Γυμνασίου ζητά μια ανάλογη δουλειά. Γίνεται δασκάλα κατ' οίκον. Συγχρόνως παρακολουθεί μαθήματα φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο».
Και ξανά η Παπαγιαννοπούλου:
«Σε μια φιλανθρωπική παράσταση έπαιξα κάποιο ρόλο. Με είδαν ο (Νίκος) Βέλμος και ο (Αιμίλιος) Βεάκης. Με πήγαν στην Μαρίκα την Κοτοπούλη. Κι από τότε ρίχτηκα με τα μούτρα στο θέατρο...».
Περί το 1924 η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα γνωρίσει κάποιον Νίκο Αλεξίου, που πρέπει να ήταν κάτι σαν ιμπρεσάριος και ο οποίος τη βοήθησε στο να συστηματοποιήσει τη θεατρική πορεία της. Μάλιστα, υπάρχουν φήμες πως εκείνη την εποχή εμφανιζόταν στο θέατρο ως Ευτυχία Αλεξίου (!), κάτι εξ αρχής προκλητικό, καθότι ήταν ακόμη παντρεμένη (με τον Νικολαΐδη).
Κάπου προς τα τέλη της δεκαετίας του '20 η Ευτυχία Νικολαΐδου (όπως ήταν ακόμη το επώνυμό της), η οποία ουσιαστικά (και όχι τυπικά) έχει χωρίσει με τον πρώτο άντρα της, γνωρίζει τον αστυφύλακα Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, τον οποίον και ερωτεύεται. Ασχολείται πάντα με το θέατρο, αλλά ασχολείται και με την ποίηση. Και κάπως έτσι, το 1931, ως Ευτυχία Νικολαΐδου πάντα, τυπώνει ένα βιβλίο με ποιήματα της, που το αποκαλεί Πνοές.
Οι στίχοι της είναι ερωτικού περιεχομένου («Οϊμέ! χλωμέ! λιγνόσωμε! / παιδί τ' Απρίλη, / έλα το βράδυ / με κειό το χάδι, / και φίλαμε στα χείλι.»), νοσταλγικοί σε σχέση με κάποια αγαπημένα της πρόσωπα, που έχουν χαθεί εν τω μεταξύ («Θάθελα γιαγιάκα μου / Να σε μοιρολογήσω, / Με τραγούδια του χαϊμού / Να σ' αποχαιρετήσω»), μα και κοινωνικοί, επηρεασμένοι από τις δυσκολίες της ζωής, που η ίδια είχε βιώσει.
Το 1932 ο πρώτος άνδρας της πεθαίνει κι έτσι μπορεί πλέον να παντρευτεί τον Παπαγιαννόπουλο, κάνοντας μια νέα αρχή στη ζωή της. Παίζει στο θέατρο και γράφει όχι μόνο ποιήματα, αλλά και στίχους, όπως φανερώνει μια δημοσίευση στην εφημερίδα Μακεδονία της 15ης Ιανουαρίου 1932. Το στιχούργημά της «Λενιώ» θα μπορούσε να γίνει τραγούδι...
Η περίοδος αυτή, στα χρόνια του '30, ήταν μάλλον δημιουργική για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Υπό την έννοια πως συνεχίζει να παίζει στο θέατρο, να γράφει στίχους ή ποιήματα, ζώντας μιαν ήσυχη ζωή, μαζί με τον νέο σύζυγό της, τη μητέρα και τις κόρες της, που εν τω μεταξύ έχουν μεγαλώσει. Μάλιστα η πρώτη κόρη της Μαίρη Νικολαΐδου ή Λαΐδου ακολουθεί την πορεία της στο θέατρο, εκεί όπου θα γνωρίσει τον ηθοποιό Φραγκίσκο Μανέλη (1911-1978), τον οποίον και θα παντρευτεί το 1942(;). Από το γάμο τους θα γεννηθεί η Ρέα Μανέλη, γνωστή χορεύτρια του μουσικού θεάτρου κ.λπ. και συγγραφέας πολύ αργότερα (2003) του βιβλίου Η Γιαγιά μου η Ευτυχία [Άγκυρα].
Πώς μπήκε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο κύκλωμα του λαϊκού τραγουδιού; Γνωρίζοντας τη Μαρίκα Νίνου –που δούλευε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '40 ως ακροβάτισσα– μέσω του Φραγκίσκου Μανέλη. Η Νίνου ήταν εκείνη που θα τη σύστηνε στον Τσιτσάνη. Όπως είχε πει και η ίδια η Παπαγιαννοπούλου στην παρουσίασή της στο περιοδικό ΔΡΟΜΟΙ της Ειρήνης:
«Ήταν το '52 ή το '53 (σ.σ. ήταν το 1948 ή το '49). Ζούσε η μακαρίτισσα η Νίνου. Ήταν τουρκομερίτισσα... Τη γνώριζα... Άκουσε ένα-δυο ποιήματά μου. "Να γνωρίσεις τον Τσιτσάνη" μου λέει. "Θα του χρειαστείς"».
Τσιτσάνης και Παπαγιαννοπούλου δεν είχαν πάντα αγαστές σχέσεις, καθώς έριζαν για την στιχουργική πατρότητα ορισμένων τραγουδιών. Ακόμη και μετά το θάνατο τής Παπαγιαννοπούλου ο Τσιτσάνης ερχόταν στα μαχαίρια με όποιον επιχειρούσε να τον ακυρώσει στιχουργικά (σε σχέση πάντα με κάποια συγκεκριμένα κομμάτια).
Παλαιότερα, το 1997, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε γράψει δύο άρθρα στο περιοδικό Δίφωνο σχετικά με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου (αργότερα βέβαια, το 2002, θα τύπωνε και το βιβλίο Όλα Είναι Ένα Ψέμα στις Εκδόσεις Καστανιώτη). Σ' εκείνα τα άρθρα (τεύχος 17 και 18, Φεβρουάριος και Μάρτιος 1997) ο Λ. Παπαδόπουλος σημείωνε:
«Ο Τσιτσάνης, που τον ενοχλούσαν πολύ οι δηλώσεις της Ευτυχίας, πως τα "Καβουράκια" ήταν δικά της μου έλεγε: "Η Γριά (σ.σ. η Παπαγιαννοπούλου ήταν 22 χρόνια μεγαλύτερη από τον Τσιτσάνη και το "Γριά" ή καλύτερα «Γρηά» ήταν το παρατσούκλι της) δεν μπορεί να γράψει ένα ολοκληρωμένο τραγούδι. Μου έδινε δυο στίχους, παράδειγμα "πήρα τη στράτα κι έρχομαι / μες στη βροχή και βρέχομαι" και το υπόλοιπο τραγούδι το έγραφα εγώ. Έτσι έγινε και με τα "Καβουράκια". Μου έγραψε "στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια" κι αυτό ήταν όλο».
Ακόμη κι αν ήταν έτσι τα πράγματα, όπως τα έλεγε ο Τσιτσάνης (η Παπαγιαννοπούλου είναι γνωστό, από αφηγήσεις, πως μιλούσε συχνά και με στιχάκια, πετώντας ένα δίστιχο εδώ, ένα παραπέρα...), η ουσία είναι πως τα συγκεκριμένα δίστιχα είναι απολύτως καθοριστικά, ώστε ακόμη κι ένας απλός στιχοπλόκος, πόσο μάλλον ο Τσιτσάνης, να μπορεί, στηριγμένος σ' αυτά, να σχηματίσει ένα ολοκληρωμένο άσμα.
Ας μην μας διαφεύγει πάντως πως θα ήταν η ίδια η Παπαγιαννοπούλου (λίγους μήνες πριν πεθάνει, τον Μάρτιο του 1971) εκείνη που θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους (σε σχέση με τον Τσιτσάνη). Τότε είχε δώσει μια συνέντευξη (μαγνητοφωνημένη) στους Γιάννη και Ελισάβετ Κουνάδη (αρχείο Παναγιώτη Κουνάδη), η οποία συμπεριλήφθηκε ως CD στην έκδοση του βιβλίου του Γιάννη Bach Σπυρόπουλου, Ένα Μπλουζ για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου [Ηλέκτρα, 2006]. Εκεί ακούγεται η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να λέει:
«Μόνο τον Τσιτσάνη παραδέχομαι... (και) τον Μάρκο τον Βαμβακάρη βέβαια. Προηγήθη αυτός. Έκανε ωραία πράγματα και ο Βασίλης. Αυτός μ' έμαθε να γράφω. Εγώ φιλολογούσα. Έκανα κάτι πράγματα, ποιήματα, όπως αυτά που γράφω τώρα, αλλά αυτός με έμαθε να γράφω τραγούδια. Να επαναλαμβάνω τη ρεφραίν. Ας πούμε... "πήρα τη στράτα κι έρχομαι / μεσ' στη βροχή και βρέχομαι / στα σκαλοπάτια σου εγώ σφυρίζω / άσε με μέσα για να μπω / και στρώσε μου να κοιμηθώ". Θα είναι η επωδός πάντοτε η ίδια "και στρώσε μου να κοιμηθώ". (Έτσι) έμαθα κι εγώ να γράφω λιγάκι, γιατί έκανα άλλα αντ' άλλων, φιλολογίες, μακροσκελέστατα ποιήματα...».
Η Παπαγιαννοπούλου ήταν πολύ επηρεασμένη από τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, ενώ της άρεσαν ακόμη ο Νίκος Καββαδίας, ο Κωστής Παλαμάς, βεβαίως το δημοτικό τραγούδι κ.ά. Πάνω στο ύφος του Κρυστάλλη θα γράψει μάλιστα διάφορα ποιήματα, τα οποία φαίνεται πως τύπωσε σε βιβλίο, που πλέον αγνοείται. Ο τίτλος του λέγεται πως ήταν Άρπα και Φλογέρα (αυτό υποστηρίζει η εγγονή της Ρέα Μανέλη στο δικό της βιβλίο) και πρέπει να το τύπωσε (ιδιωτικά και σε λίγα αντίτυπα;) προς τα τέλη της δεκαετίας του '40.
Η αρχή της δεκαετίας του '50 την βρίσκει ανανεωμένη, μέσα από την καθολική επαφή της πια με τον λαϊκό στίχο, αλλά η ζωή θα της δείξει και μια και δυο φορές το σκληρό της πρόσωπο. Έχει ήδη πεθάνει η μητέρα της από το 1945, στα μέσα της δεκαετίας θα χάσει τον άντρα της Γιώργο Παπαγιαννόπουλο, ενώ το 1960 χάνει, μάλλον αναπάντεχα, και την κόρη της Μαίρη Λαΐδου.
Τα χτυπήματα είναι απανωτά για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που καλείται για άλλη μια φορά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ζωής. Δεν είναι εύκολο. Το χαρτοπαίγνιο, ο τζόγος, είναι μία από τις διαφυγές της. Η άλλη είναι η στιχουργική, από την οποία συμπληρώνει τα προς το ζην, για να ικανοποιεί και το πάθος της και κάποιες από τις ανάγκες της.
Δεν ήταν, πάντως, τελείως στον άσσο η Παπαγιαννοπούλου. Πρέπει να είχε δύο συντάξεις (μια δική της, από τα θεατρικά χρόνια της, και ίσως ακόμη μία από τον άντρα της), σίγουρα θα τη βοηθούσε και η άλλη κόρη της, αλλά ο τζόγος ήταν μόνιμο και μεγάλο μαρτύριο και τα λεφτά δεν έφθαναν ποτέ.
Η δεκαετία του '60 μπορεί να υπήρξε σκοτεινή για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, όσον αφορά την προσωπική ζωή της, αλλά δημιουργικά βρισκόταν σε πολύ μεγάλη φόρμα, γράφοντας τον έναν αριστουργηματικό στίχο μετά τον άλλον.
Όπως γράφει και ο Λ. Παπαδόπουλος (Δίφωνο #17, Φεβρουάριος 1997):
«Ναι, η Γριά ήταν μεγάλο χαρτόμουτρο. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, πάνω από την τσόχα, με την τράπουλα στο χέρι και με το τσιγάρο στα χείλη. Να παίζει, να χάνει και μετά να παίρνει τους δρόμους, για να μαζέψει κανα φράγκο, να ξεπληρώσει τα χρέη της και να ξαναπαίξει. Γι' αυτό το καθημερινό ζεστό παραδάκι πουλούσε τα τραγούδια της για δυο πεντάρες, και ύστερα θυμότανε εκείνα που γίνονταν σουξέ κι άρχιζε να βρίζει τους συνθέτες τους και να ζητάει τα ποσοστά της! Οι άλλοι όμως, που την πιάνανε πάνω στην ανάγκη και της παίρνανε τα τραγούδια μ' ένα χιλιάρικο (σ.σ. και πολύ λιγότερα), την είχαν βάλει να υπογράψει πως παραιτείται από κάθε δικαίωμα. Έτσι η Γριά κέρδιζε κάποτε τη μάχη των εντυπώσεων, ο κόσμος πίστευε ότι το τάδε τραγούδι είναι δικό της, αλλ' από παράδες τίποτα. Και δωσ' του πάλι δανεικά και προκαταβολές, μια ζωή ολόκληρη».
Υπήρχαν περιπτώσεις όπου μια μεγάλη της επιτυχία θα μπορούσε να της αποφέρει από δικαιώματα ακόμη και 40 ή 50 χιλιάρικα (δραχμές), όταν εκείνη είχε εισπράξει στην καλύτερη περίπτωση λίγα κατοστάρικα. Και δεν είναι ότι την εκμεταλλεύονταν οι άλλοι, ότι την κορόιδευαν δίχως η ίδια να παίρνει χαμπάρι, είναι ότι εν γνώσει της έκανε κακό στον εαυτό της, στην τέχνη της, στην υστεροφημία της, γιατί είχε ανάγκη από άμεσο «ζεστό χρήμα» και όχι από «δικαιώματα», που θα τα εισέπραττε μήνες μετά. Όπως είχε πει και η ίδια:
«Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από 'κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δεν θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα – ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα».
[εφημερίδα Ακρόπολις, 29 Ιανουαρίου 1960]
Και όμως η Παπαγιαννοπούλου δεν είχε καλή σχέση με τα λεφτά, δεν αγαπούσε το χρήμα. Ό,τι διεκδικούσε και μάζευε το χάλαγε την ίδιαν ώρα, οπότε ήταν μονίμως στο άσο. Όπως έγραφε και η Ρέα Μανέλη στο βιβλίο της Η Γιαγιά μου η Ευτυχία [Άγκυρα, 2003] – το απόσπασμα το δανειζόμαστε από το ogdoo.gr:
«Και το περίεργο είναι, πως δεν ξόδευε τα λεφτά της σε λούσα... Όχι. Γενικά δεν ήταν άνθρωπος των υλικών απολαύσεων. Πώς να το πω; Γι' αυτήν το χρήμα ήταν σαν το οξυγόνο. Από την ώρα που ξύπναγε, ανέπνεε λεφτά. Το πάθος του τζόγου ήταν πολύ μετά, δεν μπορούσε να κουμαντάρει τα λεφτά της, ή δεν ήθελε. Από πολύ μικρή ηλικία, κι ως τα γεράματά της, είχε δει τον εαυτό της σαν Ρομπέν των δασών. Ντε και καλά έπρεπε να βοηθάει όλο τον κόσμο. Πριν από τον γάμο της με τον Γιώργο (σ.σ. Παπαγιαννόπουλο), αλλά και μετά, είχε πάντα οικότροφο με όλες τις ανέσεις. Μία ήταν η Μέλπω, η οποία έμεινε στο σπίτι τρία χρόνια, λέει η Καίτη (σ.σ. η κόρη της). Και η άλλη ήταν η Χρυσαυγή, που αυτή την θυμάμαι κι εγώ. Φίλη της Ευτυχίας από τη Μικρασία, η οποία ερχόταν κάθε δυο μήνες και καθόταν πέντε... Ήταν που η Ευτυχία είχε και τα "ζωντανά" – έτσι αποκαλούσε τις γάτες και τους σκύλους της γειτονιάς. Μόνιμα στο σπίτι, είχε δέκα γάτες. Άσε που γύριζε τους δρόμους της γειτονιάς με μια κατσαρόλα φαγητό, και τι φαγητό, αφού δεν είχαν εκείνη την εποχή ειδικές τροφές για τα "ζωντανά", το θεωρούσε καλό να ψωνίζει από τον χασάπη το καλύτερο.
Ύστερα ήταν και πως όποιος της κλαιγόταν, ή της ζητούσε δανεικά, αυτή είχε υποχρέωση να του τα δώσει. Πού το πας κι αυτό;
Μα, το καλύτερο ήταν όταν έστελνε να της κάνουν κάποιο θέλημα, της κόστιζε το τριπλάσιο... Ως και οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς την είχαν πάρει χαμπάρι και την δούλευαν... "Κωστάκη, πας, αγόρι μου, να μου πάρεις τσιγάρα;". Και ο Κωστάκης, δήθεν της έκανε τον δύσκολο: "Άααα, δεν μπορώωωω τώραααα", "Άντε, πουλάκι μου, και θα σου δώσω δεκαπέντε δραχμές για τον κόπο σου". Και έτσι, ένα πακέτο τσιγάρα τής κόστιζε είκοσι δραχμές. Ή για ένα κουτί σπίρτα, που τ' αγοράζαμε μία δραχμή, αυτή έδινε δέκα δραχμές...».
Η δεκαετία του '60 μπορεί να υπήρξε σκοτεινή για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, όσον αφορά την προσωπική ζωή της, αλλά δημιουργικά βρισκόταν σε πολύ μεγάλη φόρμα, γράφοντας τον έναν αριστουργηματικό στίχο μετά τον άλλον. Οι δυσκολίες και τα βάσανα της καθημερινότητας φαίνεται πως κινητοποιούσαν το ταλέντο της, παρά το υπνώτιζαν, με αποτέλεσμα η ποιότητα της παραγωγής της, ακόμη και στα τραγούδια που δεν σημείωναν αξιόλογη εμπορική επιτυχία, να είναι αξεπέραστη. Εξάλλου δεν θα μπορούσε ποτέ η ίδια να ξέρει ποιοι στίχοι της θα είχαν αντάξιες μελοποιήσεις, ποιοι θα γίνονταν μεγάλες επιτυχίες κ.λπ. Και να μην ξεχνάμε πως συζητούμε για μιαν 70χρονη γυναίκα, σε μιαν εποχή όπου οι 30άρηδες, το νέο αίμα (βλέπε Λευτέρης Παπαδόπουλος π.χ.), έδιναν κι έπαιρναν στο χώρο.
Προσέξτε τους στίχους του τραγουδιού «Αμφιβολία» (1967), που συνέθεσε ο Μπάμπης Μπακάλης και τραγούδησε ο Μπάμπης Τσετίνης, σ' ένα δίσκο 45 στροφών της Parlophone, δίχως το ονοματεπώνυμο της Παπαγιαννοπούλου στην ετικέτα. Ένα τραγούδι που δεν έγινε πολύ γνωστό σε αυτή την εκτέλεση, καθώς ήταν ήδη γνωστό ως «Το παρελθόν μου το βαρύ», έχοντας όμως εκπληκτικά λόγια. Κέντημα, με λέξεις διαλεγμένες μία-μία.
ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ
Αμφιβολία δεν χωρεί πως είχα παρελθόν βαρύ
γι' αυτό κι αγάπες δεν περνούσαν στο μυαλό μου.
Γιατί θα 'ρχόταν η στιγμή με τιποτένια αφορμή
να μου χτυπούσες διαρκώς το παρελθόν μου.
Μα εσύ κατόρθωσες ευθύς μεσ' στη ζωή μου να χωθείς
και μου 'πες χίλια παραμύθια να με πείσεις.
Αφού δεν είχες την ψυχή και λίγη θέληση καλή
το παρελθόν μου το βαρύ να συγχωρήσεις.
Τραβώ το δρόμο μου λοιπόν, με το βαρύ μου παρελθόν
με τις ελπίδες και τα όνειρα καμένα.
Κι αν έχεις λίγη ανθρωπιά πειράματα μην κάνεις πια
πάνω σε έρημα κορμιά βασανισμένα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ανακαλύπτεται συνεχώς από τους νεότερους, που την θεωρούν πλέον είδωλο. Συνεργάζεται με δημιουργούς του «έντεχνου», όπως με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Τι έχει και κλαίει το παιδί»), τον Μάνο Λοΐζο («Μας γέλασες παλιοζωή», από την ταινία Μπετόβεν και Μπουζούκι του Ορέστη Λάσκου, με τη φωνή της Κλειούς Δενάρδου), τον Βαγγέλη Πιτσιλαδή (τρία τουλάχιστον τραγούδια που απέδωσε ο Μανώλης Αγγελόπουλος), τον Κώστα Χατζή όπως προείπαμε, τον Δήμο Μούτση, ενώ από κοντά την έχουν οι ερευνητές του ρεμπέτικου και του λαϊκού, οι οποίοι και θα προσπαθήσουν να μάθουν από την Παπαγιαννοπούλου, για πρόσωπα και καταστάσεις του τραγουδιού μας. Επόμενο είναι να την ανακαλύψουν και τα πιο μέινστριμ έντυπα, που ζητούν να τους δώσει συνεντεύξεις. Σε μια τέτοια συνέντευξη στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ (1970) η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου μιλάει σαν διανοούμενη, όπως ήταν εξάλλου, για το λαϊκό τραγούδι:
«Το λαϊκό τραγούδι είναι ρωμαλέο. Δεν μπορεί να καταπιαστεί ο καθένας. Είναι λειτουργία μέσα στη ζωή. Είναι δυνατός αρμός που μας ενώνει με τα περασμένα, με την πλούσια παράδοσή μας σε λαϊκή τέχνη, λαϊκή μουσική. Είμαστε λαός ποιητής, τραγουδιστής, χορευτής... Βλέπετε τον Έλληνα, μερακλώνεται και σηκώνεται και χορεύει ζεϊμπέκικο. Ας είναι και βιομήχανος. Δεν λέω τον σνομπ, αλλά τον άλλο που παθιάζεται και στριφογυρίζει, ζώντας εκείνη τη στιγμή τους πόθους και τα όνειρά του. Τραγουδά και χορεύει τις λύπες του και τις χαρές του, βαλσαμώνει τον πόνο του, μεταμορφώνει σε ήχους τους χτύπους της καρδιάς του... Το λαϊκό μας τραγούδι ξεπήδησε από μια ανάγκη, γι' αυτό είναι αληθινό, γι' αυτό εξελίχθηκε. Πρέπει να ζυμωθείς με το λαό, να ζήσεις τους καημούς του. Γράφεται πρώτα με την καρδιά και το συναίσθημα και ύστερα με τεχνική. Και έτσι μόνο μας αναστατώνει, μας βάζει σε κίνηση, μας προβληματίζει...».
Καζαντζίδης - Αν είναι η αγάπη έγκλημα
Στις αρχές του '70 η υγεία τής Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου γίνεται όλο και πιο εύθραυστη. Πλησιάζει εξάλλου τα 80. Μάλιστα κάποια στιγμή θα αποκτήσει ευρύτερη δημοσιότητα η κατάστασή της (Νοέμβριος 1971), καθώς γράφτηκε στις εφημερίδες πως ήταν κατάκοιτη, άπορη και χωρίς οικονομικά μέσα.
Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, λίγο καιρό αργότερα η 79χρονη Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα έμπαινε για ακόμη μία φορά στο νοσοκομείο, αφήνοντας στις 7 Ιανουαρίου 1972 την τελευταία της πνοή, με λίγους ανθρώπους να της συμπαρίστανται εκείνες τις πολύ δύσκολες στιγμές της. Ένας απ' αυτούς ήταν ο συνθέτης, τραγουδιστής, φίλος και συνεργάτης της Κώστας Καρουσάκης (Καρουσάκης και Παπαγιαννοπούλου είχαν γράψει τραγούδια, που είχαν πει η Χαρούλα Λαμπράκη, η Γιώτα Λύδια και ο Μιχάλης Μενιδιάτης).
Πριν από μερικά χρόνια (29 Οκτωβρίου 2014) ο Κώστας Καρουσάκης είχε μιλήσει εδώ, στο LIFO.gr, στον Αντώνη Μποσκοΐτη και για 'κείνες τις τελευταίες ώρες, τα τελευταία λεπτά της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου:
«Με ειδοποίησαν ότι ήταν άσχημα και πήγα στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Την είδα πολύ χάλια και είπα "Η Ευτυχία δεν τη βγάζει"... Μόλις με είδε, όμως, ζωντάνεψε και μου λέει: "Ξέρεις τι θέλω να μου πεις; Σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί... αργά σαν σουρουπώνει"... Τραγουδάω τους δύο στίχους, υπήρχε κι ένας τρίτος που δεν τον θυμόμουν και μου τον είπε εκείνη. Της κρατούσα το χέρι και της τραγουδούσα. Μετά από λίγο ξεψύχησε...».
Λίγο καιρό πριν φύγει από τη ζωή (μέσα στο 1971) η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είχε τιμηθεί από τη νέα γενιά. Όπως είχε πει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος:
«Είχαν έρθει ένα πρωί στο γραφείο μου η Παπαγιαννοπούλου με τον Μουφλουζέλη και μου είπε: "Κάνε μια γιορτή για μένα να βγάλω κανα φράγκο, γιατί κοντεύω να πνιγώ από τα χρέη.(...) Συνεννοήθηκα με μερικούς φίλους συνθέτες και τραγουδιστές και της κάναμε μια γιορτή στο Μινώα.(...)».
Σ' εκείνη τη γιορτή πρέπει να ήταν, όταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου είχε πει δυο στροφές, που τις είχε κάνει τραγούδι ο Μανώλης Χιώτης το 1960. Η απαγγελία της είναι συγκλονιστική. Η εμφάνισή της είναι συγκλονιστική. Αυτό το βίντεο των 40 μόλις δευτερολέπτων μπορεί να συγκριθεί μόνο μ' εκείνα τα σοβιετικά βίντεο, που κατέγραψαν την ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα λίγο πριν από το δικό της τέλος στα χρόνια του '60. Είναι απίστευτος ο τρόπος που απαγγέλλει η Παπαγιαννοπούλου, η δύναμη του λόγου της, η αποφασιστικότητα με την οποία τονίζει και προφέρει τις λέξεις, η σιγουριά και η βαρύτητα που προβάλλει η παρουσία της.
Και είναι κι εκείνα τα λίγα τελευταία λόγια της, πριν θολώσει τελείως η εικόνα...
Βίντεο ντοκουμέντο με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Info
Η ταινία «Ευτυχία» θα βγει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019 από την Tanweer.
σχόλια